μονοθάλαμη συνέλευση στη Γαλλία από τις 21 Σεπτεμβρίου 1792 έως τις 26 Οκτωβρίου 1795 From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Συμβατική Εθνοσυνέλευση (γαλλικά: Convention nationale) ήταν η τρίτη κυβέρνηση της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία διαδέχθηκε τη διετούς διάρκειας Εθνική Συντακτική Συνέλευση και τη μονοετούς διάρκειας Νομοθετική Συνέλευση. Σχηματίστηκε μετά τη μεγάλη αναταραχή της 10ης Αυγούστου 1792, και ήταν η πρώτη Γαλλική κυβέρνηση που ήταν οργανωμένη ως δημοκρατική, παραμερίζοντας τη μοναρχία. Η Εθνοσυνέλευση λειτουργούσε ως μονοθάλαμη συνέλευση από τις 20 Σεπτεμβρίου 1792 έως τις 26 Οκτωβρίου 1795 (4 Μπρυμαίρ Δ΄ Έτους σύμφωνα με το Γαλλικό Δημοκρατικό Ημερολόγιο).
Συμβατική Εθνοσυνέλευση Convention nationale | |
---|---|
Είδος | |
Τύπος | Μονοθάλαμο |
Ιστορία | |
Ίδρυση | 20 Σεπτεμβρίου 1792 |
Κατάργηση | 2 Νοεμβρίου 1795 |
Αντικατέστησε | Νομοθετική Συνέλευση |
Αντικαταστάθηκε από | Νομοθετικό σώμα |
Τόπος συνεδριάσεων | |
Παλάτι του Κεραμεικού, Παρίσι |
Η Συμβατική Εθνοσυνέλευση συστήθηκε όταν η Νομοθετική Συνέλευση, η οποία ήταν αδύνατο να συνεργαστεί με τον βασιλιά, διέταξε την προσωρινή αναστολή των καθηκόντων του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και τη σύγκληση μιας Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης για να σχεδιαστεί ένα νέο σύνταγμα χωρίς μοναρχία. Η άλλη σημαντική καινοτομία ήταν πως οι πληρεξούσιοι της Εθνοσυνέλευσης θα εκλέγονταν από όλους του Γάλλους ηλικίας 25 ετών και άνω, που κατοικούσαν στη Γαλλία για ένα χρόνο και ζούσαν με το εισόδημα της εργασίας τους. Η Συμβατική Εθνοσυνέλευση ήταν έτσι η πρώτη Γαλλική συνέλευση που εκλεγόταν μέσω ψηφοφορίας χωρίς ταξικές διακρίσεις.
Αν και η Εθνοσυνέλευση καταργήθηκε το 1795, από τον Απρίλιο του 1793 η εξουσία απομακρύνθηκε αποτελεσματικά από τους εκλεγμένους πληρεξούσιους και δόθηκε στη μικρή Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας. Οι οκτώ μήνες από το φθινόπωρο του 1793 έως την άνοιξη του 1794, όταν ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος και οι σύμμαχοί του επιβλήθηκαν στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, αποτελεί την πλέον ριζοσπαστική και αιματοβαμμένη περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου, η Εθνοσυνέλευση διατηρήθηκε για ακόμη ένα χρόνο μέχρι τη συγγραφή νέου συντάγματος που οδήγησε στη δημιουργία του Διευθυντηρίου.
Οι εκλογές έλαβαν χώρα από τις 2 έως τις 6 Σεπτεμβρίου 1792 μετά την εκλογή των εκλεκτορικών κολλεγίων από πρωτοβάθμιες συνελεύσεις στις 26 Αυγούστου. Λόγω της αποχής των αριστοκρατών και των αντιδημοκρατών και μιας και ο φόβος της εξαπάτησης της συμμετοχής των ψηφοφόρων ήταν χαμηλός – προσήλθε το 11,9% του εκλογικού σώματος, σε σύγκριση με το 10,2% στις εκλογές του 1791 - παρά το γεγονός πως ο αριθμός αυτών που δικαιούνταν να ψηφίσουν είχε διπλασιαστεί. Έτσι, το αυξημένο μέγεθος ψηφοφόρων είχε ελάχιστο αποτέλεσμα. Το εκλογικό σώμα αποτελούνταν από τους ίδιους άνδρες με αυτούς που ψήφισαν το 1791.[1]
Σε ολόκληρη τη Γαλλία, μόνον έντεκα πρωτοβάθμιες συνελεύσεις επιθυμούσαν τη διατήρηση της μοναρχίας. Από τις εκλογικές επιτροπές, όλες τους ψήφισαν σιωπηρά υπέρ της δημοκρατίας – αν και μόνο στο Παρίσι χρησιμοποιούσαν τη λέξη αυτή. Κανένας από τους πληρεξούσιους δεν υπήρξε βασιλόφρων στις εκλογές. Από τους πέντε εκατομμύρια Γάλλους που είχαν δυνατότητα ψήφου, μόνο ένα εκατομμύριο εμφανίστηκε στις κάλπες.[2][note 1]
Οι πρώτες συνεδριάσεις της Συνέλευσης έλαβαν χώρα σε αίθουσα του Παλατιού του Κεραμεικού, έπειτα στην Αίθουσα του Ιπποδρόμου (Salle du Manège), και τελικά από τις 10 Μαΐου 1793 στην Αίθουσα του Μηχανοστασίου (Salle des Machines), μια τεράστια αίθουσα στην οποία οι πληρεξούσιοι διασκορπιζόταν. Η Αίθουσα του Μηχανοστασίου διέθετε εξώστες για το κοινό το οποίο συχνά διέκοπτε τις συζητήσεις χειροκροτώντας ή αποδοκιμάζοντας.[4] [note 2]
Τα μέλη της Συνέλευσης προερχόταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά οι περισσότεροι τους ήταν νομικοί. 75 μέλη είχαν συμμετάσχει και στην Εθνική Συντακτική Συνέλευση, και 183 στη Νομοθετική Συνέλευση. Ο συνολικός αριθμός των πληρεξουσίων ήταν 749, χωρίς να υπολογιστούν οι 33 που προερχόταν από τις Γαλλικές αποικίες, εκ των οποίων μερικοί έφθασαν στο Παρίσι εγκαίρως. Πέρα από αυτούς, όμως, οι νεοσυσταθέντες νομοί (départements) που προσαρτήθηκαν στη Γαλλία από το 1792 έως το 1795 είχαν δικαίωμα αποστολής πληρεξουσίων.
Σύμφωνα με τον κανονισμό της, η Εθνοσυνέλευση εξέλεγε τον Πρόεδρο της κάθε δεκαπενθήμερο, και ο εξερχόμενος πρόεδρος είχε το δικαίωμα επανεκλογής μετά το πέρας ενός δεκαπενθήμερου. Συνήθως οι συνεδριάσεις διεξαγόταν το πρωί, αλλά αρκετά συχνά διεξαγόταν και απογευματινές συνεδριάσεις που κρατούσαν έως αργά τη νύχτα. Μερικές φορές σε εξαιρετικές περιπτώσεις η Εθνοσυνέλευση βρισκόταν σε διαρκή συνεδρίαση που διαρκούσε για πολλές μέρες χωρίς διακοπή. Τόσο για τα νομοθετικά όσο και τα εκτελεστικά θέματα η Συνέλευση διέθετε επιτροπές, με εξουσίες που καθοριζόταν από διαδοχικούς νόμους. Στις πιο γνωστές από αυτές τις επιτροπές περιλαμβανόταν η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας και η Επιτροπή Γενικής Ασφάλειας.
Η Εθνοσυνέλευση διέθετε νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες κατά τα πρώτα χρόνια της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας και είχε τρεις διακριτές περιόδους: Γιρονδίνοι, Ορεινοί ή Ιακωβίνοι και Θερμιδοριανή.
Η κατάργηση της βασιλείας είναι θέμα που δεν μπορούμε να αναβάλλουμε για αύριο.
Η πρώτη συνέλευση έλαβε χώρα στις 20 Σεπτεμβρίου 1792. Την επόμενη μέρα, εν μέσω βαθιάς σιωπής, τέθηκε η εξής πρόταση στη συνέλευση: «Αυτή η βασιλεία πρέπει να καταργηθεί στη Γαλλία», πρόταση που έγινε αποδεκτή με ενθουσιασμό και επιδοκιμασίες. Την 22α έφτασαν τα νέα της Μάχης του Βαλμί. Την ίδια μέρα αποφασίστηκε πως «στο μέλλον οι πράξεις της συνέλευσης θα πρέπει να χρονολογούνται ξεκινώντας από το Πρώτο Έτος της Γαλλικής Δημοκρατίας». Τρεις μέρες αργότερα ελήφθη το πόρισμα πως «η Γαλλική δημοκρατία είναι μια και αδιαίρετη», για να διαφυλαχθεί κατά του φεντεραλισμού. Η δημοκρατία είχε διακηρυχθεί, αλλά υπολειπόταν η θέσπιση μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Η χώρα ήταν λίγο περισσότερο δημοκρατική στο αίσθημα ή στην πράξη από ποτέ μετά τη Βαρέν. Αλλά πλέον ήταν δημοκρατική, επειδή δεν είχε βασιλιά.[7]
Όταν η Εθνοσυνέλευση αντιμετώπισε τη στρατιωτική κατάσταση υποβαλλόταν σε έναν εξαιρετικό μετασχηματισμό ο οποίος φαινόταν να επιβεβαιώνει τις προφητείες των Γιρονδίνων για εύκολη νίκη (πόλεμος Α' Συνασπισμού). Μετά το Βαλμί οι Πρώσοι αποσύρθηκαν από το μέτωπο, και τα Νοεμβριανά Γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν την αριστερή όχθη του Ρήνου. Οι Αυστριακοί, οι οποίοι είχαν πολιορκήσει τη Λιλ τον Οκτώβριο, ηττήθηκαν από τον Ντυμουριέ στη Μάχη του Ζεμάπ στις 6 Νοεμβρίου και εγκατέλειψαν την Αυστριακή Ολλανδία. Η Νίκαια κατελήφθη και η Σαβοΐα διακήρυξε την ένωση της με τη Γαλλία. Αυτές οι επιτυχίες κατέστησαν ασφαλή τον αγώνα εντός χώρας.[8]
Οι περισσότεροι ιστορικοί διαχωρίζουν τη Συμβατική Εθνοσυνέλευση σε δύο κύριες πολιτικές ομάδες: τους Γιρονδίνους και τους Ορεινούς. Οι Γιρονδίνοι ήταν οι πιο μετριοπαθείς συντηρητικοί στην Εθνοσυνέλευση. Διαμαρτυρήθηκαν για τις μεγάλες επιρροές που είχαν στην Εθνοσυνέλευση οι Παριζιάνοι. Έλαβαν το όνομα τους από τη Γιρόνδη, περιοχή της Γαλλίας από όπου καταγόταν πολλοί από τους πληρεξούσιους της πολιτικής ομάδας. Ήταν επίσης γνωστοί ως Μπρισοτίνοι λόγω του πιο γνωστού εκπροσώπου τους, Ζακ Πιερ Μπρισό.[9]
Οι Ορεινοί αντιπροσώπευαν μια αρκετά μεγαλύτερη, πιο δημοκρατική, μερίδα πληρεξούσιων. Ήταν κατά πολύ πιο ριζοσπαστικοί από τους Γιρονδίνους και είχαν ισχυρούς δεσμούς με τη Λέσχη των Ιακωβίνων στο Παρίσι. Έλαβαν το όνομα τους από τα υψηλά έδρανα στα οποία καθόταν κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της Εθνοσυνέλευσης. Οι Ορεινοί κυριαρχούσαν στην Εθνοσυνέλευση.[10]
Τρία θέματα κυριαρχούσαν κατά τους πρώτους μήνες στην Εθνοσυνέλευση: επαναστατική βία, η δίκη του βασιλιά και η Παρισινή κυριαρχία στην πολιτική.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ του Παρισιού και των επαρχιών δημιούργησε προστριβές μεταξύ των ανθρώπων που χειριζόταν τα εργαλεία προπαγάνδας και για τις δύο ομάδες. Οι επαρχίες αντιστεκόταν στην ιδέα του συγκεντρωτισμού. Αντιμετώπισαν την ιδέα αυτή ως συμβολισμό της επιθυμίας για μείωση του κεφαλαίου της Επανάστασης στο 1/83 του μεριδίου επιρροής. Πολλοί από τους Γιρονδίνους επιθυμούσαν την απομάκρυνση της Εθνοσυνέλευσης από την πόλη που κυριαρχούνταν από «υποκινητές και κόλακες του λαού»: Τότε δεν ενθάρρυναν έναν επιθετικό φεντεραλισμό ο οποίος θα ήταν αντίθετος με τις πολιτικές τους φιλοδοξίες.[11]
Οι Πεδινοί ήταν η τρίτη πολιτική ομάδα της Εθνοσυνέλευσης. Αν και πολλοί ιστορικοί τους θεωρούν στενά συνδεδεμένους με τους Γιρονδίνους, οι Πεδινοί ήταν πολύ πιο κεντρώοι από τους ομοϊδεάτες τους. Οι Πεδινοί κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος των πληρεξουσίων και έλαβαν το όνομά τους από τις θέσεις τους στο κάτω μέρος της Εθνοσυνέλευσης. Αρχικά καθόταν μαζί με τους Γιρονδίνους, όμως ενώ οι διαδικασίες προχωρούσαν και οι Ορεινοί άρχισαν να πιέζουν για την εκτέλεση του Λουδοβίκου, οι Πεδινοί άρχισαν να απομακρύνονται από τους Γιρονδίνους.
