Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτων της Γοτθικής τεχνοτροπίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τζοβάνι Πιζάνο (ιταλικά: Giovanni Pisano, 1248 - 1315) ήταν Ιταλός γλύπτης, ζωγράφος και αρχιτέκτονας που εργάστηκε στις πόλεις Πίζα, Σιένα και Πιστόια.
Τζιοβάνι Πιζάνο | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Giovanni Pisano (Ιταλικά) |
Γέννηση | 1248 Πίζα, Ιταλία |
Θάνατος | 1315 (67 ετών) Σιένα, Ιταλία |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία[1] |
Ιδιότητα | Γλύπτης, αρχιτέκτονας |
Γονείς | Νικόλα Πιζάνο (πατέρας) |
Σημαντικά έργα | Πρόσοψη του καθεδρικού ναού της Σιένας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Είναι μία από τις εξέχουσες μορφές της περιόδου μετάβασης από τη Ρομανική στη Γοτθική τεχνοτροπία.[2] Ο καλλιτέχνης δέχτηκε μεγάλη επιρροή από το έργο του πατέρα του, Νικόλα Πιζάνο, που και ο ίδιος υπήρξε αναγνωρισμένος και καινοτόμος εκφραστής της ρομανικής γλυπτικής.[2] Ο Τζοβάνι συνέχισε το έργο του Νικόλα και, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, αποτελεί και τον μοναδικό πραγματικό εκφραστή της γοτθικής γλυπτικής του τρετσέντο.[α][2]
Ο Τζοβάνι Πιζάνο γεννήθηκε στην Πίζα το 1248[3][4]. Μαθήτευσε στο πλευρό του πατέρα του, δουλεύοντας μαζί με άλλους υπό διαμόρφωση τεχνίτες, όπως ο Αρνόλφο ντι Κάμπιο (περ. 1240 – περ. 1310).[2] Τα πρώιμα έργα του είναι δύσκολο να απομονωθούν από εκείνα του πατέρα του λόγω των πολλών ομοιοτήτων στο ύφος.[2] Το συμβόλαιο για την κατασκευή του άμβωνα του Καθεδρικού Ναού της Σιένας περιέχει την πρώτη επιβεβαιωμένη αναφορά στο πρόσωπό του με την ιδιότητα του μαθητευόμενου που διασώζεται.[2][5] Το έγγραφο ανάγεται στο 1265 και αφήνει να εννοηθεί ότι ο Πιζάνο ήταν ακόμη σε εφηβική ηλικία.[5]
Το 1270 ο νεαρός Πιζάνο έλαβε πρόσκληση από τον Βασιλιά Κάρολο Α' της Νάπολης προκειμένου να εργαστεί στο Καστέλ Νουόβο (επίσης γνωστό ως «Μάσκιο Αντζιοΐνο»).[2] Επρόκειτο για ένα νεόκτιστο τότε κάστρο-οχυρό, το οποίο ο ηγεμόνας προόριζε για προσωπική του κατοικία, αλλά που εν τέλει παρέμεινε ακατοίκητο μέχρι το 1285, οπότε και στον θρόνο ανήλθε ο Κάρολος Β΄ μετά τον θάνατο του πατέρα του.[2]
Το 1278 ο Πιζάνο ολοκλήρωσε τις εργασίες για τη Φοντάνα Ματζόρε, μια κρήνη στον προαύλιο χώρο του Καθεδρικού Ναού της Περούτζια, η οποία κατασκευάστηκε με πολιτικό αλληγορικό νόημα.[2] Το έργο πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τον πατέρα του και πιστεύεται ότι ολοκληρώθηκε από τον Τζοβάνι μετά το θάνατο του τελευταίου.[2]
Είκοσι χρόνια μετά την κατασκευή του άμβωνα της Πίζας, το Σεπτέμβριο του 1285, ο Πιζάνο πρέπει να είχε αποποιηθεί τα δικαιώματα του πολίτη της Πίζας, έχοντας γίνει κάτοικος της Σιένας.[5] Περίπου την εποχή αυτή ξεκίνησε να επεξεργάζεται το σχέδιο και το διάκοσμο της πρόσοψης του Καθεδρικού Ναού της πόλης.[2] Ο τελευταίος αποτέλεσε και το ιδανικό μοντέλο κατά τα φαινόμενα όλων των μελλοντικών έργων διακόσμησης γοτθικών προσόψεων στην κεντρική Ιταλία.[2][5] Πρόσφατες έρευνες έφεραν στο προσκήνιο στενές ομοιότητες ανάμεσα στο γλυπτό διάκοσμο του Καθεδρικού και στα γαλλικά διακοσμητικά μοτίβα με θέματα φυλλώματα και ανάγλυφες μορφές, ιδίως εκείνα του Καθεδρικού Ναού της Οσέρ.[5] Δεδομένου ότι δεν σώζεται καμία αναφορά του ονόματος του Πιζάνο σε έγγραφα μεταξύ των ετών 1268 και 1278, αυξημένες είναι οι πιθανότητες να πραγματοποίησε την εποχή αυτή κάποιο επιμορφωτικό ταξίδι στη Γαλλία.[5]
