Σέρβος συνθέτης From Wikipedia, the free encyclopedia
O Στέβαν Στογιάνοβιτς (σερβικά: Stevan Stojanović/Стеван Стојановић, 9 Ιανουαρίου 1856 - 28 Σεπτεμβρίου 1914), γνωστός ως Στέβαν Μοκράνιατς (Mokranjac/Мокрањац) είναι Σέρβος συνθέτης και μουσικός δάσκαλος. Γεννήθηκε στο Νεγκοτίν το 1856, ο Μοκράνιατς σπούδασε μουσική στο Βελιγράδι, το Μόναχο, τη Ρώμη και τη Λειψία. Αργότερα έγινε μουσικοσυνθέτης στη Χορωδία του Βελιγραδίου και ιδρυτής του Σερβικού Μουσικού Σχολείου και του πρώτου σερβικού κουαρτέτου εγχόρδων, στο οποίο έπαιζε τσέλο. Έφυγε από το Βελιγράδι στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετακόμισε στα Σκόπια όπου και πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1914.
Στέβαν Στογιάνοβιτς Μοκράνιατς | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Стеван Мокрањац (Σερβικά) |
Γέννηση | 9 Ιανουαρίου 1856[1][2][3] Νέγκοτιν[4] |
Θάνατος | 28 Σεπτεμβρίου 1914[1][2][3] Σκόπια[4] |
Τόπος ταφής | Νέο Κοιμητήριο Βελιγραδίου |
Χώρα πολιτογράφησης | Σερβία |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, Πανεπιστήμιο της Λειψίας (1885, 1887), Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1879) και Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα Ρώμης (1884) |
Ιδιότητα | συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, μουσικολόγος και εθνομουσικολόγος |
Όργανα | βιολί |
Είδος τέχνης | θρησκευτική μουσική |
Σχετικά πολυμέσα | |
Συχνά αποκαλείται «πατέρας της Σερβικής μουσικής» και «η πιο σημαντική μορφή του σερβικού μουσικού ρομαντισμού». Μετά τον θάνατό του, το Σερβικό Μουσικό Σχολείο μετονομάστηκε σε Μουσικό Σχολείο Μοκράνιατς προς τιμή του. Απεικονίζεται σε χαρτονομίσματα της Σερβίας και την Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Το 1964, το οικογενειακό σπίτι του Μοκράνιατς στο Νεγκοτίν αποκαταστάθηκε και έγινε μουσείο και μουσικό κέντρο. Εορτασμοί για τη ζωή του Μοκράνιατς, γνωστοί και ως «Ημέρες Μοκράνιατς», λαμβάνουν χώρα ετησίως στην πόλη από το 1965. Το 1981, ένα μεγάλο άγαλμα του Μοκράνιατς κατασκευάστηκε στην αυλή της οικογενειακής οικίας για να εορταστεί η 125η επέτειος από την γέννησή του.
Ο Στέβαν Στογιάνοβιτς γεννήθηκε τις 9 Ιανουαρίου 1856[5] στην πόλη Νεγκοτίν, στο πριγκιπάτο της Σερβίας. Κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, το Νεγκοτίν ήταν μια μικρή πόλη με μόλις 3.000 κατοίκους την εποχή της γέννησής του.[6] Ο Στογιάνοβιτς κέρδισε το όνομα «Μοκράνιατς» από το χωριό Μοκράνιε, από όπου κατάγονταν οι πρόγονοί του.[7] Ο πατέρας του Μοκράνιατς, ένας εστιάτορας ο οποίος το 1850 έχτισε το σπίτι στο οποίο ζούσε η οικογένεια Στογιάνοβιτς, πέθανε δύο μέρες πριν τη γέννηση του γιου του.[6] Μεγάλωσε με τη μητέρα του και τα τρία αδέλφια του και απέκτησε το πρώτου του βιολί σε ηλικία 10 ετών.[8] Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της νεότητάς του στο Νεγκοτίν, το Ζάγετσαρ και το Βελιγράδι.[9]
Έλαβε συντηρητική μουσική παιδεία και πρώτα σπούδασε στο Βελιγράδι. Στη συνέχεια σπούδασε στο Μόναχο με τον Γιόζεφ Ράινμπέργκερ από το 1880 μέχρι το 1883, και στη Ρώμη με τον Αλεσσάντρο Παρισότι το 1884-1885. Στη συνέχεια σπούδασε για δύο χρόνια στη Λειψία, με τον Σάλομον Γιάντασον και Καρλ Ράινεκε.[10]
Το 1878, ο Μοκράνιατς οργάνωσε μια συναυλία για να εορτάσει τα 25α γενέθλια της Χορωδίας του Βελιγραδιού, με τίτλο «Η Ιστορία του Σερβικού Τραγουδιού» (σερβικά: Istorija srpske pesme).[11] Αυτός και η οικογένειά του έζησαν στο Νεγκοτίν μέχρι το 1883. Το 1887, ο Μοκράνιατς μετακόμισε μόνιμα στο Βελιγράδι, όπου έγινε μαέστρος της Χορωδίας,[6] μια θέση την οποία κατείχε μέχρι τον θάνατό του.[12] Η χορωδία ήταν επιτυχημένη τόσο στη Σερβία όσο και στο εξωτερικό[13] και υπό την ηγεσία του, έγινε αξιοσέβαστη και πολύ γνωστή στην Κεντρική Ευρώπη και στη Ρωσία, εξαιτίας των πολύ καλών παραστάσεών της και του ρεπερτορίου της, το οποίο αποτελούνταν κυρίως από πολλά σερβικά δημοτικά τραγούδια, καθώς και τραγούδια γραμμένα από τον ίδιο τον Μοκράνιατς.[14] Έκανε περιοδείες στη Βουλγαρία, στην Κροατία, στο Μαυροβούνιο, την Οθωμανική Τουρκία και τη Ρωσία. Το 1889, η χορωδία περιόδευσε στο Βερολίνο, τη Δρέσδη και τη Λειψία.[13] Κατά τη διάρκεια αυτή της περιόδου, ο Μοκράνιατς παντρεύτηκε τη Μαρίγια, ένας μέλος της χορωδίας το οποίο ήταν 20 χρόνια νεότερό του.[15] Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Μομτσίλο.[8]
