From Wikipedia, the free encyclopedia
Burn είναι ο τίτλος του όγδοου στούντιο άλμπουμ του χαρντ ροκ συγκροτήματος Deep Purple. Κυκλοφόρησε από την εταιρεία «EMI» στις 15 Φεβρουαρίου του 1974 και έγινε μεγάλη επιτυχία σε Ευρώπη και Αμερική.[1] Αυτό ήταν το πρώτο από τα τρία άλμπουμ του συγκροτήματος με τον Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ στα φωνητικά και τον Γκλεν Χιούζ στο μπάσο. Την κυκλοφορία του δίσκου ακολούθησε μία πολύ μεγάλη περιοδεία κατά την οποία οι Deep Purple έπαιξαν σε πολύ μεγάλα στάδια με τεράστιο κοινό θεατών. Πιο συγκεκριμένα, σε τρεις συναυλίες στις 9, 10 και 11 Μαρτίου του 1974 στην Βόρεια Καρολίνα και την Τζώρτζια των Ηνωμένων Πολιτειών, οι Deep Purple εμφανίστηκαν συνολικά μπροστά σε 500.000 θεατές, ενώ στις 6 Απριλίου του ίδιου έτους εμφανίστηκαν ως πρώτο όνομα στο φεστιβάλ «California Jam» μπροστά σε 200.000 οπαδούς.[2]
Burn | ||||
---|---|---|---|---|
Στούντιο άλμπουμ από Deep Purple | ||||
Κυκλοφορία | 15 Φεβρουαρίου 1974 | |||
Ηχογράφηση | Νοέμβριος 1973 στο Μοντρέ της Ελβετίας | |||
Μουσικό είδος | Hard Rock, Heavy Metal | |||
Διάρκεια | 41:37 | |||
Παραγωγή | Deep Purple | |||
Δισκογραφική | EMI, Purple Records | |||
Δισκογραφικό χρονολόγιο (Deep Purple) | ||||
|
Αφού έφυγε από τους Deep Purple ο Ίαν Γκίλαν, ο Ρίτσι Μπλάκμορ όντας ιδιαίτερα εγωκεντρικός και νευρικός, είπε στους υπόλοιπους ότι αφού ο μπασίστας Ρότζερ Γκλόβερ είχε έρθει μαζί με τον Γκίλαν, καλό θα ήταν να φύγει μαζί του. Αυτό ήταν αποτέλεσμα πολλών διαφωνιών που είχε ο Μπλάκμορ με τον Ρότζερ Γκλόβερ, και έτσι οι Deep Purple έβαλαν αγγελία για τραγουδιστή και για μπασίστα στο περιοδικό «Melody Maker». Πολύ μεγάλη επιθυμία του Ρίτσι Μπλάκμορ ήταν αντικαταστάτης του Γκίλαν στα φωνητικά να είναι ο Πωλ Ρότζερς, ο οποίος όμως δεν θέλησε να αφήσει τους φρέσκους τότε Bad Company. Οι κασέτες που τους στάλθηκαν ήταν πάρα πολλές, αλλά αυτοί προτίμησαν να δοκιμάσουν από κοντά, πριν αποφασίσουν, και έτσι κάλεσαν τον Γκλεν Χιούζ και τον Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ.
Οι δοκιμές έγιναν στο «Clearwell Castle» στη Βρετανία, τον Σεπτέμβριο του 1973. Ο Χιούζ τα κατάφερε μια χαρά και ενώ θα μπορούσε να κάνει και τα φωνητικά του συγκροτήματος, οι υπόλοιποι αρνήθηκαν γιατί ήθελαν να διατηρήσουν το πενταμελές σχήμα. Όταν πήγε ο Κόβερντεϊλ για πρόβα με το συγκρότημα, έπαιζαν για έξι (!) ώρες, χωρίς να κάνει ούτε ένα λάθος, παρ' όλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι υπόλοιποι για να τον δοκιμάσουν! Αυτός κατάφερε να περάσει το τεστ και έτσι το συγκρότημα ήταν και πάλι πλήρες.
