From Wikipedia, the free encyclopedia
Το πολίτευμα της Ισπανίας είναι Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Αρχηγός Κράτους είναι ο εκάστοτε Ισπανός Μονάρχης και αρχηγός Κυβερνήσεως, ο Πρωθυπουργός. Το σύστημα είναι πολυκομματικό, με την κυβέρνηση να ασκεί εκτελεστική εξουσία και τα δύο σώματα του Κοινοβουλίου να ασκούν την κεντρική νομοθετική εξουσία. Η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη. Η χώρα έχει Σύνταγμα που τέθηκε σε ισχύ στις 29 Δεκεμβρίου του 1978. Στις 3 Οκτωβρίου του 2008 εγκρίθηκαν 4 διατάγματα από την κυβέρνηση και αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά επίσημα οι αδικίες που έγιναν σε βάρος των δημοκρατικών πολιτών από τον εμφύλιο πόλεμο και τη μετέπειτα δικτατορία του Φρανσίσκο Φράνκο[1].
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο Ισπανός μονάρχης, που σήμερα είναι ο Φίλιππος ΣΤ΄, είναι ο αρχηγός του ισπανικού κράτους, σύμβολο της ενότητας και της συνέχειάς του, ο οποίος διαιτητεύει και μετριάζει την τακτική λειτουργία των κυβερνητικών θεσμών και αναλαμβάνει την ανώτατη εκπροσώπηση της Ισπανίας στις διεθνείς της σχέσεις, ειδικά με εκείνες που αποτελούν μέρος της ιστορικής της κοινότητας.[2]
Ο τίτλος του είναι Βασιλιάς της Ισπανίας, αν και μπορεί να χρησιμοποιήσει όλους τους υπόλοιπους τίτλους του Στέμματος. Το Στέμμα, ως σύμβολο της ενότητας του έθνους, έχει διπλή λειτουργία. Πρώτον, αντιπροσωπεύει την ενότητα του κράτους στη οργανική διάκριση των εξουσιών. Ως εκ τούτου, διορίζει τον Πρωθυπουργό, συγκαλεί και διαλύει το Κοινοβούλιο, μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων του. Δεύτερον, εκπροσωπεί το ισπανικό κράτος στο σύνολό του σε σχέση με τις αυτόνομες κοινότητες, τα δικαιώματα των οποίων είναι συνταγματικά υποχρεωμένος να σέβεται.[3]
Ο Βασιλιάς ανακηρύσσεται από το Κοινοβούλιο (Cortes Generales) και πρέπει να ορκιστεί να εκτελεί πιστά τα καθήκοντά του, να τηρεί το σύνταγμα και τους νόμους και να διασφαλίζει την τήρησή τους. καθώς και να σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών και τα δικαιώματα των αυτόνομων κοινοτήτων.[4]
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ισπανίας, εναπόκειται στον Βασιλιά:[5][6]
Όλοι οι πρεσβευτές και άλλοι διπλωματικοί αντιπρόσωποι είναι λαμβάνουν τα διαπιστευτήριά τους από αυτόν, ενώ οι ξένοι διπλωμάτες που βρίσκονται στην Ισπανία είναι διαπιστευμένοι σε αυτόν. Εκφράζει, επίσης, τη σύμφωνη γνώμη του κράτους για τη σύναψη διεθνών δεσμεύσεων μέσω συνθηκών. Έχει την εξουσία να κηρύσσει πόλεμο ή ειρήνη, έπειτα από την έγκριση του Κοινοβουλίου.
