From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μααούγια Ουλντ Σιντ Αχμέντ Τάγια (Maaouya Ould Sid'Ahmed Taya, αραβικά: معاوية ولد سيد أحمد الطايع, Ma‘āwiyah wuld Sīdi Aḥmad aṭ-Ṭāya‘, επίσης γραφόμενο ως Mu'awiya walad Sayyidi Ahmad Taya) (γεννημένος στις 1941) είναι στρατιωτικός και πολιτικός από τη Μαυριτανία, αρχηγός κράτους της ισλαμικής χώρας από το 1984 έως το 2005 και πρωθυπουργός τις περιόδους 1981-84 και 1984-92.
Μααούγια Ουλντ Σιντ Αχμέντ Τάγια | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | معاوية ولد سيد أحمد الطايع (Αραβικά) |
Γέννηση | 28 Νοεμβρίου 1941 Ατάρ |
Χώρα πολιτογράφησης | Μαυριτανία |
Θρησκεία | Σουνιτισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αραβικά |
Σπουδές | Ειδική Στρατιωτική Σχολή του Σαιν-Σιρ École supérieure de guerre |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός στρατιωτικός |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Republican Party for Democracy and Renewal |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | συνταγματάρχης |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρωθυπουργός της Μαυριτανίας (1981–1984) Πρόεδρος της Μαυριτανίας (1984–2005) |
Βραβεύσεις | Collar of the Spanish Order of the Civil Merit (1994)[1] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1941 στην πόλη Ατάρ της επαρχίας Αντράρ. Το 1955 ολοκλήρωσε το Γαλλοαραβικό Δημοτικό Σχολείο και έπειτα πήγε στο σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στη νότια Μαυριτανία. Το 1960 παρακολούθησε μια γαλλική στρατιωτική σχολή και αποφοίτησε με τον βαθμό του αξιωματικού. Το 1975 εκπαιδεύτηκε και στη Γαλλική Στρατιωτική Ακαδημία. Το 1978 ο στρατός κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα και ανέτρεψε τον πρόεδρο Μοκτάρ Ουλντ Ντάντα, σε μια προσπάθεια να προλάβει την κατάρρευση της κυβέρνησης αναφορικά με τον πόλεμο στη Δυτική Σαχάρα εναντίον του Μετώπου Πολισάριο, την περίοδο 1975-79. Ο Τάγια ήταν μεταξύ των συνωμοτών στο πραξικόπημα και σύντομα κέρδισε την επιρροή της κυβέρνησης.
Έπειτα από σειρά αξιωμάτων στον στρατό, ο Ουλντ Τάγια διορίστηκε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού τον Ιανουάριο του 1981, στη διάρκεια της προεδρίας του Μοχάμεντ Χούνα Ουλντ Χαϊντάλα. Τον Μάρτιο του 1981, έπειτα από αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά της κυβέρνησης, ο Τάγια διορίστηκε πρωθυπουργός στις 25 Απριλίου 1981. Παρέμεινε στο αξίωμα αυτό έως τις 8 Μαρτίου 1984, οπότε ο Ουλντ Χαϊντάλα, που ήταν ακόμα Αρχηγός Κράτους, ανέλαβε και πρωθυπουργός. Στις 12 Δεκεμβρίου 1984, ενώ ο Χαϊντάλα βρισκόταν στο εξωτερικό, ο Τάγια κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα και αυτοανακηρύχθηκε Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής για την Εθνική Σωτηρία.
Ακολουθώντας την παράδοση των προηγούμενων κυβερνήσεων, το καθεστώς Τάγια ευνόησε τη λευκή κοινότητα της Μαυριτανίας. Οι μαύροι Μαυριτανοί και οι Αφρικανοί διαχωρίστηκαν και υπέστησαν εναντίον τους διακρίσεις. Παράλληλα, στον αραβικό Νότο ξέσπασαν πολιτικές αναταραχές, οι οποίες κατεστάλησαν με στρατιωτικά μέσα.