Ο Γκλεν Χιούζ δεν είχε κανένα πρόβλημα προσαρμογής αλλά ο Κόβερντεϊλ ήταν πολύ άπειρος και η προσαρμογή του πήρε αρκετό χρόνο. Δουλεύοντας με ερασιτεχνικά συγκροτήματα δεν είχε γνωρίσει καθόλου δημοτικότητα, και ξαφνικά βρέθηκε σε ένα από τα δημοφιλέστερα συγκροτήματα της εποχής, με τα μέλη του οποίου εξοικειώθηκε πολύ δύσκολα. Αυτό φάνηκε από τα πολλά διαλείμματα και τις πρόβες που έκανε το συγκρότημα για να τον βοηθήσει στην προσπάθεια του αυτή. Ο Τζον Λορντ είχε αναφέρει ότι ο Κόβερντεϊλ είχε γράψει επτά διαφορετικές εκδόσεις του «Burn», αλλά παρόλο που ήθελε να τις δοκιμάσουν με το συγκρότημα ντρεπόταν να τους το ζητήσει.[3]
Μετά από μία συναυλία στις 3 Οκτωβρίου του 1973 στο Μόναχο όπου έπαιξαν το «Gemini Suite» του Τζον Λορντ και αρκετές πρόβες για να μάθουν τα νέα μέλη του συγκροτήματος κάποια από τα παλία τους κομμάτια, αποφάσισαν να ηχογραφήσουν τον επόμενο τους δίσκο στο Μοντρέ της Ελβετίας, όπου είχαν ηχογραφήσει και το «Machine Head», σχεδόν δύο χρόνια νωρίτερα.[4]
Μετά τις ηχογραφήσεις για τον δίσκο, ξεκίνησαν την πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία με δύο συναυλίες στο «KB Halen» της Κοπενχάγης στις 8 και 9 Δεκεμβρίου.[2] Στις 11 Δεκεμβρίου, ηχογράφησαν στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας το «Coronarias Redig», ένα ορχηστρικό κομμάτι που χρησιμοποιήθηκε σαν b-side του «Might Just Take Your Life» και μετά από την συναυλία το ίδιο βράδυ σ’ εκείνη την πόλη, επισκέφθηκαν το Βέλγιο για μία εμφάνιση στις 14 Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες και να τελειώσουν στη Φρανκφούρτη την επόμενη ημέρα.[2]
Μετά από διακοπή ενός μήνα, έδωσαν άλλες πέντε συναυλίες στη Γαλλία και τη Γερμανία στα τέλη Ιανουαρίου,[2] και μέσα στο Φεβρουάριο κυκλοφόρησαν το δίσκο, με την ονομασία «Burn», του οποίου το εξώφυλλο παρουσίαζε τα πέντε μέλη του συγκροτήματος σαν κεριά που καίγονταν. Ο δίσκος έγινε χρυσός στις Ηνωμένες Πολιτείες φτάνοντας στο # 9 αλλά και το # 3 των βρετανικών τσαρτ, αποδεικνύοντας ότι οι αλλαγές στη σύνθεση δεν επηρέασαν την εμπορικότητα του συγκροτήματος. Το άλμπουμ έφθασε στην κορυφή των τσαρτ σε πολλές χώρες παγκοσμίως, αποδεικνύοντας ότι οι Deep Purple παρέμεναν μία μεγάλη εμπορική δύναμη.[5]
