Remove ads
οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ)[1] είναι ένας όρος-ομπρέλα για την ομάδα των πολιτικών που αποσκοπούν στη σύγκλιση των οικονομιών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τρία στάδια. Οι πολιτικές καλύπτουν τα 20 μέλη της Ευρωζώνης, καθώς και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός του ευρώ.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Κάθε στάδιο της ΟΝΕ αντιστοιχεί σε προοδευτικά στενότερη οικονομική ολοκλήρωση. Μόνο όταν ένα μέλος συμμετέχει στο τρίτο στάδιο επιτρέπεται να υιοθετήσει το ευρώ ως επίσημο νόμισμα. Ως εκ τούτου, το τρίτο στάδιο είναι σε μεγάλο βαθμό συνώνυμο με την Ευρωζώνη. Τα κριτήρια σύγκλισης του ευρώ είναι το σύνολο των απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου μια χώρα να ενταχθεί στην Ευρωζώνη. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι η συμμετοχή για τουλάχιστον δύο χρόνια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών ("ΕΜΣ 2"), κατά την οποία τα υποψήφια νομίσματα αποδεικνύουν την οικονομική τους σύγκλιση με τη διατήρηση περιορισμένης απόκλισης από το ισοτιμία-στόχο τους έναντι του ευρώ.
Είκοσι κράτη μέλη της ΕΕ έχουν εισέλθει στο τρίτο στάδιο και έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως το νόμισμά τους. Όλα τα νέα κράτη μέλη δεσμεύονται με τις συνθήκες ένταξής τους στην ΕΕ να συμμετάσχουν στο τρίτο στάδιο. Οι Συνθήκες της ΕΕ παρέχουν μόνο στη Δανία, της οποίας η ένταξη στην ΕΕ είναι προγενέστερη της εισαγωγής του κοινού νομίσματος, νομική εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή. Τα υπόλοιπα επτά μέλη της ΕΕ που βρίσκονται εκτός της ζώνης του ευρώ υποχρεούνται να εισέλθουν στο τρίτο στάδιο, όταν θα πληρούν όλα τα κριτήρια σύγκλισης.
Μέλη της ΟΝΕ είναι επισήμως και οι 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τη στενή έννοια, τα μέλη περιορίζονται στα είκοσι κράτη που συμμετέχουν στο τρίτο στάδιο, δηλαδή έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως νόμισμά τους. Αυτά είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Κροατία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Φινλανδία.
Οι υπόλοιπες έξι χώρες της ΕΕ δεν έχουν εισαγάγει ακόμα το ευρώ: η Δανία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σουηδία και η Τσεχία. Επίσης η Βουλγαρία, αναμένεται να ενταχθεί επίσημα στην ΟΝΕ και την Ευρωζώνη την 1η Ιανουαρίου 2025 και να γίνει επίσημα η 21η χώρα. Για τις χώρες αυτές εφαρμόζονται διαφορετικά είδη παρεκκλίσεων: ενώ η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (πρώην μέλος της ΕΕ), αλλά και τυπικά η Σουηδία (λόγω αρνητικού δημοψηφίσματος το 2006, εναντίον υιοθέτησης του Ευρώ) δεν υποχρεώθηκαν εξαρχής να συμμετάσχουν στην ΟΝΕ με ρήτρα εξαίρεσης, όλες οι άλλες χώρες πρέπει, σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, να συμμετάσχουν μόλις πληρούν τα κριτήρια σύγκλισης της ΕΕ. Ένα από αυτά τα κριτήρια είναι ο λεγόμενος Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών 2 (ΜΣΙ 2), όπου το νόμισμα της χώρας συνδέεται με το ευρώ για δύο χρόνια μέσα σε ένα ορισμένο εύρος διακύμανσης. Επί του παρόντος, μόνο η Δανία συμμετέχει στον ΜΣΙ 2.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ορισμένες χώρες που δεν ενταχθεί ακόμη στην ΟΝΕ και την Ευρωζώνη, και αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια μέλη της ΕΕ, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, δεν συμμορφώνονται πλήρως σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και παραβιάζουν ορισμένες συμφωνίες κάτι που τους έχει επισημανθεί πολλές φορές, να υιοθετήσουν ως επίσημο νόμισμα το Ευρώ για οικονομικούς λόγους, ενώ αντίστοιχα έπρεπε ήδη να είχαν ενταχθεί κανονικά εδώ και αρκετά χρόνια στην ΟΝΕ και την Ευρωζώνη, σε αντίθεση με άλλες χώρες που εντάχθηκαν πολύ νωρίτερα στην ΟΝΕ και την Ευρωζώνη, (όπως για παράδειγμα η Σλοβενία και η Κροατία) που δεν ήταν πλήρως ακόμα έτοιμες να ενταχθούν και έπρεπε κανονικά να περιμένουν μερικά χρόνια ακόμα, αλλά τελικά εντάχθηκαν σε αυτές επειδή τελείωσαν