Το αντισταθμιστικό κεφάλαιο (αγγλικά: hedge fund, ο ακριβής όρος αποδίδεται στα ελληνικά ως «αντισταθμιστικό αμοιβαίο κεφάλαιo υψηλού κινδύνου») είναι επενδυτικά κεφάλαια που μπορούν να ενσωματώνουν μια ευρύτερη γκάμα επενδύσεων και χρηματοοικονομικών προϊόντων σε σχέση με άλλα επενδυτικά μοντέλα. Αυτά όμως τα αμοιβαία κεφάλαια είναι διαθέσιμα μόνο σε συγκεκριμένους επενδυτές όπως τα Ασφαλιστικά Ταμεία, Ιδρύματα, Πανεπιστημιακά κληροδοτήματα και επενδυτές με πολύ υψηλά ποσά προς επένδυση. Το επιτρεπόμενο είδος των επενδυτών καθορίζεται από τις ρυθμιστικές αρχές της κάθε χώρας. Τα hedge funds είναι συνήθως ανοιχτά, δηλαδή ο επενδυτής μπορεί να επενδύσει επιπλέον κεφάλαια ή να αποσύρει μέρος του κεφαλαίου του σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα.

Η αξία μιας επένδυσης σε hedge fund υπολογίζεται ως ποσοστό της καθαρής αξίας του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι αυξήσεις και μειώσεις της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του αμοιβαίου κεφαλαίου αντικατοπτρίζονται άμεσα στο ποσό που ένας επενδυτής μπορεί αργότερα να αποσύρει.

Οι διαχειριστές των hedge funds συνήθως επενδύουν και δικά τους κεφάλαια στο χαρτοφυλάκιο που διαχειρίζονται, ώστε να ευθυγραμμίζονται τα συμφέροντά τους με τους άλλους επενδυτές.[1][2] Ο διαχειριστής επενδύσεων ενός hedge fund λαμβάνει συνήθως ετήσια αμοιβή διαχείρισης (management fee), η οποία υπολογίζεται ως ένα ποσοστό της συνολικής αξίας των επενδεδυμένων κεφαλαίων ετησίως, και μία αμοιβή επιτυχίας (success fee), αν η καθαρή αξία των επενδεδυμένων κεφαλαίων αυξηθεί.

Το 2009, τα hedge funds αντιπροσώπευαν το 1,1% των συνολικών επενδεδυμένων κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων που κατέχονται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.[3] Στα τέλη του 2011, το εκτιμώμενο μέγεθος της παγκόσμιας βιομηχανίας των hedge funds ανερχόταν στο ποσό των 2,01 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.[4]

Επειδή τα hedge funds πωλούνται σε περιορισμένους επενδυτές, τα κεφάλαια και οι διαχειριστές τους δεν υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς που διέπουν άλλες επενδύσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση ψήφισαν νέους κανονισμούς μετά την κρίση του 2008 με στόχο την αύξηση της κρατικής εποπτείας των hedge funds και την εξάλειψη ορισμένων ρυθμιστικών κενών.[5]

Στρατηγικές επένδυσης

Οι περισσότερες επενδυτικές στρατηγικές των hedge funds έχουν ως στόχο να επιτευχθεί μια θετική απόδοση ανεξάρτητα από την άνοδο ή πτώση των αγορών. Τα hedge funds εμπεριέχουν ένα μεγάλο εύρος χρηματοοικονομικών προϊόντων και επενδυτικών εργαλείων που διαφοροποιούν την επένδυση, άλλα συνήθως εμπορεύονται ρευστοποιήσιμους τίτλους στην ανοιχτή αγορά αξιών. Χρησιμοποιούν επίσης μια μεγάλη ποικιλία επενδυτικών στρατηγικών, και κάνουν χρήση τεχνικών, όπως η μόχλευση και το short selling. Οι βασικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται είναι οι εξής:

