From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο, ιταλ. Museo Nazionale Romano, είναι ένα μουσείο, που έχει διαφορετικά κτήρια ως παραρτήματα στη Ρώμη της Ιταλίας. Τα εκθέματα αρχίζουν από την προ-Ρωμαϊκή περίοδο, με έμφαση στην περίοδο της Αρχαίας Ρώμης.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο | |
---|---|
Είδος | εθνικό μουσείο, αρχαιολογικό μουσείο, μουσείο και Istituto museale ad autonomia speciale |
Διεύθυνση | Via Sant'Apollinare 46 - 00186 Roma[1], via delle Botteghe Oscure 31- 00186 Roma, largo di Villa Peretti 1 - 00186 Roma και via Enrico de Nicola 79 - 00186 Roma |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Ρώμη |
Χώρα | Ιταλία |
Έναρξη κατασκευής | 1889 |
Ολοκλήρωση | 1890 |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Ιδρύθηκε το 1889 και εγκαινιάστηκε το 1890· ο αρχικός στόχος ήταν να συγκεντρώσει και να εκθέσει τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις ανασκαφές, που έγιναν έπειτα από την ένωση της Ρώμης με το βασίλειο της Ιταλίας.
Ο αρχικός πυρήνας της συλλογής προέρχεται από το Μουσείο Κιρχεριάνο, στο οποίο είχε συλλέξει αντικείμενα ο αρχαιοδίφης και Ιησουίτης ιερέας Αθανάσιος Κίρχερ· αυτά βρισκόταν πιο πριν στο συγκρότημα Ιησουιτών Σαντ' Ιγκνάτσιο. Η συλλογή αποκτήθηκε από το κράτος το 1874, έπειτα από την καταστολή της Εταιρείας του Ιησού". Στην αρχή ονομάστηκε Ρωμαϊκό Μουσείο και επρόκειτο να μεταφερθεί στο Μουσείο Τιμπερίνο, αλλά αυτό δεν έγινε.
Το 1901 το Ιταλικό κράτος δημιούργησε το Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο με την πρόσφατα αποκτηθείσα Συλλογή Λουντοβίζι, καθώς και τη σημαντική εθνική συλλογή της Αρχαίας Γλυπτικής. Ευρήματα από την αστική ανανέωση του τέλους του 19ου αι. επίσης προστέθηκαν στις δύο συλλογές.
To 1913 μία υπουργική απόφαση ενέκρινε τον διαμοιρασμό των συλλογών του Μουσείου Κιρχεριάνο στα διάφορα μουσεία, που είχαν ιδρυθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όπως το Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο, Το Εθνικό Ετρουσκικό Μουσείο της βίλα Τζούλια και το Μουσείο του Καστέλ Σαντ' άντζελο.
Η θέση του ορίστηκε στην Καρθουσιανή μονή, που είχε φτιαχτεί από τον Μικελάντζελο τον 16ο αι. μέσα στα Λουτρά του Διοκλητιανού· εκεί τώρα στεγάζονται το επιγραφικό και το προϊστορικό τμήμα του σύγχρονου μουσείου. Η κύρια συλλογή της αρχαίας τέχνης μετακινήθηκε στο κοντινό Παλάτσο Μάσσιμο αλλε Τέρμε, το οποίο αποκτήθηκε από το Ιταλικό κράτος το 1981.
Η μετατροπή του χώρου των αρχαίων λουτρών/Καρθουσιανής μονής σε σε εκθεσιακό χώρο ξεκίνησε με την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης Τέχνης του 1911· η προσπάθεια ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1930.
Το ανάκτορο οικοδομήθηκε στη θέση της βίλας Μοντάλτο-Περέττι, ιδιοκτησίας του πάπα Σίξτου Ε΄, που πριν ονομαζόταν Φραντσέσκο Περέττι. Το νυν κτήριο παραγγέλθηκε από τον Μασσιμιλιάνο Μάσσιμο για να γίνει έδρα του Ιησουιτικού Κολλέτζιο Ρομάνο, που αρχικά ήταν μέσα στη μονή του Σαντ' Ιγκνάτσιο· το 1871 η κυβέρνηση εκδίωξε το Κολλέγιο από τη μονή, που τη μετέτρεψε σε Λίτσεο Βισκόντι, το πρώτο δημόσιο κοσμικό ανώτερο σχολείο στην Ιταλία. Το παλάτσο Μάσσιμο ανεγέρθηκε το διάστημα 188-87 από τον αρχιτέκτονα Καμίλο Πιστρούτσι σε έναν νεο-αναγεννησιακό ρυθμό. Ήταν ένα από τα πιο αξιόλογα σολεία στη Ρώμη ως το 1960. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε εν μέρει ως στρατιωτικό νοσοκομείο, αλλά μετά επέστρεψε στην εκπαιδευτική του λειτουργία ως τη δεκαετία του 1960, οπότε το σχολείο μεταφέρθηκε σε νεότερη θέση, στο οικοδομικό τετράγωνο ΕUR.