αρκετά γρήγορα τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Το εάν οι χώρες αυτές θα επιδιώξουν την εισαγωγή του ευρώ μόλις αυτό είναι οικονομικά εφικτό, θεωρείται ανοικτό. Η Σουηδία πληρούσε τα κριτήρια για την εισαγωγή του ευρώ πριν από την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2009/2010, αλλά δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ 2, καθώς ο πληθυσμός εκφράστηκε σε δημοψήφισμα (στις 14 Σεπτεμβρίου 2003) εναντίον του ευρώ. Η πρακτική αυτή είναι σε αντίθεση πάντως προς το πνεύμα της Συνθήκης. Έγινε ανεκτό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς η Σουηδία προσχώρησε στην ΕΕ αφού είχε ήδη αποφασιστεί η εισαγωγή της ΟΝΕ, αλλά το τρίτο στάδιο δεν είχε ακόμη επιτευχθεί. Κατ'αυτή την έννοια, η Σουηδία έχει ενός είδους «άτυπη εξαίρεση»[2][3]
Η αποχώρηση χωρών από τη νομισματική ένωση, όπως συζητείται δημόσια, για παράδειγμα, ως αποτέλεσμα της ελληνικής χρηματοπιστωτικής κρίσης από το 2010, δεν προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ. Κατά τη γνώμη πολλών, είναι δυνατή μόνο εάν μια χώρα εγκαταλείψει την ΕΕ στο σύνολό της (εν προκειμένω το άρθρο 50 της Συνθήκης ΕΕ) ή διαπραγματευόμενη μια συμπληρωματική συμφωνία, για παράδειγμα με τη μορφή συμπληρωματικού πρωτοκόλλου της Συνθήκης. Αυτό θα πρέπει να επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Ένα μέρος της βιβλιογραφίας, από την άλλη πλευρά, θα επιθυμούσε να δεχθεί ένα δικαίωμα μονομερούς απόσυρσης από τη νομισματική ένωση, όταν το οικείο κράτος μέλος δεν πληροί πλέον τα κριτήρια σύγκλισης[4].
Για να μπορέσουν να συμμετάσχουν στην ΟΝΕ, τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφωθούν με ορισμένους κανόνες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση σύγκλισης και σταθερότητας της οικονομικής και δημοσιονομικής τους κατάστασης. Αυτά τα κριτήρια σύγκλισης της ΕΕ (τα οποία επίσης αναφέρονται ως κριτήρια του Μάαστριχτ βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ) αναφέρονται στο άρθρο 140 της Συνθήκης[5].
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τα παρακάτω κριτήρια:
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ελέγχουν τουλάχιστον κάθε δύο έτη, αν τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει το ευρώ, πληρούν τα κριτήρια σύγκλισης. Μόλις ένα κράτος τα εκπληρώσει, μπορεί να υποβάλει αίτηση για ένταξη στο τελευταίο στάδιο της ΟΝΕ. Στη συνέχεια, η Επιτροπή προβαίνει σε έκφραση γνώμης, στην οποία λαμβάνονται υπόψη και άλλα κριτήρια, όπως η ολοκλήρωση της αγοράς, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και το κόστος εργασίας της χώρας. Σε αυτά τα κριτήρια δεν υπάρχουν όρια που πρέπει να τηρούνται. Επί της γνώμης της Επιτροπής διεξάγεται συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ακρόαση στο Κοινοβούλιο. Αποφασιστικής σημασίας για την ένταξη των υποψήφιων χωρών είναι η γνώμη του Συμβουλίου Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία μεταξύ των κρατών μελών που έχουν ήδη υιοθετήσει το ευρώ (Άρθρο 140 παράγραφος 2 της Συνθήκης). Μέχρι στιγμής, αυτές οι αποφάσεις πάντα λαμβάνονται σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής.
Ο όρος Ευρωζώνη χρησιμοποιείται για τις δεκαεννέα χώρες που έχουν εισαγάγει το ευρώ ως νόμισμα. Με αυτή την έννοια, είναι συνώνυμη με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση υπό στενή έννοια.
Ωστόσο, ο όρος «Ευρωζώνη» χρησιμοποιείται μερικές φορές με την ευρύτερη έννοια για όλες τις χώρες που χρησιμοποιούν το ευρώ, ακόμη και αν δεν είναι μέλη της ΕΕ. Αυτές περιλαμβάνουν την Ανδόρρα, το Μονακό, τον Άγιο Μαρίνο και την Πόλη του Βατικανού, οι οποίες έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το ευρώ ως το μοναδικό τους νόμισμα και να έχουν δικά τους κέρματα ευρώ σε περιορισμένο βαθμό, καθώς και σχεδόν είκοσι άλλα κράτη ή μέρη χωρών λόγω διμερών συμφωνιών με την ΕΕ των χωρών που έχουν μονομερώς εισαγάγει το ευρώ ως νόμισμα ή έχουν συνδέσει τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματός τους με το ευρώ ως νόμισμα αναφοράς[6].