Ο Λουδοβίκος πρέπει να πεθάνει ώστε το έθνος να μπορέσει να ζήσει
— Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, Bouloiseau, et al. "Oeuvres de Maximillien Robespierre," σσ. 129–130, Tome IX, Discours.
Από την εναρκτήρια συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης, οι Γιρονδίνοι δεν έδειξαν καμία πρόθεση στο να δικάσουν τον βασιλιά. Έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο να δυσφημίσουν το Παρίσι και τους πληρεξούσιους του. Η απόφαση τους να κυνηγήσουν τους Ιακωβίνους δεν ήταν απλώς μια απόφαση προτεραιοτήτων. Ήθελαν πραγματικά να καθαιρέσουν τον βασιλιά.[12] Αλλά στην πραγματικότητα η Συνέλευση τον κατέστησε ένοχο, εφόσον ήθελε να αποφύγει την καταστροφή της 10ης Αυγούστου 1792, της ύπαρξης της και της διακήρυξης της Δημοκρατίας. «Αν ο βασιλιάς δεν είναι ένοχος, τότε είναι αυτοί που τον εκθρόνισαν», όπως ανέφερε ο Ροβεσπιέρος στις 2 Δεκεμβρίου. Άπαξ και η Εθνοσυνέλευση αναγνώριζε την ενοχή του Λουδοβίκου δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί την πρόταση της θανατικής ποινής κατά ενός ατόμου που ζήτησε τη βοήθεια ξένων δυνάμεων και τον οποίο οι sans-culottes θεωρούσαν υπεύθυνο για την έφοδο στο Παλάτι του Κεραμεικού.[13]
Η ανακάλυψη του μεταλλικού κιβωτίου στο Παλάτι του Κεραμεικού στις 20 Νοεμβρίου 1792 έκανε τη δίκη αναπόφευκτη. Τα έγγραφα που βρέθηκαν σε αυτό το κρυφό κιβώτιο απέδειξαν χωρίς καμία αμφιβολία την προδοσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄.
Η δίκη ξεκίνησε στις 10 Δεκεμβρίου. Οι Ορεινοί πήγαν τη συζήτηση σε ιδεολογικό επίπεδο. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ θεωρήθηκε εχθρός, ξένος προς το σώμα του έθνους και «σφετεριστής». Η ψηφοφορία ξεκίνησε στις 14 Ιανουαρίου 1793. Κάθε πληρεξούσιος ανέλυε την ψήφο του στο βήμα. Η ψήφος κατά του βασιλιά ήταν ομόφωνη. Τελικά, δεν υπήρξε λαϊκό δημοψήφισμα όπως ήλπιζαν οι Γιρονδίνοι. Η μοιραία ψηφοφορία ξεκίνησε στις 16 Ιανουαρίου και συνεχίστηκε μέχρι την επόμενη μέρα. Από τους 721 παρόντες πληρεξούσιους, οι 387 τάχθηκαν υπέρ της θανατικής ποινής, ενώ οι 334 αντιτάχθηκαν. 26 πληρεξούσιοι ψήφισαν υπέρ του θανάτου υπό συνθήκες με αναστολή. Στις 18 Ιανουαρίου το θέμα της αναστολής τέθηκε σε ψηφοφορία: 380 ψήφοι ήταν κατά και 310 υπέρ. Κάθε φορά οι Γιρονδίνοι διαχωριζόταν.[14]
Το πρωί της 21ης Ιανουαρίου η Συνέλευση διέταξε ολόκληρη την Εθνοφρουρά να παραταχθεί και στις δύο πλευρές στη διαδρομή προς το ικρίωμα. Ο Λουδοβίκος αποκεφαλίστηκε στην Πλατεία της Επανάστασης, σημερινή πλατεία Κονκόρντ. Εντός του έθνους, οι «υποστηρικτές» και οι «εφεσείωντες», αυτοί που ήταν κατά της εκτέλεσης του Λουδοβίκου, ορκίστηκαν αιώνιο μίσος μεταξύ τους. Η υπόλοιπη Ευρώπη, φοβούμενη τις συνέπειες της Γαλλικής Επανάστασης στις χώρες της, κήρυξε τον πόλεμο της εξόντωσης κατά των βασιλοκτόνων.[15][note 3]
Η Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε αρμονικά, αλλά εντός λίγων ημερών οι Γιρονδίνοι ξεκίνησαν επίθεση κατά των αντιπάλων τους, Ορεινών. Η σύγκρουση συνεχίστηκε χωρίς διακοπή μέχρι την αποβολή των ηγετών των Γιρονδίνων από τη Συνέλευση στις 2 Ιουνίου 1793. Οι Γιρονδίνοι στηριζόταν στις ψήφους της πλειοψηφίας των πληρεξουσίων, πολλοί εκ των οποίων ήταν ανήσυχοι αλλά και σκανδαλισμένοι από τις σφαγές του Σεπτεμβρίου, αλλά η επιμονή τους στον μονοπωλιασμό όλων των θέσεων της αρχής στη Συνέλευση, και οι επιθέσεις τους στους ηγέτες των Ορεινών, σύντομα τους εκνεύρισαν, προκαλώντας τους να θεωρούν το κόμμα ως φατρία. Ένας-ένας, ικανοί πληρεξούσιοι όπως οι Κουτόν, Καμπόν, Καρνό, Λεντέ και Μπαρέρ άρχισαν να στρέφονται προς τους Ορεινούς, ενώ η πλειοψηφία – οι Πεδινοί, όπως αποκαλούνταν – κρατούσαν την ίδια απόσταση και από τις δύο πλευρές.
Οι Γιρονδίνοι ήταν πεπεισμένοι πως οι αντίπαλοί τους φιλοδοξούσαν να εγκαθιδρύσουν μια αιματοβαμμένη δικτατορία, ενώ οι Ορεινοί θεωρούσαν πως οι Γιρονδίνοι ήταν έτοιμοι για οποιοδήποτε συμβιβασμό με τους συντηρητικούς, ακόμη και με τους βασιλόφρονες, που θα τους διασφάλιζαν τη διατήρηση της ισχύος τους. Η έντονη εχθρότητα έφερε σε σύντομο διάστημα τη Συνέλευση σε κατάσταση κόλασης. Η μια μετά την άλλη συζήτηση εκφυλιζόταν σε προφορική φιλονικία από την οποία δεν έβγαινε κάποια απόφαση. Το πολιτικό αδιέξοδο, το οποίο είχε επιπτώσεις σε ολόκληρη τη Γαλλία, οδήγησε τελικά τους πολιτικούς να αποδεχθούν επικίνδυνους συμμάχους, βασιλόφρονες στην περίπτωση των Γιρονδίνων, Ιακωβίνους σε αυτή των Ορεινών.[8]
Έτσι ο αγώνας συνεχιζόταν εντός της Εθνοσυνέλευσης χωρίς αποτελέσματα. Η απόφαση έπρεπε να ληφθεί απ' έξω.
Μετά τη δίκη του βασιλιά, οι sans-culottes (Αβράκωτοι) προσέβαλαν συνεχώς τους «εφεσείωντες» (appelants), και σύντομα άρχισαν να επιθυμούν την απέλαση τους από την Εθνοσυνέλευση. Αν αυτό επιτυγχανόταν, η κυβέρνηση θα μπορούσε να ανακτήσει δύναμη ώστε να τη μετατρέψει σε συμφωνία με τους αριστοκράτες συλλαμβάνοντας υπόπτους και ιδρύοντας επαναστατικό δικαστήριο.[17] Στρατιωτικές υποχωρήσεις από τον Πρώτο Συνασπισμό, η προδοσία του Ντυμουριέ και η σφαγή της Βανδέας, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1793, χρησιμοποιήθηκαν ως επιχειρήματα από τους Ορεινούς και τους sans-culottes για να παρουσιάσουν τους Γιρονδίνους ως μαλθακούς. Απαιτούσαν από τους Γιρονδίνους να λάβουν μέτρα για να αλλάξουν την κατάσταση, αλλά οι Γιρονδίνοι ήταν απρόθυμοι να υιοθετήσουν τα προτεινόμενα μέτρα. Οι Γιρονδίνοι αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τη δημιουργία της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας και του Επαναστατικού Δικαστηρίου από τους Ορεινούς. Οι κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες όξυναν τις τάσεις μεταξύ των πολιτικών ομάδων. Η τελευταία αναμέτρηση έλαβε χώρα με τη δίκη του Ζαν Πολ Μαρά και τη σύλληψη κομματικών ακτιβιστών.