Τα αγάλματα που ο Πιζάνο φιλοτέχνησε για την πρόσοψη του Καθεδρικού της Σιένας – τα οποία σήμερα έχουν μεταφερθεί σε μουσείο και έχουν αντικατασταθεί με αντίγραφα – αποτελούν και την πρώτη μεγάλη παραγγελία που ανέλαβε ως ανεξάρτητος του πατέρα του καλλιτέχνης.[6] Αποτελούν, χάρη στην πρωτοτυπία τους, έναν κύκλο μοναδικό στη γοτθική ευρωπαϊκή γλυπτική.[6] Αναπαριστούν προφήτες και σοφούς της ιουδαϊκής και κλασσικής αρχαιότητας, οι οποίοι σύμφωνα με τη γραμματειακή και θεολογική ερμηνεία της εποχής υπήρξαν προπάτορες του Ιησού.[6] Αντίθετα με τις συμβάσεις της ναοδομίας των βόρειων χωρών, είναι απελευθερωμένα από οποιαδήποτε αρχιτεκτονική λειτουργικότητα και, σαν αποτέλεσμα, η δραματική στάση του σώματός τους συνεισφέρει στην περιγραφή της προσωπικής ψυχολογίας καθενός από τα εικονιζόμενα πρόσωπα.[6]
Η επόμενη παραγγελία στον Πιζάνο με την ιδιότητα του αυτόνομου καλλιτέχνη ήταν μια ομάδα έργων γλυπτικής για το Κάμπο Σάντο, ένα περιτειχισμένο νεκροταφείο στο πλευρό του Καθεδρικού Ναού της Πίζας.[2] Έχει κατά καιρούς υποστηριχθεί ότι πρόκειται για το εντυπωσιακότερο νεκροταφείο στον κόσμο. Σύμφωνα με την παράδοση κατασκευάστηκε γύρω από έναν όγκο χώματος που μεταφέρθηκε με πλοίο κατά την Τέταρτη Σταυροφορία από το Γολγοθά, τον λόφο στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς.[2] Ο Πιζάνο φιλοτέχνησε γλυπτά αρχικά για τις δύο πύλες του νεκροταφείου, ενώ μεταξύ των ετών 1277 και 1284 κατασκεύασε αγάλματα που τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό του Βαπτιστηρίου.[2] Η ζωντάνια των αγαλμάτων μαρτυρά πως απομακρυνόταν σταδιακά από το γαλήνιο ύφος του πατέρα του, κάνοντας στροφή προς ένα ύφος που περισσότερο μπορεί να χαρακτηριστεί ως γοτθικό.[2] Η γοτθική γλυπτική εξελισσόταν από τις δύσκαμπτες επιμήκεις φόρμες της ρομανικής, αποκτώντας περισσότερο νατουραλιστικό ύφος, που αντλούσε στοιχεία για την απεικόνιση των υφασμάτων, των εκφράσεων του προσώπου και των στάσεων των σωμάτων από την ελληνορωμαϊκή γλυπτική.[2]
Το 1286 διακόσμησε έναν μαρμάρινο βωμό, καθώς κι ένα εικονοστάσιο στον Καθεδρικό Ναό του Αρέτσο. Χρησιμοποίησε σε αμφότερα αναρίθμητες μορφές και ανάγλυφα, αφηγούμενος κυρίως τον Βίο των Αγίων Δονάτου και Γρηγορίου, των οποίων τα οστά φυλάσσονται εντός του ναού. Στο σημείο αυτό, ο Πιζάνο διέθετε τη δική του ομάδα μαθητών και κατά πάσα πιθανότητα το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών στο Αρέτσο πραγματοποιήθηκε από εκείνους.[2]