Το 1981, σε κατάσταση εγκατάληψης, η Ιταλική κυβέρνηση το απέκτησε για 19.000.000 λίρες και το δώρησε στο Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο. Η απκατάσταση και προσαρμογή του ξεκίνησε το 1983 και ολοκληρώθηκε το 1998. Το παλάτσο τελικά έγινε η κύρια έδρα του μουσείου, καθώς και το αρχηγείο της Ειδικής επιμέλειας για την αρχαιολογική κληρονομία της Ρώμης (υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτιστικής Κληρονομίας και Δράσης της Ιταλίας, υπέυθυνο για την αρχαιολογική κληρονομία της Ρώμης). Το μουσείο στεγάζει τη συλλογή αρχαίας τέχνης (γλυπτική, ζωγραφικής, ψηφιδωτών και χρυσοχοΐας από την εποχή της Δημοκρατίας ως την Ύστερη Αρχαιότητα), καθώς και τη νομισματική συλλογή, που στεγάζεται στο Μενταλιέρε, δηλ. την προθήκη νομισμάτων.
Το ισόγειο περιέχει τα αξιοσημείωτα ορειχάλκινα αγάλματα του Πυγμάχου σε ανάπαυση και του Αθλητή.
Ένα δωμάτιο είναι αφιερωμένο σε μία μούμια, που βρέθηκε το 1964 στη Βία Κασσία, μέσα σε μία πλούσια διακοσμημένη σαρκοφάγο με αρκετά τεχνουργήματα από κεχριμπάρι και χρυσά αντικείμενα, που επίσης εκτίθενται. Γλυπτά της περιόδου από την ύστερη Δημοκρατία ως την πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο (2ος αι. π.Χ. - 1ος αι. μ.Χ.) που βρίσκονται εδώ, είναι:
Νωπογραφίες, γύψινα και ψηφιδωτά, μεταξύ αυτών και εκείνα της βίλας της Λιβίας, της συζύγου του Αυγούστου, από το προάστιο Πρίμα Πόρτα, επί της οδού Βία Φλαμινία. Ξεκινά με το θερινό τρίκλινο της Villa ad Gallinas Albas της Λιβίας. Οι νωπογραφίες, που ανακαυφθηκαν το 1863 και χρονολογούνται του 1ου π.Χ. αι., παριστούν έναν ευχάριστο κήπο με διακοσμητικά φυτά και ροδιές.
Η Νομισματική συλλογή είναι η μεγαλύτερη της Ιταλίας. Μεταξύ των νομισμάτων που εκτίθενται είναι το μετάλλιο του Θεοδώριχου, το νόμισμα των 4 δουκάτων του πάπα Παύλου Β΄ με το ψηφιδωτό Ναβιτσέλα του Αγ. Πέτρου και ένα αργυρό πιάστρο του Ποντιφικού κράτους με απόψεις της πόλης της Ρώμης.
Το 1981, σκάβοντας σε ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο στο Campus Martius, μεταξύ των ναών της Σάντα Κατερίνα ντέι Φουνάρι και Σαν Στανισλάο ντέι Πολάτσι, ο Ντανιέλ Μανακόρντα και η ομάδα του ανακάλυψαν την περίστυλη αυλή (quadriporticus) του θεάτρου του Λεύκιου Κορνήλιου Βάλβου, τη γειτονική αποθήκη σιτηρών (statio annonae) και τεκμήρια της μετέπειτα, μεσαιωνικής κατοίκησης του χώρου. Αυτά παρουσιάστηκαν στο παράρτημα αυτό του μουσείου, που εγκαινιάστηκε το 2001 και στεγάζει τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και ευρήματα από την ανασκαφή αυτή, όπως τη γύψινη αψίδα μίας από τις τέσσερις στοές.
Εκτός από το υλικό των ανασκαφών, υπάρχουν αντικείμενα από τις ανασκαφές:
Το υπόγειο του κτηρίου περιέχει αρχαιολογικά κατάλοιπα. Η πρόσβαση γίνεται μόνο από περιήγηση με ξεναγό.
Το πρώτο μέρος, αρχαιολογία και ιστορία ενός αστικού τοπίου, παρουσιάζει τα αποτελέσματα των ανασκαφών και τα τοποθετεί σε σχέση με την ιστορία της περιοχής. Εκτός από τα κατάλοιπα του εκεί χώρου, εδώ γίνεται αναφορά και στη μονή της Σάντα Μαρία Ντόμινε Ρόζε (που ξεκίνησε τον 8ο αι.), στα σπίτια των εμπόρων και τεχνιτών του Μεσαίωνα, στο Κονσερβατόριο ντι Σάντα Κατερίνα ντέι Φουρνάρι (που έκτισε στα μέσα του 16ου αι. ο Ιγνάτιος Λογιόλα για να στεγάσει τις κόρες των κοινών γυναικών της Ρώμης) και του Σκοτεινού Δωματίου (Botteghe Oscure).
