χημική ένωση From Wikipedia, the free encyclopedia
Η πεθιδίνη ή μεπεριδίνη είναι συνθετικό οπιοειδές, το οποίο χρησιμοποιείται ως αναλγητικό στον μέτριο και έντονο πόνο. Ήταν το πρώτο συνθετικό οπιοειδές που παρασκευάστηκε, το 1932 από τον χημικό Όττο Άισλιμπ. Οι αναλγητικές του ιδιότητες ανακαλύφθηκαν από τον Όττο Στσάουσμαν, ο οποίος δούλευε για την IG Farben.[1] Η μεπεριδίνη μπορεί να χορηγηθεί είτε μέσω του στόματος είτε πιο συχνά ενδομυϊκά. Η δράση της διαρκεί 2-4 ώρες και γι’ αυτό τον λόγο χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του πόνου του τοκετού και έχει χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο της μορφίνης και της ηρωίνης στους εθισμένους. Η μεπεριδίνη επίσης μπορεί να καταστείλει την αναπνοή. Όταν χορηγείται ενδοφλέβια, η μεπεριδίνη προκαλεί διαστολή των αγγείων στην περιφέρεια και στον εγκέφαλο, αύξηση της αιματικής ροής, αύξηση του ΕΝΥ και μπορεί επίσης να αυξήσει την καρδιακή συχνότητα. Όμως, όταν χορηγείται από το στόμα δεν επιδρά στο καρδιαγγειακό σύστημα. Μεγάλες δόσεις προκαλούν άγχος, τρόμο και μυϊκές συσπάσεις, διαστέλλει την κόρη του ματιού και αυξάνει τα αντανακλαστικά. Προκαλεί εθισμό, αν και είναι λιγότερο εθιστική από τη μορφίνη.[2]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.