Το 1301 ο Πιζάνο ολοκλήρωσε τον γλυπτό διάκοσμο του άμβωνος στην Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα της Πιστόια, ο οποίος και αποτελεί, μαζί την πρόσοψη του Καθεδρικού Ναού της Σιένας, το αριστούργημά του.[2][5] Ο άμβωνας περιλαμβάνει πέντε αφηγηματικά ανάγλυφα με θέματα τον «Ευαγγελισμό της Θεοτόκου», την «Προσκύνηση των Μάγων», το «Όνειρο των Μάγων και τον Άγγελο να ειδοποιεί τον Ιωσήφ», τη «Σφαγή των Νηπίων» και τη «Δευτέρα Παρουσία».[7] Τα ανάγλυφα αυτά συνδέονται θεματικά με εκείνα του περίφημου άμβωνα της Πίζας που φιλοτέχνησε ο πατέρας του 40 χρόνια πριν, όπως και το ευρύτερο αρχιτεκτονικό σχέδιο, ωστόσο τα εκφραστικά χαρακτηριστικά των γλυπτών του Τζοβάνι ανήκουν σε ένα νέο επίπεδο έντασης.[2][5] Ο Τζοβάνι εγκατέλειψε το μνημειώδη κλασσικισμό του Νικόλα, θυσιάζοντας την τελειότητα για έναν ισχυρότερο, βαθύτερο και ορισμένες φορές περισσότερο βασανισμένο εξπρεσσιονισμό.[8] Οι μορφές, ιδίως στις σκηνές έντονα δραματικού χαρακτήρα όπως η «Σφαγή των Νηπίων» και η «Δευτέρα Παρουσία», είναι αδύνατο να διαχωριστούν: αναπνέουν μαζί, υποφέρουν μαζί, ουρλιάζουν και θρηνούν μαζί.[8] Ζώα, υφάσματα, μορφές έχουν τοποθετηθεί σε στάσεις που θα ήταν φυσικά αδύνατες,[2] ενώ κάθε μορφή ανταποκρίνεται σπασμωδικά στην ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία συμμετέχει.[5] Η ουσιαστική διαφορά στο ύφος των ανάγλυφων της Πιστόια είναι η ολική διέγερση και η βαθιά κομμένη επιφάνεια σε αντιδιαστολή με την ογκωδέστερη και περισσότερο μνημειακή οργάνωση των μορφών της Πίζας.[5] Οι τελευταίες δίνουν μια αίσθηση παγωμένης στο χρόνο κίνησης, με συχνή χρήση της τεχνικής του κοντραπόστο (contrapposto), που πηγαίνει πέρα κι από την Αναγέννηση προς το Μανιερισμό.[8]
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι σταθερά παρόντα σε ολόκληρο τον άμβωνα της Πιστόια και η παρουσία χεριών μαθητών είναι δύσκολο να ανιχνευθεί και, ακόμη κι αν υπήρξε, θεωρείται πως ο Τζοβάνι χάρισε στο έργο την αμέριστη προσοχή του.[8] Επιπλέον, το έργο μέχρι τις ημέρες μας δεν υπέστη ιδιαίτερες φθορές, απώλειες ή μετακινήσεις, ίσως γιατί βρίσκεται σε μικρή εκκλησία και μάλιστα σε μια πόλη με ειρηνικότερη ιστορία από εκείνη της Πίζας.[8]
Στο απόγειο της καριέρας του, ο Τζοβάνι ανέλαβε τη λάξευση ενός άμβωνα για το Ντουόμο της Πίζας, προς αντικατάσταση ενός παλαιότερου του 12ου αιώνα από τον Γουλιέλμο, ο οποίος μεταφέρθηκε στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας.[8] Στο έργο, υπό την καθοδήγηση του Πιζάνο, συμμετείχαν πολλοί καλλιτέχνες και τεχνίτες όχι μόνο από την Πίζα, αλλά και από άλλες πόλεις όπως η Φλωρεντία, η Σιένα, η Πιστόια, αλλά και από τη Λομβαρδία.[8] Το έργο ολοκληρώθηκε το 1310.[8] Το Ντουόμο καταστράφηκε το 1592 από πυρκαγιά, ωστόσο ο θόλος κατέρρευσε προστατεύοντας τον άμβωνα.[8] Το 1602 θεωρήθηκε πλέον παλαιομοδίτικος και σταδιακά χωρίστηκε σε κομμάτια, άλλα από τα οποία επαναχρησιμοποιήθηκαν και άλλα μετακινήθηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους.[8] Καμία περιγραφή του έργου πριν την πυρκαγιά δεν επαρκεί για ακριβή κατανόηση της μορφής του, ωστόσο κατόπιν ερευνών μια ανακατασκευή του τοποθετήθηκε πια το 1926 στο Ντουόμο αν και σε διαφορετική θέση.[8]
