Αμερικανός νομπελίστας χημικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ρόμπερτ Μπερνς Γούντγουορντ ForMemRS, HonFRSE (αγγλ. Robert Burns Woodward) (10 Απριλίου 1917 – 8 Ιουλίου 1979) ήταν διακεκριμένος Αμερικανός οργανικός χημικός, που θεωρείται από πολλούς ως ο πιο ιδιοφυής χημικός της συνθετικής οργανικής χημείας του 20ου αιώνα.[4]
Προσέφερε στην επιστήμη σημαντικές συνεισφορές, ιδίως στην καινοτομική σύνθεση πολύπλοκων φυσικών προϊόντων και στον προσδιορισμό της μοριακής τους δομής. Μεταξύ των άλλων, εκπόνησε έρευνα από κοινού και με τον χημικό -μετέπειτα νομπελίστα- Ρόαλντ Χόφμαν σε θεωρητικές μελέτες χημικών αντιδράσεων. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1965 για το όλο έργο του και "για τα διακεκριμένα του επιτεύγματα στην τέχνη της οργανικής σύνθεσης".[5]
Γεννήθηκε στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης στις 10 Απριλίου 1917. Ήταν γιος της Μάργκαρετ Μπερνς (μετανάστριας από τη Σκωτία που ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος του ποιητή Ρόμπερτ Μπερνς) και του Άρθουρ Τσέστερ Γούντγουορντ, γιου του φαρμακοποιού του Ρόξμπερυ, Χάρλοου Έλιοτ Γούντγουορντ.
Ο πατέρας του υπήρξε -ατυχώς για τον Γούντγουορντ- ένα από τα πολλά θύματα της πανδημίας της ισπανικής γρίπης το 1918.
Από πολύ νωρίς, ο Γούντγουορντ ένιωσε έλξη για τη χημεία και ασχολήθηκε εντατικά με ιδιαίτερα μαθήματα χημείας, ενώ ακόμα φοιτούσε σε δημόσιο δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Κουίνσι,[6] στο Κουίνσι της Μασαχουσέτης. Όταν εισήχθη στο τότε γυμνάσιο, είχε ήδη καταφέρει να εκτελέσει τα περισσότερα από τα πειράματα στο ευρέως χρησιμοποιούμενο τότε εγχειρίδιο οργανικής χημείας του Ludwig Gattermann.
Το 1928, ο Γούντγουορντ επικοινώνησε με τον Γενικό Πρόξενο του Γερμανικού Προξενείου στη Βοστώνη (Baron von Tippelskirch[7]), και μέσω αυτού, κατάφερε να αποκτήσει αντίγραφα πρωτότυπων ερευνητικών εργασιών που είχαν δημοσιευτεί ήδη σε γερμανικά έγκριτα επιστημονικά περιοδικά. Αργότερα, με μία διάλεξή του, θυμήθηκε πώς είχε γοητευτεί όταν, μεταξύ αυτών των εγγράφων, βρήκε την πρώτη επικοινωνία του Diels και του Alder σχετικά με την αντίδραση Diels–Alder. Καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Γούντγουορντ επρόκειτο να χρησιμοποιήσει και να διερευνήσει επανειλημμένα και δυναμικά αυτήν την αντίδραση, τόσο με θεωρητικό όσο και με πειραματικό τρόπο.
Το 1933, εισήχθη επιτυχώς στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT), αλλά παραμέλησε τις σπουδές του τόσο πολύ, ώστε να αποκλειστεί στο τέλος της φθινοπωρινής περιόδου του 1934. Το MIT του έδωσε δεύτερη ευκαιρία για να επαναλάβει τις σπουδές τη φθινοπωρινή περίοδο του 1935 και κατόρθωσε (αφού πέρασε με τη μία όλα τα μαθήματα, προσπερνώντας όλους τους συμφοιτητές του), μέχρι το 1936, να λάβει το βασικό πτυχίο της Χημείας (BSc).