Η ιδέα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ευρώπης τέθηκε για πρώτη φορά πολύ πριν από την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Για παράδειγμα, η λατινική Νομισματική Ένωση υπήρξε από το 1865 ως το 1927.[7][8] Στην κοινωνία των Εθνών, ο Γκούσταβ Στρέζεμαν ζήτησε το 1929 ένα ευρωπαϊκό νόμισμα[9] στο πλαίσιο μιας αυξημένης οικονομικής διαίρεσης που οφειλόταν σε μια σειρά από νέα εθνικά κράτη στην Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια πρώτη προσπάθεια να δημιουργηθεί μια οικονομική και νομισματική ένωση μεταξύ των μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανάγεται σε μια πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1969, που επισήμαινε την ανάγκη για «μεγαλύτερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και νομισματική συνεργασία»[10], την οποία ακολούθησε η απόφαση των Αρχηγών κρατών και Κυβερνήσεων κατά τη σύνοδο κορυφής στη Χάγη το 1969, που προέβλεπε την κατάρτιση ενός σχεδίου σταδιακής δημιουργίας μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης ως το τέλος της δεκαετίας του 1970.
Βάσει διαφόρων προηγούμενων προτάσεων, μια ομάδα εμπειρογνωμόνων υπό την προεδρία του πρωθυπουργού και υπουργού Οικονομικών του Λουξεμβούργου Πιέρ Βερνέρ (Pierre Werner) παρουσίασε τον Οκτώβριο του 1970 το πρώτο κοινά συμφωνημένο σχέδιο για τη δημιουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης σε τρία στάδια (σχέδιο Werner). Το σχέδιο αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα λόγω των κρίσεων που προέκυψαν από τη μη μετατρεψιμότητα του δολαρίου ΗΠΑ σε χρυσό τον Αύγουστο του 1971 (δηλαδή την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods) και από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου το 1972. Η προσπάθεια περιορισμού των διακυμάνσεων της ευρωπαϊκής νομισμάτων, χρησιμοποιώντας σύστημα ελεγχόμενων διακυμάνσεων γύρω από σταθερή ισοτιμία (σύστημα φίδι σε σήραγγα), απέτυχε.
Η συζήτηση για την ΟΝΕ επαναλήφθηκε και πάλι στη Διάσκεψη Κορυφής του Ανοβέρου τον Ιούνιο του 1988, οπότε ζητήθηκε από μια ad hoc επιτροπή (επιτροπή Ντελόρ) των διοικητών των κεντρικών τραπεζών των δώδεκα κρατών μελών, υπό την προεδρία του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ, να προτείνει ένα νέο χρονοδιάγραμμα με σαφή, πρακτικά και ρεαλιστικά βήματα για τη δημιουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης[11].
Η Έκθεση Ντελόρ του 1989 διατύπωσε ένα σχέδιο για την εισαγωγή της ΟΝΕ σε τρία στάδια και περιελάμβανε τη δημιουργία θεσμών όπως το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), το οποίο θα ήταν υπεύθυνο για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής[12].
Τα τρία στάδια για την εφαρμογή της ΟΝΕ ήταν τα εξής:
Έχουν υπάρξει συζητήσεις σχετικά με το κατά πόσο οι χώρες της Ευρωζώνης αποτελούν μια βέλτιστη νομισματική περιοχή[13]. Υπάρχει επίσης μεγάλη αμφιβολία ως προς το εάν όλα τα κράτη της Ευρωζώνης εκπλήρωσαν πραγματικά έναν «υψηλό βαθμό βιώσιμης σύγκλισης» όπως απαιτεί η συνθήκη του Μάαστριχτ ως προϋπόθεση για ένταξη στο ευρώ, για να μην φτάσουν σε οικονομικό πρόβλημα αργότερα.
Δεδομένου ότι η ένταξη στην Ευρωζώνη καθιερώνει μια ενιαία νομισματική πολιτική για τα συμμετέχοντα κράτη, αυτά δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν δική τους νομισματική πολιτική, π.χ. να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε βάρος άλλων μελών της Ευρωζώνης εκτυπώνοντας χρήματα και υποτιμώντας τα ή εκτυπώνοντας χρήματα για τη χρηματοδότηση υπερβολικών δημόσιων ελλειμμάτων ή για να καταβάλλουν τόκους για μη βιώσιμα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους. Κατά συνέπεια, εάν τα κράτη μέλη δεν διαχειριστούν την οικονομία τους με τρόπο που να μπορούν να επιδείξουν δημοσιονομική πειθαρχία (όπως είχαν υποχρεωθεί από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ), θα διακινδύνευαν αργά ή γρήγορα μια κρίση δημοσίου χρέους στη χώρα τους, χωρίς τη δυνατότητα να εκτυπώσουν χρήμα ως εύκολη διέξοδο. Αυτό συνέβη με την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Κύπρο και την Ισπανία[14].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.