Η παγκόσμια μακροοικονομική στρατηγική

Τα hedge funds που ακολουθούν μια παγκόσμια μακροοικονομική στρατηγική επενδύουν σημαντικά κεφάλαια σε μετοχές, ομόλογα ή αγορές συναλλάγματος εν αναμονή των παγκόσμιων μακροοικονομικών γεγονότων, προκειμένου να δημιουργήσουν αποδόσεις με βάση τον σταθμισμένο κίνδυνο.[6] Οι διαχειριστές αυτού του είδους των επενδύσεων χρησιμοποιούν μακροοικονομική ανάλυση και βασίζονται σε παγκόσμια γεγονότα και τάσεις της αγοράς για να εντοπίσουν τις ευκαιρίες για επενδύσεις που θα επωφεληθούν από την αναμενόμενη εξέλιξη των τιμών. Ενώ η συγκεκριμένη στρατηγική έχει ένα μεγάλο βαθμό ευελιξίας καθώς διαφοροποιείται η επένδυση σε πολλαπλές αγορές, η χρονική στιγμή της υλοποίησης της στρατηγικής είναι ιδιαίτερα σημαντική για να δημιουργήσει υψηλές αποδόσεις με βάση τον σταθμισμένο κίνδυνο.[7]

Κατευθυντική στρατηγική (Directional strategy)

Η κατευθυντική επενδυτική στρατηγική χρησιμοποιεί τις κινήσεις της αγοράς, τις τάσεις, ή τις ανακολουθίες όταν επιλέγονται μετοχές σε διαφοροποιημένες αγορές. Αυτή η στρατηγική είτε χρησιμοποιεί υπολογιστικά μοντέλα είτε οι διαχειριστές κεφαλαίων εντοπίζουν και επιλέγουν τις σωστές επενδύσεις. Αυτοί οι τύποι στρατηγικής έχουν μεγαλύτερη έκθεση στις διακυμάνσεις της συνολικής αγοράς από ό,τι οι ουδέτερες προς την αγορά στρατηγικές.[8][9] Οι κατευθυντικές στρατηγικές περιλαμβάνουν long/short hedge funds, όπου οι θέσεις long μετοχικού κεφαλαίου αντισταθμίζονται με σύντομες πωλήσεις μετοχών.

Στρατηγικές καθοδηγούμενες από γεγονότα (Event-driven strategy)

Αυτού του είδους οι στρατηγικές αφορούν καταστάσεις στις οποίες η επενδυτική ευκαιρία και ο συσχετιζόμενος κίνδυνος συνδέονται με ένα γεγονός.[10] Οι καθοδηγούμενες από γεγονότα στρατηγικές αφορούν επενδυτικές ευκαιρίες στα εταιρικά γεγονότα συναλλαγών, όπως συγχωνεύσεις, εξαγορές, ανακεφαλαιοποιήσεις, πτωχεύσεις και εκκαθαρίσεις. Οι διαχειριστές που χρησιμοποιούν μια τέτοια στρατηγική αξιοποιούν ασυνέπειες στην αποτίμηση της αγοράς πριν ή μετά από τέτοια γεγονότα, και παίρνουν θέση με βάση την προβλεπόμενη κίνηση των εν λόγω τίτλων. Αυτή τη στρατηγική την ακολουθούν συνήθως οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, επειδή έχουν την τεχνογνωσία και τους πόρους για να αναλύσουν εταιρικά γεγονότα συναλλαγών για τις επενδυτικές ευκαιρίες.[11][12]

Στρατηγική σχετικής αξίας (Relative value strategy)

Οι στρατηγικές σχετικής αξίας επωφελούνται από τις σχετικές διαφορές στην τιμή μεταξύ των τίτλων. Η διαφορά τιμής μπορεί να προκληθεί από κακή εκτίμηση του τίτλου σε σχέση με συναφείς τίτλους, τον υποκείμενο τίτλο ή τη συνολική αγορά. Ο διαχειριστής μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορες μεθόδους ανάλυσης για να εντοπίσει αποκλίσεις των τιμών σε τίτλους, συμπεριλαμβανομένων μαθηματικών, τεχνικών ή θεμελιωδών τεχνικών. Η συγκεκριμένη στρατηγική σε αυτή την κατηγορία συνήθως έχει πολύ μικρή ή καθόλου κατευθυντική (directional) έκθεση στην αγορά στο σύνολό της.[13]