Στις 25 Μαΐου η Παρισινή Κομμούνα απαίτησε την ελευθέρωση των συλληφθέντων πατριωτών. Στην απάντηση του ο Ισνάρ, ο οποίος προέδρευε της Συνέλευσης, εξαπέλυσε λίβελλο κατά του Παρισιού ο οποίος ήταν παρόμοιος με το Μανιφέστο του Μπραουνσβάιγκ: «Εάν γίνεται κάποια επίθεση κατά ατόμων που εκπροσωπούν το έθνος, τότε αναφέρω στο όνομα ολόκληρης της χώρας πως το Παρίσι θα καταστραφεί». Την επόμενη μέρα οι Ιακωβίνοι αυτοκηρύχθηκαν σε κατάσταση εξέγερσης. Στις 28 Μαΐου η ενότητα Cité κάλεσε τις άλλες ενότητες σε συνάντηση ώστε να οργανωθεί η εξέγερση. Στις 29 Μαΐου οι απεσταλμένοι που εκπροσωπούσαν 33 από τις ενότητες σχημάτισαν εννεαμελή επιτροπή εξέγερσης.[18]
Στις 2 Ιουνίου, 80.000 οπλισμένοι sans-culottes περικύκλωσαν την Εθνοσυνέλευση. Μετά την προσπάθεια των πληρεξουσίων να αποχωρήσουν συγκρουόμενοι με όπλα, παραιτήθηκαν για να κηρύξουν την σύλληψη 29 ηγετικών μορφών των Γιρονδίνων. Έτσι η Γιρόνδη έπαψε να είναι πολιτική δύναμη. Είχε κηρύξει τον πόλεμο χωρίς να γνωρίζει πως να τον διεξάγει. Είχε καταγγείλει τον βασιλιά αλλά είχε βουλιάξει καταδικάζοντάς τον. Είχε συμβάλει στην επιδείνωση της οικονομικής κρίσης αλλά είχε παραμερίσει όλους τους ισχυρισμούς που έγιναν από το λαϊκό κίνημα.[19]
Unité, Indivisibilité de la République; Liberté, Egalité, Fraternité ou la mort (Ενότητα, Αδιαίρετη Δημοκρατία, Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη ή θάνατος)
— Καλοκαίρι 1793, [20]
Μόλις η Εθνοσυνέλευση, που πλέον βρισκόταν υπό την ηγεσία των Ορεινών, είχε απαλλαγεί από τους Γιρονδίνους, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο απειλές. Ενώ οι αντιεπαναστατικές δυνάμεις αποκτούσαν νέα ώθηση από την φεντεραλιστική εξέγερση, το λαϊκό κίνημα αναζωπυρωμένο, αύξανε την πίεση που ασκούσε στην κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή, η Κυβέρνηση αποδεικνυόταν ανίκανη να ελέγξει την κατάσταση. Τον Ιούλιο του 1793 το έθνος φάνηκε να βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού.[21]
Τον Ιούνιο οι Ορεινοί έπαιζαν με τον χρόνο. Η Εθνοσυνέλευση εξακολουθούσε να αγνοεί τους αγρότες. Ήταν επίσης τα πρόσφατα γεγονότα της επανάστασης της 31ης Ιουλίου (όπως αυτών της 14ης Ιουλίου και της 10ης Αυγούστου) που έφεραν ένα ουσιώδες και διαρκές κέρδος. Στις 3 Ιουνίου κηρύχθηκε η πώληση των κτήσεων των απόδημων, σε μικρά τεμάχια και με αποπληρωμή σε δέκα χρόνια. Στις 10 Ιουνίου, κηρύχθηκε ο προαιρετικός διαχωρισμός κοινόχρηστων γαιών κατά κεφαλήν, και στις 17 Ιουλίου αποφασίστηκε η κατάργηση, χωρίς καμία αποζημίωση, όλων των υπολειπόμενων κτηματικών δικαιωμάτων.[22]
Οι Ορεινοί προσπάθησαν να διασφαλίσουν τις μεσαίες τάξεις απορρίπτοντας κάθε τρομοκρατική ιδέα, προστατεύοντας τα κτηματικά δικαιώματα, και περιορίζοντας το λαϊκό κίνημα σε πολύ στενά όρια. Επρόκειτο για λεπτή ισορροπία που έπρεπε να επιτευχθεί, μια ισορροπία που καταστράφηκε τον Ιούλιο με την επιδείνωση της κρίσης. Η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε τάχιστα το νέο σύνταγμα, ελπίζοντας να ξεκαθαρίσει τη θέση της για τη δικτατορία και να καθησυχάσει τις εξεγέρσεις στις επαρχίες.[23]
Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων η οποία προηγείται του κειμένου του Συντάγματος επαναβεβαίωσε επισήμως την αδιαιρετότητα του έθνους και τις μεγάλες αρχές της ελευθεροτυπίας, της ισότητας και της αντίστασης στην καταπίεση. Πήγε πολύ πέρα από τη Διακήρυξη του 1789, προσθέτοντας το δικαίωμα για λαϊκή βοήθεια, εργασία, εκπαίδευση και εξέγερση. Κανένας δεν μπορούσε να επιβάλει τη θέληση του σε άλλους. Ολόκληρη η πολιτική και κοινωνική τυραννία είχε καταργηθεί. Αν και οι ορεινοί αρνήθηκαν να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στο δρόμο προς τη δημοκρατία, το Σύνταγμα έγινε η βίβλος για όλους τους δημοκράτες.[24]
Ο κύριος στόχος του Συντάγματος ήταν η διασφάλιση του σημαντικού ρόλου των πληρεξουσίων στην Εθνοσυνέλευση, η οποία αποτελούσε την ουσιαστική βάση της πολιτικής δημοκρατίας. Η Νομοθετική Συνέλευση εκλεγόταν μέσω άμεσης ψηφοφορίας για κάθε μέλος της. Οι πληρεξούσιοι εκλεγόταν με την εξασφάλιση απλής πλειοψηφίας, και είχαν μονοετή θητεία. Το 24μελές εκτελεστικό συμβούλιο επιλεγόταν από τη Νομοθετική Συνέλευση μεταξύ 83 υποψηφίων από κάθε νομό στη βάση των ανδρών ψηφοφόρων, και με τον τρόπο αυτό οι πρεσβευτές γινόταν υπεύθυνοι για την εκπροσώπηση στο έθνος. Η άσκηση της εθνικής κυριαρχίας επεκτάθηκε μέσω της οργάνωσης δημοψηφίσματος – το Σύνταγμα επικυρώθηκε από τον λαό, όπως οι νόμοι σε ορισμένες συγκεκριμένες συνθήκες.[25]
Το Σύνταγμα υποβλήθηκε σε λαϊκή κύρωση και υιοθετήθηκε με τεράστια πλειοψηφία με περισσότερους από 1.801.918 να τάσσονται υπέρ και περίπου 17.610 κατά. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος δημοσιοποιήθηκαν στις 10 Αυγούστου 1793, αλλά η εφαρμογή του Συντάγματος, το κείμενο του οποίου τοποθετήθηκε σε ιερή κιβωτό στον χώρο συνεδριάσεων της Εθνοσυνέλευσης, αναβλήθηκε μέχρι την πραγματοποίηση ειρήνης.[26]
Πράγματι, οι Ορεινοί αντιμετώπισαν δραματικές καταστάσεις – φεντεραλιστική εξέγερση, πόλεμο στη Βανδέα, στρατιωτικές αποτυχίες και επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Παρ' όλα αυτά, δεν μπορούσε να αποφευχθεί ένας νέος εμφύλιος πόλεμος.[22] Μέχρι τα μέσα Ιουνίου, περίπου εξήντα νομοί βρισκόταν λίγο πολύ σε εξέγερση. Οι μετωπικοί νομοί είχαν παραμείνει πιστοί στην Εθνοσυνέλευση. Η εξέγερση ήταν περισσότερο ευρεία παρά βαθιά. Ουσιαστικά ήταν έργο των διοικήσεων των νομών και των επαρχιών. Οι κοινότητες, οι οποίες είχαν μεγαλύτερη λαϊκή σύνθεση, έδειξαν γενική αδιαφορία ή εχθρότητα. Και οι ηγέτες των φεντεραλιστών διαχωρίστηκαν σύντομα. Οι ειλικρινείς δημοκράτες μεταξύ τους δεν μπορούσαν να μην είναι ανήσυχοι για τις ξένες εισβολές και τη Βανδέα. Αυτοί ήταν που είδαν τους εαυτούς τους να απορρίπτονται από τον λαό, και έψαχναν υποστήριξη από τους μετριοπαθείς, τους Φεγιαντίνους ακόμη και τους αριστοκράτες.[27]
Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ήταν κακοί μήνες για τα μέτωπα. Μέσα σε τρεις εβδομάδες το Μάιντς, το σύμβολο των προηγούμενων επιτυχιών, κατελήφθη από τους Πρώσσους, οι Αυστριακοί κατέλαβαν τα φρούρια του Κοντέ και της Βαλανσιέν και εισέβαλαν στη βόρεια Γαλλία. Ισπανικά στρατεύματα διέσχισαν τα Πυρηναία και άρχισαν να προωθούνται προς το Περπινιάν. Οι Πιεμόντιοι απέκτησαν πλεονέκτημα στην ανατροπή των δημοκρατικών δυνάμεων στη Λυών ώστε να εισβάλουν στη Γαλλία από τα ανατολικά. Στην Κορσική, η εξέγερση του Πάολι απέλασε τους Γάλλους από το νησί με την υποστήριξη των Βρετανών. Βρετανικά στρατεύματα ξεκίνησαν να πολιορκούν τη Δουνκέρκη τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο οι Σύμμαχοι εισέβαλαν στην Αλσατία. Το στρατιωτικό ζήτημα έφτασε σε κατάσταση απόγνωσης.
