From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Σαΐνι είναι είδος μη γνήσιου [2] γερακιού (γένος Accipiter), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Accipiter brevipes και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[3][4]
Σαΐνι | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Σαΐνι (ζωγραφική απεικόνιση) | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Accipiter brevipes (Αστούριος ο βραχύπους) (Severtsov, 1850) | ||||||||||||||||
Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Accipiter (αγγλικά: hawk), σημαίνει «γεράκι», αλλά με διαφορετική σημασία από την ομώνυμη λέξη με την οποία αποδίδεται η, επίσης, λατινική λέξη Falco (αγγλ. falcon). Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποιος όρος που να αποδίδει τη διαφορά μεταξύ αυτών των «γερακιών» (βλ. και Σημειώσεις).
Ο λατινικός όρος brevipes στην επιστημονική ονομασία του είδους προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά brevis «βραχύς, κοντός» + pes, -dis «πους, πόδι» και σημαίνει «αυτός που έχει κοντά πόδια».[7] Η ονοματοδοσία οφείλεται στους κοντούς ταρσούς του πτηνού.[8]
Η επιδεξιότητα και η ευστροφία του στο κυνήγι, έχει αποδοθεί με την ομώνυμη λέξη «σαΐνι», για τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για την ευστροφία ή την ικανότητα του να επωφελείται από τις περιστάσεις (ετυμ. < τουρκ. şahin «γεράκι» < περσ. sahin «βασιλικό λευκό πτηνό»[9]).
Το είδος περιγράφηκε από τον Ρώσο εξερευνητή και φυσιοδίφη Ν. Σέβερτσοφ (Nikolai Alekseevich Severtzov, 1827 – 1885), ως Astur brevipes (Βόρονετς, 1850). Η μεταφορά του στο γένος Accipiter, έγινε το 1760 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ.Ζ.Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806).
Συγγενεύει φυλογενετικά με το είδος Α. badius, στο οποίο ανήκε κάποτε, αλλά τα δύο είδη αναπαράγονται συμπατρικά στην Αρμενία, ενώ υβρίδιο μεταξύ των δύο ειδών έχει καταγραφεί στο Ν. Ισραήλ.[7] Μαζί με τα είδη Α. soloensis και Α. butleri, σχηματίζει διακριτή «ομάδα» (group).[5] Επίσης, σχηματίζει υβρίδιο με το ξεφτέρι.[10]
Το είδος απαντά σε περιορισμένες περιοχές του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Αφροτροπική), αποκλειστικά ως μεταναστευτικό πτηνό.
Στην Ευρασία, ανευρίσκεται ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, μόνο από τα Βαλκάνια και ανατολικότερα, προς Α. Ουκρανία, Τουρκία, Τρανσκαυκασία, ΝΔ. Ρωσία, Ιράκ, Ιράν και Δ. Καζακστάν.
Στην Αφρική, απαντά στα ανατολικοκεντρικά, στο ύψος της Αιθιοπίας, της Σομαλίας και του Σουδάν ως χειμερινός επισκέπτης.[7]
Το σαΐνι είναι πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, δηλαδή σε όλες τις περιοχές όπου απαντά, ουδέποτε ανευρίσκεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Οι ευρασιατικοί πληθυσμοί είναι αναπαραγωγικοί και μεταναστεύουν στην Αφρική για να διαχειμάσουν. Συγκεκριμένα, αφήνουν τους τόπους αναπαραγωγής τους γύρω στον Σεπτέμβριο, επιστρέφοντας τον Απρίλιο και τον Μάιο.
