Remove ads
Ιταλός συνθέτης From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Φραντσέσκο Γκασπαρίνι (ιταλ. Francesco Gasparini , Καμαϊόρε, 19 Μαρτίου 1661 – Ρώμη, 22 Μαρτίου 1727) ήταν Ιταλός συνθέτης, οργανίστας και μουσικοπαιδαγωγός της μπαρόκ περιόδου. Δραστηριοποιήθηκε κυρίως στον χώρο της όπερας (dramma per musica, tragedia, favola pastorale) στην Ιταλία και, περιστασιακά, στη Γερμανία και την Αγγλία.
Φραντσέσκο Γκασπαρίνι | |
---|---|
Καρικατούρα του Γκασπαρίνι από τον Ιταλό ζωγράφο Πιερ Λεόνε Γκέτσι (1674-1755) | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Francesco Gasparini (Ιταλικά) |
Γέννηση | 19 Μαρτίου 1668 ή 1661[1] ή 1665[2] ή 1668[3][1] Καμαϊόρε |
Θάνατος | 22 Φεβρουαρίου 1727 ή 22 Μαρτίου 1727[4] ή Απριλίου 1737[3] Ρώμη[3] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[4][5] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης διευθυντής ορχήστρας μουσικολόγος μουσικός θεωρητικός μουσικός διευθυντής (1701–1713) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γκασπαρίνι γεννήθηκε στο Καμαϊόρε, της επαρχίας Λούκα, το 1661, και ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά του Νικόλαο και της Ελιζαμπέτα (Μπελφιόρε). [6] Πιθανόν, είχε λάβει τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον Τ. Ν. Τζιουλιάνι (Giovanni Domenico Giuliani), διευθυντή παρεκκλησίου της Santa Maria Assunta στο Καμαϊόρε, από το 1674 ως το 1679. [7] Το 1682, ζούσε στη Ρώμη, όπου ανέλαβε το πόστο του οργανίστα στην εκκλησία της Madonna dei Monti. [8]
Στις 27 Ιουνίου 1684, μπήκε στη Φιλαρμονική Ακαδημία (Accademia Filarmonica) της Μπολόνια ως τραγουδιστής και, στις 17 Μαΐου 1685, ως συνθέτης. Στις 28 Νοεμβρίου 1685 νυμφεύτηκε την τραγουδίστρια Μαρία Ρόζα Μπορρίνι, στη Ρώμη. Τον Δεκέμβριο του 1686, έκανε το ντεμπούτο του στο θέατρο του Λιβόρνο, με συμμετοχή στις όπερες Η Εκδικημένη Ολιμπία του Αλεσάντρο Σκαρλάτι και Ροντερίκο του Κ. Πολαρόλο (Carlo Francesco Pollarolo), για τις οποίες πρέπει να είχε γράψει διάφορες, νέες άριες. Το 1689, έγινε μέλος του Εκκλησιάσματος της Αγίας Καικιλίας (Saint Cecilia) στη Ρώμη. Για την Σαρακοστή του ιδίου έτους, συνέθεσε το λατινικό ορατόριο Θριαμβεύουσα Ιουδήθ του Ολοφέρνους. Κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού τού 1690 στο Κολλέγιο Κλεμεντίνο της Ρώμης, παρουσίασε το πρώτο του λυρικό δράμα Βελλερεφόντης. Δύο χρόνια αργότερα, στο ίδιο κολλέγιο, έκανε πρεμιέρα το ορατόριό του Αττάλεια. [9]
Τον Ιούνιο του 1701 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου διορίστηκε χοράρχης στο «Ίδρυμα Πιετά» (Pio Ospedale della pietà). [10] Εκεί γνώρισε τον Βιβάλντι που αργότερα, το 1703, διορίστηκε εξάρχων βιολονίστας στο ίδιο ίδρυμα. [11] Για το «Ίδρυμα Πιετά», ο Γκασπαρίνι συνέθεσε 9 ορατόρια σε λατινικά ορατόρια, κατά τα έτη 1701-1714. Τον Απρίλιο του 1713, οι διοικούντες του ιδρύματος χορήγησαν στον Γκασπαρίνι άδεια για να φύγει για έξι μήνες από τη Βενετία, αλλά ο συνθέτης εγκατέλειψε την πόλη χωρίς να επιστρέψει. [12]