Επίσης υπήρξαν και άλλα συμβάντα τα οποία συνέθεσαν την οργή των επαναστατών και τους έπεισαν πως οι αντίπαλοι τους είχαν εγκαταλείψει κάθε συγκράτηση πολιτισμένης συμπεριφοράς. Στις 13 Ιουλίου, η Σαρλότ Κορντέ δολοφόνησε τον ηγέτη των sans-culotte Ζαν Πολ Μαρά. Αυτή ήταν σε επαφή με τους Γιρονδίνους αντάρτες στη Νορμανδία και θεωρείται πως τη χρησιμοποίησαν ως πράκτορά τους.[28]
Η έλλειψη προμελέτης φάνηκε στην Εθνοσυνέλευση από τη σφριγηλότητα και τις ικανότητες στην οργάνωση μέτρων καταστολής. Εκδόθηκαν εγγυήσεις για τη σύλληψη των στασιαστικών ηγετών των Γιρονδίνων. Τα μέλη των διοικήσεων των επαναστατημένων νομών απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους.[29]
Οι περιοχές στις οποίες η επανάσταση ήταν επικίνδυνη ήταν αυτές ακριβώς στις οποίες βρισκόταν μεγάλος αριθμός βασιλοφρόνων. Δεν υπήρχε χώρος για τρίτο κόμμα στους Ορεινούς, που να αναγνώριζε τη Δημοκρατία, και τη βασιλοφροσύνη η οποία ήταν ο σύμμαχος του εχθρού. Η βασιλική εξέγερση στη Βανδέα είχε ήδη οδηγήσει τη Εθνοσυνέλευση να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της Τρομοκρατίας – όπως ονομάζεται η δικτατορία των κεντρικών εξουσιών και της καταστολής των ελευθεριών. Η εξέγερση των Γιρονδίνων την ώθησε να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.[30]
Η προσωρινή κυβέρνηση της Γαλλίας είναι επαναστατική μέχρι να υπάρξει ειρήνη
— Διάταγμα της 10ης Δεκεμβρίου 1793, [31]
Η Συντακτική Συνέλευση νομοθετούσε μέσω των επιτροπών της. Η Εθνοσυνέλευση εκτελούσε την εξουσία της μέσω των επιτροπών της. Δύο εξ αυτών ήταν ουσιώδους σημασίας: Κοινής Σωτηρίας και Γενικής Ασφάλειας. Η δεύτερη, η οποία είχε πιο δεινές εξουσίες, είναι λιγότερο γνωστή από την πρώτη, η οποία ήταν η πραγματική εκτελεστική αρχή και διέθετε τεράστια προνόμια. Χρονολογείται από τον Απρίλιο, αλλά η σύνθεση της ανασχηματίστηκε πλήρως το καλοκαίρι του 1793.[32]
Το καλοκαίρι του 1793 βρήκε τις ταραχές των sans-culotte να κορυφώνονται κάτω από ένα διπλό λάβαρο: καθορισμός των τιμών και τρόμος. Εκτός από αυτό κατέφθασαν και τα νέα μιας άνευ προηγουμένου προδοσίας: Η Τουλόν και η επιλαρχία της παραδόθηκαν στον εχθρό.[33] Στο όνομα της άθλιας φτώχειας των ανθρώπων, οι ηγέτες των Λυσσασμένων (Enragés), με επικεφαλής τον Ζακ Ρου, ζήτησαν μια προσχεδιασμένη οικονομία από μια Εθνοσυνέλευση η οποία δεν είχε καμία συμπάθεια προς την ιδέα αυτή. Αλλά η επαναστατική λογική της επιστράτευσης των πόρων από την εθνική δικτατορία ήταν απείρως πιο ισχυρή από ένα οικονομικό δόγμα. Τον Αύγουστο, μια σειρά από διατάγματα έδωσε στις αρχές διακριτικές εξουσίες επί της παραγωγής και της διακίνησης των σιτηρών, καθώς και αυστηρές τιμωρίες για απάτη. Προετοιμάστηκαν «Σιταποθήκες αφθονίας», για την αποθήκευση καλαμποκιού που επιτασσόταν από τις αρχές σε κάθε επαρχία. Στις 23 Αυγούστου το διάταγμα της Μαζικής στρατολογίας μετέτρεψε τους ικανούς πολίτες σε στρατιώτες.[34]
Στις 5 Σεπτεμβρίου, οι Παριζιάνοι προσπάθησαν να επαναλάβουν την επανάσταση της 2ας Ιουνίου. Οπλισμένα τμήματα περικύκλωσαν την Εθνοσυνέλευση απαιτώντας την εγκαθίδρυση ενός εσωτερικού επαναστατικού στρατού, τη σύλληψη υπόπτων και την εξυγίανση των επιτροπών. Επρόκειτο πιθανώς για τη μέρα κλειδί του σχηματισμού της επαναστατικής κυβέρνησης: η Εθνοσυνέλευση υποχώρησε, αλλά διατήρησε τον έλεγχο των γεγονότων. Έβαλε τον Τρόμο στην ατζέντα στις 5 Σεπτεμβρίου, και την 6η οι Κολό ντ'Ερμπουά και Μπιλώ-Βαρέν εξελέγησαν στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας. Την 9η Σεπτεμβρίου σχηματίστηκε ο επαναστατικός στρατός, την 11η θεσπίστηκε ο Νόμος των Μεγίστων για τα σιτηρά και τις ζωοτροφές (γενικός έλεγχος τιμών και μισθών στις 29 Σεπτεμβρίου), τη 14η αναδιοργανώθηκε το Επαναστατικό Δικαστήριο, την 17η ψηφίστηκε νόμος για τους υπόπτους, και την 20ή αποδόθηκε στις τοπικές επαναστατικές επιτροπές το έργο της κατάρτισης καταλόγων σχετικά με αυτές.[31]
Η δικτατορία της Εθνοσυνέλευσης και των επιτροπών που ελεγχόταν και υποστηριζόταν ταυτόχρονα από τις ενότητες του Παρισιού, αντιπροσωπεύοντας τον κυρίαρχο λαό σε μια μόνιμη σύνοδο, διήρκεσε από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. Άσκησε εξουσία μέσω ενός δικτύου οργανώσεων που είχαν ιδρυθεί τυχαία από τον Μάρτιο, το Επαναστατικό Δικαστήριο και αντιπροσώπους που βρισκόταν σε αποστολές στους νομούς, που ακολουθήθηκαν τον επόμενο μήνα από τους αντιπροσώπους της Εθνοσυνέλευσης στο στρατό, επίσης με απεριόριστη ισχύ. Επέβαλλε την αποδοχή της assignat (συναλλαγματική) ως του μοναδικού νόμιμου μέσου πληρωμής, τον έλεγχο των τιμών στα σιτηρά και το αναγκαστικό δάνειο δισεκατομμυρίων λιρών από τους πλουσίους.[35]
Τελικά η Γαλλία απέκτησε κυβέρνηση. Ο Νταντόν παραιτήθηκε από αυτήν στις 10 Ιουλίου. Οι Κουτόν, Σαιν-Ζυστ, Ζανμπόν Σαιντ-Αντρέ και Πιερ Λουι Πριερ σχημάτισαν έναν πυρήνα αποφασισμένων Ορεινών που ανταγωνιζόταν τον Μπαρέρ και τον Λεντέ, στους οποίους προστέθηκε με επιτυχία ο Ροβεσπιέρος στις 27 Ιουλίου, ο Καρνό και ο Κλοντ Αντουάν στις 14 Αυγούστου και οι Κολό ντ'Ερμπουά και Μπιλώ-Βαρέν στις 6 Σεπτεμβρίου. Είχαν μερικές ξεκάθαρες ιδέες στις οποίες στηριζόταν: να διοικήσουν, να πολεμήσουν και να κατακτήσουν. Το κοινό τους έργο, ο κίνδυνος, η γεύση και η υπερηφάνεια της εξουσίας που δημιουργούσαν αλληλεγγύη έκαναν την Επιτροπή αυτόνομο οργανισμό.[36]
Η επιτροπή διοικούνταν πάντα συλλογικά, παρά την ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων κάθε διευθυντή: ο διαχωρισμός σε «πολιτικούς» και «τεχνικούς» ήταν Θερμιδοριανή εφεύρεση, οι οποίοι προοριζόταν να τοποθετήσουν τα σώματα των νεκρών της Τρομοκρατίας στις πόρτες μόνο των Ροβεσπιεριστών. Ωστόσο, πολλά πράγματα, έβαλαν τα δώδεκα μέλη της επιτροπής σε διαμάχες. Ο Μπαρέρ ήταν λίγο περισσότερο άνδρας της Εθνοσυνέλευσης παρά της επιτροπής και είχε δεσμούς με τους Πεδινούς. Ο Ρομπέρ Λεντέ είχε ενδοιασμούς για το βασίλειο του Τρόμου, το οποίο αντιθέτως θεωρούνταν εξαιρετική ιδέα από τους Κολό ντ'Ερμπουά και Μπιλώ-Βαρέν, οι οποίοι ήταν μεταγενέστερα μέλη της επιτροπής ωθημένοι από τους sans-culottes τον Σεπτέμβριο. Εν αντιθέσει με τον Ροβεσπιέρο και τους φίλους του, ο Λαζάρ Καρνό έλαβε την υποστήριξη μόνον προσωρινά για τον λόγο της πολιτικής καταστολής του λαού. Αλλά η κατάσταση που τους συνέδεσε το καλοκαίρι του 1793 ήταν κατά πολύ ισχυρότερη από αυτές τις διαφορές απόψεων.[32] Η Επιτροπή έπρεπε να τεθεί επικεφαλής όλων και να επιλέξει τις πιο λαϊκές απαιτήσεις που μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στους στόχους της Επιτροπής: να συντριφθούν οι εχθροί της Δημοκρατίας, καθώς και οι τελευταίες ελπίδες των αριστοκρατών. Το να κυβερνούν στο όνομα της Εθνοσυνέλευσης, ελέγχοντας και ταυτόχρονα περιορίζοντας τον λαό χωρίς να σβήνουν τον ενθουσιασμό του, αποτελούσε ένα τυχερό παιχνίδι.[37]
Το σύνολο των θεσμών, των μέτρων και των διαδικασιών που την αποτελούσαν κωδικοποιήθηκαν με διάταγμα στις 14 Φριμαίρ (4 Δεκεμβρίου) που έθεσε το τελικό βήμα αυτού που ήταν η σταδιακή ανάπτυξη της κεντρικής δικτατορίας που βασίστηκε στη βασιλεία του Τρόμου. Στο επίκεντρο βρισκόταν η Εθνοσυνέλευση, της οποίας ο κοσμικός βραχίονας ήταν η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, περιβεβλημμένη με τεράστιες εξουσίες: ερμήνευε τα διατάγματα της Εθνοσυνέλευσης και εγκατέστησε τις μεθόδους εφαρμογής τους. Κάτω από τον άμεσο έλεγχο της βρισκόταν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες και οι δημόσιοι υπάλληλοι (ακόμη και οι πρεσβευτές θα εξαφανιζόταν τον Απρίλιο του 1794). Διηύθυνε τη στρατιωτική και διπλωματική δραστηριότητα, όριζε στρατηγούς και μέλη άλλων επιτροπών, με τις αποφάσεις να υπόκεινται σε επικύρωση από την Εθνοσυνέλευση. Είχε την ευθύνη για την πραγματοποίηση πολέμου, τη δημόσια τάξη και την τροφοδοσία του πληθυσμού. Η Παρισινή Κομμούνα, γνωστό προπύργιο των sans-culotte, εξουδετερώθηκε όταν βρέθηκε υπό τον έλεγχο της Επιτροπής.[31]
Ο διοικητικός και οικονομικός συγκεντρωτισμός πήγαιναν χέρι με χέρι. Η κατάσταση πολιορκίας εξανάγκασε τη Γαλλία να γίνει αυτάρκης. Για να σώσει τη Δημοκρατία η κυβέρνηση κινητοποίησε όλες τις παραγωγικές μονάδες του έθνους και αποδέχθηκε απρόθυμα την ανάγκη για μια ελεγχόμενη οικονομία, που εισήχθη αυτοδικαίως, καθώς υπήρχε έκτακτη ανάγκη.[38] Ήταν αναγκαία για την ανάπτυξη πολεμικής παραγωγής, την αναβίωση του ξένου εμπορίου, και την εύρεση νέων πόρων εντός της ίδιας της Γαλλίας. Ο χρόνος ήταν όμως λίγος. Οι περιστάσεις την υποχρέωσαν σταδιακά να αναλάβει την οικονομική διακυβέρνηση της χώρας. Μαζί με την οργάνωση του στρατού, αυτό αποτελούσε το πιο αυθεντικό χαρακτηριστικό του έργου της.[39]
Όλοι οι υλικοί πόροι επιτάχθηκαν. Οι γεωργοί εγκατέλειψαν τα σιτηρά, τις ζωοτροφές, το μαλλί, το λινάρι και την κάνναβη τους. Οι τεχνίτες και οι έμποροι παράτησαν τα προϊόντα τους. Οι πρώτες ύλες αναζητούνταν με προσοχή – μέταλλα όλων των ειδών, καμπάνες εκκλησιών, παλιά χαρτιά, κουρέλια και περγαμηνές, γρασίδι, φρύγανα ακόμη και οικιακές στάχτες για την παρασκευή αλάτων καλίου και κάστανα για απόσταξη. Όλες οι επιχειρήσεις βρισκόταν στη διάθεση του έθνους – δάση, ορυχεία, λατομεία, κάμινοι, σιδηρουργεία, βυρσοδεψεία, χαρτοποιία, μεγάλες βιοτεχνίες υφασμάτων και εργαστήρια κατασκευής υποδημάτων. Η εργασία των ανδρών και οι αξία των αντικειμένων υπόκεινταν σε ελέγχους τιμών. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να κερδοσκοπεί εις βάρος της Patrie (Πατρίδα) ενόσω αυτή βρισκόταν σε κίνδυνο. Οι εξοπλισμοί προκάλεσαν περισσότερη ανησυχία. Από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1793 έγιναν προσπάθειες για την κατασκευή ενός μεγάλου εργοστασίου στο Παρίσι για την κατασκευή τουφεκιών και πλευρικών όπλων.[40] Έγινε ειδική έκκληση στους επιστήμονες. Οι Μονζ, Βαντερμόντ, Μπερτολέ, Νταρσέ, Φουρκρουά τελειοποίησαν τη μεταλλουργία και την κατασκευή όπλων.[41]
Ο Νόμος των Μεγίστων φάνηκε πλεονεκτικός μόνο για τους μισθωτούς. Οι μισθοί αυξήθηκαν κατά το ήμισυ εν συγκρίσει με το 1790, και την αξία των προϊόντων μόνο κατά ένα τρίτο. Αλλά μιας και η Επιτροπή δεν διασφάλισε αυτό που γινόταν σεβαστό (εκτός από το ψωμί), θα είχαν εξαπατηθεί αν δεν επωφελούνταν από τις ευνοϊκές συνθήκες που προσφέρει ένας μεγάλος πόλεμος στο εργατικό δυναμικό.[42] Ακόμη και το Παρίσι έγινε πιο ειρηνικό, μιας και οι sans-culottes έψαχναν τρόπους να υποχωρήσουν σταδιακά. Ο νόμος της μαζικής εξέγερσης (levée en masse) και ο σχηματισμός του επαναστατικού στρατού αραίωσαν τις τάξεις τους. Πολλοί εργαζόταν πλέον σε καταστήματα όπλων και εξοπλισμών ή στα γραφεία επιτροπών ή υπουργείων, τα οποία αναπτύχθηκαν πολύ.[43]
Εξέπληξε τους σαν μια αστραπή και συνέτριψε τους ως κεραυνός.
