From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Λύκειο του Βουκουρεστίου ή Ηγεμονική ή Αυθεντική Ακαδημία (Ρουμανικά: Academia Domnească de la București) ήταν ελληνική σχολή στο Βουκουρέστι, ανωτάτου επιπέδου για την εποχή της, που λειτούργησε περίπου 140 χρόνια, από το 1679 μέχρι το 1821. Ο χαρακτηρισμός «Ηγεμονική» ή «Αυθεντική» οφείλεται στο ότι η Σχολή λειτουργούσε πάντοτε υπό την αιγίδα των ηγεμόνων της Βλαχίας, που μέχρι το 1715 ήταν Βογιάροι και κατόπιν Φαναριώτες. Η Σχολή αναφέρονταν επίσης και ως Ακαδημία του Αγίου Σάββα, από το όνομα της Μονής όπου στεγάσθηκε το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Για τη Σχολή αυτή, καθώς και για την αντίστοιχη του Ιασίου, ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει ότι «…αι ανώτεραι σχολαί Ιασίου και Βουκουρεστίου από του τέλους έτι του ΙΖ΄ αιώνος ωνομάζοντο «αυθεντικαί», ταυτόν ειπείν ηγεμονικαί ακαδημίαι » [1].
Αυθεντική Ακαδημία του Βουκουρεστίου | |
---|---|
Είδος | εκπαιδευτικό ίδρυμα |
Διοικητική υπαγωγή | Βουκουρέστι |
Χώρα | Βλαχία |
Έναρξη κατασκευής | 1679 |
Κατεδάφιση | 1821 |
δεδομένα (π) |
Η ίδρυση της Αυθεντικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου αποτέλεσε καθοριστικό γεγονός στις εξελίξεις της ιστορίας της νεοελληνικής παιδείας[2]. Η ανώτατη ελληνόγλωσση εκπαίδευση, που η σχολή εισήγαγε στο Βουκουρέστι, είχε σημαντική επίπτωση όχι μόνον στους Έλληνες, αλλά και στην εκπαίδευση πολλών Ρουμάνων και άλλων Βαλκάνιων λογίων, καθώς οι εύπορες οικογένειες, όσες επιθυμούσαν ανώτερη μόρφωση για τα τέκνα τους, έστελναν τους γιους τους στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου[3]. Η ελληνική εκπαίδευση θεωρείτο υπέρτερη της παραδοσιακής σλαβονικής μόρφωσης, όχι μόνο γιατί τα Ελληνικά ήταν η πλέον διαδεδομένη γλώσσα του εμπορίου, αλλά και γιατί η ελληνική γλώσσα τους έδινε ευρεία πρόσβαση στην κλασική φιλοσοφία και λογοτεχνία, τις συνδεδεμένες με τα θεμέλια του δυτικού Διαφωτισμού.
Ως ιδρυτής της Ακαδημίας αναφέρεται ο Σερμπάν Καντακουζηνός, της οικογένειας Καντακουζηνών της Ρουμανίας και πρίγκιπας της Βλαχίας από το 1678 έως το 1688. Υποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι η Ακαδημία ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Μπρινκοβεάνου, που ήταν ο επόμενος ηγεμόνας της Βλαχίας από το 1688 έως το 1714. Και οι δύο παραπάνω ηγεμόνες είχαν λάβει ελληνική παιδεία, διακρίνονταν για τις φιλοπρόοδες ιδέες τους και δικαίως χαρακτηρίστηκαν ως η φωτισμένη ηγεσία της Βλαχίας. Ανεξάρτητα από το παραπάνω δίλημμα, είναι αναμφίβολο ότι ο Σερμπάν Καντακουζηνός, δημιούργησε τις προϋποθέσεις επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος. Δύο ακόμη προσωπικότητες της εποχής συνέβαλαν στο να τεθούν οι βάσεις των επιτευγμάτων της Σχολής. Σ'αυτές συγκαταλέγεται ο στόλνικος (υπουργός εξωτερικών) Κωνσταντίνος Καντακουζηνός, με ισχυρή επιρροή στην αυλή, τόσο κατά την περίοδο ηγεμονίας του αδελφού του, Σερμπάν, όσο και του ανεψιού του, Κωνσταντίνου Μπρανκοβεάνου. Ο άλλος που πρέπει επίσης να αναφερθεί είναι ο Χρύσανθος Νοταράς, ο μετέπειτα πατριάρχης Ιεροσολύμων, που συχνά φιλοξενούμενος στη Βλαχική αυλή, συνέβαλε καθοριστικά στην οργάνωση της Ακαδημίας. Και οι δύο έχοντας σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη και στην Πάντοβα, μετέφεραν τις εμπειρίες που αποκόμισαν από τη διδασκαλία του Cesare Cremonini, συνδυάζοντάς τες με την παράδοση του Βυζαντίου.
