From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ταινία Ο βρόχος (Πρωτότυπος Τίτλος Rope), γνωστή κι ως Η θηλιά είναι θρίλερ δωματίου παραγωγής 1948, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστες της ταινίας είναι o Τζέιμς Στιούαρτ, ο Τζον Νταλ κι ο Φάρλεϊ Γκρέιντζερ. Η ταινία είναι βασισμένη σε θεατρικό έργο που έγραψε το 1929 ο Πάτρικ Χάμιλτον, το οποίο διασκεύασαν για τη μεγάλη οθόνη οι Άρθουρ Λόρεντς, Χιουμ Κρόνιν και Μπεν Χεχτ[1]. Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ταινία του Χίτσκοκ, η οποία φημίζεται για το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης την μόνταρε με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνεται στο θεατή η εντύπωση ότι παρακολουθεί ένα συνεχές και τεράστιο πλάνο. Ήταν η πρώτη επίσης ταινία την οποία γύρισε ο σκηνοθέτης για λογαριασμό της νεοσύστατης εταιρίας του Transatlantic Pictures.
Ο Βρόχος | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Άλφρεντ Χίτσκοκ |
Παραγωγή | Άλφρεντ Χίτσκοκ Σίντνεϊ Μπέρνσταϊν |
Σενάριο | Άρθουρ Λόρεντς Χιουμ Κρόνιν Μπεν Χεχτ Πάτρικ Χάμιλτον (Θεατρικό) |
Βασισμένο σε | Rope |
Πρωταγωνιστές | Τζέιμς Στιούαρτ Τζον Νταλ Φάρλεϊ Γκρέιντζερ Σερ Σέντρικ Χάρντουγουικ |
Μουσική | Λίο Φ. Φόρμπσταϊν |
Φωτογραφία | Τζόζεφ Βάλενταϊν και Γουίλιαμ Β. Σκαλ |
Μοντάζ | Γουίλιαμ Ζίγκλερ |
Εταιρεία παραγωγής | Transatlantic Pictures και Warner Bros. |
Διανομή | Warner Bros. και Netflix |
Πρώτη προβολή | 28/8/1948 |
Κυκλοφορία | 1948 |
Διάρκεια | 80 λεπτά |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Γλώσσα | Aγγλικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η έμπνευση για τη δημιουργία του θεατρικού του Χάμιλτον προήλθε από το πραγματικό γεγονός της δολοφονίας του 14χρονου Μπόμπι Φρανκς από τους Νέιθαν Λίοπολντ και Ρίτσαρντ Λεμπ, φοιτητές του Πανεπιστημίου του Σικάγου.
Ο Μπράντον (Τζον Νταλ) και ο Φίλιπ (Φάρλεϊ Γκρέιντζερ) είναι δυο νέοι που μοιράζονται ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Οι δυο τους θεωρούν τον πρώην συμμαθητή τους Ντέιβιντ Κέντλεϊ (Ντικ Χόγκαν) νοητικά κατώτερο κι αποφασίζουν να τον σκοτώσουν. Καλούν λοιπόν τον Ντέιβιντ στο διαμέρισμα τον στραγγαλίζουν με ένα σχοινί και τοποθετούν το σώμα του σε ένα μπαούλο. Έπειτα αποφασίζουν να οργανώσουν ένα μικρό πάρτυ, προκειμένου να αποδείξουν την υπεροχή του εγκλήματός τους. Οι καλεσμένοι πρόκειται να είναι ο πατέρας (Σέντρικ Χάρντγουικ), η θεία (Κόνστανς Κόλιε) κι η κοπέλα του Ντέιβιντ (Τζόαν Τσάντλερ), καθώς κι ο Ρούπερτ (Τζέιμς Στιούαρτ), πρώην καθηγητής τους, του οποίου τις ερμηνείες, πάνω στο έργο του Φρίντριχ Νίτσε, συνέλαβαν με λανθασμένο τρόπο. Κατά τη διάρκεια του πάρτυ, ο προκλητικός τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο Μπράντον κινεί τις υποψίες του Ρούπερτ.