Το καλοκαίρι ολοκληρώθηκε η επιβολή εισφοράς και μέχρι τον Ιούλιο η συνολική δύναμη του στρατού έφτασε στις 650.000. Οι δυσκολίες ήταν τρομερές. Η πολεμική παραγωγή ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο. Ο στρατός βρισκόταν εν μέσω εξυγίανσης. Την άνοιξη του 1794 πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση. Δύο τάγματα εθελοντών συγχωνεύτηκαν ένα τάγμα τακτικού στρατού για να δημιουργήσουν μια ημι-ταξιαρχία, ή σύνταγμα. Την ίδια στιγμή ανασυστάθηκε η διοίκηση του στρατού. Η εξυγίανση ολοκληρώθηκε με τον αποκλεισμό των περισσότερων ευγενών. Η νέα γενιά έφτασε στις υψηλότερες βαθμίδες, και το Πολεμικό Κολέγιο (Ecole de Mars) έλαβε έξι νέους από κάθε νομό για τη βελτίωση του προσωπικού. Οι στρατιωτικοί διοικητές οριζόταν από την Εθνοσυνέλευση.[45]
Αυτό που σταδιακά προέκυψε ήταν μια στρατιωτική διοίκηση απαράμιλλης ποιότητας: Μαρσό, Ος, Κλεμπέρ, Μασσενά, Ζουρντάν, και άλλοι πολλοί υποστηριζόμενοι από αξιωματικούς που ήταν γνωστοί τόσο για τις ικανότητες τους ως στρατιώτες όσο και για το αίσθημα αστικής ευθύνης τους.[46] [note 4]
Για πρώτη φορά από την αρχαιότητα ένας πλήρως εθνικός στρατός ξεκίνησε για τον πόλεμο, και για πρώτη φορά, επίσης, ένα έθνος κατάφερε να στρατεύσει και να σιτίσει τόσο μεγάλο αριθμό στρατιωτών – αυτά είναι τα καινοτόμα χαρακτηριστικά του στρατού του Έτους Β΄. Οι τεχνικές καινοτομίες είχαν αποτέλεσμα κυρίως από το τεράστιο μέγεθος του καθώς και τη στρατηγική που αναπτυσσόταν από αυτό. Το παλιό σύστημα έχασε την αίγλη του. Μετακινούμενοι εντός των στρατευμάτων του Συνασπισμού, οι Γάλλοι μπορούσαν να ελιχθούν κατά μήκος των εσωτερικών γραμμών, να αναπτύξουν μέρος των στρατευμάτων τους κατά μήκος των συνόρων και να επωφεληθούν από την αδράνεια οποιουδήποτε από τους εχθρούς τους για να νικήσουν τους άλλους. Λειτουργώντας μαζικά (en masse), συνέτριβαν τον εχθρό κατά απόλυτο αριθμό – αυτές ήταν οι αρχές του Καρνό. Δεν είχαν δοκιμαστεί μέχρι τότε, και μέχρι την εμφάνιση του Βοναπάρτη δεν πέτυχαν κάποια σπουδαία επιτυχία.[48]
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1793, υπήρχαν δύο διακριτές πτέρυγες μεταξύ των επαναστατών. Αρχικά αυτοί που αργότερα ονομάστηκαν Εμπερτιστές – αν και ο Εμπέρ δεν ήταν ποτέ επίσημος ηγέτης οποιουδήποτε κόμματος – οι οποίοι υποστήριξαν τον πόλεμο μέχρι θανάτου και υιοθέτησαν το πρόγραμμα των Εξοργισμένων (Enragés), δήθεν επειδή οι sans-culottes το ενέκριναν. Οι Εμπερτιστές προτιμούσαν να κάθονται με τους Ορεινούς, εφ' όσον θα μπορούσαν να ελπίζουν πως θα έλεγχαν την Εθνοσυνέλευση μέσω αυτών. Κυριάρχησαν στη Λέσχη των Κορδελιέρων, γέμισαν τα γραφεία του Μπουσότ, και γενικά μπορούσαν να έχουν την Κομμούνα μαζί τους.[49] Η άλλη πτέρυγα ήταν αυτή των Νταντονιστών, η οποία σχηματίστηκε ως απάντηση στον αυξανόμενο συγκεντρωτισμό της Επαναστατικής Κυβέρνησης και τη δικτατορία των Επιτροπών. Οι Νταντονιστές καθοδηγούνταν κυρίως από πληρεξούσιους της Εθνοσυνέλευσης (αντί για sans-culottes), συμπεριλαμβανομένων των Νταντόν, Ντελακρουά και Ντεμουλέν.
Θέτονας τις ανάγκες εθνικής άμυνας πάνω από όλες τις άλλες σκέψεις, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας δεν είχε κανένα σκοπό να υποκύψει στις απαιτήσεις είτε του λαϊκού κινήματος ή των μετριοπαθών. Η ταύτιση με τους Εμπερτιστές θα έθετε σε κίνδυνο την επαναστατική ενότητα, ενώ η προσχώρηση στις απαιτήσεις των μετριοπαθών θα υπονόμευε τόσο το βασίλειο του Τρόμου όσο και την ελεγχόμενη οικονομία. Εν τούτοις, η ενότητα, ο συγκεντρωτισμός και το βασίλειο του Τρόμου θεωρήθηκαν όλα απαραίτητα για την πολεμική προσπάθεια. Για να εξισορροπηθούν οι αντιφατικές απαιτήσεις αυτών των δύο φατριών, η Επαναστατική Κυβέρνηση προσπάθησε να διατηρήσει θέση στο μέσο μεταξύ των μετριοπαθών Νταντονιστών (citras) και των ακραίων Εμπερτιστών (ultras).[50]
Αλλά στο τέλος του χειμώνα 1793-4, η έλλειψη τροφής επιδείνωσε την κατάσταση. Οι Εμπερτιστές διέγειραν τους sans-culottes για να απαιτήσουν αυστηρά μέτρα, και πρώτη η Επιτροπή αποδείχθηκε διαλλακτική. Η Εθνοσυνέλευση ψήφισε 10 εκατομμύρια για ανακούφιση στις 3 Βεντόζ, ο Μπαρέρ παρουσίασε ένα νέο γενικό Νόμο των Μεγίστων, και στις 8, ο Σαιν-Ζυστ έλαβε διάταγμα για τη δήμευση της περιουσίας των υπόπτων και τη διανομή της στους έχοντες ανάγκη (διατάγματα Βεντόζ). Οι Εμπερτιστές τότε ένιωσαν πως εάν αύξαναν την πίεση, θα θριάμβευαν μια και καλή. Αν και το κάλεσμα εμφανίστηκε να αφορά εξέγερση επρόκειτο ουσιαστικά για μια νέα διαμαρτυρία, όπως αυτή τον Σεπτέμβριο. Αλλά η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας αποφάσισε στις 22 Βεντόζ Έτους Β΄ (12 Μαρτίου 1794) πως οι Εμπερτιστές αποτελούσαν μια πολύ σοβαρή απειλή. Η Επιτροπή συνέδεσε τον Εμπέρ, τον Ρονσέν, τον Βενσάν και τον Μομορό με τους απόδημους Προλί, Κλοτς και Περέιρα, ώστε να εμφανίσουν τους Εμπερτιστές ως μέρος «ξένου σχεδίου». Όλοι τους εκτελέστηκαν στις 4 Γκερμινάλ (24 Μαρτίου).[51] Η κίνηση αυτή σιώπησε τους Εμπερτιστές σε μεγάλο βαθμό, μιας και πλέον δεν διέθεταν ηγεσία. Έχοντας καταφέρει να καταπνίξει τη διαφωνία στα αριστερά, η Επιτροπή στράφηκε στους Νταντονιστές, εκ των οποίων πολλά μέλη μπλεκόταν σε σκάνδαλα χρηματοοικονομικής διαφθοράς. Η Επιτροπή ανάγκασε την Εθνοσυνέλευση να άρει την ασυλία εννέα πληρεξουσίων των Νταντονιστών, επιτρέποντας της να τους δικάσει. Στις 5 Απριλίου οι ηγέτες Νταντόν, Ντελακρουά, Ντεμουλέν και Φιλιππώ των Νταντονιστών εκτελέστηκαν.[52]
Η εκτέλεση των ηγεσιών των δύο αντίπαλων φατριών προκάλεσε απογοήτευση σε μερικούς. Αρκετοί sans-culottes ήταν εμβρόντητοι από την εκτέλεση των Εμπερτιστών. Όλες οι θέσεις επιρροής που παραδοσιακά κρατούνταν από τους sans-culottes είχαν εξαλειφθεί: ο Επαναστατικός Στρατός είχε διαλυθεί, οι επιθεωρητές των αποθεμάτων τροφίμων απολύθηκαν, ο Μπουσό έχασε τη θέση του στο Γραφείο Πολέμου, η Λέσχη των Κορδελιέρων αναγκάστηκε να αυτολογοκριθεί και η πίεση της Κυβέρνησης οδήγησε στο κλείσιμο 39 λαϊκών εταιριών. Η Παρισινή Κομμούνα, η οποία ελεγχόταν από τους sans-culottes, εξυγιάνθηκε και πληρώθηκε με υποψηφίους της Επιτροπής. Με την εκτέλεση των Νταντονιστών, πολλά από τα μέλη της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη Επιτροπή, και άρχισαν να φοβούνται για την προσωπική τους ασφάλεια.[53]
Τελικά, η Επιτροπή υπονόμευσε τη δική της υποστήριξη εξαλείφοντας τους Νταντονιστές και τους Εμπερτιστές, οι οποίοι αμφότεροι στήριζαν την Επιτροπή. Αναγκάζοντας την Εθνοσυνέλευση να επιτρέψει τις συλλήψεις των Γιρονδίνων και των Νταντονιστών, η Επιτροπή θεωρούσε πως κατέστρεψε την κύρια της αντιπολίτευση. Ωστόσο, οι δίκες κατέδειξαν την έλλειψη σεβασμού της Επιτροπής προς τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης (πολλά εκ των οποίων είχαν εκτελεστεί). Αρκετά μέλη της Εθνοσυνέλευσης που βρισκόταν στην Επιτροπή κατά το παρελθόν μέχρι τα μέσα του 1794, πλέον δεν την υποστήριζαν. Η Επιτροπή λειτουργούσε ως μεσολαβητής μεταξύ της Εθνοσυνέλευσης και των sans-culottes από τους οποίους αμφότερες είχαν αποκτήσει τη δύναμη τους. Με την εκτέλεση των Εμπερτιστών και την αποξένωση των sans-culottes, η Επιτροπή έγινε αχρείαστη για τη Συνέλευση.[54]
Αυτό που συνιστά μια Δημοκρατία είναι η πλήρης καταστροφή οτιδήποτε της αντιτίθεται.