Επικινδυνότητα των hedge funds

Επειδή οι επενδύσεις σε hedge funds διαφοροποιούν το χαρτοφυλάκιο των επενδύσεων, οι επενδυτές μπορούν να τα χρησιμοποιούν ως εργαλείο για να μειώσουν τη συνολική έκθεση του χαρτοφυλακίου τους σε συγκεκριμένους κινδύνους.[14] Οι διαχειριστές των hedge funds χρησιμοποιούν συγκεκριμένες στρατηγικές διαπραγμάτευσης (trading) και εργαλεία με συγκεκριμένο στόχο τη μείωση των κινδύνων της αγοράς για να δημιουργήσουν αποδόσεις με βάση τον σταθμισμένο κίνδυνο που έχουν επιλέξει οι επενδυτές.[15] Ιδανικά, τα hedge funds αποφέρουν αποδόσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με τους δείκτες της αγοράς.[16] Ενώ η «αντιστάθμιση» μπορεί να είναι ένας τρόπος μείωσης του κινδύνου μιας επένδυσης, τα hedge funds, όπως και όλοι οι άλλοι τύποι επενδύσεων, δεν είναι απρόσβλητα από κινδύνους.

Συστημικός κίνδυνος

Μετά την αποτυχία της εταιρείας Long-Term Capital Management (LTCM) το 1998 και δεδομένου ότι τα hedge funds άρχισαν να αποκτούν όλο και σημαντικότερη παρουσία στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, εντάθηκαν οι ανησυχίες από την πλευρά διάφορων policy-makers για την πιθανή πρόκληση συστημικού κινδύνου εξαιτίας τους.[17] Ο συστημικός κίνδυνος αφορά στον κίνδυνο της αστάθειας σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε αντίθεση με την αστάθεια μιας και μόνο εταιρείας. Ο κίνδυνος μπορεί να προκύψει μετά από ένα αποσταθεροποιητικό γεγονός ή γεγονότα που επηρεάζουν μια ομάδα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μεταξύ τους μέσω της επενδυτικής τους δραστηριότητας.[18]

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της θέσης, τα hedge funds ενέχουν συστημικό κίνδυνο με δύο τρόπους: Πρώτον, η αποτυχία ενός hedge fund μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση ενός μεγάλου χρηματοπιστωτικού οργανισμού που έχει άμεση έκθεση στο εν λόγω hedge fund. Στην υπόθεση LTCM, 17 αντισυμβαλλόμενοι, κυρίως τράπεζες, θα είχαν υποστεί απώλειες 3-5 δις. δολαρίων εάν η LTCM δεν είχε διασωθεί από ομάδα των αντισυμβαλλομένων της. Δεύτερον, η αποτυχία ενός hedge fund ενδέχεται να προκαλέσει διαταραχή στις αγορές με έμμεσο τρόπο, κάτι που σύμφωνα με το Basle Committee προκαλεί εντονότερη ανησυχία από το πρώτο ενδεχόμενο.[17] Σύμφωνα με τον Timothy Geithner, πρώην πρόεδρο της Federal Reserve Bank of New York, αυτό που χαρακτηρίζει την δυναμική των οικονομικών κρίσεων είναι ο συνδυασμός μιας απότομης ανόδου στην αντίληψη κινδύνου και των επακόλουθων κινήσεων από την πλευρά των επενδυτών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να μειώσουν την έκθεσή τους σε πιθανές μελλοντικές απώλειες, όπως η μείωση των θέσεών τους, η ειδοποίηση περιθωρίου και κινήσεις αντιστάθμισης περαιτέρω απωλειών, με αποτέλεσμα να προκαλούνται ακόμη μεγαλύτερες πτώσεις στις τιμές και να ενισχύεται περαιτέρω η αντίληψη κινδύνου, κάτι που μεγεθύνει τις επιπτώσεις του αρχικού σοκ. Στον απόηχο της υπόθεσης LTCM, το Basle Committee εντόπισε αρκετούς λόγους για τους οποίους τα hedge funds μπορεί να αποτελέσουν πηγή κινδύνου για τις χρηματοοικονομικές αγορές: α) η χρήση μόχλευσης συνεπάγεται ότι τα hedge funds μπορούν να επιτείνουν τις κινήσεις της αγοράς σε περίπτωση που υποχρεωθούν να πουλήσουν τίτλους για να καλύψουν την ειδοποίηση περιθωρίου, β) τα hedge funds συνήθως λαμβάνουν παρόμοιες θέσεις και συνήθως επενδύουν σε δύσκολα ρευστοποιήσιμους τίτλους, με αποτέλεσμα να επιτείνεται περαιτέρω το forced selling, γ) το φαινόμενο ενισχύεται όταν οι traders/brokers που προχωρούν σε ειδοποίηση περιθωρίου προτρέχουν των hedge funds, δ) πολλά hedge funds έχουν μικρή διάρκεια ζωής, κάτι που σημαίνει ότι εστιάζουν σε βραχυπρόθεσμες στρατηγικές που συνδυάζονται με υψηλότερο ρίσκο.[17]