Τα σαΐνια ταξιδεύουν κατά σμήνη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρατηρούνται μεγάλες συναθροίσεις (πολλές φορές πάνω από 100 άτομα), σε συγκεκριμένους μεταναστευτικούς «διαδρόμους».[11][12] Μάλιστα, αυτό το στοιχείο διαφοροποιεί το σαΐνι από το συγγενικό ξεφτέρι -με το οποίο μοιάζει πολύ-, διότι εκείνο ταξιδεύει συνήθως μοναχικά.[13]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ιταλία, την Αυστρία και την Πολωνία, το Καμερούν, την Τανζανία και την Κένυα, το Κατάρ και το Ουζμπεκιστάν.[6]
Το σαΐνι, σε αντίθεση με το συγγενικό ξεφτέρι, προτιμάει τα αραιά, πεδινά δάση πλατύφυλλων φυλλοβόλων, πρόποδες λόφων και βουνοπλαγιές σε ανοικτές περιοχές με χαμηλά υψόμετρα (το πολύ μέχρι 1.000 μ.[11]) και, αρκετές φορές, χαράδρες και απότομες όχθες δίπλα σε ποταμούς, ιδιαίτερα όταν δεν βρίσκεται σε μετανάστευση.[19] Ενίοτε, παρατηρείται κοντά ή και μέσα σε πεδινούς οικισμούς.[7]
Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης κουρνιάζει σε απομονωμένα άλση, χωράφια και οάσεις. Ελάχιστα είναι τα στοιχεία για τα ενδιαιτήματα διαχείμασης, πιθανόν αγκαθωτοί θαμνότοποι στο Σαχέλ, παρά το τροπικό δάσος.[20]
Όπως το ξεφτέρι, το σαΐνι είναι μετρίου μεγέθους γεράκι με, μικρό κεφάλι και, μάλλον, κοντές, πλατιές και αμβλείες πτέρυγες. Ωστόσο, είναι μεγαλύτερο από εκείνο, το μεσαίο σε μέγεθος από τα τρία ευρωπαϊκά είδη του γένους Accipiter. Εμφανίζει φυλετικό διμορφισμό (κυρίως χρωματικό), με τα θηλυκά να είναι μεγαλύτερα κατά 8% περίπου, η διαφορά όμως αυτή δεν είναι τόσο έντονη όσο στο ξεφτέρι. Γενικά, μοιάζει πολύ με το ξεφτέρι αν και οι πιο οξύληκτες φτερούγες που διαθέτει, τού δίνουν την αίσθηση ενός γνήσιου «γερακιού».
Οι πτέρυγες είναι στενότερες και πιο αιχμηρές από του ξεφτεριού και η ουρά ελαφρώς κοντύτερη. Στα ενήλικα άτομα, η κάτω επιφάνεια των πτερύγων εμφανίζεται κατά την πτήση ανοικτόχρωμη, σχεδόν λευκή, χωρίς ραβδώσεις (αντίθεση με το ξεφτέρι και το διπλοσάινο, ιδιαίτερα στα αρσενικά, ενώ οι άκρες τους είναι μαυριδερές (πιο σκούρες στα θηλυκά). Ωστόσο, σε κοντινή παρατήρηση, είναι εμφανείς οι κιτρινομπέζ λεπτές ρίγες, που υπάρχουν και στα δύο συγγενικά είδη. Αντίθετα, η ουρά έχει περισσότερες μπάρες (6-8) από του ξεφτεριού (4-5), με τελική, ευρύτερη μπάρα.
Το πάνω μέρος του σώματος είναι κυανόγκριζο στα αρσενικά και γκρίζο στο χρώμα του σχιστόλιθου στα θηλυκά. Στα ενήλικα θηλυκά και στα νεαρά άτομα υπάρχει λεπτή, σκούρα κεντρική λωρίδα στην περιοχή του λάρυγγα, όχι πάντοτε εμφανής. Από κοντά, το κύριο διαγνωστικό στοιχείο των ενηλίκων είναι η χαρακτηριστική, σκούρα -συνήθως κόκκινη- ίριδα και οι απόλυτα γκρίζες πλευρές του κεςφαλιού, χωρίς λευκή υπεροφθάλμια λωρίδα όπως στο ξεφτέρι και το διπλοσάινο. Χρήσιμα διαγνωστικά στοιχεία είναι, επίσης, το έντονα κίτρινο κήρωμα και οι παχύτεροι ταρσοί σε σχέση με το ξεφτέρι.
Αρσενικό: Ράχη και παρειές ανοικτό γκρίζο ή κυανόγκριζο χρώμα, κοιλιά ανοικτόχρωμη, σχεδόν άσπρη, με πολύ διακριτικές οριζόντιες πορτοκαλί ρίγες (λιγότερο έντονες απ’ότι στο ξεφτέρι.
Θηλυκό: Ράχη και παρειές γκρίζο ή καφέ-γκρίζο χρώμα, λαιμός με καφέ κηλίδες ή σκούρα λωρίδα, κοιλιά σαν του αρσενικού, αλλά με μεγαλύτερη αντίθεση μεταξύ του ανοικτόχρωμου κάτω μέρους των πτερύγων και των σκούρων άκρων τους.
Τα νεαρά άτομα είναι σκούρα καφέ στο πάνω μέρος, με κάπως πιο σκούρα άκρα στις πτέρυγες, στοιχείο διακριτό στο έντονο φως. Πέρα από τη λωρίδα στον λάρυγγα, έχουν κάθετες ραβδώσεις ή κηλίδες σε σχήμα σταγόνας στο στήθος και μοιάζουν περισσότερο με νεαρά διπλοσάινα, παρά με νεαρά ξεφτέρια.