Αν και ο Τρόμος θεσμοθετήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1793, δεν εισήχθη μέχρι τον Οκτώβριο. Ήταν αποτέλεσμα λαϊκού κινήματος. Ένα νέο τμήμα του Επαναστατικού Δικαστηρίου άνοιξε μετά τις 5 Σεπτεμβρίου, και χωριζόταν σε τέσσερα υποτμήματα: οι Επιτροπές Κοινής Σωτηρίας και Γενικής Ασφάλειας αποφάσιζαν τα ονόματα των δικαστών και των ενόρκων. Ο Φουκιέ-Τινβίλ παρέμεινε στη θέση του εισαγγελεά, και ο Ερμάν ορίστηκε ως πρόεδρος.[56] Ο Τρόμος σκόπευε να αποθαρρύνει την υποστήριξη των εχθρών της Επανάστασης καταδικάζοντας τις αρνητικές κριτικές των Ορεινών.[57]
Οι μεγάλες πολιτικές δίκες ξεκίνησαν τον Οκτώβριο. Η βασίλισσα αποκεφαλίστηκε στις 16 Οκτωβρίου. Ειδικό διάταγμα κατέπνιξε την υπεράσπιση 21 Γιρονδίνων, μεταξύ των οποίων οι Βερνιώ και Μπρισό, οι οποίοι χάθηκαν την 31η του μήνα.[43]
Στη σύνοδο προετοιμασίας του Τρόμου παρακάθισε η Επιτροπή Γενικής Ασφάλειας, ο δεύτερος κρατικός θεσμός. Αποτελούνταν από δώδεκα μέλη που εκλεγόταν κάθε μήνα από την Εθνοσυνέλευση, και περιστοιχιζόταν από ασφάλεια, παρακολούθηση και αστυνομικές επιχειρήσεις, ενώ παρακολουθούσε τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Απασχολούσε μεγάλο αριθμό προσωπικού, που καθοδηγούσε το σταδιακά συγκροτούμενο δίκτυο τοπικών επαναστατικών επιτροπών, και εφάρμοζε τον νόμο σε υπόπτους που περνούσαν από τις χιλιάδες τοπικές καταγγελίες και συλλήψεις.[58]
Πάταξε τους εχθρούς της Δημοκρατίας όποιοι και οπουδήποτε ήταν αυτοί. Ήταν κοινωνικά άνευ διακρίσεως και πολιτικά οξυδερκής. Τα θύματα της ανήκαν στις τάξεις που μισούσαν την Επανάσταση ή ζούσαν σε επαρχίες όπου οι ανταρσίες ήταν πιο σοβαρές. «Η δριμύτητα των κατασταλτικών μέτρων στις επαρχίες», έγραψε ο Ματιέ, «ήταν σε άμεση αναλογία με τον κίνδυνο εξέγερσης.[55] Πολλά ειλικρινή μέλη της κοινότητας δικάστηκαν και εκτελέστηκαν λόγω προδοσίας. Οι Καμίγ Ντεμουλέν και Ζωρζ Νταντόν ήταν δύο από τους πιο σημαντικούς άνδρες που εκτελέστηκαν για τις «απειλές» τους κατά της Επανάστασης.[59]
Οι πληρεξούσιοι αποστελόταν ως «αντιπρόσωποι σε αποστολή» από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, οπλισμένοι με πλήρεις εξουσίες, αντιδρώντας τόσο σύμφωνα με την κατάσταση στην περιοχή και τη δική τους ιδιοσυγκρασία: ο Λεντέ ειρήνευσε τους Γιρονδίνους στα δυτικά τον Ιούλιο χωρίς καμία θανατική ποινή. Στη Λυών, μερικούς μήνες αργότερα, οι Κολό ντ'Ερμπουά και Ζοζέφ Φουσέ στηριζόταν στις τακτικές εκτελέσεις με πυροβολισμούς μιας και η γκιλοτίνα εκεί δεν δούλευε γρήγορα.[60][note 5]
Η Επανάσταση κρύωσε. Όλες τις οι αρχές εξασθένησαν. Παραμένουν μόνον κόκκινα καπέλα που φορούνται από ραδιούργους.
Η δικτατορία των Ιακωβίνων μπορούσε μόνο να ελπίζει τη διατήρηση της εξουσίας της όσο ήταν επιτυχής με την εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μόλις οι πολιτικοί της εχθροί καταστράφηκαν και οι ξένοι εχθροί ηττήθηκαν, έχασε την κύρια δύναμη που την κρατούσε ενωμένη. Η πτώση των Ιακωβίνων συνέβη πιο γρήγορα από ότι αναμενόταν εξαιτίας ύπαρξης προβλημάτων εντός του κόμματος.[63]
Όσο παρέμενε ενωμένη, η Επιτροπή ήταν σχεδόν άτρωτη, αλλά μόλις που είχε φτάσει στο απόγειο της εξουσίας της προτού εμφανιστούν σημάδια εσωτερικής σύγκρουσης.[64] Η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας δεν είχε ποτέ της ένα ομογενές σύνολο. Ήταν συμβούλιο συνασπισμού. Τα μέλη της διατηρούνταν ενωμένα όχι λόγω της συντροφικότητας ή των κοινών ιδανικών αλλά λόγω της ρουτίνας. Η πίεση των επιχειρήσεων η οποία αρχικά εμπόδιζε τις προσωπικές διαμάχες παρήγαγε επίσης εκνευρισμό. Οι μικρές διαφορές ήταν υπερβολικές αναφορικά με θέματα ζωής και θανάτου. Οι μικρές διαφορές αποξένωναν τον έναν από τον άλλο.[65] Ο Καρνό, πιο συγκεκριμένα, είχε εκνευριστεί με τις κριτικές του Ροβεσπιέρου και του Σαιν-Ζυστ που στόχευαν στα σχέδια του.[66] Ξέσπασαν διαμαρτυρίες στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, με τον Καρνό να περιγράφει τον Ροβεσπιέρο και τον Σαιν-Ζυστ ως «γελοίους δικτάτορες» και τον Κολό να πραγματοποιεί συγκαλυμμένες επιθέσεις στους «αδιάφθορους» (Incorruptible). Από το τέλος Ιουνίου μέχρι τις 23 Ιουλίου ο Ροβεσπιέρος έπαψε να συμμετέχει στην Επιτροπή.[64]
Κατανοώντας τον κίνδυνο κατακερματισμού, επιχείρησαν να συμφιλιωθούν. Οι Σαιν-Ζυστ και Κουτόν ήταν υπέρ, αλλά ο Ροβεσπιέρος αμφισβήτησε την ειλικρίνεια των εχθρών του. Ήταν αυτός που προκάλεσε τη θανατηφόρα επέμβαση της Εθνοσυνέλευσης. Στις 8 Θερμιδόρ, Έτους Β΄ (26 Ιουλίου 1794), κατήγγειλε τους αντιπάλους του, και απαίτησε την πραγματοποίηση «ενότητας στην κυβέρνηση». Όταν όμως κλήθηκε να κατονομάσει αυτούς που κατήγγειλε, αρνήθηκε. Αυτή η αποτυχία τον κατέστρεψε, διότι υποτίθεται ότι απαιτούσε λευκή επιταγή.[66] Αυτή τη νύχτα σχηματίστηκε μια δύσκολη συμμαχία από φοβισμένους πληρεξούσιους και μέλη των Πεδινών. Την επόμενη μέρα, 9 Θερμιδόρ, δεν επετράπη στον Ροβεσπιέρο και τους συμμάχους του να μιλήσουν, και διατάχθηκε το κατηγορητήριο τους. Οι άνδρες της ακροαριστεράς έπαιξαν ηγετικούς ρόλους: ο Μπιλώ-Βαρέν, ο οποίος πραγματοποίησε την επίθεση, και ο Κολό ντ'Ερμπουά ο οποίος προέδρευε.
Στο άκουσμα των νέων η Παρισινή Κομμούνα, πιστή στους άνδρες που την ενέπνευσαν, κάλεσε σε εξέγερση και ελευθέρωσε τους συλληφθέντες πληρεξούσιους το απόγευμα και κινητοποίησε δύο ή τρεις χιλιάδες μαχητές.[67] Τη νύχτα 9–10 Θερμιδόρ υπήρχε μεγάλη σύγχυση στο Παρίσι, μιας και η Κομμούνα και η Συνέλευση ανταγωνίστηκαν για την υποστήριξη των τμημάτων και των στρατευμάτων τους. Η Εθνοσυνέλευση κήρυξε πως οι αντάρτες ήταν πλέον παράνομοι. Ο Μπαρά έλαβε το καθήκον συγκέντρωσης ένοπλης δύναμης, και τα μετριοπαθή τμήματα τον υποστήριξαν. Η Εθνοφρουρά και στρατιώτες πεζικού συγκεντρώθηκαν έξω από το Δημαρχείο του Παρισιού (Hotel de Ville), αφέθηκαν χωρίς οδηγίες και λίγο-λίγο διασκορπίστηκαν και απομακρύνθηκαν από την πλατεία. Περίπου στις 2 τα ξημερώματα μια φάλαγγα του τμήματος Γκραβιλιέ καθοδηγούμενο από τον Λεονάρ Μπουρντόν εισήλθε στο Δημαρχείο και συνέλαβε τους στασιαστές.