Το δεύτερο μέρος, η Ρώμη από την Αρχαιότητα ως τον Μεσαίων, είναι το Μουσείο της Μεσαιωνικής Ρώμης και αναπαριστά τη ζωή και τη μετατροπή της Ρώμης από τον 5ο ως τον 10ο αι.
Η περίστυλη αυλή (cloister) της μονής, δίπλα στον ναό της Σάντα ΜΑρία ντέλι Άντζελι ντέι Μαρτίρι, αναφέρεται συχνά ως αυλή του Μικελάντζελο, καθώς του ανατέθηκε από τον πάπα να μετατρέψει τα Λουτρά σε ναό και μονή. Πάντως είναι πιθανότερο ο Μικελάντζελο να έκανε το σχέδιο μόνο και ένας μαθητής του, ο Τζιάκομο ντελ Ντούκα, να ήταν υπεύθυνος για την ανοικοδόμηση, τουλάχιστον στην αρχική φάση της κατασκευής. Η αυλή κτίστηκε μετά το 1564, που απεβίωσε ο Μικελάντζελο. Ξεκίνησε το 1565, αλλά κράτησε τουλάχιστον ως το 1600. Ο επάνω όροφος τελείωσε το 1676 και το κεντρικό αναβρυτήριο χρονολογείται το 1695.
Μέσα στην τετράγωνη αυλή εκτίθενται υπαίθρια βωμοί, επιτύμβια γλυπτά και επιγραφές. Τα πιο αξιοσημείωτα είναι υπερμεγέθεις κεφαλές ζώων, μερικές από τις οποίες ανάγονται στην Αρχαιότητ;α και βρέθηκαν κοντά στη στήλη του Τραϊανού το 1586.
Στον επάνω όροφο των γύρω πτερύγων εκτίθεται η ανάπτυξη της καλλιέργειας στο Λάτιο, από την Εποχή του Ορειχάλκου (11ος αι. π.Χ.) ως την Ανατολίζουσα Περίοδο (10ος με 6ο αι. π.Χ.) μέσω αρχαιολογικών ευρημάτων από την περιοχή γύρω από τη Ρώμη.
Η μικρή περίστυλη αυλή με τα γύρω κελιά έχει πρόσφατα ανακαινιστεί. Καταλαμβάνει το ένα τρίτο του χώρου, που πριν υπήρχε η πισίνα (natatio) των Λουτρών του Διοκλητιανού. Έχει κτιστεί στο πλάι του ναού. Η κατασκευή ξεκίνησε στα μέσ του 16ου αι., αλλά συνεχίστηκε και μετά τον 17ο.· το μήκος της πλευράς της είναι 40 μ. (το ήμισυ της πλευράς της αυλής του Μικελάντζελο). Στο κτήριο υπάρχουν εκθέματα για τους Ιερείς των Αγρών (Fratres Arvales) και για τις Εορτές του Αιώνα (Fratres Arvales). Κατά την ανακαίνιση προστέθηκε στο κέντρο ένα πηγάδι του 16ου αι. από τραβερτίνη λίθο.
Στους τρεις ορόφους του σύγχρονου κτηρίου υπάρχουν 900 εκθέματα και 10.000 επιγραφές. Αυλή της Ελαιουργίας (Aule delle Olearie): Ορισμένες από τις αίθουσες των Λουτρών του Διοκλητιανού τις έφτιαξε ο Πάπας Κλήμης ΙΓ΄ για την αποθήκευση των ελαιών. Έχουν αρίθμηση από Ι ως XI· οι περισσότερες από τις μεγάλες αίθουσες-αποθήκες είναι ωρίς οροφή και αποτελούν μέρος του μουσείου από το 1911. Αυλή του Αγ. Ισιδώρου: Ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο, που κτίστηκε το 1640 δίπλα στη σιταποθήκη (annona). To 1754 μετατράπηκε σε παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον γ. Ισίδωρο. Οκταγωνική αυλή: αυτό είναι μέρος του κεντρικού συγκροτήματος των λουτρών του Διοκλητιανού. Ήταν η τελευταία από τις τέσσερις αίθουσες, μετά τη θερμή πισίνα (caldarium). To 1575 μετατράπηκε σε σιταποθήκη και το 1764 έγινε αποθήκη ελαίου. Σώζεται ο αρχικός θόλος. Ο χώρος ήταν το 1911 για εκθέσεις, μετά σινεμά και το 1928 έγινε πλανητάριο. Αποκαταστάθηκε το 1991 και αφιερώθηκε σε γλυπτά, που βρέθηκαν στα λουτρά της Ρώμης.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.