Στην πράξη, τα καθήκοντά του είναι ως επί το πλείστον εθιμοτυπικά και οι συνταγματικές διατάξεις είναι διατυπωμένες κατά τρόπο που να καθιστούν σαφή τον αυστηρά ουδέτερο και ακομμάτιστο χαρακτήρα του αξιώματός του.[7][8] Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες του Συντάγματος έκαναν προσεκτική χρήση της έκφρασης «είναι καθήκον του Βασιλιά», παραλείποντας σκόπιμα λέξεις, όπως «εξουσία», «ιδιότητα» ή «αρμοδιότητα», εξαλείφοντας έτσι κάθε έννοια μοναρχικών προνομίων, εντός της κοινοβουλευτικής μοναρχίας.[9]
Με τον ίδιο τρόπο, ο Βασιλιάς δεν έχει υπέρτατη ελευθερία κατά την άσκηση των προαναφερθέντων εξουσιών του. Όλα αυτά πλαισιώνονται, περιορίζονται ή ασκούνται σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους ή μετά από αίτημα της εκτελεστικής εξουσίας ή εξουσιοδότηση του νομοθετικού σώματος.[9]
Ο Βασιλιάς είναι ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά η εξουσία του επί του ισπανικού στρατού έχει μόνο συμβολική σημασία και όχι πραγματική.[8] Παρόλα αυτά, το αξίωμα του Βασιλιά ως αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων και σύμβολο της εθνικής ενότητας έχει ασκηθεί, κυρίως στο στρατιωτικό πραξικόπημα της 23ης Φεβρουαρίου 1981, όταν ο Βασιλιάς Χουάν Κάρλος Α΄ απευθύνθηκε στο λαό με τηλεοπτικό διάγγελμα, καταγγέλλοντας το πραξικόπημα και υποστηρίζοντας τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την έγκαιρη καταστολή της εξέγερσης.[8]
Το Ισπανικό Σύνταγμα, που εκδόθηκε το 1978, καθιέρωσε ρητά ότι ο Χουάν Κάρλος Α΄ είναι ο νόμιμος κληρονόμος της ισπανικής δυναστείας.[10] Η αναφορά αυτή εξυπηρετούσε δύο σκοπούς. Πρώτον, υπογράμμιζε ότι η θέση του Βασιλιά προέρχεται από το Σύνταγμα, πηγή μέσα από την οποία το αξίωμα νομιμοποιείται δημοκρατικά. Δεύτερον, επαναβεβαίωνε τη δυναστική νομιμότητα του προσώπου του Χουάν Κάρλος Α΄, όχι τόσο για να τερματίσει τις ιστορικές δυναστικές διαμάχες, αλλά προκειμένου να αφαιρέσει όλα τα δικαιώματα διαδοχής από τον πατέρα του Πρίγκιπα Χουάν, Κόμη της Βαρκελώνης.[11] Ο Χουάν αναγνώρισε τον Χουάν Κάρλος ως Βασιλιά, δύο χρόνια μετά την άνοδο του τελευταίου στο θρόνο. Ο Χουάν Κάρλος Α΄ ήταν ο συνταγματικός Βασιλιάς της Ισπανίας από το 1978 έως το 2014, όταν και παραιτήθηκε υπέρ του γιου του, Φιλίππου ΣΤ΄.
Το σύνταγμα ορίζει επίσης ότι η μοναρχία είναι κληρονομική, σύμφωνα με τους κανόνες της αρσενικής πρωτοτοκίας. Η νεότερη γραμμή προηγείται από την παλαιότερη και ο στενότερος βαθμός συγγένειας προηγείται του πιο μακρινού. Εντός του ίδιου βαθμού συγγένειας το αρσενικό προηγείται του θηλυκού, ενώ ανάμεσα στο ίδιο φύλο, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία προηγούνται των νεότερων.[10] Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι το Στέμμα περνάει στον πρωτότοκο, ο οποίος θα έχει προτεραιότητα έναντι των αδελφών και των ξαδέλφων του. Γυναίκες μπορούν να ανέλθουν στο θρόνο μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν μεγαλύτερους ή νεότερους άντρες αδελφούς. Ακόμη σύμφωνα με τη λεγόμενη «τακτική τάξη εκπροσώπησης», τα εγγόνια έχουν προτεραιότητα έναντι γονέων, θείων ή αδελφών του αποθανόντος βασιλιά.[11] Σε περίπτωση που έχουν εξαντληθεί όλες οι πιθανές νόμιμες διατάξεις της πρωτοτοκίας και της εκπροσώπησης, τότε τα Γενικά Δικαστήρια μπορούν να επιλέξουν έναν διάδοχο, ο οποίος «θα ταιριάζει καλύτερα στο συμφέρον της Ισπανίας». Ο διάδοχος κατέχει τον τίτλο του Πρίγκιπα ή της Πριγκίπισσας των Αστουριών. Η σημερινή Διάδοχος του ισπανικού θρόνου είναι η Πριγκίπισσα Ελεονώρα των Αστουριών.
Η νομοθετική εξουσία αποτελεί αρμοδιότητα του Ισπανικού Κοινοβουλίου (Cortes Generales). Το όνομα «Cortes» είναι σε χρήση από τους Μεσαιωνικούς Χρόνους, ενώ ο προσδιορισμός «Generales» προστέθηκε στο Σύνταγμα του 1978 για να υποδηλώσει τον εθνικό χαρακτήρα του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι τα νομοθετικά σώματα ορισμένων αυτόνομων κοινοτήτων φέρουν επίσης την ονομασία «Cortes».[12][13] Το Κοινοβούλιο είναι ο ανώτατος θεσμός εκπροσώπησης του ισπανικού λαού. Αποτελείται από δύο σώματα, τη Βουλή των Αντιπροσώπων (Congreso de los Diputados) και τη Γερουσία (Senado). Τα Κοινοβούλιο ασκεί τη νομοθετική εξουσία του κράτους, εγκρίνοντας τον προϋπολογισμό και ελέγχοντας τις ενέργειες της κυβέρνησης. Όπως και στα περισσότερα κοινοβουλευτικά συστήματα, το μεγαλύτερο μέρος της νομοθετικής εξουσίας είναι στα χέρια της λεγόμενης κάτω βουλής, δηλαδή της Βουλής των Αντιπροσώπων.[8] Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων προεδρεύει της ολομέλειας των δύο σωμάτων του Κοινοβουλίου.