Το απόγευμα της 10 Θερμιδόρ (28 Ιουλίου 1794), οι Ροβεσπιέρος, Σαιν-Ζυστ, Κουτόν και 19 πολιτικοί τους σύμμαχοι εκτελέστηκαν χωρίς δίκη. Την επόμενη μέρα ήταν η σειρά μιας μεγάλης παρτίδας 71 ανδρών, η οποία ήταν η μεγαλύτερη μαζική εκτέλεση σε ολόκληρη την πορεία της Επανάστασης.[68]
Όποιοι και αν ήταν οι λόγοι που είχαν οι συνωμότες πίσω από την 9η Θερμιδόρ, τα γεγονότα μετά ξέφυγαν από τις προθέσεις τους. Προφανώς τα εναπομείναντα μέλη των Επιτροπών υπολόγιζαν στην παραμονή στην έδρα τους και τη μεταφορά της εύνοιας της δικτατορίας των Ιακωβίνων, σα να μην είχε συμβεί τίποτα περισσότερο από μια κομματική εκκαθάριση.[69]
Είχαν καταστραφεί σε σύντομο διάστημα από την ιδέα αυτή. Οι Ροβεσπιεριστές ίσως αποχωρούσαν και οι Νταντονιστές ίσως επανερχόταν. Η Εθνοσυνέλευση είχε ανακτήσει την πρωτοβουλία της και θα έθετε ένα τέλος, μια και καλή, στις δικτατορικές επιτροπές διακυβέρνησης οι οποίες την είχαν απομακρύνει από την εξουσία. Διατάχθηκε όπως κανένα μέλος των επιτροπών διακυβέρνησης δεν θα μπορούσε να κρατά την έδρα του για πάνω από τέσσερις μήνες. Τρεις μέρες αργότερα ο Νόμος Πραιριάλ ανακλήθηκε και το Επαναστατικό Δικαστήριο αποστερήθηκε τις παράλογες εξουσίες του. Η Κομμούνα αντικαταστάθηκε από την Επιτροπή Δημοσίων Λειτουργών (commission des administrateurs civils) με μέλη από τις τάξεις της Εθνοσυνέλευσης. Το Νοέμβριο έκλεισε η λέσχη των Ιακωβίνων. Όχι απλώς η αντί-Ροβεσπιεριστική αλλά και η αντι-Ιακωβινική αντίδραση βρισκόταν σε πλήρη εξάπλωση. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι Μπιλώ, Κολό και Μπαρέρ αποχώρησαν από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, και μέχρι το τέλος του χρόνου φυλακίστηκαν.[69]
Η σταθερότητα της κυβέρνησης εξασθενούσε. Στη συνέχεια ήρθε η συγκέντρωση των εξουσιών, άλλη μια επαναστατική αρχή. Η ταύτιση της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας με την εκτελεστική εξουσία ολοκληρώθηκε στις 7 Φρουκτιδώρ (24 Αυγούστου), περιορίζοντας την στους προγενέστερους τομείς της σχετικά με τον πόλεμο και τη διπλωματία. Η Επιτροπή Γενικής Ασφάλειας διατήρησε τον έλεγχο της στην αστυνομία. Πλέον υπήρχαν συνολικά 16 επιτροπές. Οι Conventionnels (μέλη της Εθνοσυνέλευσης), ενώ είχαν επίγνωση των κινδύνων του κατακερματισμού, ανησυχούσαν ακόμη περισσότερο από την εμπειρία που είχαν με το μονοπώλιο των εξουσιών. Σε λίγες εβδομάδες η επαναστατική κυβέρνηση αποσυντέθηκε.[70]
Αυτά τα μέτρα επηρέασαν, τελικά, τα όργανα του Τρόμου και πραγματοποίησαν αρκετές παραβάσεις στα μέσα καταστολής. Ο νόμος της 22ας Πραιριάλ ανακλήθηκε, οι φυλακές άνοιξαν και οι «ύποπτοι» ελευθερώθηκαν: 500 στο Παρίσι κάθε εβδομάδα. Πραγματοποιήθηκαν λίγες δημόσιες δίκες — συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Καριέ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον μαζικό πνιγμό στη Ναντ, και του Φουκιέ-Τινβίλ, διαβόητου εισαγγελέα του Μεγάλου Τρόμου στα τέλη της άνοιξης και το καλοκαίρι του 1974 – έπειτα από το οποίο το Επαναστατικό Δικαστήριο παραμερίστηκε σιωπηρά.[71][note 6]
Η καταστροφή του συστήματος της επαναστατικής κυβέρνησης έφερε το τέλος στον Οικονομικό Τρόμο. Ο Νόμος των Μεγίστων χαλάρωσε ακόμη και πριν από την 9η Θερμιδόρ. Πλέον κανένας δεν πίστευε σε αυτόν. Επειδή η μαύρη αγορά τροφοδοτούνταν σε αφθονία, η ιδέα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο έλεγχος των τιμών ισοδυναμούσε με τη σπανιότητα και πως το ελεύθερο εμπόριο θα επέφερε την αφθονία. Γενικά θεωρούνταν πως οι τιμές θα ανέβαιναν αλλά θα έπεφταν και πάλι ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού. Αυτή η ψευδαίσθηση θα συντριβόταν τον χειμώνα. Επισήμως η Εθνοσυνέλευση έθεσε τέλος στο νόμο των μεγίστων στις 4 Νιβόζ Έτους Γ΄(24 Δεκεμβρίου 1794).[72]
Η εγκατάλειψη της ελεγχόμενης οικονομίας προκάλεσε τρομακτική καταστροφή. Οι τιμές ανέβηκαν στα ύψη και ο λόγος συναλλάγματος έπεσε. Η Δημοκρατία καταδικάστηκε σε μαζικό πληθωρισμό και το νόμισμα της καταστράφηκε. Τον Θερμιδόρ του Έτους Γ΄, οι συναλλαγματικές (assignats) είχαν αξία λιγότερο του 3% της ονομαστικής τους αξίας. Ούτε οι αγρότες ούτε οι έμποροι μπορούσαν να αποδεχθούν οτιδήποτε πέρα από μετρητά. Η απογοήτευση ήταν τόσο γρήγορη που η οικονομική ζωή φαινόταν πως σταματούσε.
Η κρίση επιδεινώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την πείνα. Οι αγρότες, τελικά, σταμάτησαν την παραγωγή τους, επειδή δεν ήθελαν να αποδέχονται συναλλαγματικές. Η κυβέρνηση συνέχισε την τροφοδοσία του Παρισιού, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να παρέχει τις υποσχεθείσες μερίδες. Στις επαρχίες οι τοπικοί δήμοι προσέφυγαν σε κάποιου είδους κανονισμούς, που δεν προέβλεπαν τον άμεσο εξαναγκασμό στη λήψη ανατρεπτικών μέσων. Η δυστυχία των εργατών της υπαίθρου, η οποία εγκαταλείφθηκε από όλους, ήταν συχνά φοβερή. Ο πληθωρισμός κατέστρεψε τους πιστωτές προς όφελος των οφειλετών. Προκάλεσε μια πρωτοφανή κερδοσκοπία.[73]
Στην αρχή της άνοιξης, οι ελλείψεις ήταν τόσες που ολοένα και περισσότερη αναταραχή εμφανιζόταν οπουδήποτε. Το Παρίσι ήταν δραστήριο και πάλι.
Ψωμί και Σύνταγμα του 1793
— Σύνθημα των διαμαρτυριών, [74]
Η δυσαρέσκεια αυξήθηκε μαζί με τις ελλείψεις. Στις 17 Μαρτίου αντιπροσωπεία από τις περιοχές Σαιντ-Μαρσώ και Σαιντ-Ζακ (faubourgs Saint-Marceau, Saint-Jacques) διαμαρτυρήθηκαν πως «Βρισκόμαστε στα πρόθυρα να μετανιώσουμε για όλες τις θυσίες που κάναμε για την Επανάσταση». Πέρασε αστυνομικός νόμος ο οποίος καθόριζε τη θανατική ποινή για τη χρήση απρεπούς γλώσσας. Τα όπλα διανεμήθηκαν στους «καλούς πολίτες», τον πιστό πυρήνα της Εθνοφρουράς. Η δίκη της δύναμης πλησίαζε.
Στις 10 Ζερμινάλ (30 Μαρτίου) όλες οι ενότητες πραγματοποίησαν γενικές συνελεύσεις. Η πολιτική γεωγραφία του Παρισιού προέκυψε ξεκάθαρα από αυτό το γεγονός. Η συζήτηση της Εθνοσυνέλευσης εστίαζε σε δύο θέματα: την τύχη των Μπαρέρ, Κολό, Μπιλώ και Βαντιέ και την εφαρμογή του συντάγματος του 1793. Ενώ οι ενότητες του κέντρου και των δυτικών προαστίων ζητούσαν την τιμωρία των «Τεσσάρων» και προσπερνούσαν τις ελλείψεις τροφίμων, οι ενότητες των ανατολικών προαστίων και των περιχώρων απαιτούσαν μέτρα για τη διαχείριση της κρίσης των σιτηρών, την εφαρμογή του συντάγματος του 1793, την επαναλειτουργία των λαϊκών εταιριών και την ελευθέρωση των φυλακισμένων πατριωτών.[75]
Το πρωινό της 12 Ζερμινάλ (1 Απριλίου) συγκεντρώθηκε πλήθος στην Ile de la Cité και, σπρώχνοντας στις άκρες τους φρουρούς του παλατιού, εισήλθαν στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η Εθνοσυνέλευση. Εν μέσω της αναταραχής, οι εκπρόσωποι των ενοτήτων περιέγραψαν τα παράπονα του λαού. Κλήθησαν αξιόπιστα τάγματα της Εθνοφρουράς και οι διαδηλωτές που στερούνταν όπλα και ηγεσία, αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν. Για τους περισσότερους ανθρώπους ήταν το σύνταγμα του 1793 – που φαινόταν ως απελευθερωτική ουτοπία – αυτό που είχε τη λύση για όλα τα δαιμόνια. Υπήρχαν και άλλοι που διαφωνούσαν ανοιχτά με το πέρασμα της «βασιλείας του Ροβεσπιέρου».[76]
Αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος. Μια νέα έκρηξη βρισκόταν στον ορίζοντα. Η αναταραχή προετοιμαζόταν ανοιχτά. Την 1η Πραιριάλ (20 Μαΐου 1795) ήχησε συναγερμός στα περίχωρα (faubourgs) Σαιντ-Αντουάν και Μαρσώ. Τα ένοπλα τάγματα έφτασαν την Πλας ντυ Καρουζέλ (Place du Carousel) και εισήλθαν στην αίθουσα συνεδριάσεων. Μετά από μια ώρα ταραχών, αναγνώστηκε η «Εξέγερση του Λαού» (L'Insurection du Peuple). Μέσα στο χάος, κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν σκέφτηκε να εφαρμόσει το βασικό στοιχείο του προγράμματος: την ανατροπή της κυβέρνησης.
