From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο θείος μου (γαλλικά: Mon Oncle) είναι μια κωμωδία του Γάλλου σκηνοθέτη Ζακ Τατί, γυρισμένη το 1958. Είναι η πρώτη από τις ταινίες του Τατί που κυκλοφόρησε με χρώμα[7] και κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας,[8] Ειδικό Βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών 1958,[9] και Βραβείο Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, λαμβάνοντας περισσότερες διακρίσεις από οποιαδήποτε άλλη κινηματογραφική δουλειά του Τατί.
Ο θείος μου | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Ζακ Τατί[1][2][3] |
Παραγωγή | Ζακ Τατί |
Σενάριο | Ζακ Τατί και Ζαν Λοτ |
Πρωταγωνιστές | Ζακ Τατί[1][2][4], Ζαν Πιερ Ζολά[1][2][4], Μπέτυ Σνάιντερ[1][2][5], Ντενίζ Περόν[5], Εντουάρ Φρανκόμ[5], Ζαν Κλοντ Ρεμολό[5], Ζαν Φρανσουά Μαρτιάλ[6][5], Λισιέν Φρεγκί[2][6][5], Μαξ Μαρτέλ[5], Nicolas Bataille[5], Νικόλ Ρενό και Pierre Étaix |
Μουσική | Αλέν Ρομάν |
Φωτογραφία | Jean Bourgoin |
Μοντάζ | Συζάν Μπαρόν |
Εταιρεία παραγωγής | Gaumont Film Company |
Διανομή | Gaumont Film Company και Netflix |
Πρώτη προβολή | 10 Μαΐου 1958 |
Διάρκεια | 117 λεπτά |
Προέλευση | Γαλλία και Ιταλία |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η ταινία επικεντρώνεται στον αντικοινωνικό αλλά αξιαγάπητο χαρακτήρα του κυρίου Ιλό και την δονκιχοτική του πάλη με την εμμονή της μεταπολεμικής Γαλλίας με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, την εκμηχάνιση και τον καταναλωτισμό. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ταινίες του Τατί, Ο θείος μου είναι σε μεγάλο βαθμό μια οπτική κωμωδία. Το χρώμα και ο φωτισμός χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν στην αφήγηση της ιστορίας. Οι διάλογοι στην ταινία Ο θείος μου μόλις και μετά βίας ακούγονται και σε μεγάλο βαθμό υποτάσσονται στον ρόλο των ηχητικών εφέ. Μακρινοί θόρυβοι έντονων διαφωνιών και καροϊδιών συμπληρώνουν άλλους ήχους και τις φυσικές κινήσεις των χαρακτήρων, εντείνοντας το κωμικό αποτέλεσμα. Το περίπλοκο σάουντρακ χρησιμοποιεί επίσης μουσική για να χαρακτηρίσει το περιβάλλον.
Στην πρώτη του προβολή το 1958 στη Γαλλία, Ο θείος μου καταγγέλθηκε από ορισμένους κριτικούς που θεώρησαν ότι προβάλλει μια αντιδραστική άποψη για μια αναδυόμενη γαλλική καταναλωτική κοινωνία, η οποία είχε πρόσφατα αγκαλιάσει ένα νέο κύμα βιομηχανικού εκσυγχρονισμού και μια πιο άκαμπτη κοινωνική δομή.[10] Ωστόσο, αυτή η κριτική σύντομα υποχώρησε ενόψει της τεράστιας δημοτικότητας της ταινίας στη Γαλλία και στο εξωτερικό – ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου η αχαλίνωτη κατανάλωση και η ύφεση είχαν προκαλέσει δεξιούς και αριστερούς να αμφισβητήσουν τις οικονομικές και κοινωνικές αξίες της εποχής.[11] Η ταινία ήταν μία ακόμη μεγάλη επιτυχία για τον Τατί, που έκοψε συνολικά 4.576.928 εισιτήρια στη Γαλλία.[12]
Ο κύριος Ιλό (Ζακ Τατί) είναι ο ονειροπόλος, ρομαντικός και λατρεμένος θείος του εννιάχρονου Ζεράρ Αρπέλ, ο οποίος ζει με τους υλιστές γονείς του, τον κύριο και την κυρία Αρπέλ, σε ένα υπερσύγχρονο γεωμετρικό σπίτι με κήπο, τη Βίλα Αρπέλ, σε ένα μοντέρνο προάστιο του Παρισιού, που βρίσκεται λίγο πιο πέρα από τα ερειπωμένα πέτρινα κτίρια των παλιών γειτονιών της πόλης. Οι γονείς του Ζεράρ έχουν εγκλωβιστεί σε μια μηχανιστική διαβίωση με επίκεντρο την εργασία, τους προκαθορισμένους ρόλους των δύο φύλων, την απόκτηση γοήτρου μέσα από την ιδιοκτησία και την προσπάθεια εντυπωσιασμού των καλεσμένων τους με αντικείμενα όπως ένα ιχθυόμορφο σιντριβάνι στο κέντρο του κήπου, το οποίο ενεργοποιείται μόνο για χάρη των σημαντικών επισκεπτών.