Κάθε σώμα του Κοινοβουλίου συνεδριάζει σε ξεχωριστούς χώρους και εκτελεί τα καθήκοντά του ξεχωριστά, εκτός από συγκεκριμένες σημαντικές περιστάσεις, οπότε απαιτείται να διεξαχθεί η ολομέλεια. Τέτοιες περιστάσεις περιλαμβάνουν την επεξεργασία νομοσχεδίων που προτείνονται από την εκτελεστική εξουσία, από ένα από τα σώματα του Κοινοβουλίου, από μια αυτόνομη κοινότητα ή λόγω λαϊκής πρωτοβουλίας. Ακόμα, η έγκριση ή τροποποίηση του προϋπολογισμού του κράτους, που προτείνεται από τον πρωθυπουργό, απαιτεί την ολομέλεια των δύο σωμάτων του Κοινοβουλίου.[7]
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ενσωματώνει το ελάχιστο 300 και το μέγιστο 400 βουλευτές (επί του παρόντος αποτελείται από 350), που εκλέγονται με καθολική, ελεύθερη, ίση, άμεση και μυστική ψηφοφορία. Η θητεία τους είναι τετραετής ή μέχρι τη διάλυση του σώματος του Κοινοβουλίου. Το σύστημα ψηφοφορίας που χρησιμοποιείται είναι αυτό της αναλογικής εκπροσώπησης με κλειστούς κομματικούς καταλόγους, σύμφωνα με τη Μέθοδο Ντ΄ Οντ. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, κάθε επαρχία αποτελεί μία εκλογική περιφέρεια και πρέπει να της αποδοθούν τουλάχιστον 2 βουλευτές. Στις αυτόνομες πόλεις Θέουτα και Μελίγια αποδίδονται σε έκαστη ένας βουλευτής.[14]
Η Βουλή των Αντιπροσώπων μπορεί να εισάγει νομοθεσία και έχει επίσης την εξουσία να επικυρώσει ή να απορρίψει κάποιο νομοσχέδιο, που προτείνεται από την εκτελεστική εξουσία. Επίσης, εκλέγει, μέσω ψηφοφορίας, τον επικεφαλής της κυβέρνησης («πρωθυπουργό»), προτού εκείνος ορκιστεί ενώπιον του Βασιλιά.[7] Η Βουλή των Αντιπροσώπων μπορεί να υιοθετήσει μια πρόταση μομφής, με την οποία, εφόσον εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών, μπορεί να καθαιρέσει έναν πρωθυπουργό. Από την άλλη, ο πρωθυπουργός μπορεί να ζητήσει ανά πάσα στιγμή ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Εάν δεν πετύχει να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στην ψήφο αυτή, τότε το Κοινοβούλιο διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές.[15]
Το δεύτερο σημαντικότερο σώμα του Κοινοβουλίου είναι η Γερουσία. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σώμα εδαφικής εκπροσώπησης. Τέσσερις γερουσιαστές εκλέγονται για κάθε επαρχία της Ισπανίας, με εξαίρεση τις νησιωτικές επαρχίες, στις οποίες ο αριθμός των γερουσιαστών ποικίλλει: τρεις γερουσιαστές εκλέγονται για κάθε ένα από τα τρία μεγάλα νησιά (Γκραν Κανάρια, Μαγιόρκα και Τενερίφη) και ένας γερουσιαστής για κάθε ένα από τα νησιά Ίμπιζα-Φορμεντέρα, Μινόρκα, Φουερτεβεντούρα, Λα Γκομέρα, Ελ Ιέρο Λανθαρότε και Λα Πάλμα. Οι αυτόνομες πόλεις Θέουτα και Μελίγια εκλέγουν έκαστη δύο γερουσιαστές.
