From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Όπερα της πεντάρας (γερμανικά: Die Dreigroschenoper) είναι μουσικό έργο του Γερμανού συνθέτη Κουρτ Βάιλ σε λιμπρέτο του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Πρόκειται για μεταφορά του αγγλικού έργου του 18ου αιώνα Η όπερα του ζητιάνου του Τζον Γκέυ. Έκανε πρεμιέρα στις 31 Αυγούστου 1928 στο Βερολίνο κι από την πρώτη στιγμή προκάλεσε αίσθηση στο ευρύ κοινό κι είχε μεγάλο αντίκτυπο στο χώρο του μιούζικαλ. Γνώρισε παγκόσμια επιτυχία, μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες και εξακολουθεί και παίζεται από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους, ενώ έχουν υπάρξει αρκετές διασκευές του για τον κινηματογράφο και την όπερα.
Συγγραφέας | Μπέρτολτ Μπρεχτ Ελισαμπέτ Χάουπτμαν |
---|---|
Τίτλος | Die Dreigroschenoper[1] |
Γλώσσα | Γερμανικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1928 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1931 1928[2] |
Μορφή | θεατρικό έργο |
Θέμα | φτώχεια γκάνγκστερ |
Βασίζεται σε | Η όπερα του ζητιάνου |
Τόπος | Λονδίνο |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η πρεμιέρα της παράστασης είχε προγραμματιστεί για να εορταστεί η ίδρυση του Θεάτρου του Ανάχωματων των Ναυπηγών (Theater am Schiffbauerdamm) από τον διευθυντή του θεάτρου Ερνστ Γιόζεφ Άουφριχτ. Η σκηνοθεσία ανατέθηκε τυπικά στον Έριχ Ένγκελ, αλλά ουσιαστικά σκηνοθέτης ήταν ο Μπρέχτ που επέβαλε την αποστασιοποίηση ως μέθοδο απόδοσης του κειμένου. Οι ταλαντούχοι ηθοποιοί (Έριχ Πόντα, Ρόζα Βαλέττι, Ρόμα Μπαν, Κάτε Κυλ, Χάραλντ Πάουλσεν, Κουρτ Γκέρρον, Ερνστ Μπους και η πρωτοεμφανιζόμενη Λότε Λένυα στο ρόλο της Τζέννυ) παρά τις αρχικές τους αμφιβολίες για την καινοτόμο σκηνοθετική άποψη του Μπρεχτ, θα ακολουθήσουν τελικά τις οδηγίες του που θα εξασφαλίσουν την μεγάλη εμπορική επιτυχία του έργου.
Η τεράστια απήχηση που είχε η παράσταση αποτέλεσε πρόκληση για τους εχθρούς του Μπρεχτ. Έτσι δημιουργήθηκε σάλος, όταν ο κριτικός θεάτρου Άλφρεντ Κερρ κατηγόρησε τον συγγραφέα για λογοκλοπή επειδή είχε χρησιμοποιήσει ορισμένους στίχους του Βιγιόν σε μετάφραση του Καρλ Άντον Άμμερ. Η οργίλη απάντηση του Μπρεχτ αναφέρεται σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας με έναν ενδιαφέροντα τρόπο:
Μια εφημερίδα του Βερολίνου παρατήρησε, αργά βέβαια, ωστόσο παρατήρησε, ότι στην έκδοση Κηπενχόυερ των τραγουδιών της Όπερας της Πεντάρας, δίπλα στο όνομα του Βιγιόν λείπει το όνομα του μεταφραστή Άμμερ, αν και από τους 625 στίχους μου, οι 25 είναι απόλυτα ταυτόσημοι με την θαυμάσια μετάφραση του Άμμερ. Απαιτείται μια εξήγηση. Εξηγώ λοιπόν, πιστός στην αλήθεια, ότι δυστυχώς ξέχασα να αναφέρω το όνομα του Άμμερ. Κι αυτό πάλι το εξηγώ με την εκ πεποιθήσεως αδιαφορία που δείχνω σε ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας.[3]
Το έργο επικεντρώνεται σε ιστορίες της αστικής τάξης. Στο βικτωριανό Λονδίνο, πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Μακίθ (Μάκι Μέσσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), που παντρεύεται την Πόλλυ Πίτσαμ.
Στην Πρώτη Πράξη, ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά "κέρδη" τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν "εμπόριο", ακόμα και η ελεημοσύνη. Ο Πίτσαμ ανακαλύπτει ότι η κόρη του, η Πόλλυ, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον περιβόητο κακοποιό Μακίθ. Η ίδια η Πόλλυ εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ σε ένα σταύλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την "Τζέννυ των Πειρατών". Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους, καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα.
Η Πόλλυ αναφέρει στο Μακίθ τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, αφήνοντας διάφορες "δουλειές" στην Πόλλυ. Πριν φύγει, επισκέπτεται την Τζέννυ, πρώην αγαπημένη του, χωρίς να ξέρει ότι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει. Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Εκεί εμφανίζονται η Πόλλυ μαζί με τη Λούσυ, την κόρη του Μπράουν, όπου μεσολαβεί μια σκηνή ζήλιας και τσακωμού. Η Λούσυ μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του.
Η Τζέννυ απαιτεί τα χρήματά της από την κυρία Πίτσαμ, η οποία αρνείται. Ο Μπράουν μαθαίνει ότι οι ζητιάνοι έχουν ήδη λάβει θέσεις και ο μόνος τρόπος να σώσει τον ίδιο και τη θέση του στην αστυνομία είναι να συλλάβει και να εκτελέσει το Μακίθ. Ο Μακίθ οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μαζέψει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει τους φύλακες. Λίγο πριν την εκτέλεση, γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Καταφτάνει απεσταλμένος της Βασίλισσας, η οποία δίνει χάρη στο Μακίθ και του χορηγεί αποζημίωση και ένα κάστρο με τίτλο. Σύσσωμος ο θίασος στο φινάλε τραγουδάει μια παράκληση να μην τιμωρούνται τόσο αυστηρά τα αδικήματα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.