Η περιοδεία που ακολούθησε ήταν μία από τις μεγαλύτερες που έχουν κάνει ποτέ οι Deep Purple, ξεκινώντας από το Μίσιγκαν στις 3 και 4 Μαρτίου. Σε τρεις συναυλίες στη Βόρεια Καρολίνα και τη Τζώρτζια στις 9, 10 και 11 Μαρτίου, το συγκρότημα παρουσίασε συνολική προσέλευση 500.000 ατόμων. Στη συνέχεια το συγκρότημα έπαιξε σε τεράστια στάδια σε όλη την επικράτεια των Η.Π.Α., πράγμα που ανέβασε την δημοτικότητα τους στα ύψη.[2] Στις 6 Απριλίου του 1974 εμφανίστηκαν σαν πρώτο όνομα στο φεστιβάλ με τίτλο «California Jam», με support πολύ μεγάλα ονόματα της εποχής όπως οι Black Sabbath, Eagles, Emerson, Lake and Palmer, Black Oak Arkansas και άλλους. Το φεστιβάλ ήταν προγραμματισμένο να διαρκέσει από τις 8 π.μ. μέχρι τις 8 μ.μ. και το κοινό που παραβρέθηκε ξεπερνούσε τις 200.000 άτομα. Τα υπόλοιπα συγκροτήματα τελείωσαν στις 7:30 και ένας εκ των διοργανωτών πίεζε τους Deep Purple να εμφανιστούν νωρίτερα απειλώντας τους ότι αλλιώς δεν θα τους άφηνε να εμφανιστούν. Ο Ρίτσι Μπλάκμορ τον έδιωξε αλλά το συγκεκριμένο γεγονός τον εξόργισε. Το set list που παρουσίασε το συγκρότημα ήταν αυτό που είχε και στις υπόλοιπες συναυλίες του, με κάποιες μικρές ελλείψεις: «Burn», «Mistreated», «Smoke on the Water», «Lay Down, Stay Down» και «You Fool No One» για να κλείσουν με το «Space Truckin'», το οποίο παρέμενε στα ίδια μεγέθη με την εποχή 1972/1973. Κατά τη διάρκεια της συναυλίας, ένας από τους κάμεραμαν μπήκε ανάμεσα στον Μπλάκμορ και το κοινό με αποτέλεσμα να εμποδίζει την ορατότητα του κόσμου. Ο Μπλάκμορ του ζήτησε να παραμερίσει αλλά λίγη ώρα αργότερα επανήλθε στο ίδιο σημείο που ήταν και πριν. Εξοργισμένος από το επεισόδιο με τον διοργανωτή αλλά και την στάση του κάμεραμαν, ο κιθαρίστας των Deep Purple άρχισε να σπάει την κιθάρα πάνω στη κάμερα και τελικά την έμπηξε μέσα στο φακό. Μετά το τέλος της συναυλίας το συγκρότημα έφυγε με ελικόπτερο για να αποφύγει την τοπική αστυνομία. Η συγκεκριμένη συναυλία βιντεοσκοπήθηκε για να κυκλοφορήσει το 1981 σαν η πρώτη βιντεοκασέτα των Deep Purple και το 1995 σαν ζωντανό άλμπουμ, με τίτλο «California Jamming».[6][7]
Μετά από άλλες δύο συναυλίες στο Φοίνιξ και το Σαν Ντιέγκο επέστρεψαν στην Ευρώπη για να συνεχίσουν την περιοδεία τους. Ξεκινώντας στις 18 Απριλίου από το Ντάντι της Σκωτίας, έδωσαν άλλες τρεις συναυλίες εκεί για να μεταβούν για άλλες δύο συναυλίες στις 29 Απριλίου και 1 Μαΐου στο Άμστερνταμ. Μετά από αυτές τις συναυλίες επέστρεψαν στη Βρετανία για να ξεκινήσουν την εκεί περιοδεία τους, στο «Birmingham Odeon» στις 4 Μαΐου. Ως τις 20 Μαΐου έδωσαν 12 συναυλίες σε πολλές πόλεις της Αγγλίας ενώ στις 22 έπαιξαν «Gaumont State Kilburn» του Λονδίνου για τον ραδιοφωνικό σταθμό «Radio One», ηχογράφηση που εκδόθηκε στο δίσκο «Live in London», το 1982. Από τις 23 ως τις 28 Μαΐου έδωσαν άλλες τέσσερις συναυλίες στη Βρετανία, ενώ στις 1 Ιουνίου, ο Τζον Λορντ έπαιξε το έργο του «Windows» στο «Herkulessaal» του Μονάχου.[2]