Μέσα σε ένα μόνο έτος, ακολούθως, το MIT του απένειμε το διδακτορικό δίπλωμα (σε ηλικία 20 ετών!), αφού μπόρεσε να παρουσιάσει εντυπωσιακά νέα δεδομένα για την οργανική σύνθεση ("Σύνθεση της στεροειδούς ορμόνης οιστρόνης"), αφήνοντας έκθαμβους τους εξεταστές - καθηγητές του.[8] Όταν ελάμβανε το διδακτορικό, οι λοιποί συμφοιτητές του αποφοιτούσαν με το πτυχίο τους.[9]
Η διδακτορική εργασία του περιελάμβανε καινοτομικές χημικές συνθέσεις που σχετίζονταν με την ολική σύνθεση της γυναικείας ορμόνης οιστρόνης, με προσεγγίσεις υψηλής οξύνοιας.[10] Το MIT απαιτούσε από τους διδακτορικούς φοιτητές να έχουν ερευνητικούς συμβούλους. Οι σύμβουλοί του τότε, για το διδακτορικό, ήσαν οι James Flack Norris και Avery Adrian Morton. Παραμένει ασαφές, έως σήμερα, αν έλαβε υπόψη του κάποια από τις συμβουλές τους.
Στη συνέχεια, μετά από σύντομη μεταδιδακτορική θητεία (Postdoc) στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, έλαβε ερευνητική υποτροφία (επίκουρου καθηγητή) στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ από το 1937 έως το 1938. Η μοίρα του επιφύλασσε να μην φύγει ποτέ από το Χάρβαρντ και να θητεύσει με διάφορες ιδιότητες και σε θέσεις για το υπόλοιπο της ζωής του.
Στη δεκαετία του 1960, ο Γούντγουορντ τιμητικά έλαβε τον ακαδημαϊκό τίτλο τιμής, Donner Professor of Science, τίτλο που τον αποδέσμευσε από τη διδασκαλία προπτυχιακών και μεταπτυχιακών μαθημάτων, και του έδωσε τη μοναδική ευκαιρία να αφιερώσει εξ' ολοκλήρου όλο τον χρόνο του στην έρευνα. Άλλωστε κοιμόταν ελάχιστες ώρες, δούλευε συνεχώς, όλη την ημέρα μέχρι και αργά το βράδυ, σε όλη την καριέρα του.
Η πρώτη σημαντική συνεισφορά της καριέρας του Γούντγουορντ στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ήταν σειρά δημοσιεύσεων που περιγράφουν την εφαρμογή της υπεριώδους φασματοσκοπίας στη διαλεύκανση της δομής των φυσικών προϊόντων. Ο Γούντγουορντ συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό εμπειρικών δεδομένων και στη συνέχεια επινόησε σειρά κανόνων (χημικής σύνθεσης) που αργότερα στην οργανική χημεία, προς τιμήν του, ονομάστηκαν κανόνες του Γούντγουορντ.
Οι κανόνες αυτοί μπορούσαν να εφαρμοστούν για την εύρεση των δομών νέων φυσικών ουσιών, καθώς και μη φυσικών συνθετικών μορίων. Η εύχρηστη χρήση των πρόσφατα αναπτυγμένων οργάνων και αναλυτικών τεχνικών ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του Γούντγουορντ σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή σε σύγκριση με τις εξαιρετικά κουραστικές και μακροχρόνιες χημικές μεθόδους για τη δομική διαλεύκανση, που είχαν χρησιμοποιηθεί μέχρι και τότε.
Το 1944, με τον μεταδιδακτορικό του ερευνητή, William von Eggers Doering, ο Γούντγουορντ δημοσίευσε τη σύνθεση ενός αλκαλοειδούς, της κινίνης, που χρησιμοποιούνταν τότε για τη θεραπεία της ελονοσίας. Αν και η σύνθεση δημοσιοποιήθηκε ως σημαντική ανακάλυψη για την προμήθεια της δυσεύρετης φαρμακευτικής ένωσης από την κατεχόμενη από τους Ιάπωνες νοτιοανατολική Ασία, στην πραγματικότητα ήταν πολύ ανέφικτο να υιοθετηθεί σε φαρμακευτική κλίμακα. Ωστόσο, από μόνη της, ως σύλληψη - σύνθεση, αποτέλεσε ένα ορόσημο για τη συνθετική οργανική χημεία.