Ο Μοκράνιατς ίδρυσε το Σερβικό Σχολείο Μουσικής το 1899,[16] καθώς και το πρώτο σερβικό κουαρτέτο έγχορδων οργάνων, στο οποίο έπαιζε τσέλο.[6] Αν και τα πιο διάσημα έργα του χρονολογούνται από το τέλος του 19ου αιώνα, ο Μοκράνιατς συνέχισε να συνθέτει και στον 20ό αιώνα.[14] Στα μέσα του 1914, έφυγε από το Βελιγράδι για να γλυτώσει από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εγκαταστάθηκε στα Σκόπια,[17] όπου και πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1914.[5]
Στην αρχή της σταδιοδρομίας του, ο Μοκράνιατς κατέγραφε σερβικά ορθόδοξα εκκλησιαστικά άσματα σε πεντάγραμμο. Ένας ταλαντούχος συνθέτης,[9] δημοσίευσε ένα βιβλίο με εκκλησιαστικές μελωδίες το 1908, με τίτλο Οκτάηχος[11] (σερβικά: Osmoglasnik). Εκδόθηκε στο Βελιγράδι και έγινε το βασικό εγχειρίδιο για τους φοιτητές στα σερβικά ορθόδοξα σεμινάρια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο.[18] Τα άσματα του Μοκράνιατς ήταν μοναδικά επειδή αφαίρεσε τα διακοσμητικά και μικροτονικά στοιχεία και τα εναρμόνισε, καθιστώντας τα πιο διακριτά από τα άσματα των άλλων ανατολικών ορθόδοξων εκκλησιών.[19] Ως αποτέλεσμα τα άσματα του Μοκράνιατς χρησιμοποιούνταν περισσότερα από αυτά άλλων συνθετών. Παλαιότερες εκδοχές των ασμάτων ξεχάστηκαν.[18]
Μεθύστερες μελωδίες, παρμένες από την προφορική παράδοση, δημοσιεύθηκαν μετά τον θάνατό του. Ο Μοκράνιατς συνέθεσε επίσης πολλά κομμάτια ιερής μουσικής σε πολυφωνική μορφή παρόμοια με αυτή του Ιταλού αναγεννησιακού συνθέτη Τζοβάννι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα. Ταξίδευε συχνά στο Λέβατς και το Κόσοβο και συνέλεγε και κατέγραφε παραδοσιακές μελωδίες και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προώθηση της μουσικής από αγροτικές περιοχές της Σερβίας. Είχε αφιερωθεί στην χορωδιακή μουσική και το κατάφερε αυτό εν μέρει χάρις στην σύνθεσή του δεκαπέντε χορωδιακών σουιτών στην οποία έδωσε το όνομα «Γιρλάντες» (σερβικά: Rukoveti), αποτελούμενη συνολικά από 82 τραγούδια,[11] συντεθειμένα από το 1883[20] μέχρι το 1913.[21]
Ο Μοκράνιατς συνέθεσε «Τη Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου» και τη «Σλάβα του Ίβκο» το 1901. Το 1906, δημιούργησε μια μικτή χορωδιακή εκδοχή της Αποθέωσης του Αγίου Σάβου, η οποία αρχικά συντέθηκε για αντρική χορωδία το 1893. Το 1913, ο Μοκράνιατς συνέθεσε το 82ο και τελευταίο κομμάτι του έργου «Γιρλάντες» με τίτλο «Χειμερινές Ημέρες» (σερβικά: Zimski dani). Συνέθεσε επίσης πολυάριθμα τραγούδια για παιδικές χορωδίες.[21]
Θεωρείται ο «πατέρας της σερβικής μουσικής»[6] και η «σημαντικότερη μορφή του σερβικού μουσικού ρομαντισμού».[22] Τα έργα του θεωρούνται ακρογωνιαίοι λίθοι του σερβικού μουσικού θεάτρου.[23] Τα σερβικά ορθόδοξα άσματα που κατέγραψε ο Μοκράνιατς και άλλοι συνθέτες αποτελούν τη βάση του σύγχρονου σερβικού εκκλησιαστικού τραγουδιού.[24]
Μετά τον θάνατό του, το Σερβικό Μουσικό Σχολείο μετονομάστηκε σε Μουσικό Σχολείο Μοκράνιατς προς τιμή του.[6] Απεικονίζεται σε χαρτονομίσματα της Σερβίας[25] και την Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.[26] Το 1964, το οικογενειακό σπίτι του Μοκράνιατς στο Νεγκοτίν αποκαταστάθηκε και έγινε μουσείο και μουσικό κέντρο.[6] Εορτασμοί για τη ζωή του Μοκράνιατς, γνωστοί και ως «Ημέρες Μοκράνιατς», λαμβάνουν χώρα ετησίως στην πόλη από το 1965.[15] Το 1981, ένα μεγάλο άγαλμα του Μοκράνιατς κατασκευάστηκε στην αυλή της οικογενειακής οικίας για να εορταστεί η 125η επέτειος από την γέννησή του.[6]
Συμπεριλαμβάνεται στους 100 πιο επιφανείς Σέρβους.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.