Μετά την ολοκλήρωση του έργου του στην Πιστόια, ο Πιζάνο δεν επανέλαβε ποτέ την ίδια «φρενίτιδα» στο έργο του, αλλά επέστρεψε σε ένα κλασσικότερο στυλ, παρόμοιο με εκείνο του πατέρα του.[2] Ο λόγος αυτής της μεταστροφής δεν είναι γνωστός.[2] Ίσως το έργο του στην Πιστόια να μην έγινε στην εποχή του αποδεκτό με ενθουσιασμό.[2] Ή ίσως να οφείλεται στην αυξανόμενη δημοφιλία του Τζιόττο (1266/7 –1337), του οποίο το κλασσικό – ηρωικό ύφος κέρδιζε ολοένα και περισσότερο τις εντυπώσεις.[2] Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δύο καλλιτέχνες είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν στην Πάδουα περίπου το 1305, όπου ο Πιζάνο κατασκεύασε ένα μαρμάρινο άγαλμα της «Παρθένου με το Θείο Βρέφος», όσο ο Τζιόττο ζωγράφιζε στο ίδιο παρεκκλήσι μια διάσημη μέχρι τις μέρες μας τοιχογραφία.[2]
Ο Πιζάνο υπήρξε εξίσου ενεργός και ως αρχιτέκτων. Μεταξύ των ετών 1287 και 1296 ανέλαβε τα καθήκοντα του επικεφαλής αρχιτέκτονα του Καθεδρικού Ναού της Σιένας.[2] Το 1304 διεύθυνε την ανέγερση του Ναού του Αγίου Δομήνικου στην ίδια πόλη.[2] Μικρό μέρος του κτιρίου σώζεται στις μέρες μας, ωστόσο η βόρεια πτέρυγα εξακολουθεί να περικλείει το ταφικό μνημείο που σχεδίασε για τον Πάπα Βενέδικτο ΙΑ', που παρουσιάζει τον Πάπα κοιμώμενο και περιτριγυρισμένο από αγγέλους.[2]
Ένα από τα ομορφότερα δείγματα της αρχιτεκτονικής του Πιζάνο ήταν το μικρό παρεκκλήσι της Σάντα Μαρία ντέλλα Σπίνα στην Πίζα.[2] Το σχέδιο του κτιρίου και ο γλυπτός διάκοσμος είναι εξαιρετικά – αν και η πραγματική δουλειά έγινε αναμφίβολα από τους μαθητές του.[2]
Το τελευταίο μεγάλο καταγεγραμμένο έργο του ανάγεται στο 1313. Πρόκειται για ένα ταφικό μνημείο στη Γένοβα προς τιμήν της Μαργαρίτας της Βραβάντης, συζύγου του Αυτοκράτορα Ερρίκου Ζ΄.[2][5] Τμήματά του εκτίθενται σήμερα στο Παλάτσο Μπιάνκο στη Γένοβα [5] και στο Μουσείο του Σαντ' Αγκοστίνο.[6] Η γλυπτική σύνθεση απεικονίζει την ψυχή της θανούσας ενώ, υποβασταζόμενη από δύο αγγέλους, ανέρχεται προς το φως που πλημμυρίζει το πρόσωπο, του οποίου τα γλυκά χαρακτηριστικά ακολουθούν το πρότυπο της κλασσικής ομορφιάς.[6]
Μια τελευταία αναφορά στον Πιζάνο καταγράφηκε το 1314 και θεωρείται πιθανό να απεβίωσε ελάχιστα αργότερα.[5]
Η τέχνη του Πιζάνο, μείγμα του γαλλικού γοτθικού και του κλασσικού ύφους – που σύντομα εξελίχθηκε στο λεγόμενο Διεθνές Γοτθικό – οδήγησε τον Άγγλο γλύπτη Χένρυ Μουρ (1898-1986) να τον αναγνωρίσει ως τον «πρώτο σύγχρονο γλύπτη».[2] Το ύφος του συνέχισαν και εξέλιξαν οι μαθητές του, ορισμένοι από τους οποίους έγιναν διάσημοι με τη σειρά τους για το δικό τους έργο: ο Τζοβάνι ντι Μπαλντούτσο (περ. 1290 – μετά το 1339), αναγνωρισμένος γλύπτης, ο Αγκοστίνο ντι Σιένα (περ. 1285 – περ. 1347), αρχιτέκτων και γλύπτης και ο Τίνο ντι Καμάινο (περ. 1280 – 1337), αρχιτέκτων και γλύπτης.[2] Ο αστεροειδής 7313 Πιζάνο έλαβε τιμητικά το όνομά του από τους Νικόλα και Τζοβάνι Πιζάνο.
α. ^ Στην ιστορία της τέχνης, ο όρος τρετσέντο (ιταλικά: trecento, σημαίνει «τριακόσια») αναφέρεται στο 14ο αιώνα (1300-1400). Μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη δημιουργικότητα, κατά την οποία ήκμασε η προαναγεννησιακή ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.