Όσο βρισκόταν στη Βενετία, ο Γκασπαρίνι συνέθεσε 24 όπερες, πολλές από τις οποίες ανέβηκαν στο Θέατρο Τρον του Σαν Κασιάνο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη της λιμνοθάλασσας είχε την ευκαιρία να συναντήσει μεγάλους ενετούς συνθέτες της εποχής, όπως τους Α. Λότι (Antonio Lotti) και Κ. Πολαρόλο. Τον Φεβρουάριο του 1713 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Τσιτά ντι Καστέλο της Κ. Ιταλίας, όπου η σύζυγός του διέθετε περιουσία. Από την πόλη απομακρύνθηκε μόνο όταν επρόκειτο να παρουσιαστούν έργα του, στα θέατρα της Γένοβας, της Ρώμης, του Ρέτζιο Εμίλιο και της Φλωρεντίας. [13] Το 1716 επέστρεψε στη Ρώμη για να παρουσιάσει δύο έργα του στο θέατρο Καπράνικα: Κύρος και Βινκέσλαος (εν μέρει με τη συμμετοχή του Φ. Μαντσίνι). Τον Ιούλιο του 1718 εισήλθε στην υπηρεσία του πρίγκιπα Φ. Ρουσπόλι (Francesco Μαρία Ruspoli), ως διευθυντής παρεκκλησίου στη θέση του Α. Καλντάρα (Antonio Caldara), διατηρώντας αυτό το πόστο μέχρι τον Ιούνιο του 1718. [14] Από το 1720, εμφανίζεται με τον τίτλο του «βιρτουόζου του πρίγκιπα Μποργκέζε», αν και δεν καταχωρείται στους καταλόγους αυτής της οικογένειας. [15]
Το 1718 εισήχθη στην Ακαδημία της Αρκαδίας. Από το 1725 μέχρι τον θάνατό του ήταν διευθυντής του παρεκκλησίου Μποργκέζε στη Σάντα Μαρία Ματζόρε (Santa Maria Maggiore) [16] και της Bασιλικής Αγίου Ιωάννη του Λατερανού (Basilica di San Giovanni in Laterano). [17] αν και ασθένησε και δεν μπόρεσε να αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά του. [18]
Ο Γκασπαρίνι θεωρείται ένας από τους καλύτερους συνθέτες της εποχής του. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από υψηλή δεξιότητα και συνθετική ποιότητα, ιδιαίτερα οι καντάτες του, οι οποίες εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τον ιστορικό μουσικής του 18ου αιώνα, Τσαρλς Μπέρνι (Charles Burney). Εξίσου αξιόλογα ήταν, επίσης, τα θρησκευτικά του έργα, γραμμένα με μαεστρία και χρησιμοποιώντας, συχνά, σύνθετες τεχνικές. Το στιλ των θεατρικών του συνθέσεων είναι χαρακτηριστικό της εποχής, εκτός από τα τελευταία έργα του, στα οποία παρατηρούνται μελωδικά και ρυθμικά χαρακτηριστικά τυπικά των έργων των επόμενων γενεών. Έγραψε περίπου 60 όπερες, μεταξύ των οποίων η πιο διάσημη ήταν ο Άμλετ, βασισμένο σε παραλλαγμένη εκδοχή του ομώνυμου έργου του Σαίξπηρ.
Το θρησκευτικό έργο του Γκασπαρίνι Κανονική Λειτουργία (Missa Canonica) ήταν γνωστό στον Μπαχ ο οποίος, το 1740, το αντέγραψε και, μετά την προσθήκη μερών για έγχορδα, όμποε, κόρνα, τρομπόνια και εκκλησιαστικό όργανο, παρουσίασε τα μέρη «Kyrie» και «Gloria» στις Εκκλησίες του Αγίου Θωμά και του Αγίου Νικολάου, στη Λειψία. [19]
Εκτός από συνθέτης, ο Γκασπαρίνι ήταν δραστήριος και ως δάσκαλος μουσικής. Στους μαθητές του συμπεριλαμβάνονταν ονόματα μεγάλης εμβέλειας όπως οι: Μπενεντέτο Μαρτσέλο, Γιόχαν Γιόακιμ Κβαντς και Ντομένικο Σκαρλάτι. Τη φήμη του ως παιδαγωγού χρωστάει στην εξαίρετη πραγματεία του για το μπάσο κοντίνουο, Η Πρακτική Αρμονική για το Τσέμπαλο: Κανόνες, παρατηρήσεις και συμβουλές για τον καλό ήχο στο μπάσο και τη συνοδεία στο τσέμπαλο, τη σπινέτα και το [εκκλησιαστικό] όργανο, που δημοσιεύθηκε στη Βενετία από τον Α. Μπορτόλι (Antonio Bortoli), το 1708, και ανατυπώθηκε σε τουλάχιστον εννέα εκδόσεις μέχρι το 1808. Σε αυτό το πόνημα ο συγγραφέας επαναλαμβάνει, εν μέρει, τις μεθόδους της πρακτικής του 17ου αιώνα και, εν μέρει, τις καινοτομίες στην τεχνική, το ύφος και τις προτιμήσεις της εποχής του, όπως τον «γεμάτο ήχο», τον διπλασιασμό των συνηχήσεων ή τη χρήση των επερείσεων και την εισαγωγή ξένων φθόγγων στην αρμονία, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας ήχος «αξιοθαύμαστου αποτελέσματος». [20]
Έγραψε, επίσης, 12 ντουέτα μαδριγαλίων με συνοδεία μπάσο κοντίνουο (11 για σοπράνο και κοντράλτο και 1 για δύο σοπράνο), 33 καντάτες, 8 αντίφωνα, 2 Credo, 2 οφερτόρια, 6 τρίο για δύο βιολιά, κ.α.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.