Το σαΐνι τρέφεται κυρίως με σαύρες και μεγάλα έντομα, όπως ακρίδες, σκαθάρια, τζιτζίκια και λιβελούλες. Επίσης με μικρά πτηνά, κυρίως σπουργίτια και μικρά θηλαστικά -κυρίως ποντίκια- [7] και νυχτερίδες. Τα έντομα αποτελούν τη βασική τροφή των νεοσσών.[28]. Η τεχνική θήρευσης που χρησιμοποιεί μοιάζει με εκείνη του ξεφτεριού. Κυνηγάει συνήθως με απότομες, σχεδόν κάθετες εφορμήσεις από κλαδιά-παρατηρητήρια, αιφνιδιάζοντας το θήραμα.
Τα σαΐνια είναι συνήθως μοναχικά, αλλά μπορούν να κυνηγούν κατά ζεύγη. Μερικές φορές δραστηριοποιούνται στο λυκόφως ενώ συχνά μεταναστεύουν τη νύχτα.[11] Τότε, σχηματίζουν μεγάλα σμήνη, από 20-100 ζευγάρια, σπανιότερα από 1.000-2.000 ζευγάρια, ιδιαίτερα στην περιοχή του Ισραήλ. Τα πουλιά που αποδημούν κουρνιάζουν ομαδικά σε δένδρα, αλλά στις ερημικές περιοχές ακόμη και στο έδαφος.[5]
Η περίοδος φωλιάσματος είναι, γενικά, από τα μέσα Μαΐου μέχρι τον Αύγουστο και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.[29] Φωλιάζει σε πλατύφυλλα φυλλοβόλα δέντρα, 5-10 μ. από το έδαφος. Η φωλιά είναι μια μικρή και ρηχή (15 εκ. περίπου) κατασκευή από ξερόκλαδα, επιστρωμένη με νωπά φύλλα. Τοποθετείται στη διχάλα ενός δένδρου ή σε ένα μεγάλο κλαδί του. Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 5, ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 40,5 Χ 31,5 χιλιοστών. Η επώαση αρχίζει από το 1ο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 30-35 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι ισχυρά φωλεόφιλοι και τη διατροφή τους αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 40-45 ημέρες, αλλά παραμένουν κοντά στους γονείς τους για 2 εβδομάδες, περαιτέρω.[19][29]
Η κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι γενικά καλή. Οι κίνδυνοι είναι εκείνοι που αφορούν σε όλα τα αρπακτικά πτηνά, κυρίως δηλητηριάσεις από φυτοφάρμακα και, δολώματα, καταστροφή βιοτόπων και λαθροθηρία με σκοπό την ταρίχευση. Το ίδιο ισχύει και για τους ελληνικούς πληθυσμούς, αν και το είδος είναι αρκετά σπάνιο στη χώρα (πολύ πιο σπάνιο από το ξεφτέρι).[30]
Παρά το πολύ περιορισμένο εύρος κατανομής του, γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[31]
Το σαΐνι εμφανίζει σχετικά περιορισμένη κατανομή στη χώρα, με πυκνή παρουσία σε Μακεδονία και Θράκη, αλλά όλο και πιο περιορισμένη στα νότια όπου, σταδιακά, καθίσταται σπάνιο. Η Στερεά Ελλάδα θεωρείται το νότιο όριο εξάπλωσης του είδους και με αραιή παρουσία σε 1-2 νησιά του Αιγαίου πελάγους. Παρόλο που μπορεί να φωλιάζει σε περιοχές κοντά στον άνθρωπο, συχνά δεν παρατηρείται λόγω κρυπτικής συμπεριφοράς.[21]
Η μεταναστευτική οδός που ακολουθούν οι ελληνικοί πληθυσμοί, περνάει από τα στενά του Βοσπόρου, τόσο κατά την εαρινή (Μάιος), όσο και κατά τη φθινοπωρινή αποδημία (Αύγουστος-Οκτώβριος).[15][32]
Στον ελλαδικό χώρο, το σαΐνι απαντά και με την ονομασία Σπιννοσιάχινο (Κύπρος).[33]
Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, αντίθετα με το γένος Falco = Γεράκι (Ιέραξ), (αγγλ. Falcon), δεν υπάρχει λέξη, η οποία να αντιστοιχεί στο γένος Accipiter. Στην αντίστοιχη αγγλική γλώσσα το πρόβλημα έχει λυθεί με τον όρο Hawk που, λανθασμένα, αποδίδεται πάλι ως Γεράκι στα αγγλοελληνικά λεξικά. Οι εναλλακτικές που προτάθηκαν είναι οι εξής:
Στο λήμμα αυτό ακολουθείται συμβατικά η τρίτη εκδοχή, χωρίς αυτό να μην επιδέχεται συζήτησης.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.