Κάθε στοιχείο της Βίλας Αρπέλ έχει σχεδιαστεί στιλιστικά και όχι λειτουργικά, δημιουργώντας ένα περιβάλλον εντελώς αδιάφορο για την άνεση ή την έλλειψη άνεσης των ενοίκων της. Επιλέγοντας τη μοντέρνα αρχιτεκτονική ως αντικείμενο της σάτιράς του, ο Τατί είπε κάποτε: "Les lignes géométriques ne rendent pas les gens aimables" (Οι γεωμετρικές γραμμές δεν παράγουν συμπαθείς ανθρώπους). Από άβολα τοποθετημένα σκαλοπατάκια, δύσκολα στο κάθισμα έπιπλα, μέχρι μια κουζίνα γεμάτη εκκωφαντικά δυνατές συσκευές, κάθε όψη της Βίλας Αρπέλ υπογραμμίζει την έλειψη πρακτικότητας της επιφανειακής αισθητικής και των ηλεκτρικών γκάτζετ για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής.
Παρά την επιφανειακή ομορφιά του μοντέρνου σχεδιασμού του, το σπίτι των Αρπέλ είναι εντελώς απρόσωπο, όπως και οι ίδιοι οι Αρπέλ. Στην πραγματικότητα, η κυρία και ο κύριος Αρπέλ έχουν υποτάξει πλήρως την προσωπικότητά τους για να διατηρήσουν την κοινωνική τους θέση και τα λαμπερά νέα υπάρχοντά τους. Ο Τατί τονίζει τα θέματά του γύρω από τον τρόπο ζωής Αρπέλ (καθώς και τον αυτοματοποιημένο χώρο εργασίας του κυρίου Αρπέλ, την εταιρεία Plastac) με μονόχρωμες αποχρώσεις και συννεφιασμένες μέρες.
Αντίθετα, ο κύριος Ιλό ζει σε μια παλιά και υποβαθμισμένη συνοικία της πόλης. Είναι άνεργος και κυκλοφορεί στην πόλη είτε με τα πόδια είτε με ένα μηχανοκίνητο ποδήλατο VéloSoleX. Ο Ζεράρ, βαριεστημένος από τη στειρότητα και τη μονοτονία της ζωής του με τους γονείς του, προσκολλάται στον θείο του με κάθε ευκαιρία. Ο Ιλό, λίγο παιδί και ο ίδιος μερικές φορές, είναι πολύ άνετος με τον Ζεράρ, αλλά και εντελώς αναποτελεσματικός στο να ελέγχει τον ίδιο και τους φίλους του, που χαίρονται να ταλαιπωρούν τους ενήλικες με τις φάρσες τους.[10] Εξοργισμένοι από την εμφανή ανωριμότητα του συγγενή τους, οι Αρπέλ σχεδιάζουν να τον φορτώσουν σύντομα με οικογενειακές και εργασιακές ευθύνες.[10]
Τα σκηνικά της ταινίας, σχεδιασμένα από τον Ζακ Λαγκράνζ, κατασκευάστηκαν το 1956 στα Victorine Studios (τώρα γνωστά ως Studios Riviera), κοντά στη Νίκαια, και γκρεμίστηκαν μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων.[13]
Μια αγγλόφωνη έκδοση της ταινίας, εννέα λεπτά μικρότερη από την αρχική, και κυκλοφόρησε με τον μεταφρασμένο τίτλο My Uncle, γυρίστηκε ταυτόχρονα με τη γαλλόφωνη έκδοση. Υπάρχουν μικρές διαφορές στη σκηνοθεσία των σκηνών και στις ερμηνείες. Στην αγγλόφωνη έκδοση, οι γαλλικές πινακίδες αντικαθίστανται από πινακίδες στα αγγλικά. Οι βασικοί διάλογοι μεταγλωττίζονται στα αγγλικά, αν και οι φωνές παρασκηνίου παραμένουν στα γαλλικά.
Ο Ηλίας Φραγκούλης έγραψε για την ταινία:
Όπως και στις περισσότερες ταινίες του Τατί, το χιούμορ είναι εγκεφαλικότατο, εκκεντρικά ευφάνταστο και απαιτεί την προσοχή με όλες τις αισθήσεις σας. Τα αστεία είναι πιο συχνά σωματικά, η πλήξη της σιωπής σας κλείνει το μάτι πονηρά έτσι ώστε να δώσετε περισσότερο βάρος στις λεπτομέρειες της ηχητικής μπάντας, ενώ ο κύριος Ιλό… ε, δεν χρειάζεται συστάσεις, πιστέψτε με. Πέρα από τους αστεϊσμούς και το προφανές, όμως, ο «Θείος μου» είναι μια καταθλιπτική εμπειρία, πολυεπίπεδη σε αναγνώσεις, που ανήκει σε έναν αναχρονιστικό τόπο γέννησης για να μας διδάξει – με διαχρονική σημασία – την απώλεια των ανθρώπινων χαρακτηριστικών εντός του όποιου αναπτυσσόμενου κοινωνικού συστήματος. Από τη μεμψιμοιρία του Τατί δεν γλιτώνει ούτε ο κύριος Ιλό, ούτε κανένας από το σόι του, κι ας βρίσκουν στιγμές ελευθέριας θαλπωρής. Είναι παροδικές. Γιατί στο σύστημα δε μπορείς να επιβιώσεις ως θεατής. Εκτός κι αν είσαι… σκυλί! Προσέξτε τους αδέσποτους μικρούς τετράποδους φίλους μας όταν ξαμολιούνται στην οθόνη, ζηλέψτε τη χαρά της δικής τους ζωής, βγάλτε τα… λουριά σας και ακολουθήστε τους. Ίσως αυτά ξέρουν κάποιο μονοπάτι που βγάζει πέρα από μπουλντόζες ή ψυχρά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα μιας φουτουριστικής ζωής που μόνο τον άνθρωπο δε λογαριάζει.[14]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.