Η ιδιαίτερη ενόραση του Γούντγουορντ σε αυτή τη σύνθεση ήταν όταν συνειδητοποίησε ότι ένας Γερμανός χημικός ονόματι Paul Rabe είχε μετατρέψει έναν πρόδρομο της κινίνης, που ονομάζεται κινοτοξίνη, σε κινίνη ήδη από το 1905. Ως εκ τούτου, μια σύνθεση κινοτοξίνης -την οποία συνέθεσε ο ίδιος ο Γούντγουορντ στο εργαστήριο- θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία νέα χημική-οδό για τη σύνθεση της κινίνης. Όταν ο Γούντγουορντ επέτυχε αυτό το κατόρθωμα, ο τομέας της οργανικής σύνθεσης τότε ήταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό μεταξύ της δοκιμής και του λάθους και κανείς δεν πίστευε ότι τέτοιες πολύπλοκες δομές θα μπορούσαν πραγματικά να παρασκευαστούν στο εργαστήριο.
Ο Γούντγουορντ απέδειξε ότι η οργανική σύνθεση θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια ορθολογική επιστήμη και ότι η σύνθεση θα μπορούσε να υποβοηθηθεί από καθιερωμένες αρχές αντιδραστικότητας και δομής. Αυτή η πρωταρχική, κατά Γούντγουορντ σύνθεση -της κινίνης- ήταν η πρώτη από μια ατελείωτη σειρά εξαιρετικά περίπλοκων και καινοφανών συνθέσεων που θα ολοκλήρωνε στη συνέχεια, μαζί με τους διδακτορικούς φοιτητές του, τα επόμενα χρόνια.
Πετυχαίνοντας χημικές πρωτοτυπίες τη δεκαετία του 1930, οι Βρετανοί χημικοί Christopher Ingold και Robert Robinson, μεταξύ άλλων, είχαν ερευνήσει τους μηχανισμούς των οργανικών αντιδράσεων και είχαν καταλήξει σε εμπειρικούς κανόνες που θα μπορούσαν να προβλέψουν την αντιδραστικότητα των οργανικών μορίων.
Ο Γούντγουορντ ήταν -ίσως- ο πρώτος συνθετικός οργανικός χημικός που χρησιμοποίησε αυτές τις ιδέες ως προγνωστικό πλαίσιο στη χημική σύνθεση. Το στυλ του Γούντγουορντ ήταν η έμπνευση που είχε μέσα από το έργο εκατοντάδων συνθετικών χημικών που συνέθεσαν σημαντικά φαρμακευτικά σκευάσματα και ποικίλα φυσικά προϊόντα (περίπλοκης χημικής δομής).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Γούντγουορντ είχε ήδη συνθέσει, μαζί με φοιτητές του, πολλά πολύπλοκα φυσικά προϊόντα, όπως κινίνη, χοληστερόλη, κορτιζόνη, στρυχνίνη, λυσεργικό οξύ, ρεζερπίνη, χλωροφύλλη, κεφαλοσπορίνη και κολχικίνη.[11] Με αυτά τα νέα δεδομένα χημικής σύνθεσης, ο Γούντγουορντ άνοιξε -μόνος του- μια νέα εποχή σύνθεσης, που μερικές φορές ονομάζεται «εποχή Woodwardian», όπου και απέδειξε ότι τα φυσικά προϊόντα μπορούσαν να συντεθούν με προσεκτικές εφαρμογές των αρχών της φυσικής οργανικής χημείας αλλά ταυτόχρονα και με σχολαστικό σχεδιασμό.
Αρκετές από τις χημικές συνθέσεις του Γούντγουορντ περιγράφηκαν ως θεαματικές, από τους συναδέλφους του χημικούς, και πριν τις υλοποιήσει, ορισμένοι θεωρούσαν ήδη ότι θα ήταν αδύνατο να δημιουργηθούν αυτές οι χημικές ουσίες στο εργαστήριο. Οι συνθέσεις του Γούντγουορντ περιγράφηκαν επίσης ότι είχαν ένα στοιχείο τέχνης ''μέσα τους'' και από τότε, οι συνθετικοί οργανικοί χημικοί αναζητούσαν πάντα την ''κομψότητα'' καθώς και τη ''χρησιμότητα'' στη σύνθεση. Το έργο του περιελάμβανε επίσης την εξαντλητική χρήση των τεχνικών της υπέρυθρης φασματοσκοπίας η οποία τότε είχε μόλις αναπτυχθεί, και αργότερα, της φασματοσκοπίας πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό των συνθέσεων του Γούντγουορντ ήταν η μέγιστη προσοχή -που έδινε- στη στερεοχημεία ή στην ιδιαίτερη διαμόρφωση των μορίων στον τρισδιάστατο χώρο. Τα περισσότερα φυσικά προϊόντα -φαρμακευτικής σπουδαιότητας- είναι αποτελεσματικά αποκλειστικά και μόνο όταν διαθέτουν την ορθή -συγκεκριμένη- στερεοχημική δομή. Αυτό δημιουργεί τη ζήτηση για τη λεγόμενη «εναντιοεκλεκτική σύνθεση», παράγοντας έτσι μια ένωση με προκαθορισμένη στερεοχημική διαμόρφωση και δομή.