Το πρώτο τραγούδι που βγήκε από τις ηχογραφήσεις αυτές ήταν το «Burn», το γνωστότερο κομμάτι της Mark III, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Τζον Λορντ παρουσιάζει ένα από τα καλύτερα σόλο που έχει παίξει στην καριέρα του. Τα υπόλοιπα τραγούδια παρουσιάζουν μία κλίση προς ένα βαρύ jazz και blues ήχο που έδενε με την είσοδο των Κόβερντεϊλ και Χιούζ.[8]
Το «Might Just Take Your Life», ήταν το τραγούδι με το οποίο η μπάντα αποφάσισε να προωθήσει το δίσκο, κυκλοφορόντας το σαν το πρώτο βρετανικό σινγκλ μετά το «Never Before».[9] Ο rock and roll ήχος του «Lay Down, Stay Down» συνοδευόμενος από ένα πολύ ωραίο σόλο κιθάρα του Ρίτσι Μπλάκμορ ταιριάζει απόλυτα με τον ήχο των υπόλοιπων κομματιών του δίσκου.[10] Το «Sail Away» είναι το κομμάτι το οποίο χαρακτηρίζει απόλυτα τη συνολική εικόνα του δίσκου: Blues ήχος με πολύ καλά κιθαριστικά μέρη από τον Μπλάκμορ και προσεγμένα φωνητικά, δίνει την ιδανική εικόνα για το συγκρότημα εκείνη την εποχή.[11]
Η πολύ ωραία εισαγωγή του Ίαν Πέις είναι το πιο ξεχωριστό σημείο του «You Fool No One», ενός κομματιού που μπήκε αμέσως στο σετ λιστ του συγκροτήματος. Μία από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου, είναι το «Mistreated», μία βαριά blues μπαλάντα με πολύ δύσκολα φωνητικά που στοίχησαν πολλές ώρες πρόβας στον Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ.[12]
Ο δίσκος συμπληρώνεται με το «What’s Goin’ on Here» και το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το «A 200», το πιο περίεργο τραγούδι που έχουν ηχογραφήσει οι Deep Purple σε ολόκληρη τη δισκογραφία τους. Το «A 200», ένα ορχηστρικό κομμάτι, θυμίζει πιο πολύ τραγούδι από soundtrack ταινίας επιστημονικής φαντασίας παρά κομμάτι των Deep Purple![13]
1. Burn (Blackmore, Lord, Paice, Coverdale)
2. Might Just Take Your Life (Blackmore, Lord, Paice, Coverdale)
3. Lay Down, Stay Down (Blackmore, Lord, Paice, Coverdale)
4. Sail Away (Blackmore, Coverdale)
5. You Fool No One (Blackmore, Lord, Paice, Coverdale)
6. What's Goin' On Here (Blackmore, Lord, Paice, Coverdale)
7. Mistreated (Blackmore, Coverdale)
8. A' 200 (Blackmore, Lord, Paice)
Burn (άλμπουμ) Επίσημη κυκλοφορία: 15 Φεβρουαρίου 1974
|
Might Just Take Your Life (σινγκλ) Επίσημη κυκλοφορία: 12 Φεβρουαρίου 1974
Επίσημη κυκλοφορία: 4 Μαρτίου 1974
|
Burn (άλμπουμ)
Το Burn ηχογραφήθηκε από τη τρίτη σειρά μελών του συγκροτήματος. Τα μέλη της ήταν τα εξής:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.