Ο ελληνιστής ηγεμόνας Κωνσταντίνος Μπασαράμπα Μπρινκοβεάνου, στα πλαίσια του ενδιαφέροντός του για την επιμόρφωση των νέων, είναι γνωστό ότι χορήγησε πολλές υποτροφίες τόσο σε Έλληνες όσο και σε Βλάχους για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Επίσης ίδρυσε το τυπογραφείο του Βουκουρεστίου. Το τυπογραφείο υπήρξε το απαραίτητο συμπλήρωμα για την συγκρότηση και τον εξοπλισμό της Σχολής. Ο Κωνσταντίνος Μπρινκοβεάνου, ο οποίος διαπραγματεύθηκε μυστικά και ανεπιτυχώς ένα αντιοθωμανικό συνασπισμό, προσεγγίσθηκε από τον τσάρο Πέτρο το Μέγα, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πόλεμου του 1710–1711. Όταν αργότερα ο Σουλτάνος Αχμέτ Γ΄ πληροφορήθηκε για τις παραπάνω διαπραγματεύσεις, τον κατηγόρησε για προδοσία, τον συνέλαβε το 1714, και τον αποκεφάλισε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τα τέσσερα παιδιά του. Αγιοποιήθηκε από την εκκλησία ως νεομάρτυρας[4].
Ο πρώτος καθηγητής της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου ήταν ο Σεβαστός Κυμινήτης, ο οποίος το 1689, έπειτα από πρόσκληση του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνου Μπρανκοβεάνου, άφησε το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, που είχε ιδρύσει ο ίδιος, και εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι όπου ανέλαβε καθήκοντα σχολάρχη και καθηγητή στην Αυθεντική Ακαδημία. Εκεί δίδαξε δώδεκα χρόνια μέχρι το θάνατό του. Η επιλογή αυτή του ηγεμόνα ήταν εξαιρετικά επιτυχής, καθώς ο Τραπεζούντιος λόγιος, φιλόσοφος και θεολόγος Σεβαστός Κυμινήτης, ο οποίος είχε φοιτήσει, αλλά και διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης, ήταν από τους εκλεκτούς λόγιους της εποχής και έμπειρος σχολάρχης. Επόμενος σχολάρχης, που διαδέχθηκε τον Κυμινήτη ήταν ο Κύπριος Λάμπρος Πορφυρόπουλος, ο οποίος δίδαξε δεκαεπτά χρόνια. Οι πρώτοι αυτοί δάσκαλοι είχαν ενστερνισθεί τη νεοαριστοτελική σκέψη[5] του Θεόφιλου Κορυδαλέα, που είχε μεταφέρει στο Βουκουρέστι και ο Ιωάννης Καρυοφύλλης.
Η εποχή των Φαναριωτών στη Βλαχία άρχισε το 1716, όταν μετατέθηκε από τη Μολδαβία στη Βλαχία ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος. Ο λόγιος αυτός ηγεμόνας και νεωτεριστής συγγραφέας του "Φιλοθέου Πάρεργα", φθάνοντας στο Βουκουρέστι βρήκε μια ακμάζουσα σχολή, την οποία και υποστήριξε. Σχετικά με τα πνευματικά του ενδιαφέροντα, αναφέρεται ότι από τη θέση του ηγεμόνα-εφόρου της Ακαδημίας όρισε και διδάσκονταν τα έργα του Πλάτωνα Κρίτων και Φαίδων από τον Γεώργιο Χρυσόγονο τον Τραπεζούντιο. Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του ιδρύματος έδειξε ο γιος του Νικολάου Μαυροκορδάτου, ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος (1730-1763). Αυτός μετέφερε την έδρα της Ακαδημίας στη μονή του Αγίου Σάββα και διέθεσε συγκεκριμένους πόρους της ηγεμονίας για την αύξηση του προϋπολογισμού του ιδρύματος. Επί ηγεμονίας του εισήχθησαν στην σχολή η ιταλική και η τουρκική γλώσσα.
