From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο Γερμανική ενοποίηση εννοούμε το εθνικό κίνημα που εξελίχθηκε στην διάρκεια του 19ου αιώνα και αφορούσε την ενοποίηση του γερμανικού χώρου, στον οποίο συνυπήρχαν δύο ισχυρά κράτη, η Αυστρία και η Πρωσία, καθώς και πολλά μικρά κρατίδια του γερμανικού χώρου. Η ιδέα της πολιτικής ενοποίησης άρχισε να συζητείται στα χρόνια της Ναπολεόντειας κατοχής, ισχυροποιήθηκε μέσω των εθνικιστικών κινημάτων των επαναστάσεων του 1848 στον χώρο της Γερμανίας και τελικά υλοποιήθηκε από τις κινήσεις της Πρωσίας και την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Η επίσημη ένωση της Γερμανίας σε ένα πολιτικά και διοικητικά ολοκληρωμένο εθνικό κράτος έγινε στις 18 Ιανουαρίου 1871 στην Αίθουσα των Καθρεπτών στο Παλάτι των Βερσαλλιών. Εκεί, μετά τη γαλλική συνθηκολόγηση στο Γαλλοπρωσικό Πόλεμο συγκεντρώθηκαν πρίγκιπες των γερμανικών κρατών για να διακηρύξουν τον Γουλιέλμο Α' της Πρωσίας Αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Ανεπίσημα, η μετάβαση του μεγαλύτερου μέρους του γερμανόφωνου πληθυσμού σε μια ομόσπονδη οργάνωση κρατών επήλθε με την πάροδο σχεδόν ενός αιώνα πειραματισμού.
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους είχε πρακτικά διαλυθεί, όταν ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β' παραιτήθηκε (6 Αυγούστου 1806) κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων. Παρά τη νομική, διοικητική και πολιτική διαταραχή που συνδέεται με το τέλος της αυτοκρατορίας, οι άνθρωποι των γερμανόφωνων περιοχών της παλιάς αυτοκρατορίας είχαν κοινή γλωσσική, πολιτιστική και νομική παράδοση, η οποία είχε περαιτέρω ενισχυθεί με την κοινή τύχη τους στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων. Ο ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός προσέφερε την πνευματική βάση για την ενοποίηση με την αμφισβήτηση της μοναρχίας και των απολυταρχικών μοντέλων της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης· η γερμανική μορφή του υπογράμμισε τη σημασία της παραδοσιακής, της εκπαιδευτικής, και γλωσσικής ενότητας των ανθρώπων σε μια γεωγραφική περιοχή.
Το διπλωματικό μοντέλο σφαιρών επιρροής και η ισορροπία δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό σύστημα που προέκυψε από το Συνέδριο της Βιέννης το 1814-15, μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, ενέκρινε την Αυστριακή κυριαρχία στην Κεντρική Ευρώπη. Ωστόσο, οι διαπραγματευτές στη Βιέννη δεν έλαβαν υπόψη τους την αυξανόμενη δύναμη της Πρωσίας μεταξύ των γερμανικών κρατών, παραλείποντας έτσι να προβλέψουν ότι η Πρωσία θα αμφισβητούσε την Αυστρία για την ηγεσία των γερμανικών κρατών.
Το 1815 σύμφωνα με το Συνέδριο της Βιέννης ιδρύεται με τη μορφή χαλαρής ένωσης, η Γερμανική Συνομοσπονδία. Ακολούθησε, το 1818, με πρωτοβουλία της Πρωσίας, ο Γερμανικός Τελωνειακός Όμιλος Zollverein, που επεκτάθηκε προκειμένου να συμπεριλάβει και να ενοποιήσει οικονομικά μεγάλο τμήμα της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, αποκλείοντας, ωστόσο, την Αυστρία, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Πρωσίας στον γερμανικό χώρο. Δημιουργήθηκε, έτσι, μία ισχυρή βάση στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ενοποίηση, έχοντας ουσιαστικά καλύψει σημαντικό κομμάτι στην οικονομική ολοκλήρωση της Γερμανίας.