Οι υπόλοιποι Ορεινοί, Η Κορυφή (la Crête de la Montagne), κατάφεραν να διατηρήσουν το πέρασμα των διαταγμάτων ευνοϊκό προς τους αντάρτες. Αλλά στις 11:30 μμ δύο ένοπλες φάλαγγες εισήλθαν στην αίθουσα και απομάκρυναν τους διαδηλωτές. Την επόμενη μέρα οι στασιαστές επανέλαβαν τα ίδια λάθη και αφού έλαβαν υποσχέσεις από τους πληρεξούσιους για ταχεία μέτρα κατά της πείνας, επέστρεψαν στις ενότητες τους.
Στις 3 Πραιριάλ η κυβέρνηση συγκέντρωσε πιστά στρατεύματα, κυνηγούς και ιππείς, εθνοφρουρούς, επιλεγμένους από αυτούς «που είχαν την τύχη να προστατεύσουν» — συνολικά 20.000 άνδρες. Το προάστιο Σαιντ-Αντουάν περικυκλώθηκε και στις 4 Πραιριάλ παραδόθηκε και αφοπλίστηκε. Η αβεβαιότητα για τον τρόπο αντίδρασης, η διστακτικότητα στις ενέργειες και η έλλειψη επαναστατικής ηγεσίας, είχαν καταδικάσει το λαϊκό κίνημα και πέταξαν την τελευταία ευκαιρία για μάχη.[77]
Η 4η Πραιριάλ Έτους Γ΄ είναι μια από τις κρίσιμες ημερομηνίες της επαναστατικής περιόδου. Ο λαός έπαψε να αποτελεί πολιτική δύναμη, συμμετέχοντας στην ιστορία. Τώρα δεν ήταν παρά θύματα ή θεατές.
Μια μέση οδός μεταξύ των δικαιωμάτων και της αναρχίας.
Οι νικητές μπορούσαν πλέον να θέσουν σε ισχύ νέο σύνταγμα, το οποίο ήταν το αρχικό καθήκον της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης. Η Επιτροπή των Έντεκα (τα πιο γνωστά μέλη της οποίας ήταν οι Νταουνού, Λανζουιναί, Μπουασύ ντ'Ανγκλά, Τιμπωντώ και Λα Ρεβελιέρ) σχεδίασαν ένα κείμενο το οποίο αναπαριστούσε τη νέα ισορροπία εξουσίας. Παρουσιάστηκε στις 5 Μεσσιδώρ (23 Ιουνίου) και εγκρίθηκε στις 22 Αυγούστου 1795 (5 Φρουκτιδώρ του Έτους Γ΄).
Το νέο σύνταγμα επέστρεψε στο σύνταγμα του 1791 ως την κυρίαρχη ιδεολογία της χώρας. Η ισότητα βεβαίως επιβεβαιώθηκε, αλλά εντός των ορίων της αστικής ισότητας. Πολυάριθμα δημοκρατικά δικαιώματα του συντάγματος του 1793 – το δικαίωμα στην εργασία, στην ξεκούραση, στην εκπαίδευση – παραλείφθηκαν. Η Εθνοσυνέλευση επιθυμούσε να ορίσει τα δικαιώματα και ταυτόχρονα να απορρίψει τόσο τα προνόμια της παλαιάς τάξης όσο και τα κοινωνικά στρώματα.
Το σύνταγμα επέστρεψε στη διάκριση μεταξύ ενεργών και παθητικών πολιτών. Μόνον πολίτες ηλικίας άνω των 25 ετών, που διέθεταν εισόδημα από 200 μέρες εργασίας είχαν δικαίωμα ψήφου. Το εκλογικό σώμα, το οποίο διατηρούσε την πραγματική εξουσία, περιελάμβανε 30.000 ανθρώπους, τους μισούς από το 1791. Με γνώμονα την πρόσφατη εμπειρία, δημιουργήθηκαν θεσμοί για την προστασία της Δημοκρατίας από δύο κινδύνους: την παντοδυναμία μιας συνέλευσης και τη δικτατορία.
Προτάθηκε η διμερής νομοθετική εξουσία για προστασία από ξαφνικές πολιτικές διακυμάνσεις: το Συμβούλιο των Πεντακοσίων με δικαίωμα στην πρόταση νόμων και το Συμβούλιο των Παλαιών, με 250 πληρεξούσιους, με εξουσίες σχετικά με την αποδοχή ή απόρριψη των προτεινόμενων νόμων. Η εκτελεστική εξουσία μοιραζόταν μεταξύ πέντε Διευθυντών που επελεγόταν από τους Παλαιούς από έναν κατάλογο που κατάρτιζαν οι Πεντακόσιοι. Ένας από τους Διευθυντές θα ανανεωνόταν κάθε χρόνο με επανεκλογή κάθε πέντε χρόνια. Ως πρακτική επιφύλαξη, δεν επιτρεπόταν η ύπαρξη στρατού σε απόσταση 96 χιλιομέτρων (60 μιλίων) από την αίθουσα συνεδριάσεων. Θα μπορούσε να μετακινηθεί μόνο σε κατάσταση ανάγκης. Το Διευθυντήριο είχε ακόμη μεγάλη ισχύ, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών έκτακτης ανάγκης για τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι.
Το Σύνταγμα έγινε γενικά αποδεκτό ευνοϊκά, ακόμη και από τη δεξιά, η οποία ήλπιζε για τις επερχόμενες εκλογές, και ήταν ακόμη πιο ευτυχισμένη που θα απαλαγόταν από το νομοθετικό σώμα που μισούσε.
Οι Θερμιδοριανοί προσπάθησαν να διασφαλίσουν πως το νεοεκλεγέν σώμα δεν θα επέστρεφε στο σύνταγμα που υπήρχε πριν από τη Νομοθετική Συνέλευση στις 5 Φρουκτιδώρ (22 Αυγούστου) ψηφίζοντας διάταγμα για τον «σχηματισμό ενός νέου νομοθετικού σώματος». Το Άρθρο 2 ανέγραφε: «Όλα τα μέλη που είναι ενεργά με την παρουσία τους στην Εθνοσυνέλευση είναι επανεκλέξιμα. Οι εκλογικές συνελεύσεις δεν μπορούν να έχουν λιγότερο από τα δύο τρίτα τους για τον σχηματισμό νομοθετικού σώματος». Αυτό έγινε γνωστό ως ο Νόμος των Δύο Τρίτων.[79]
Στις 23 Σεπτεμβρίου ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα: το σύνταγμα έγινε αποδεκτό με 1.057.390 ψήφους και 49.978 κατά. Τα διατάγματα των Δύο Τρίτων έλαβαν μόνο 205.498 θετικές ψήφους και 108.754 κατά.[80]
Αλλά η Εθνοσυνέλευση δεν έλαβε υπόψη τις ενότητες του Παρισιού που ήταν κατά των διαταγμάτων των Δύο Τρίτων και δεν παρείχε ακριβή στοιχεία: 47 ενότητες του Παρισιού απέρριψαν τα διατάγματα.[81] Δεκαοκτώ ενότητες του Παρισιού αμφισβήτησαν το αποτέλεσμα. Η ενότητα Lepeletier εξέδωσε κλήση για εξέγερση. Μέχρι τις 11 Βεντεμιαίρ επτά ενότητες βρισκόταν σε κατάταση εξέγερσης. Πρόκειται για ενότητες οι οποίες ήταν η βάση της Εθνοσυνέλευσης από την 9η Θερμιδόρ και τώρα ανήκαν στους ακροδεξιούς αν όχι τους βασιλόφρονες. Η Εθνοσυνέλευση αυτοανακηρύχθηκε μόνιμη.[82] Τα μέλη της (conventionnels) γνώριζαν το αποτέλεσμα. Γνώριζαν την τέχνη της εξέγερσης από καρδιάς και η πτώση των muscadins ήταν ευκολότερη από αυτή των sans-culottes.[83] Πέντε μέλη συμπεριλαμβανομένου του Μπαρά ορίστηκαν για να διευθετήσουν την κρίση. Διάταγμα της 12ης Βεντεμιαίρ (4 Οκτωβρίου) ανέστειλε τον προγενέστερο αφοπλισμό των πρώην τρομοκρατών ενώ πραγματοποιήθηκε έκκληση προς τους sans-culottes.[note 7]
Τις νύχτες της 12ης-13ης Βεντεμιαίρ (4–5 Οκτωβρίου), ο Στρατηγός Ζακ ντε Μενού ντε Μπουσαί ορίστηκε να καταρρίψει τους βασιλόφρονες αντάρτες και να αποτρέψει τυχόν επίθεση τους στην Εθνοσυνέλευση. Στρατολόγησε και άλλους στρατηγούς για να βοηθήσουν στην καταστολή της εξέγερσης, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Οι αντάρτες υπερτερούσαν του Στρατού κατά χιλιάδες, αλλά εξαιτίας των προετοιμασιών την περασμένη νύχτα, ο Βοναπάρτης και τα στρατεύματα του είχαν τη δυνατότητα να παρατάξουν κανόνια στον δρόμο. Μη έχοντας δρόμο για να κατευθυνθούν εντός του Παρισιού, οι αντάρτες διέφυγαν στην Εθνοσυνέλευση στις 13 Βεντεμιαίρ. Ο Μπαρά και η Εθνοσυνέλευση έδωσαν στον στρατό την άδεια να σκοτώσει. Μέσα σε 45 λεπτά πάνω από 300 βασιλόφρονες αντάρτες σκοτώθηκαν μπροστά από την Εκκλησία του Σαιντ Ρος. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν και διέφυγαν.[84]
Ακολούθησε μέτρια καταστολή, και ο Λευκός Τρόμος στα νότια σταμάτησε. Στις 4 Μπρυμαίρ Έτους Δ΄, λίγο πριν τη διάσπαση, η Εθνοσυνέλευση ψήφισε γενική αμνηστία για «πράξεις που συνδεόταν αποκλειστικά με την Επανάσταση».[82]
Το άρθρο της Encyclopædia Britannica του 1911 για την Εθνοσυνέλευση αναφέρει, «Το έργο της Εθνοσυνέλευσης ήταν τεράστιο σε όλους τους κλάδους της δημόσιας σφαίρας. Για να εκτιμηθεί χωρίς κάποια προκατάληψη, κάποιος θα πρέπει να ανακαλέσει στη μνήμη του πως η συνέλευση έσωσε τη Γαλλία από εμφύλιο πόλεμο και εισβολή, ήταν αυτή που θεμελίωσε το σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης (Μουσείο, Πολυτεχνική Σχολή (École Polytechnique), Ανωτάτη Σχολή (École Normale Supérieure), Σχολή Ανατολικών Γλωσσών (École des langues orientales), Ωδείο (Conservatoire)), δημιούργησε θεσμούς κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η Grand Livre de la Dette publique (Μεγάλη Βίβλος Δημοσίου Χρέους), και καθιέρωσε ξεκάθαρα τα κοινωνικά κοινωνικά και πολιτικά οφέλη της Επανάστασης». Μέσω διατάγματος της 4ης Φεβρουαρίου 1794 (16 Πλουβιόζ) επικύρωσε και επέκτεινε σε ολόκληρη τη Γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία την κατάργηση της δουλείας του 1793 στο Σαιντ-Ντομένγκ από τους πολιτικούς επιτρόπους Σοντονά και Πολβερέλ, αν και το γεγονός αυτό δεν επηρέασε τη Μαρτινίκα ή τη Γουαδελούπη και καταργήθηκε από το νόμο της 20ης Μαΐου 1802.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.