Ενώ σήμερα μια τυπική συνθετική οδός περιλαμβάνει συνήθως μια τέτοια διαδικασία, ο Γούντγουορντ -τότε για την εποχή του- ήταν πρωτοπόρος στο να δείξει πως, με εξαντλητικό και ορθολογικό σχεδιασμό, θα μπορούσε κανείς να διεξάγει χημικές αντιδράσεις που ήταν -εκ προοιμίου- στερεοεπιλεκτικές. Πολλές από τις χημικές συνθέσεις του περιελάμβαναν τον εξαναγκασμό ενός μορίου σε μια συγκεκριμένη δομική διαμόρφωση εγκαθιστώντας άκαμπτα δομικά στοιχεία μέσα σε αυτό, δηλ. μια τακτική που έχει γίνει τυπική στις μέρες μας πλέον. Από αυτή την άποψη, ιδιαίτερα οι χημικές συνθέσεις της ρεζερπίνης και της στρυχνίνης αποτέλεσαν -κυριολεκτικά- ορόσημα για την οργανική χημεία.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γούντγουορντ διετέλεσε χημικός σύμβουλος του φορέα War Production Board για το έργο της παραγωγής της πενικιλίνης. Αν και συχνά του αποδίδεται του ίδιου η αναγνώριση για την πρόταση της δομής της β-λακτάμης της πενικιλίνης, στην πραγματικότητα, αυτή προτάθηκε αρχικά από χημικούς στην εταιρεία Merck και στον χημικό Edward Abraham στην Οξφόρδη, ενώ στη συνέχεια, ερευνήθηκε κι από άλλες ερευνητικές ομάδες (λ.χ. στην εταιρεία Shell). Ο Γούντγουορντ αρχικά ενέκρινε μια εσφαλμένη τρικυκλική δομή -συντηγμένη με θειαζολιδίνη, αμινογεφυρωμένη οξαζινόνη- η οποία παρουσιάστηκε από την ομάδα πενικιλίνης σε συνέδριο στην Peoria. Ακολούθως, τροποποίησε την εμφάνιση στη δομή της β-λακτάμης, όλα αυτά σε αντίθεση με τη δομή θειαζολιδίνης οξαζολόνης που είχε προτείνει πρώτος ο Robert Robinson, τότε κορυφαίος επίσης οργανικός χημικός της γενιάς του. Τελικά, η δομή της β-λακτάμης αποδείχθηκε σωστή από την φημισμένη χημικό και νομπελίστρια Ντόροθι Κρόουφουτ Χότζκιν χρησιμοποιώντας την κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ το 1945.