Ο γερμανικός δυϊσμός μεταξύ Πρωσίας και Αυστρίας, και η ανάγκη εθνικής ενοποίησης των Γερμανών εμφανίζεται στις Γερμανικές επαναστάσεις του 1848-49, όπου αναδείχτηκαν δύο λύσεις στο πρόβλημα της ενοποίησης: η λύση της Μικρής Γερμανίας (Kleindeutsche Lösung), σύμφωνα με την οποία το γερμανικό έθνος θα αποτελούνταν από τα Γερμανικά κρατίδια της Γερμανικής Συνομοσπονδίας και την Πρωσία, και τη λύση της Μεγάλης Γερμανίας (Großdeutsche Lösung), η οποία θα αποτελούνταν και από την Αυστρία. Οι επαναστάσεις του 1848 αποτυγχάνουν, η Αυστριακή Αυτοκρατορία απορρίπτει το σχέδιο της Μεγάλης Γερμανίας λόγω του πολυεθνικού χαρακτήρα της (και την αποφυγή ρήξης με τις άλλες εθνικές ομάδες). Παρ’ όλα αυτά το όραμα της Μικρής Γερμανίας παραμένει η επίτευξη του οποίου γίνεται τα επόμενα χρόνια στόχος της Πρωσικής πολιτικής.
Η ανάδειξη του Ότο φον Μπίσμαρκ ως πρωθυπουργού της Πρωσίας (Ministerpräsident) επιτάχυνε τις εξελίξεις. Θέτοντας ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας τη γερμανική ενοποίηση υπό τη πρωσική ηγεμονία, ο Μπίσμαρκ επεδίωξε τη σύγκρουση με την Αυστρία και τη σταδιακή ενοποίηση της Γερμανίας. Η ενσωμάτωση των γερμανικών περιοχών είχε σταδιακό χαρακτήρα, καθώς ο Μπίσμαρκ επιθυμούσε την αποφυγή αντιδράσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η σταδιακή κατάτμηση των γερμανικών περιοχών και προσάρτηση τους στην Συνομοσπονδία (διαδικασία που ονομάστηκε Σαλαμοποίηση) βοηθούσε επίσης στην ομαλή ενσωμάτωση του πληθυσμού.
Οι πρώτες κινήσεις του Μπίσμαρκ για τη Γερμανική ενοποίηση αφορούν στην προσάρτηση βορείων γερμανικών εδαφών που διεκδικούνταν από τη Δανία.
Συγκεκριμένα, όταν ο Κρίστιαν Θ' στέφθηκε βασιλιάς της Δανίας, επιδίωξε να προσαρτήσει τα ανεξάρτητα δουκάτα Σλέσβιχ και Χόλσταϊν, ανακηρύσσοντάς τα εδάφη της Δανίας. Η κίνηση αυτή παραβίασε ευθέως το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1852, σύμφωνα με το οποίο τα εδάφη της Δανίας είχαν οριστεί ξεκάθαρα και δεν περιλάμβαναν τα δύο δουκάτα. Επιπλέον, οι πληθυσμοί του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν αυτοπροσδιορίζονταν ως γερμανικοί πληθυσμοί και δεν επιθυμούσαν την προσάρτηση τους στη Δανία. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στο Χόλσταϊν μιλούσε γερμανικά και είχε γερμανική καταγωγή, ενώ παρόμοια ήταν η κατάσταση και στο δουκάτο του Σλέσβιχ, με μεγαλύτερη όμως Δανική μειονότητα. Όσες διπλωματικές προσπάθειες ακολουθούσαν και αφορούσαν στην άρση αυτής της απόφασης από τη Δανία (κυρίως από τη Βρετανία που ήθελε να διατηρήσει την ισορροπία στην περιοχή), οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο.