Μετά από τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, που έληξε τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774), η Υψηλή Πύλη τοποθέτησε έναν άλλο Φαναριώτη ηγεμόνα, ο οποίος έμελλε να αφήσει το αποτύπωμά του στην εκπαίδευση της Βλαχίας. Αυτός, κατά τον Ιorga, ήταν ο « φιλόσοφος και ευεργέτης»[6] Αλέξανδρος Υψηλάντης (1774-1782 και 1796-1797). Η πρώτη και μακροχρονέστερη (οκταετής) ηγεμονία του χαρακτηρίστηκε ως «η χρυσή εποχή της Βλαχίας». Σύντομα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Υψηλάντης ζήτησε και ενημερώθηκε για τις δραστηριότητες της Ακαδημίας, καθώς και για τις αμοιβές των δασκάλων και την προέλευση των πόρων του ιδρύματος.
Στη συνέχεια ο Υψηλάντης διέταξε την ανέγερση εντυπωσιακού οικοδομήματος πολλαπλών χώρων, που κτίσθηκε μέσα στη Μονή του Αγίου Σάββα και όπου επρόκειτο να διεξάγονται τα μαθήματα, καθώς και η στέγαση των υποτρόφων και των καθηγητών. Το οικοδόμημα σχεδιάστηκε να διαθέτει επίσης αίθουσα τελετών, αρτοποιείο και τραπεζαρία. Το νέο κτίριο ολοκληρώθηκε κατά το έτος 1779[7].
Στο μεταξύ, το 1776, ο Υψηλάντης είχε εκδώσει χρυσόβουλο με σκοπό την αναζωογόνηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθορίζοντας τη διάρκεια και το περιεχόμενο των σπουδών. Σύμφωνα με το χρυσόβουλο, στη σχολή οριζόντουσαν πέντε τάξεις ή κύκλοι σπουδών, διάρκειας τριών ετών ο καθένας. Κατά τον πρώτο κύκλο των σπουδών, οι μαθητές εμβάθυναν στις γνώσεις της Ελληνικής και της Λατινικής Γλώσσας, ενώ στο δεύτερο κύκλο των σπουδών προστίθετο η μελέτη των έργων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Ο τρίτος κύκλος των σπουδών προέβλεπε μελέτη της Ποίησης, της Ρητορικής και της Ηθικής του Αριστοτέλη, ταυτόχρονα με την εκμάθηση της Ιταλικής και της Γαλλικής Γλώσσας. Ο τέταρτος κύκλος των σπουδών ήταν αφιερωμένος στη μελέτη των επιστημών, ήτοι της Αριθμητικής, της Γεωμετρίας, της Ιστορίας και της Γεωγραφίας. Ο πέμπτος και τελευταίος κύκλος σπουδών προέβλεπε τη μελέτη της Φιλοσοφίας και της Αστρονομίας. Με την ανοικοδόμηση του 1779, η ακαδημία διέθετε πλέον χώρο και για πειράματα Φυσικής και Χημείας, τα οποία δίδασκε ο Μανασσής Ηλιάδης. Τα Μαθηματικά και η Φυσική ήταν τα μαθήματα με τα οποία ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός προσπαθούσε να θεμελιώσει τις αξίες του. Στο πρόγραμμα της σχολής τα μαθήματα αυτά κατείχαν σημαντική θέση, γεγονός που οφείλονταν σε πολλούς λόγους, όπως στη γεωγραφική θέση του Βουκουρεστίου στην Ευρώπη, στην κληρονομιά που άφησαν ο Σεβαστός Κυμινήτης και ο Λάμπρος Πορφυρόπουλος, αλλά και στη θέση των Φαναριωτών ηγεμόνων υπέρ του Διαφωτισμού. Επίσης σημαντική μεταρρύθμιση, ήταν ότι με την προτροπή του Δημητρίου Καταρτζή, ο Υψηλάντης αναγνώρισε την ανάγκη καταμερισμού της διδασκαλίας σε ειδικότητες, ώστε ο κάθε δάσκαλος να επικεντρώνεται σε αντικείμενα που αντιστοιχούσαν στη δική του κατάρτιση.
Πέραν του ενδιαφέροντός του για την Ακαδημία, ο Υψηλάντης φρόντισε ώστε να δημιουργηθούν και πρωτοβάθμια σχολεία σε όλη την επικράτεια της Βλαχίας, όπως στην Κραϊόβα και στο Μπουζαίου, όπου δίδαξαν Έλληνες δάσκαλοι, αλλά και σε άλλες πόλεις, όπου διδασκόταν η σλαβονική και η ρουμανική γλώσσα[8].