Ο Γούντγουορντ εφάρμοσε επίσης την τεχνική της υπέρυθρης φασματοσκοπίας και της χημικής αποδόμησης για να προσδιορίσει τις δομές περίπλοκων μορίων. Αξιοσημείωτοι μεταξύ αυτών των προσδιορισμών δομής, ήταν το σαντονικό οξύ, η στρυχνίνη, η μαγναμυκίνη και η τεραμυκίνη. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, ο Γούντγουορντ απέδειξε και πάλι πως τα ορθολογικά γεγονότα και οι χημικές αρχές, σε συνδυασμό με τη χημική διαίσθηση, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του στόχου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Γούντγουορντ μαζί με τον Βρετανό χημικό Geoffrey Wilkinson, τότε στο Χάρβαρντ, υπέθεσαν μια νέα δομή για το φερροκένιο, μια ένωση που αποτελείται από έναν συνδυασμό ενός οργανικού μορίου με τον σίδηρο.[12] Αυτό σηματοδότησε την αρχή του τομέα της οργανομεταλλικής χημείας των μετάλλων μετάπτωσης, που εξελίχθηκε σε βιομηχανικά πολύ σημαντικό πεδίο. [13] Ο Wilkinson κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για αυτό το έργο το 1973, μαζί με τον Ερνστ Όττο Φίσερ.[14] Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Γούντγουορντ θα έπρεπε να είχε μοιραστεί αυτό το Νόμπελ μαζί με τον Wilkinson. Είναι αξιοσημείωτο ότι το σκέφτηκε ο ίδιος, και εξέφρασε τις σκέψεις του σε μια επιστολή που απέστειλε στην Επιτροπή Νόμπελ.[15]
Κέρδισε το βραβείο Νόμπελ το 1965 για τη σύνθεση πολύπλοκων οργανικών μορίων. Είχε προταθεί συνολικά 111 φορές από το 1946 έως το 1965[16] Στη διάλεξή του για το Νόμπελ, περιέγραψε τη συνολική σύνθεση της αντιβιοτικής κεφαλοσπορίνης και ισχυρίστηκε ότι είχε προωθήσει το πρόγραμμα σύνθεσης έτσι ώστε να ολοκληρωθεί περίπου την ώρα της τελετής Νόμπελ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Γούντγουορντ άρχισε να εργάζεται πάνω σε αυτό που αποτελούσε τότε το πιο περίπλοκο φυσικό προϊόν - τη βιταμίνη B12. Σε μια αξιοσημείωτη εργασία του με τον συνάδελφό του Albert Eschenmoser στη Ζυρίχη, μέσω ομάδας σχεδόν εκατό διδακτορικών φοιτητών και μεταδιδακτορικών συνεργατών που εργάστηκαν για πολλά χρόνια, έφτασε στη σύνθεση αυτού του πολύπλοκου μορίου. Το έργο δημοσιεύτηκε τελικά το 1973 και σηματοδοτήθηκε ως ορόσημο στην ιστορία της οργανικής χημείας. Η εν λόγω σύνθεση περιελάμβανε σχεδόν εκατό βήματα (οδούς) και περιείχε τον χαρακτηριστικό αυστηρό σχεδιασμό και τις αναλύσεις που χαρακτήριζαν πάντα το έργο του Γούντγουορντ. Αυτή η εργασία, περισσότερο από κάθε άλλη, έπεισε τους οργανικούς χημικούς ότι η σύνθεση οποιασδήποτε πολύπλοκης ουσίας ήταν δυνατή, με αρκετό χρόνο και σχεδιασμό (βλ. επίσης παλυτοξίνη, που συντέθηκε από την ερευνητική ομάδα του Yoshito Kishi, ενός από τους πιο ευφυείς μεταδιδακτορικούς φοιτητές που είχε ο Γούντγουορντ). Μέχρι και το έτος 2019, δεν έχει δημοσιευθεί καμία άλλη πρόταση για την ολική σύνθεση της βιταμίνης Β12.
