Remove ads
Σουηδός τενίστας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μπιέρν Ρούνε Μποργκ (Björn Rune Borg, γεννήθηκε 6 Ιουνίου 1956) είναι Σουηδός πρώην επαγγελματίας τενίστας από το 1972 και αποσυρθείς το 1983 σε ηλικία μόλις 26 ετών. Θεωρείται ένας από των κορυφαίους στην ιστορία του αθλήματος[12].
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: ξένα ονόματα, μορφοποίηση Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Μπγιορν Μποργκ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Προφορά | |
Γέννηση | 6 Ιουνίου 1956[1][2][3] Στοκχόλμη[4][5][6] |
Κατοικία | Στοκχόλμη Μονακό Μόντε Κάρλο |
Χώρα πολιτογράφησης | Σουηδία[7] |
Ύψος | 180 cm |
Βάρος | 72 kg |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Σουηδικά[8] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | αντισφαιριστής (1973–1983)[9] αντισφαιριστής[10] |
Περίοδος ακμής | 1973 - 1993 |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Mariana Simionescu (1980–1984) Loredana Bertè (1989–1993) |
Σύντροφος | Jannike Björling (1985–1988) Helena Anliot |
Τέκνα | Leo Borg Robin Borg |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | BBC World Sport Star of the Year (1979) BBC Sports Personality of the Year Lifetime Achievement Award (2006) Διεθνής Αίθουσα Φήμης της Αντισφαίρισης (1987) Svenska Dagbladet Gold Medal (1974) Svenska Dagbladet Gold Medal (1978) μετάλλιο της Αυτού Μεγαλειότητας του Βασιλιά της Σουηδίας (1976)[11] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1956 στη Στοκχόλμη και μεγάλωσε στο Σεντερτέλιε. Από το 1974 έως και το 1981, κατέκτησε 11 Grand Slam τίτλους και, μέχρι την αποχώρησή του το 1983, συνολικά 64 τίτλους. Συγκεκριμένα, ο Σουηδός κατάφερε να κατακτήσει πέντε συνεχείς φορές το τρόπαιο στο Ουίμπλεντον (Wimbledon), τα έτη 1976, 1977, 1978, 1979 και 1980, αντιμετωπίζοντας στον τελικό τους Ίλιε Ναστάσε (1976), Τζίμι Κόνορς (1977, 1978), Ρόσκο Τάνερ (1979) και Τζον Μακ Ενρό (1980) αντίστοιχα, ενώ ο τελευταίος κατάφερε να τον κερδίσει στον τελικό την επόμενη χρονιά (1981), εκθρονίζοντάς τον μετά από πέντε χρόνια. Ο Μποργκ υπήρξε ουσιαστικά ο πρώτος αστέρας του αθλήματος και δη αυτός που έκανε γνωστό το Ουίμπλεντον σε όλο τον κόσμο. Επίσης, κατάφερε να κατακτήσει έξι τίτλους στο γαλλικό Όπεν, ήτοι στο Ρολάν Γκαρός (Roland Garros), τα έτη 1974, 1975, 1978, 1979, 1980 και 1981 αντιμετωπίζοντας στον τελικό τους Μανουέλ Οράντες (1974), Γκιγιέρμο Βίλας (1975, 1978), Βίκτορ Πέτσι (1979), Βίτας Γκερουλάιτις (1980) και τέλος τον Ιβάν Λεντλ (1981), τίτλος ο οποίος έμελλε να είναι ο τελευταίος του σε τουρνουά Γκραντ Σλαμ. Στην παρθενική του εμφάνιση στο γαλλικό όπεν, ο Σουηδός, όχι μόνον κατάφερε να το κατακτήσει, αλλά δεν είχε ενηλικιωθεί ακόμη όταν το κατάφερε, με αποτέλεσμα να γίνει ο νεαρότερος τενίστας που κατέκτησε ποτέ το Ρολάν Γκαρός εκείνη την εποχή. Τα ρεκόρ του στο Ουίμπλεντον και στο Ρολάν Γκαρός, ξεπέρασαν οι Ρότζερ Φέντερερ με 8 τίτλους και ο Πιτ Σάμπρας με 7 στη Μ. Βρετανία, ενώ στη Γαλλία ο Ραφαέλ Ναδάλ με 14 τίτλους. Βέβαια, στο Ουίμπλεντον μοιράζεται ακόμα το ρεκόρ των περισσότερων συνεχόμενων κατακτήσεων με τον Ρότζερ Φέντερερ. Και οι δύο κατάφεραν στην καριέρα τους να κατακτήσουν πέντε συνεχόμενες φορές το συγκεκριμένο Γκραντ Σλαμ.[13] Στο αμερικανικό Οπεν (US Open), κατάφερε να φθάσει τέσσερεις φορές στον τελικό: τα έτη 1976, 1978, 1980 και 1981, όπου ηττήθηκε και τις τέσσερις φορές από τους Αμερικανούς Τζίμι Κόνορς (1976, 1978) και Τζον Μακ Ενρό (1980, 1981). Έλαβε μέρος μόλις μία φορά στο αυστραλιανό Όπεν (Australian Open) το 1974, όπου ηττήθηκε νωρίς στον τρίτο γύρο.