Ο Μπίσμαρκ, εκμεταλλευόμενος τη διπλωματική κρίση που είχε προκύψει, κήρυξε πόλεμο στη Δανία πυροδοτώντας τον Δεύτερο Πόλεμο του Σλέσβιχ. Τα συμμαχικά Πρωσικά και Αυστριακά στρατεύματα διέσχισαν τα σύνορα του Σλέσβιχ την 1η Φεβρουαρίου 1864. Οι Δανοί ήταν εύκολος στόχος, καθώς δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη συνδυασμένη δύναμη δύο μεγάλων κρατών της εποχής, ούτε μπορούσαν να βασιστούν σε συμμαχίες με άλλα Σκανδιναβικά κράτη (καθώς είχαν παραβιάσει τα Πρωτόκολλα). Ο πόλεμος τελείωσε ύστερα από λίγους μήνες, με την ολοκληρωτική ήττα των Δανών και τις δύο νικήτριες χώρες να ανακτούν τον έλεγχο των δύο δουκάτων, τα οποία έκτοτε θα αποτελούσαν το Διαμέρισμα Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, με την συνθήκη που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 30 Οκτωβρίου 1864 (Συνθήκη της Βιέννης).[1]
Δεύτερη φάση της γερμανικής ενοποίησης αποτελεί η ρήξη με την Αυστριακή Αυτοκρατορία. Ο Μπίσμαρκ εκμεταλλευόμενος τη διπλωματική απομόνωση της Αυστρίας σύναψε συμμαχία με την Ιταλία (η οποία διεκδικούσε τα βόρεια εδάφη της από την Αυστρία ως μέρος του σχεδίου της Ιταλικής ενοποίησης), και κήρυξε πόλεμο στην Αυστρία το 1866. Η συμμαχία με την Ιταλία εξασφάλιζε το άνοιγμα δύο πολεμικών μετώπων, προκειμένου να είναι αδύνατο για την Αυστρία να συγκεντρώσει όλη τη στρατιωτική της δύναμη αποκλειστικά κατά της Πρωσίας.
Η Αυστρία εκείνη την περίοδο ήταν διπλωματικά απομονωμένη. Από τον Κριμαϊκό Πόλεμο η σχέση της με τη Ρωσία είχε έρθει σε ρήξη (λόγω της φιλοσυμμαχικής πολιτικής της) -επομένως ήταν αδύνατο να περιμένει βοήθεια από αυτή, η Αγγλία δεν είχε κανένα συμφέρον να αναμειχθεί σε πόλεμο μεταξύ Πρωσίας-Αυστρίας, και ο Μπίσμαρκ σε συνάντηση του με τον Ναπολέοντα Γ' είχε επιχειρήσει επιτυχώς να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την ανάμειξη της Γαλλίας σε σύγκρουση του με την Αυστρία. Επομένως κατά τον Αυστροπρωσικό Πόλεμο του 1866, οι μόνοι σύμμαχοι της Αυστρίας ήταν ορισμένα γερμανικά κρατίδια της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, τα οποία όμως ελάχιστα συνέβαλαν στην έκβαση του πολέμου, καθώς είχαν μία αμυντική-παθητική στάση.
Το 1866, τα Αυστριακά στρατεύματα κατατροπώθηκαν από τα Πρωσικά και τα Ιταλικά, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική ήττα της Αυστρίας και το οριστικό τέλος του οράματος της "Μεγάλης Γερμανίας". Η Γερμανική Συνομοσπονδία διαλύεται και ιδρύεται η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, η οποία δεν περιλαμβάνει την Αυστρία. Ο Μπίσμαρκ ορίζεται καγκελάριος της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας και η Πρωσία αποκτά κυρίαρχο ρόλο στη διαχείριση της. Η πλειονότητα των ανεξάρτητων γερμανικών κρατιδίων που είχαν αρχικά υποστηρίξει την Αυστρία στον Αυστροπρωσικό Πόλεμο, γίνονται τώρα μέλη της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας και συμφωνούν πως, σε περίπτωση πολέμου, οι στρατοί τους θα διοικούνταν από τον αυτοκράτορα της Πρωσίας. Παρόλα αυτά άλλα μεγάλα γερμανικά κρατίδια, όπως η Βαυαρία, λόγω της ισχυρής τους θέσης μεταξύ των άλλων κρατιδίων και της διαφορετικής τους θρησκείας, παραμένουν ουδέτερα και αρνούνται να συμμετάσχουν στην Συνομοσπονδία.
Ο Μπίσμαρκ εκτιμώντας πως ένας πόλεμος στον οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι Γερμανοί θα σφυρηλατούσε την εθνική τους ενότητα (και θα εξασφάλιζε και τη συμμετοχή όλων των γερμανικών κρατιδίων στην Συνομοσπονδία), προκάλεσε σύγκρουση με τη Γαλλία, πυροδοτώντας τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο.
