Το σαλιγκάρι είναι γαστερόποδο πνευμονοφόρο μαλάκιο που το σώμα του προφυλάσσεται από ένα περιελιγμένο όστρακο. Χαρακτηριστικότερο είδος είναι ο Κοχλίας ο πωματίας (Helix pomatia) κοινώς σαλιγκάρι, σάλιαγκας, χοχλιός, καράολος στην κυπριακή διάλεκτο. Έχει μακρόστενο σώμα, που προεξέχει εν μέρει από το κέλυφος, και κεφάλι το οποίο φέρει δύο ζευγάρια κεραιών που συστέλλονται. Τρέφεται με φυτικές ύλες (χορτάρι, βλαστάρια) τις οποίες αποσπά από το υπόστρωμα χρησιμοποιώντας την γλώσσα του (που φέρει κερατώδεις σχηματισμούς σαν δόντια) ενώ κινείται αργά αφήνοντας ίχνη βλέννας και εμφανίζεται κυρίως τις βροχερές μέρες. Το σαλιγκάρι χωρίς κέλυφος ονομάζεται γυμνοσάλιαγκας. Άλλη ονομασία του γυμνοσάλιαγκα, στην κυπριακή διάλεκτο, είναι βουρβουλλάς.
Τα σαλιγκάρια δραστηριοποιούνται όταν επικρατεί υγρασία (π.χ μετά την βροχή, κατά την διάρκεια της νύχτας) ενώ όταν οι συνθήκες είναι υπερβολικά ξηρές υποχωρούν στο εσωτερικό του κελύφους και σφραγίζουν την είσοδο με ένα είδος προσωρινού καλύμματος από αποξηραμένη βλέννα, το επίφραγμα. Σε αυτή την κατάσταση τα σαλιγκάρια βρίσκονται σε ένα είδος «νάρκης»[1] και μπορούν να επιβιώσουν χωρίς νερό για μήνες.
Στην Ευρώπη έχουν καταγραφεί 400 είδη σαλιγκαριών και σε όλο τον κόσμο 4000 είδη. Στην Ελλαδα τρία κυρίως είδη θεωρούνται εδώδιμα, τα Helix lucorum, Helix pomatia και Helix aspersa.
Έχουν βρεθεί κελύφη σαλιγκαριών σε αρχαιολογικές ανασκαφές, μια ένδειξη ότι τα σαλιγκάρια τρώγονται από τα προϊστορικά χρόνια. Ένας αριθμός των αρχαιολογικών χώρων γύρω από τη Μεσόγειο που έχει ανασκαφεί μας παρέχει φυσικές αποδείξεις της μαγειρικής χρήσης διαφόρων ειδών σαλιγκαριών.[2] Οι Ρωμαίοι, ειδικότερα, θεωρούσαν τα σαλιγκάρια εκλεκτή τροφή, όπως αναφέρεται στα γραπτά του Πλίνιου.
[3]
Helix lucorum
Σαλιγκάρι των δασών που είναι πιο μικρό από το κοινό σαλιγκάρι και προτιμά την πυκνή βλάστηση. Έχει κέλυφος διαμέτρου 40-45 χιλ., ύψος 30-35 χιλ. και καστανό χρώμα σάρκας με πολλά μικρά φυμάτια. Το βάρος ενός ανεπτυγμένου ατόμου ποικίλλει από 20 ως 35 γραμμάρια (σχέση βάρους σάρκας και ολικού 55-60%). Είναι κυρίως γνωστό ως Μαύρο. Το σαλιγκάρι αυτού του είδους το συναντάμε σε τόπους υγρούς και σε υψόμετρο έως 1000 μέτρα. Συγκριτικά με αλλά είδη σαλιγκαριών είναι από τα πιο μεγάλα σαλιγκάρια της Ευρώπης.
Helix pomatia
Έχει κέλυφος με 35-55 χιλ. διάμετρο και ύψος 30-50 χιλ. Το χρώμα της σάρκας είναι άσπρο - κιτρινωπό και έχει επιμήκη και ακανόνιστα φυμάτια. Είναι το πιο δημοφιλές -εμπορικό σαλιγκάρι. Είναι υγρόφιλο και προτιμά περιοχές πλούσιες σε ασβέστιο. Ζει 4-7 έτη. Έχει βάρος (αναπτυγμένο άτομο) 20-25 γραμμάρια και εμφανίζεται σε υψόμετρο μέχρι και 2000 μέτρα.