Η διεθνής κοινότητα του πιστώνει σε μεγάλο βαθμό την διαμόρφωση του σύγχρονου τρόπου παιχνιδιού. Ο Σουηδός τενίστας βελτίωσε στο έπακρο την τεχνική, επικεντρώθηκε στην τελειοποίηση των φαλτσαριστών βολών αγωνιζόμενος στη γραμμή, σπάνια ανέβαινε στο φιλέ, ενώ μπορούσε να ανταπεξέλθει εξίσου καλά σε όλα τα τερέν. Έχοντας κυριαρχήσει στα ευρωπαϊκά τουρνουά, το Αμερικανικό Όπεν θεωρείται το μεγάλο “αγκάθι” της καριέρας του έχοντας φτάσει τέσσερις χρονιές στον τελικό, όπου και ηττήθηκε ισάριθμες φορές. Από τα χαρακτηριστικά της αγωνιστικής του παρουσίας ήταν η στάση του στο γήπεδο: δεν μιλούσε ποτέ, δεν εκφράζονταν, δεν πανηγύριζε και έδειχνε μόνο προσηλωμένος στον αγώνα. Το προσωνύμιο «Ice-Borg» (από το αγγλικό iceberg-παγόβουνο), που του αποδόθηκε είναι ενδεικτικό. Ο σχεδόν τετράωρος νικηφόρος τελικός του Ουίμπλεντον του 1980 αποτελεί παράδειγμα της αγωνιστικής παρουσίας απέναντι στον ταραχώδη Μακ Ενρό. Επιπλέον, τα μακριά του ξανθά μαλλιά ήταν αφορμή για να άφησει το στυλιστικό του αποτύπωμα, ο πρώτος που λάνσαρε τη χαρακτηριστική κορδέλα στα μαλλιά.[14]
Ο Μπιορν Μποργκ βρίσκεται στην πέμπτη θέση των αθλητών της αντισφαίρισης με τους περισσότερους τίτλους Γκραντ Σλαμ, μετά τους Ράφαελ Ναδάλ και Νόβακ Τζόκοβιτς (22 τίτλοι), τους Ρότζερ Φέντερερ (20 τίτλοι) και Πιτ Σάμπρας (14 τίτλοι), ενώ όταν αποχώρησε ήταν στην πρώτη θέση.[15] Υπήρξε Νο.1 στην παγκόσμια κατάταξη για 109 εβδομάδες συνολικά, γεγονός που τον κατατάσσει στην όγδοη θέση μετά τους Ρότζερ Φέντερερ (302), Σάμπρας (286), Τζόκοβιτς (282), Λεντλ (270), Κόνορς (268), Ναδάλ (209) και Μακ Ενρό (170)[16]. Έδωσε συνολικά 736 αγώνες, από τους οποίους κέρδισε τους 609 κι έχασε τους 127. Ο Σουηδός είναι ο μόνος αθλητής που έχει κερδίσει τρεις Grand Slam τίτλους (στην Open Era) δίχως να χάσει σετ. Από το 1987 βρίσκεται στη λίστα του διεθνούς «Tennis hall of fame» και από το 2003 στο σουηδικό. Ονομάστηκε επίσης, από τη σουηδική ακαδημία αθλητισμού, ως ο καλύτερος Σουηδός αθλητής του αιώνα πριν τον σκιέρ Ίνγκεμαρ Στένμαρκ και τον μποξέρ Ίνγκεμαρ Γιόχανσον. Τα έτη 1978 και 1980 συμπεριλήφθηκε από τους Αμερικανούς δημοσιογράφους ως ο δεύτερος καλύτερος αθλητής της χρονιάς μετά τον πυγμάχο Μοχάμεντ Άλι.
Ο Μποργκ συμμετείχε με την ομάδα της Σουηδίας στο Κύπελλο Ντέιβις το 1972-80. Έχει παίξει συνολικά 56 αγώνες, από τους οποίους κέρδισε τους 45.