Επιπλέον, η νομοθετική συνέλευση κάθε αυτόνομης κοινότητας εκλέγει έναν γερουσιαστή, καθώς και έναν για κάθε ένα εκατομμύριο κατοίκους. Αυτή η εκλογή πρέπει να ακολουθεί, επομένως, την αναλογική εκπροσώπηση. Στις εκλογές του 2011, το σύστημα αυτό επέτρεψε την εκλογή 266 γερουσιαστών, 208 από τους οποίους εξελέγησαν και 58 διορίστηκαν από τις αυτόνομες κοινότητες. Οι γερουσιαστές υπηρετούν για μια τετραετή θητεία ή μέχρι τη διάλυση του Κοινοβουλίου. Ακόμα κι αν το Σύνταγμα αναφέρεται ρητά στη Γερουσία ως αίθουσα εδαφικής εκπροσώπησης, μόνο το ένα πέμπτο των γερουσιαστών αντιπροσωπεύουν πραγματικά τις αυτόνομες κοινότητες.[8] Δεδομένου ότι το Σύνταγμα επέτρεψε τη δημιουργία αυτόνομων κοινοτήτων, αλλά η ίδια η διαδικασία ήταν «εμβρυϊκής» φύσης, η συντακτική συνέλευση επέλεξε την επαρχία ως βάση για την εδαφική εκπροσώπηση.[16]
Η Γερουσία έχει λιγότερη εξουσία από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Μπορεί να ασκεί βέτο σε προτεινόμενη νομοθεσία, αλλά το βέτο της μπορεί να ανατραπεί από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η μόνη αποκλειστική εξουσία της αφορά τις αυτόνομες κοινότητες, με αποτέλεσμα να λειτουργεί σύμφωνα με τη φύση της «εδαφικής εκπροσώπησης». Η γενική πλειοψηφία των γερουσιαστών είναι το θεσμικό όργανο που εξουσιοδοτεί την κυβέρνηση να λάβει μέτρα για την επιβολή της συμμόρφωσης μιας αυτόνομης κοινότητας με τα συνταγματικά της καθήκοντα, όταν τα παραβιάζει.[17][18][19] Για πρώτη φορά, την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017, η Γερουσία επικαλούμενη το άρθρο 155 του συντάγματος έδωσε στην κεντρική κυβέρνηση την εξουσία να απομακρύνει την κυβέρνηση της αυτόνομης περιφέρειας της Καταλονίας, επειδή ενήργησε κατά του συντάγματος του 1978, διενεργώντας ένα παράνομο δημοψήφισμα την 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους.[20][21]
Σε εθνικό επίπεδο, η εκτελεστική εξουσία της Ισπανίας ασκείται μόνο από την «Κυβέρνηση». Ο Βασιλιάς είναι ο αρχηγός του κράτους, αλλά το Σύνταγμα δεν αποδίδει σε αυτόν οποιαδήποτε εκτελεστική λειτουργία. Η Κυβέρνηση αποτελείται από τον Πρωθυπουργό, γνωστό και ως Πρόεδρο της Κυβέρνησης, από ένα ή περισσότερους Αντιπροέδρους της Κυβέρνησης και τους Υπουργούς. Το συλλογικό όργανο που αποτελείται από τον πρωθυπουργό, τους αντιπροέδρους και όλους τους υπουργούς αποκαλείται «Υπουργικό Συμβούλιο». Η Κυβέρνηση είναι υπεύθυνη τόσο για την εσωτερική όσο και για την εξωτερική πολιτική, καθώς και για τις αμυντικές και οικονομικές πολιτικές.[8]
Πρωθυπουργός της Ισπανίας από τις 2 Ιουνίου 2018 είναι ο Πέδρο Σάντσεθ, γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Η σημερινή κυβέρνηση αποτελείται από τον Πρωθυπουργό, την Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Κάρμεν Κάλβο και τους κάτωθι 17 Υπουργούς:
Το Σύνταγμα του 1978 εγκαθίδρυσε το λεγόμενο «Συμβούλιο Επικρατείας», ένα ανώτατο συμβουλευτικό όργανο της ισπανικής κυβέρνησης.[22] Αν και το σώμα υπήρχε κατά διαστήματα από τους μεσαιωνικούς χρόνους, η τρέχουσα σύνθεσή του και η φύση του έργου του ορίζονται στο Σύνταγμα και τους μεταγενέστερους νόμους που έχουν δημοσιευθεί. Αποτελείται επί του παρόντος από έναν πρόεδρο, ο οποίος διορίζεται από το υπουργικό συμβούλιο, αρκετούς συμβούλους — πρώην πρωθυπουργοί της Ισπανίας, διευθυντές ή πρόεδροι της Βασιλικής Ακαδημίας, της Βασιλικής Ακαδημίας Νομολογίας και Νομοθεσίας, της Βασιλικής Ακαδημίας Ιστορίας, του Κοινωνικού και Οικονομικού Συμβουλίου, τον Γενικό Εισαγγελέα του Κράτους, τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων, τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας, τον Διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας του Κράτους και τους προέδρους της Γενικής Επιτροπής Κωδικοποίησης και Δικαίου — αρκετούς μόνιμους συμβούλους, διορισμένους με διάταγμα, και όχι περισσότερους από δέκα εκλεγμένους συμβούλους, εκτός του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας λειτουργεί μόνο ως συμβουλευτικό όργανο, το οποίο μπορεί να γνωμοδοτεί, εφόσον του ζητηθεί, και να προτείνει εναλλακτικές λύσεις σε ζητήματα που παρουσιάζονται.[23][24]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.