Πρόκειται για μια από τις πιο πειραματικές ταινίες του σκηνοθέτη. Ο κριτικός κινηματογραφου Ρόμπερτ Έμπερτ χαρακτήρισε την ταινία ως: Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πειράματα που επιχειρήθηκαν ποτέ από μεγάλο σκηνοθέτη, καθώς εγκαταλείφθηκαν οι συνηθισμένες κινηματογραφικές τεχνικές για να επιτραπούν λήψεις χωρίς διακοπή[2]. Κάθε λήψη της ταινίας διήρκεσε 10 περίπου λεπτά και κάθε σκηνή γυρίστηκε στο ίδιο κινηματογραφικό πλατό με εξαίρεση το εναρκτήριο πλάνο που τραβήχτηκε με την κάμερα να βρίσκεται έξω από το παράθυρο του δωματίου όπου οι δυο πρωταγωνιστές διαπράττουν το έγκλημά τους. Η κίνηση της κάμερας ήταν προσεγμένη ώστε να μη χρειαστεί σχεδόν κανένα μοντάζ.
Οι τοίχοι του πλατό στηρίζονταν σε ρόδες, οι οποίες μετακινούνταν κάθε φορά που χρειαζόνταν να περάσει η κάμερα κι έπειτα τοποθετούνταν στην αρχική τους θέση σε περίπτωση που έπρεπε βρεθούν στη λήψη. Μια ομάδα τεχνικών μετακινούσαν συνεχώς την κάμερα και τα μικρόφωνα ενώ οι ηθοποιοί ακολουθούσαν πιστά τις κινήσεις που τους υποδείκνυε ο Χίτσκοκ[3].
Πίσω από το παράθυρο των σκηνικών στήθηκε το μεγαλύτερο κυκλικό πανόραμα σε κινηματογραφικό πλατό[3]. Περιλάμβανε ομοιώματα του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ καθώς και του Κτιρίου Κράισλερ.
Ο Χίτσκοκ έπαιρνε λήψεις που διαρκούσαν το ανώτερο 10 λεπτά, χωρίς διακοπή, μετακινώντας την κάμερα από ηθοποιό σε ηθοποιό. Όταν η κάμερα απομακρυνόταν από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών εστιαζόταν σε αντικείμενα του πλατό (για παράδειγμα πάνω στο σακάκι κάποιου από τους πρωταγωνιστές, ή το το πίσω μέρος κάποιας πολυθρόνας). Με αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης κατάφερε να καμουφλάρει τις λίγες διακοπές που έγιναν κατά τη διάρκεια της ταινίας[4].
Σε συνέντευξή του στο Φρανσουά Τρυφό, ο Χίτσκοκ είπε ότι χρειάστηκε να ξαναγυριστούν τέσσερα ή πέντε κομμάτια φιλμ, καθώς δεν ήταν ικανοποιημένος από το χρώμα της δύσης του ηλίου.
Ο σκηνοθέτης επανέλαβε την τεχνική της συνεχούς λήψης και στην επόμενή του ταινία Στον αστερισμό του Αιγόκαιρω (Under Capricorn, 1949) καθώς και στην ταινία του 1950 Πονεμένο ρομάντζο (Stage Fright, 1950), αλλά σε μικρότερο βαθμό στη δεύτερη περίπτωση.