Από το 1974 κέρδισε όλα τα παιχνίδια που έπαιξε στο κύπελλο. Με ηγετικό ρόλο στη σουηδική ομάδα, κατάφερε μαζί με τον Όβε Μπένγκστον να κερδίσει τον πρώτο τίτλο της Σουηδίας στο κύπελλο Ντέιβις το 1975, στο βασιλικό γήπεδο τένις στη Στοκχόλμη, εναντίον της Τσεχοσλοβακίας. Νίκησε και στα δύο ατομικά παιχνίδια τους Τσεχοσλοβάκους Jan Kodes (6-4, 6-2, 6-2) και Jiri Hrebec (6-1, 6-3, 6-0). Στο διπλό κέρδισε μαζί με τον Όβε Μπένγκστον τους Τσεχοσλοβάκους Kodes/Zednik.
Τουρνουά | 1973 | 1974 | 1975 | 1976 | 1977 | 1978 | 1979 | 1980 | 1981 | SR | W–L | Win % |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Grand Slam | ||||||||||||
Aυστραλιανό Open | A | 3R | A | A | A | A | A | A | A | 0 / 1 | 1–1 | 50.00 |
Γαλλικό Open | 4R | W | W | QF | A | W | W | W | W | 6 / 8 | 49–2 | 96.08 |
Ουίμπλεντον | QF | 3R | QF | W | W | W | W | W | F | 5 / 9 | 51–4 | 92.73 |
Αμερικανικό Open | 4R | 2R | SF | F | 4R | F | QF | F | F | 0 / 9 | 40–9 | 81.63 |
Νίκες–Ήττες | 10–3 | 11–3 | 16–2 | 17–2 | 10–1 | 20–1 | 18–1 | 20–1 | 19–2 | 11 / 27 | 141–16 | 89.81 |
Year-end championship | ||||||||||||
The Masters | A | RR | F | A | F | A | W | W | A | 2 / 5 | 15–7 | 68.18 |
WCT Finals | A | F | F | W | A | SF | F | A | A | 1 / 5 | 10–3 | 76.92 |
Θέση στην κατάταξη | 18 | 3 | 3 | 2 | 3 | 2 | 1 | 1 | 2 | $ 3,655,751 |
Μετά το 1981 εκθρονίστηκε από την θέση του από τον Μακ Ενρό και αποφάσισε να κάνει μία παύση από το τένις, η απόφαση του όμως αυτή άλλαξε και η καριέρα του τελικά έληξε το 1983. Το τελευταίο του παιχνίδι ήταν στο Μόντε Κάρλο με τον Ανρί Λακόστ. Όταν αποσύρθηκε ήταν μόνο 26 χρονών και ο λόγος της αφυπηρέτησης του δεν ήταν σαφής. Πολλοί αναλυτές εξήγησαν την αποχώρησή του σε επαγγελματική εξουθένωση. Ο ίδιος σε μία συνέντευξη του σε σουηδική αθλητική εφημερίδα διατύπωσε το λόγο της αποχώρησής του από το αγωνιστικό τένις στο "είχα χάσει την εσωτερική λάμψη .... από τότε ήταν μάταιο να συνεχίσω". Είπε επίσης ότι είχε πολλές φορές επίπονα βιώσει όλη την προσοχή έξω από τα γήπεδα του τένις. Επιπλέον όμως ένας ακόμα λόγος ήταν οι νέοι κανονισμοί του αθλήματος που έπρεπε οι πρωταθλητές να περνούν από προκριματικά.Έκανε μία σύντομη επανεμφάνιση το 1991. Έπαιξε τότε με μία αντιγραμμένη ξύλινη ρακέτα " Donnay Borg Pro ", με την οποία πριν είχε παίξει και κερδίσει πολλά παιχνίδια. Προτού την επανεμφάνιση του ο Μποργκ είχε δοκιμάσει διάφορα μοντέλα ρακετών από γραφίτη αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπαιζε καλύτερα με το παλαιότερο μοντέλο ρακέτας από ξύλο. Ο αντίπαλος του στο πρώτο παιχνίδι ήταν ο χαμηλά σε κατάταξη Ισπανός παίκτης Τζόρντι Αρέσε, ο οποίος έπαιξε με μία μοντέρνα ρακέτα γραφίτη μάρκας Dunlop. Με τις μοντέρνες ρακέτες η μπάλα μπορεί να κτυπηθεί 25-30% πιο δυνατά από την ξύλινη ρακέτα. Αν και ο Μποργκ είπε ότι έπαιξε καλά μετά από τόση μεγάλη απουσία, ήταν αναγκασμένος να μένει πάντα στο πίσω μέρος του γηπέδου λόγω των δυνατών βολών του Αρέσε και έτσι έχασε τον αγώνα με 2-3, 3-6. Στη συνέχεια έπαιξε με τον καινούργιο τύπο ρακέτας σε τουρνουά της ΑΤP. Μετά από ένα αριθμό από από χαμένους αγώνες στους πρώτους γύρους σε διάφορα τουρνουά διέκοψε την τελική του απόφαση για επιστροφή το 1993. Πιο μετά είχε παίξει σε διάφορα τουρνουά για βετεράνους.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.