From Wikipedia, the free encyclopedia
(Ή) Ρακή ή (το) Ρακί ή Rakija ονομάζεται το αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων ή μελιού στην βαλκανική χερσόνησο. Στον Ελληνικό χώρο το πιο διαδεδομένο είδος ποτού, που παρουσιάζει ομοιότητες με το ρακί, είναι αυτό των στεμφύλων σταφυλής όπου στην Κρήτη και στην νησιωτική Ελλάδα ονομάζεται Τσικουδιά ενώ στην στεριανή Ελλάδα (Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία κ.α.) Τσίπουρο[1][2]. Δημοφιλής επίσης είναι στις σλάβικες χώρες των Βαλκανίων ως Rakija (Σερβοκροάτικα: Ракија) ή Rakiya (Βουλγάρικα: ракия). Στην αλβανική γλώσσα ονομάζεται Raki ή Rakia και στην ρουμανική Rachiu (ράκιου). Στην Τουρκία με τον όρο Düz Rakı περιγράφουν τα αποστάγματα φρούτων που δεν αρωματίζονται και με τον όρο Anason Rakısı τα αποστάγματα που αρωματίζονται με γλυκάνισο.
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο όρος Ρακί (Ρακή) προέρχεται από την αραβική λέξη Arak (Arabic عرق [ʕaraq]) όπου σημαίνει ιδρώτας. Την περίοδο της ανακάλυψης της απόσταξης εισήλθε στην τουρκική. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το λεξιλόγιο της οθωμανικής τουρκικής αποτελούνταν 80% από τα αραβικές λέξεις. Την εποχή εκείνη η λέξη Rakı περιέγραφε όλα τα αποστάγματα. Μετέπειτα μέσω της οθωμανικής αυτοκρατορίας η λέξη εισήχθη στις γλώσσες των λαών που αποτελούσαν την αυτοκρατορία. Έτσι στην ελληνική, την τουρκική και την ρουμάνικη γλώσσα βρίσκουμε τα λήμματα Ρακή - Ρακί, Rakı και Rachie αντίστοιχα. Στις υπόλοιπες σλαβικές γλώσσες η λέξη μετατρέπεται σε Rakia - Rakija (Βουλγάρικα ракия, πρώην Γιουγκοσλαβικές γλώσσες ракија, αλβανική Rakia ή Raki)[3].
Στις περισσότερες σλαβικές χώρες των Βαλκανίων υπάρχει στην νομοθεσία ο ορισμός των αποσταγμάτων φρούτων, στεμφύλων φρούτων, μελιού, σιτηρών και κονδύλων ηλίανθου ως Rakija. Στην τουρκική νομοθεσία χρησιμοποιείται ο όρος Rakı για το απόσταγμα σούμας σταφυλής ή/και σταφίδας με προσθήκη γλυκάνισου. Στην Ελλάδα δεν ορίζεται από την νομοθεσία ο όρος ρακί αλλά χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη. Η θηλυκή εκδοχή του ονόματος χρησιμοποιείται συχνά ανεπίσημα στην Ανατολική Κρήτη και τη νησιωτική Ελλάδα για την περιγραφή της τσικουδιάς, του ποτού μονής απόσταξης στεμφύλων ή/και ακόμα του σύκου. Στην ηπειρωτική Ελλάδα ο όρος έπαψε να χρησιμοποιείται τόσο έντονα αφότου νομοθετήθηκε το τσίπουρο για παρομοια προϊόντα διπλής απόσταξης και το ούζο. Η χρήση του δεν έχει σταματήσει πλήρως όπου αυτό φαίνεται από την χρήση του σε λέξεις όπως ρακοκάζανο, ρακοπότηρο κ.α. Στην Ήπειρο συνηθίζεται η απόσταξη κορόμηλων (κούμπλα), μούρων (συκάμια) και σταφυλιών, όπου ο όρος ρακί χρησιμοποιείται ακόμη. Στις βλαχόφωνες περιοχές χρησιμοποιείται ο όρος Αρακί για την περιγραφή του αλκοολούχου ποτού γενικότερα στην καθομιλουμένη.
Τα είδη της ρακής κατηγοριοποιούνται ανάλογα την πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε. Τα πιο συνήθη φρούτα που αποστάζονται στον Ελλαδικό χώρο είναι τα κορόμηλα, τα δαμάσκηνα, τα σύκα, τα κυδώνια, τα κούμαρα, το σταφύλι και φυσικά τα στέμφυλα σταφυλής. Τα τελευταία χρόνια γίνονται δοκιμές στην απόσταξη και του φραγκόσυκου.