Την ίδια χρονιά (1973), με βάση τις παρατηρήσεις που είχε κάνει ο Γούντγουορντ κατά τη μακρά ερευνητική διάρκεια για τη σύνθεση της B12, αυτός και ο εξέχων -μετέπειτα νομπελίστας- χημικός Ρόαλντ Χόφμαν Roald επινόησαν κανόνες (που τώρα ονομάζονται στα αγγλικά ως κανόνες Γούντγουορντ-Χόφμαν) για τη διασαφήνιση της στερεοχημείας των προϊόντων των οργανικών αντιδράσεων.[17] Ο Γούντγουορντ διατύπωσε τις ιδέες του (οι οποίες βασίστηκαν στις ιδιότητες συμμετρίας των μοριακών τροχιακών) με βάση τις εμπειρίες του ως συνθετικός οργανικός χημικός. Ζήτησε μάλιστα από τον Χόφμαν να εκτελέσει θεωρητικούς υπολογισμούς για να επαληθεύσει αυτές τις ιδέες, οι οποίοι έγιναν χρησιμοποιώντας την εκτεταμένη μέθοδο Hückel του ίδιου του Χόφμαν. Οι προβλέψεις αυτών των κανόνων επαληθεύτηκαν μέσα από πολλά πειράματα πολλών άλλων ερευνητών και αργότερα. Ο ίδιος ο Χόφμαν μοιράστηκε το Νόμπελ Χημείας του 1981 για το συγκεκριμένο καινοτομικό έργο, μαζί με τον Κενίτσι Φουκούι, Ιάπωνα χημικό που είχε εκπονήσει παρόμοια εργασία, χρησιμοποιώντας ωστόσο διαφορετική προσέγγιση. Ο Γούντγουορντ είχε -ήδη- πεθάνει το 1979 και τα βραβεία Νόμπελ δεν απονέμονται μετά θάνατον. Ίσως να άξιζε και αυτό το Νόμπελ.[18]
Ενώ υπηρετούσε στο Χάρβαρντ, ο Γούντγουορντ ανέλαβε το 1963 τη διεύθυνση του τότε νεοσύστατου (προς τιμήν του) Ινστιτούτου Ερευνών Γούντγουορντ, που είχε την έδρα του στην Βασιλεία της Ελβετίας.[19] Διετέλεσε επίσης διαχειριστής -από το 1966 έως το 1971- του ινστιτούτου Weizmann Institute of Science στο Ισραήλ.
Ο Γούντγουορντ πέθανε στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης από καρδιακή προσβολή στον ύπνο του. Εκείνη την εποχή, εργαζόταν σκληρά για τη σύνθεση ενός αντιβιοτικού, της ερυθρομυκίνης.
Ένας διδακτορικός -τότε- φοιτητής του, είπε γι' αυτόν τα κάτωθι:
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του, ο Γούντγουορντ έγραψε μόνος, ή συνέγραψε μαζί με συνεργάτες του, σχεδόν 200 δημοσιεύσεις, από τις οποίες, οι 85 ήταν πλήρεις πρωτότυπες ερευνητικές εργασίες, ενώ οι υπόλοιπες περιελάμβαναν προκαταρκτικές ανακοινώσεις, κείμενα διαλέξεων και ποικίλα άρθρα ανασκόπησης (reviews). Ο ρυθμός της επιστημονικής του δραστηριότητας ξεπερνούσε κατά πολύ την ικανότητά του να δημοσιεύει όλες τις πειραματικές λεπτομέρειες, μάλιστα, πολύ μεγάλο μέρος της όλης εργασίας του, στην οποία συμμετείχε ενεργά, δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια μετά το θάνατό του. Συνολικά εκπαίδευσε περισσότερους από διακόσιους διδακτορικούς φοιτητές (PhDs) και μεταδιδακτορικούς ερευνητές, πολλοί από τους οποίους -αργότερα- πραγματοποίησαν τις δικές τους ξεχωριστά διακεκριμένες σταδιοδρομίες.
Μερικοί από τους πιο γνωστούς διδακτορικούς φοιτητές του, ήσαν οι ακόλουθοι ερευνητές: Robert M. Williams (Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κολοράντο), Harry Wasserman (Πανεπιστήμιο του Γέιλ), Yoshito Kishi (Πανεπιστήμιο του Χάρβαντ), Stuart Schreiber (Πανεπιστήμιο του Χάρβαντ), William R. Roush ( Scripps-Florida), Steven A. Benner (UF), James D. Wuest (Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ), Christopher S. Foote (UCLA), Kendall Houk (UCLA), Kevin M. Smith (Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνας), Thomas R. Hoye (Πανεπιστήμιο της Μινεσότα), Ronald Breslow (Πανεπιστήμιο της Κολούμπια) και <i>David Dolphin</i> (Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας).
Ο Γούντγουορντ διέθετε ευρεία εγκυκλοπαιδική γνώση της χημείας και εξαιρετική μνήμη για τις (χημικές) λεπτομέρειες.[20] Πρόσθετα, το προσόν που τον ξεχώριζε περισσότερο από τους συναδέλφους του, ήταν η αξιοσημείωτη ικανότητά του να ενώνει και να συνδέει ανόμοια νήματα γνώσης -από την υπάρχουσα χημική βιβλιογραφία- και να τα φέρνει σε διασύνδεση με ένα συγκεκριμένο χημικό πρόβλημα.[20]
Για το πολυδιάστατο έργο του, ο Γούντγουορντ τιμήθηκε με πολλά βραβεία και διεθνείς διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένης και της εκλογής του στην Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ (το 1953). Επίσης στην καριέρα του αναγνωρίστηκε και τιμητικά εκλέχθηκε σε ακαδημίες σε όλο τον κόσμο.