Παρά το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία θεωρούταν αμφιλεγόμενο θέμα την περίοδο εκείνη, η ταινία κατάφερε να αποφύγει τη λογοκρισία. Κατα τη διάρκεια των γυρισμάτων όλοι οι συντελεστές της ταινίας αναφέρονταν στην ομοφυλοφιλία με τον όρο αυτό. Σε πολλές όμως πόλεις η προβολή της ταινίας απαγορέυτηκε καθώς οι μνήμες των δυο δολοφόνων ήταν ακόμη φρέσκιες. Ο Νταλ, ο Γκρέιντζερ κι ο σεναριογράφος της ταινίας Άρθουρ Λόρεντς ήταν ομοφυλόφιλοι, ακόμη και το κομμάτι το οποίο ο Γκρέιντζερ παίζει στο πιάνο κατά τη διάρκεια του έργου (το Mouvement Perpétuel No. 1 του Φρανσίς Πουλένκ) έχει γραφτεί από συνθέτη που ήταν ομοφυλόφιλος[5].
Υπήρχαν υποψίες ότι οι δυο δολοφόνοι του Μπόμπι Φρανκς ήταν ομοφυλόφιλοι, γεγονός που ενίσχυσε την υπόθεση ότι ο Μπράντον κι ο Φίλιπ ήταν επίσης γκέι.
Η ταινία βασίζεται στην ιδέα ότι κάποιοι μπορούν να φτάσουν στο έγκλημα μόνο και μόνο για να αποδείξουν ότι μπορούν. Παραλληλισμοί έγιναν από κάποιους μελετητές μεταξύ των πρωταγωνιστών και του ήρωα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι από το μυθιστόρημα Έγκλημα και τιμωρία Ρασκόλνικοφ (η φράση Έγκλημα και τιμωρία χρησιμοποιείται από τον Γκρέιντζερ στην ταινία). Αναφορές γίνονται κατά τη διάρκεια της ταινίας, ειδικά πάνω στη θεωρία του Νίτσε για τον Υπεράνθρωπο.
Το 1948 το περιοδικό Variety έγραψε για την ταινία ότι: Ο Χίτσκοκ θα μπορούσε να επιλέξει ένα πιο διασκεδαστικό θέμα για να χρησιμοποιήσει τις τεχνικές που χρησιμοποίησε για τη δημιουργία της ταινίας[6]. Ο Μπόσλεϊ Κράουδερ των New York Times έγραψε ότι: Η καινοτομία στην ταινία δεν έχει να κάνει με το αντικείμενο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε εσκεμένα για να προκαλέσει εντύπωση, αλλά με τη μέθοδο που χρησιμοποίηθηκε από τον Χίτσκοκ για να δημιουργήσει ένταση σε μια ιστορία με περιορισμένο εύρος[7]. Την ίδια χρονιά το περιοδικό Time έγραψε ότι παρά το γεγονός ότι το θεατρικό στο οποίο είναι βασισμένο η ταινία είναι έξυπνο και συναρπαστικό, η κινηματογραφική του μεταφορά είχε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση των στοιχείων που καθηλώνουν το θεατή.[8]. 36 περίπου χρόνια αργότερα ο κριτικός των New York Times, Βίνσεντ Κάνμπαϊ αποκάλεσε την ταινία υποτιμημένη και τόνισε ότι πρόκειται για ένα έργο το οποίο δεν ενδιαφέρεται τόσο για το ψυχολογικό υπόβαθρο των πρωταγωνιστών, αλλά για τον τρόπο που κινούνται και εκφράζονται και πάνω από όλα με το τι μπορεί να συμβεί όταν το τέλειο έγκλημα έχει αρνητική έκβαση[9].
Το 2001 μια ανάλυση της ταινίας από το BBC αποκάλεσε την ταινία τολμηρή όσον αφορά τόσο το αντικείμενό της, όσο και την τεχνική του Χίτσκοκ.
Παρά το γεγονός ότι το φιλμ γυρίστηκε σε μια περίοδο στην οποία οποιαδήποτε αναφορά πάνω στην ομοφυλοφιλία ήταν απαγορευμένη από τον Κώδικα Παραγωγής του Χόλιγουντ σύγχρονοι μελετητές τονίζουν με έμφαση το σεξουαλικό υπόβαθρο της ταινίας και τη σχέση μεταξύ του Μπράντον και του Φίλιπ[9][10].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.