Ως προς τη φάση της διαδικασίας της απόστασης:
Ως προς την πρώτη ύλη της απόσταξης:
Φρούτο | Βουλγαρία | Βοσνία Ερζεγοβίνη, Κροατία, Π.Γ.Δ.Μ., Μαυροβούνιο και Σερβία | Ελλάδα | Τουρκία | Αλβανία, Κόσοβο |
---|---|---|---|---|---|
Βασικά είδη | |||||
Κορόμηλο | Джанкова (Ntzakova) | Mirobalana Rakija | Ρακί Κορόμηλου (Raki koromilou) | düz erik rakısı | Raki Kumbulle |
Δαμάσκηνο (slivovitz) | сливова (slivova) сливовица (slivovitsa) | šljivovica, шљивовица, шливка, сливка | Ρακί Δαμάσκηνου (Raki damaskinou) | düz erik rakısı | Raki Kumbulle |
Σταφύλι | гроздова (grozdova) гроздовица (grozdovitsa) мускатова (muskatova) лозова (lozova) |
lozovača/loza, лозова ракија/лозовача/лоза | Ρακί σταφυλής (raki stafylis) | düz üzüm rakısı | Raki Rrushi |
Στέμφυλα σταφυλής | джиброва (dzhibrova) джибровица (dzhibrovitsa) шльокавица (shlyokavitsa) |
komovica, комова ракија/комовица | Τσίπουρο-Τσικουδιά (tsipouro-tsikoudia) | düz üzüm posası rakısı | Raki bollëku i rrushit |
Βερίκοκο | кайсиева (kaysieva) | mareličarka, kajsijevača, кајсијевача | Ρακί βερίκοκου (raki verikokou) | düz kayısı rakısı | Raki Kajsi |
Ροδάκινο | прасковена (praskovena) | rakija od breskve, ракија од брескве, breskavica | Ρακί ροδάκινου (raki rodakinou) | düz şeftali rakısı | Raki Pjeshkë |
Αχλάδι | крушoва (krushova) | kruškovača/vilijamovka, крушковача/виљамовка, крушка | Ρακί αχλαδιού (raki achladiou) | düz armut rakısı | Raki Dardhe |
Μήλο | ябълкова (yabalkova) | jabukovača, јабуковача | Ρακί μήλου (raki milou) | düz elma rakısı | Raki Molle |
Μούρο | черничева (chernicheva) | dudova rakija/dudovača/dudara, дудова ракија/дудовача/дудара | Ρακί μούρων (raki mouron) | düz dut rakısı | Raki Manaferrat |
Κυδώνι | дюлева (dyuleva) | dunjevača, дуњевача | Ρακί κυδωνιού (raki kydoniou) | düz ayva rakısı | Raki Ftoni |
Σύκο | смокинова (smokinova) | smokovača, смоквача | Ρακί σύκου (raki sykou) | düz incir rakısı | Raki Fik |
Κεράσι | черешова (chereshova) | trešnjevača | Ρακί κερασιού (raki kerasiou) | düz kiraz rakısı | Raki Qershie |
Μείγμα φρούτων | плодова (plodova) | — | Ρακί φρούτων (raki frouton) | düz meyve rakısı | - |
Βύσσινο | вишновка (vishnovka) | višnjevac/višnjevača, вишњевача | Ρακί βύσσινου (raki vyssinou) | düz vişne rakısı | - |
Μέλι | медена (medena) | medenica, medovača, medica, zamedljana, медовача/medovača | Ρακί μελιού (raki meliou) | düz bal rakısı | Raki nga mjaltë |
Με εκχύλιση | |||||
με τριαντάφυλλο | гюлова (gyulova) | ružica | - | - | - |
με βότανα | билкова (bilkova) | travarica, траварица/trava | - | - | - |
με Μύρτιλα | - | borovnička, боровничка | - | - | - |
με κέδρο | - | klekovača, клековача | Ρακί (ακολουθεί φρούτο που χρησιμοποιήθηκε)
με κέδρο (raki me kedro) |
- | - |
με Μέλι ** | - | - | Ρακόμελο (rakomelo) | - | - |
με γλυκάνισο | анасонлийка (anasonliyka) | - | Τσίπουρο με γλυκάνισο / tsipouro me glykaniso | anason rakısı | - |
με Μαστίχα | - | mastika, мастика | Ρακί (ακολουθεί φρούτο που χρησιμοποιήθηκε)
με μαστίχα (raki me mastixa) |
sakız rakısı | - |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.