Σύμφωνα με τους Chan, Getmansky, Haas και Lo, τα hedge funds ενέχουν συστημικό κίνδυνο λόγω των διαφορών στο προφίλ ρίσκου/απόδοσης που παρουσιάζουν από τις παραδοσιακές επενδύσεις. Υποστηρίζουν ότι από την κρίση του 1998 αναδύονται δύο βασικά θέματα: η σημασία της ρευστότητας και το απρόβλεπτο των συσχετίσεων (correlations) μεταξύ εργαλείων και χαρτοφυλακίων που θεωρούνταν ασύνδετα. Επειδή πολλά hedge funds χρησιμοποιούν μόχλευση, οι θέσεις τους είναι συχνά πολύ μεγαλύτερες από τις εγγυήσεις (collateral) που στηρίζουν αυτές τις θέσεις. Η μόχλευση λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός που μεγεθύνει ευκαιρίες μικρού κέρδους σε μεγαλύτερες, αλλά και μικρότερες απώλειες σε μεγαλύτερες απώλειες. Δυσμενείς, όμως αλλαγές στις τιμές της αγοράς, που μειώνουν την αγοραία αξία της εγγύησης μπορούν να οδηγήσουν στη ρευστοποίηση μεγάλων θέσεων σε μικρό διάστημα, η οποία μπορεί να προκαλέσει χρηματοοικονομικό πανικό. Επομένως, όταν πολλά hedge funds αντιμετωπίζουν την ίδια κατάσταση σε μία δεδομένη στιγμή, αυτό μπορεί να προκαλέσει μία παγκόσμια οικονομική κρίση, κι αυτό είναι συστημικός κίνδυνος.[19]

Ωστόσο, οι ισχυρισμοί ότι τα hedge funds ενέχουν συστημικό κίνδυνο δεν τυγχάνουν ευρείας αποδοχής.[20] Ο οικονομικός συγγραφέας Sebastian Mallaby θεωρεί ότι τα hedge funds έχουν την τάση να είναι «αρκετά μικρά για να καταρρεύσουν», δεδομένου ότι τα περισσότερα είναι σχετικά μικρά σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζονται, και συνήθως λειτουργούν με χαμηλή μόχλευση, περιορίζοντας έτσι τη δυνητική βλάβη στο οικονομικό σύστημα, εάν κάποιο από αυτά αποτύχει.[21][22] Οι Ferguson και Laster θεωρούν ότι συνολικά τα hedge funds παρέχουν ρευστότητα και σταθερότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενισχύοντας τις τιμές περιουσιακών στοιχείων των οποίων οι αξίες έχουν σημειώσει απότομη πτώση, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στον περιορισμό του συστημικού κινδύνου.[23]

Μελέτη της βρετανικής ρυθμιστικής αρχής Financial Services Authority (FSA) το 2010 κατέληξε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις πως τα hedge funds ενέχουν συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σημειώνει ότι οι τράπεζες δεν εμφανίζουν συγκεντρωμένη έκθεση στα hedge funds και επίσης ότι τα hedge funds χρησιμοποιούν χαμηλή μόχλευση, με αποτέλεσμα κανένα hedge fund από μόνο του να μην ενέχει σημαντικό συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.[24]

Δείτε Επίσης

Παραπομπές

Wikiwand in your browser!

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.

Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.