Διετέλεσε επίσης τεχνικός σύμβουλος σε πολλές χημικές εταιρείες, όπως Polaroid, Pfizer και Merck.
Σημαντικά βραβεία που έλαβε ήταν τα εξής:
Έλαβε επίσης πάνω από 20 τιμητικούς τίτλους,[23] συμπεριλαμβανομένων και των τίτλων του επίτιμου διδάκτορα από τα εξής πανεπιστήμια:
* Wesleyan University (1945)
* Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ (1957)
* Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (1964)
* Brandeis University (1965)
* Technion Israel Institute of Technology (1966)
* University of Western Ontario (1968)
* Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λέβεν (1970)
Το 1938 παντρεύτηκε την Irja Pullman και μαζί απέκτησαν δύο θυγατέρες: τη Siiri Anna (γενν. 1939) και τη Jean Kirsten (γενν. 1944).
Το 1946, παντρεύτηκε την Eudoxia Muller, καλλιτέχνιδα και εργαστηριακή βοηθό, την οποία γνώρισε στην εταιρεία <i>Polaroid</i>. Από το γάμο αυτό, που κράτησε μέχρι και το 1972, απέκτησε μια κόρη και έναν γιο: την Crystal Elisabeth (γενν. 1947) και τον Eric Richard Arthur (γενν. 1953).[9]
Οι πανεπιστημιακές διαλέξεις του Γούντγουορντ διαρκούσαν συχνά τρεις και τέσσερις ώρες.[7] Η μεγαλύτερη χρονικά διάλεξή του καθόρισε τη μονάδα του χρόνου, γνωστή ως "Woodward", μετά την οποία, οι υπόλοιπες διαλέξεις του θεωρήθηκαν ότι ήτανε μάλλον, "milli-Woodwards".
Συνήθως σε αυτές, απέφευγε τη χρήση διαφανειών και έγραφε και σχεδίαζε χημικές αντιδράσεις και δομές χρησιμοποιώντας πολύχρωμες κιμωλίες. Συνήθως, πριν από μια διάλεξη, ο Γούντγουορντ ερχόταν και άπλωνε δύο μεγάλα λευκά μαντήλια στην έδρα. Πάνω στο ένα θα υπήρχαν τέσσερις ή πέντε τύποι από χρωματιστές κιμωλίες, τακτοποιημένες ανά χρώμα, σε μια μεγάλη μακρά σειρά. Πάνω στο άλλο μαντήλι θα τοποθετούνταν εντυπωσιακά μακριές σειρές από τσιγάρα. Το κάθε τσιγάρο -που είχε αναμμένο- θα χρησιμοποιούνταν για να ανάψει το επόμενο τσιγάρο και ούτω καθεξής.
Τα σεμινάρια του την Πέμπτη στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ συχνά διαρκούσαν μέχρι αργά το βράδυ. Είχε μία ''μανία'' με το μπλε χρώμα, και πολλά από τα κοστούμια του, το αυτοκίνητό του, ακόμη και ο χώρος στάθμευσης του αυτοκινήτου του ήταν όλα χρωματισμένα σε μπλε.[7] Σε ένα από τα εργαστήριά του, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές του κρέμασαν από το ταβάνι μια μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία του, ''του καθηγητή'', μαζί με μια μεγάλη μπλε «γραβάτα». Εκεί κρεμόταν για αρκετά χρόνια (μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970), έως ότου κάηκε από μια μικρή πυρκαγιά που έγινε στο εργαστήριο.
Σιχαινόταν την άθληση, δεν ήθελε καθόλου την γυμναστική, μπορούσε να ανταποκρίνεται στο σκληρό ημερήσιο πρόγραμμά του μόνον με λίγες ώρες ύπνου κάθε βράδυ. Επιπλέον, ήταν ένας μανιακός και εθισμένος καπνιστής, ενώ απολάμβανε, πολύ συχνά, σκωτσέζικο ουίσκι και μαρτίνι.[24]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.