Πριν από την έναρξη του πολέμου ο Μπίσμαρκ είχε φροντίσει να απομονώσει τη Γαλλία διπλωματικά: Η Δανία ύστερα από δύο ταπεινωτικές ήττες από την Πρωσία τις δύο τελευταίες δεκαετίες δεν ήθελε να την αντιμετωπίσει ξανά στο πεδίο της μάχης. Η Αυστρία από την άλλη θα στήριζε τη Γαλλία μόνο αν συμμετείχε και η Ιταλία, η οποία με τη σειρά της αν και η ηγεσία της στήριζε αρχικά μία ενδεχόμενη συμμαχία με τη Γαλλία, βρήκε αντίθετη την κοινή γνώμη. Η Ρωσία είχε ουδέτερη στάση λόγω της φιλορωσικής πολιτικής του Μπίσμαρκ, αν και δεσμεύτηκε πως αν η Αυστρία συμμαχούσε με τη Γαλλία και στρεφόταν κατά της Πρωσίας, θα έστελνε 100.000 στρατιώτες κατά της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Ο Μπίσμαρκ προπαγανδίζοντας τη Γαλλική πολιτική ως επεκτατική εξασφάλισε τη μη-συμμετοχή της Βρετανίας στον πόλεμο (υποστηρίζοντας πως η Γαλλία ήθελε να προσαρτήσει την αρκετά σημαντική για τη Βρετανία περιοχή του Βελγίου). Παρόμοια πολιτική ακολούθησε για να οδηγήσει τα μεγάλα νότια γερμανικά κρατίδια (όπως π.χ η Βαυαρία) να γίνουν μέλη της Συνομοσπονδίας, προβάλλοντας την άποψη πως η Γαλλία θέλει να προσαρτήσει τα συγκεκριμένα κρατίδια στα εδάφη της. Επομένως, ο Μπίσμαρκ με σύνθετες κινήσεις και πολύπλοκη διπλωματία κατόρθωσε να απομονώσει τη Γαλλία και να στρέψει αρκετές από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης εναντίον της.
Η κήρυξη του πολέμου έγινε στις 19 Ιουλίου του 1870. Τα γαλλικά στρατεύματα κατατροπώθηκαν από τα πρωσικά.
Στις 18 Ιανουαρίου 1871 και ενώ οι Γερμανικές δυνάμεις πολιορκούσαν το Παρίσι, οι Γερμανοί ηγεμόνες συγκεντρώθηκαν στην Αίθουσα των Καθρεπτών στο παλάτι των Βερσαλλιών όπου ανακήρυξαν τον βασιλιά Γουλιέλμο Α' της Πρωσίας Αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός που σήμανε τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους και επισφραγίστηκε με την επικράτηση επί της Γαλλίας. Η Τρίτη Γαλλική Αυτοκρατορία διαλύεται, και η Γερμανική Αυτοκρατορία προσαρτά την Αλσατία και τη Λωρραίνη στα εδάφη της.
Ωστόσο, οι ιστορικοί διαφωνούν στο κατά πόσο ο Μπίσμαρκ είχε σκοπό μέσω της επέκτασης της Συνομοσπονδίας την ενοποίηση των υπόλοιπων γερμανικών κρατών σε μία οντότητα ή την αύξηση της δύναμης του Βασιλείου της Πρωσίας.
Με την καθιέρωση μιας Γερμανίας χωρίς την Αυστρία, η πολιτική και διοικητική ενοποίηση το 1871, τουλάχιστον προσωρινά, έλυσε το πρόβλημα του δυϊσμού. Η Γερμανική ενοποίηση ανέδειξε μία νέα κυρίαρχη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό, ανατρέποντας την ισορροπία στο Ευρωπαϊκό σύστημα και επισκιάζοντας τις δύο προηγούμενες ευρωπαϊκές δυνάμεις, τη Γαλλία και τη Βρετανία. Η Γερμανία κατέχει πλέον δεσπόζουσα θέση στον ευρωπαϊκό χώρο κάτι που γίνεται ξεκάθαρο στο Συνέδριο του Βερολίνου. Ο ρόλος της Γερμανίας μετά την ενοποίηση της και μέχρι την παραίτηση του Μπίσμαρκ το 1890, θα είναι εξισορροπητικός. Ο Μπίσμαρκ επιχειρεί να διατηρήσει την ισορροπία μέσω περίπλοκων, δεσμευτικών συνθηκών μεταξύ των κρατών (π.χ Λίγκα Τριών Αυτοκρατόρων). Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Π. Τσακαλογιάννης: “Η βασική φιλοσοφία του μπισμαρκικού ευρωπαϊκού συστήματος ήταν να δημιουργήσει ένα "δίχτυ" στο οποίο θα εγκλωβίζονταν όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, ώστε καμία να μην μπορεί να αυτονομηθεί και να απειλήσει το status quo”.[2]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.