Με τον όρο χαν[α] (εξελληνισμένο: χάνος) εννοείται τίτλος πολιτικής ή στρατιωτικής εξουσίας που προήλθε αρχικά από την κεντρική Ασία. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε στις αλταϊκά ομιλούσες τουρκομογγολικές νομαδικές φυλές που ζούσαν βόρεια της Κίνας. Ως τίτλος φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε κατ΄αρχάς στη συνομοσπονδία των Ξιανμπέι[3] για τον αρχηγό της, μεταξύ του 283 - 289[4] και επίσης ως κρατικός τίτλος από τη συνομοσπονδία Ρουράν.[5]
Αργότερα υιοθετήθηκε από τους Ασίνα και κατόπιν τους Γκιοκτούρκ και τους Μογγόλους που τον διέδωσαν στην υπόλοιπη Ασία. Στα μέσα του 6ου αιώνα έγινε γνωστός ως «Χαγάνος - Βασιλέας των Τούρκων» στους Πέρσες[3].
Σήμερα έχει αποκτήσει πολλά ισοδύναμα νοήματα όπως διοικητής, αρχηγός ή κυβερνήτης. Επί του παρόντος, χάνοι υπάρχουν κυρίως στη νότια και κεντρική Ασία, το Αφγανιστάν και το Ιράν. Τα θηλυκά αντίστοιχα είναι χατούμ και χανούμ. Διάφοροι τουρκικοί και μογγολικοί λαοί από την κεντρική Ασία έδωσαν στον τίτλο μια νέα ισχύ μετά τις μογγολικές επιδρομές και αργότερα έφεραν τον τίτλο «χαν» στο Αφγανιστάν και τη βόρειο Ινδία. Πολύ αργότερα ο τίτλος υιοθετήθηκε από τους γηγενείς ως όνομα. Ο τίτλος Χαγάνος αποδίδεται ως Χαν των χαν (Χάνος των Χάνων) και ήταν ο τίτλος του Τζενγκίς Χαν και των λοιπών απογόνων-κυβερνητών σε αρρενογραμμική γραμμή διαδοχής.[6]
Σημειώσεις
- μογγολικά: хан/ᠬᠠᠨ khan/qan,[1][2] τουρκικά: han, αζερικά: xan, οθωμανικά: han, παλαιά τουρκικά: 𐰴𐰍𐰣 kaɣan, κινεζικά: 可汗 kèhán, κογκουριό: 皆 key, σίλλα: 干 kan, μπέκτζε: 瑕 ke, μαντσού: ᡥᠠᠨ, περσικά: خان, παντζάμπι: ਖਾਨ, ούρντου: خان, βαλουχικά: خان, βουλγαρικά: хан, khan, Хан Аспарух, τσουβάς: хун, hun, βεγγαλικά: খান or খাঁন)
Παραπομπές
Βιβλιογραφία
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.