Helix aspersa
Πρόκειται για σαλιγκάρια μεγάλου μεγέθους που προσαρμόζονται εύκολα σε συνθήκες εκτροφείου. Είναι υγρόφιλο και προτιμά ζώνες υψηλές, δροσερές, σκιερές και πλούσιες σε ασβέστιο. Γεννά 20-80 αυγά, ανάλογα με το περιβάλλον και το κλίμα, ζει 4-7 έτη, έχει δε πλήρη ανάπτυξη μετά το τρίτο έτος. Το βάρος ενός ανεπτυγμένου ατόμου υπολογίζεται στα 20-25 γραμμάρια. Είναι πολύ διαδεδομένο στην Βόρεια Ελλάδα (Ήπειρο - Μακεδονία - Θράκη). Εμφανίζεται σε υψόμετρο μέχρι 2000 μέτρα το δε μέγεθός του αυξάνεται όσο αυξάνεται και το υψόμετρο (σχέση βάρους σώματος και ολικού 60-65%) ενδεικνυόμενο για ανοικτή εκτροφή.[4] Το χρώμα της σάρκας του είναι άσπρο - κιτρινωπό και έχει πολυάριθμα φυμάτια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά ενδημικά είδη όπως τα Metafruticicola andria (ενδημικό Β-ΒΔ Κυκλάδων) και Vitrea clessini (ενδημικό Αιγαίου) αλλά και το 50% των χερσαίων σαλιγκαριών της Βόρειας Κρήτης.
Κάθε σαλιγκάρι ψάχνει για μαλακό έδαφος για να σκάψει και να αφήσει τα αβγά του. Τα εναποθέτει σε μικρούς λάκκους 2,5-4 εκ. Κάθε σαλιγκάρι γεννά περίπου 85 αβγά και τα μικρά σαλιγκαράκια γεννιούνται μετά από 2-4 εβδομάδες. Συνήθως τα σαλιγκάρια γεννούν όταν έχει υγρασία και η πιο γόνιμη περίοδος τους είναι από Φεβρουάριο έως Οκτώβριο. Για την καλλιέργεια σαλιγκαριών διατίθενται πληροφορίες στο διαδίκτυο όπως είναι η κλαδική μελέτη Εκτροφή Σαλιγκαριών[5].
Το σώμα των σαλιγκαριών παράγει μια ιδιαίτερη παχύρρευστη σίελο, χάρις στην οποία μπορούν να έρπουν κατά μήκος μιας λεπίδας ξυραφιού χωρίς να κοπούν.
Τα σαλιγκάρια επιβιώνουν σε ασβεστώδη και όχι αργιλώδη εδάφη· η παρουσία ασβεστίου είναι απαραίτητη για τη δημιουργία του κελύφους τους.
Τα σαλιγκάρια ζουν ως και 15 χρόνια.
Τα σαλιγκάρια είναι ερμαφρόδιτα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε σαλιγκάρι διαθέτει τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά όργανα αναπαραγωγής. Για να γονιμοποιηθεί πρέπει να ζευγαρώσει με άλλο σαλιγκάρι και να φέρουν σε επαφή τα αντίθετα γεννητικά τους όργανα.
Τα σαλιγκάρια κινούνται σε περίεργες τροχιές, συνήθως κυκλικές.
Τα σαλιγκάρια συνήθως βασίζονται στην αίσθηση της αφής και της οσμής χρησιμοποιώντας τις δύο μικρότερες κεραίες για την εύρεση φαγητού, καθώς έχουν πολύ ασθενή όραση.
Τα σαλιγκάρια λόγω της παχύρρευστης σιέλου που παράγουν, έχουν εξαιρετική ικανότητα πρόσφυσης σε επιφάνειες και μπορούν και κινούνται, έρποντα, ακόμα και καθώς κρέμονται προς τα κάτω (δείτε σχετική εικόνα δίπλα).
Τα σαλιγκάρια ξηράς αναπνέουν με πνεύμονες.
Τα σαλιγκάρια ξηράς εξελίχθηκαν από τα θαλάσσια σαλιγκάρια 600 εκατομμύρια χρόνια πριν.