Το 1991 το καθεστώς Τάγια άρχισε να μεταβάλλεται σε πολυκομματικό. Τον Ιούλιο του 1991 εγκρίθηκε νέο Σύνταγμα σε δημοψήφισμα και τον Ιανουάριο του 1992 διενεργήθηκαν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στην ιστορία της χώρας. Ο Τάγια, υποψήφιος του νεοσύστατου Δημοκρατικού και Σοσιαλιστικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (PRDS), έλαβε σχεδόν το 63% των ψήφων[2], ενώ η Αντιπολίτευση ισχυρίστηκε ότι είχε γίνει νοθεία. Στις προεδρικές εκλογές στις 12 Δεκεμβρίου του 1997 ο Τάγια κέρδισε πάνω από 90% των ψήφων, καθώς τα σημαντικότερα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είχαν λάβει μέρος στις εκλογές εκείνες.[3][4]
Τα τελευταία χρόνια του καθεστώτος Τάγια αμαυρώθηκαν από αναταραχές εντός του στρατού και από εχθρότητα ανάμεσα στο καθεστώς και στους ισλαμιστές της χώρας. Η καταστολή της αντιπολίτευσης από την κυβέρνηση οδήγησε σε αυστηρές επικρίσεις από τη Διεθνή Κοινότητα. Το 1991 μάλιστα ο Τάγια έπαψε να υποστηρίζει το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν και στράφηκε προς τη Δύση.[5] Στα τέλη του 1999 η Μαυριτανία σύναψε διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ και έγινε η τρίτη αραβική χώρα που προέβη σε μια τέτοια ενέργεια.[6]
Τον Ιούνιο του 2003 η κυβέρνηση του Ουλντ Τάγια επέζησε απόπειρας πραξικοπήματος, καθώς νικήθηκαν οι αντάρτες του στρατού, έπειτα από διήμερες μάχες στη Νουακσότ.[7] Ο ηγέτης του πραξικοπήματος, Σαλέχ Ουλντ Χανένα, αρχικά διέφυγε της σύλληψης και δημιούργησε αντάρτικη ομάδα, τους «Ιππότες της Αλλαγής». Τελικά συνελήφθη το 2004 και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη μαζί με άλλους επίδοξους πραξικοπηματίες το 2005.[8][9] Στις 7 Νοεμβρίου του 2003 ο Τάγια κέρδισε ξανά τις προεδρικές εκλογές με περισσότερο από 67% των ψήφων. Για μία ακόμη φορά η αντιπολίτευση έκανε λόγο για νοθεία. Ο δεύτερος στις εκλογές, Ουλντ Χαϊντάλα, πρώην αρχηγός κράτους, συνελήφθη αμέσως πριν και μετά τη διεξαγωγή των εκλογών και κατηγορήθηκε για σχεδιασμό πραξικοπήματος.[10] Ακολούθησαν και άλλες συλλήψεις επίδοξων πραξικοπηματιών, τον Αύγουστο του 2004. Πολλοί όμως έκαναν λόγο για «κατασκευασμένο πραξικόπημα», ως πρόφαση για τους διωγμούς.[11] Στα τέλη Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι είχε αποτρέψει κι άλλη απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης.[12] Τον Νοέμβριο του 2004 η κυβέρνηση ανακοίνωσε αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις.
Στις 3 Αυγούστου του 2005, ενώ ο Τάγια βρισκόταν στη Σαουδική Αραβία για την κηδεία του μονάρχη Φαχντ, στρατιώτες κατέλαβαν κυβερνητικά κτήρια καθώς επίσης και κτήρια των κρατικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Η ομάδα ανακοίνωσε το πραξικόπημα στα κρατικά μέσα ενημέρωσης και αυτοαποκλήθηκε Στρατιωτικό Συμβούλιο για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία. Το νέο χουντικό καθεστώς υποσχέθηκε να μην παραμείνει στην εξουσία περισσότερο από δύο χρόνια, ώστε να υπάρξει χρόνος για την εφαρμογή των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.[13] Το Συμβούλιο διόρισε αρχηγό κράτους τον στρατιωτικό Ελί Ουλντ Μοχάμεντ Βαλ, ο οποίος υπήρξε συνεργάτης του Τάγια επί πολλά έτη.[14]
Ο Ουλντ Τάγια, επιστρέφοντας από την κηδεία του Φαχντ, σταμάτησε στη Νιαμέι, του Νίγηρα. Στη συνέχεια καταδίκασε το πραξικόπημα. Στις 8 Αυγούστου αποπειράθηκε χωρίς επιτυχία να διατάξει τις ένοπλες δυνάμεις να τον αποκαταστήσουν στην εξουσία.[15] Η υποστήριξη στο πραξικόπημα ήταν διάσπαρτη και ακόμα και το ίδιο το κόμμα του Τάγια, το PRDS τον εγκατέλειψε λίγες ημέρες μετά το πραξικόπημα και υποστήριξε το σχέδιο για τη μετάβαση στη δημοκρατία, που σχεδίαζε το νέο καθεστώς.[16] Οι διεθνείς αντιδράσεις αρχικά ήταν κατά της χούντας, καθώς η Αφρικανική Ένωση ανέστειλε το στάτους μέλους της Μαυριτανίας. Στη συνέχεια όμως, τόσο από την Αφρικανική Ένωση, όσο και από τις ΗΠΑ, το καθεστώς έτυχε σιωπηρής αποδοχής.
Στις 9 Αυγούστου του 2005 ο Τάγια έφυγε από τον Νίγηρα και πήγε στην Μπανζούλ, στην Γκάμπια, όπου έμεινε εκεί για δύο εβδομάδες περίπου. Έπειτα, αυτός και η οικογένειά του έφυγαν αεροπορικώς στο Κατάρ, όπου αφίχθησαν στις 22 Αυγούστου.[17]
Τον Απρίλιο του 2006 το στρατιωτικό καθεστώς ανακοίνωσε ότι ο Τάγια μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα του ως ελεύθερος πολίτης, όχι όμως και να λάβει μέρος στις εκλογές, μέχρι να ολοκληρωνόταν η μετάβαση στη δημοκρατία.[18]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.