Τις μεταρρυθμίσεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη συνέχισε ο ηγεμόνας Νικόλαος Μαυρογένης (1786-1790). Αυτός διόρισε, σε θέση σχολικού εφόρου, τον Φιλάρετο, επίσκοπο Ριμνίκου (σήμερα Ρίμνικου Βίλτσεα, Râmnicu Vâlcea), ο οποίος επέκτεινε το τυπογραφείο και αναβάθμισε το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, έστω και για το σύντομο χρονικό διάστημα, που υπηρέτησε ως έφορος, καθώς ξέσπασε ο Αύστρο-ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792), που κατέληξε σε κατοχή του Βουκουρεστίου από το στρατό των Αψβούργων. Μετά την Αυστριακή κατοχή ο νέος Φαναριώτης ηγεμόνας Μιχαήλ Σούτσος, που διορίστηκε το 1791, αναγκάστηκε να μεταφέρει την έδρα της Αυθεντικής Ακαδημίας από τη Μονή Αγίου Σάββα στη Μονή Δεσποίνης Μπαλάσα (Domniţa Bălaşa), όπου λειτούργησε μέχρι το 1803[9], οπότε και επέστρεψε στο αρχικό κτίριο. Η διάσωση και η επαναλειτουργία του τυπογραφείου επιτεύχθηκε από τον διάδοχο του Φιλάρετου, τον μητροπολίτη Δοσίθεο Φιλίττη.
Το 1805 πέθανε ο Λάμπρος Φωτιάδης, ένας σχολάρχης με σημαντική προσφορά, ενώ τον επόμενο χρόνο με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1806 -1812 παρατηρήθηκαν σημάδια παρακμής της Σχολής. Όμως, ενώ διαρκούσε η Ρωσική κατοχή, το 1810 υπήρξε έτος αναδιοργάνωσης της Σχολής. Τον θρόνο του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Δοσίθεου, που εκδιώχθηκε, ανέλαβε ο Ιγνάτιος, πρώην Άρτας. Ο Ιγνάτιος διορίσθηκε μητροπολίτης Βουκουρεστίου από τη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας με συγκατάθεση του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, ενώ το 1812, με την επιστροφή των παραδουνάβιων ηγεμονιών στους Τούρκους, απομακρύνθηκε από την έδρα του και εγκαταστάθηκε στη Βιέννη με σύνταξη από τη Ρωσία. Ο νέος μητροπολίτης, ο οποίος εποίμανε την τοπική Εκκλησία για μόλις τρία χρόνια (1810-1812), αναδιοργάνωσε την Ηγεμονική Ακαδημία. Την μετονόμασε σε "Λύκειο Βουκουρεστίου" και την προίκισε με τον απαραίτητο εργαστηριακό εξοπλισμό σε όργανα Φυσικής και Χημείας. Επίσης, με χρήματα δικά του αλλά και των βογιάρων, αγόρασε τη βιβλιοθήκη του Γάλλου φυσικού Sonnini de Mononcourt, που αποτελείτο από 3.700 τόμους. Το Λύκειο εξελίχθηκε σε σημαντική σχολή του υπόδουλου ελληνισμού καθώς διέθετε πλούσιους χορηγούς, μεγάλη βιβλιοθήκη, τυπογραφείο και χορηγούσε υποτροφίες. Όταν «…η λειτουργία της ακαδημίας έφτασε στο απόγειο της, αριθμούσε δώδεκα καθηγητές και τετρακόσιους μαθητές..»[10]. Κατά την μεταρρύθμιση του 1810 διατηρήθηκαν οι τρεις κύκλοι - κατευθύνσεις μαθημάτων[11], των Επιστημών, της Φιλολογίας, και των Γλωσσών, στις οποίες περιλαμβάνονταν πλέον η Ελληνική, η Λατινική, η Ρωσική, η Γαλλική και η Γερμανική. Οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να επιλέξουν τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα. Στον κανονισμό προστέθηκαν διατάξεις περί των καθηκόντων του δασκάλου κατά μάθημα, αλλά και γενικότερες διατάξεις, περί του τρόπου διδασκαλίας, της διδακτέας ύλης, της διάρκειας του σχολικού έτους, των αργιών κ.α. Κάθε δάσκαλος ελεγχόταν στο τι και πως θα το διδάξει από τον έφορο του Λυκείου, που ήταν ο ίδιος ο Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας. Σημαντικοί συνεργάτες του στο έργο αυτό ήταν οι δάσκαλοι και σχολάρχες Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος και Αθανάσιος Βογορίδης. Η Φυσική ορίστηκε ως Φυσική Πειραματική και αποτελούσε την αιχμή του δόρατος του Διαφωτισμού έναντι του Σχολαστικισμού.
Σύντομα μετά την άφιξή του στο Βουκουρέστι, ο μητροπολίτης Ιγνάτιος ίδρυσε τη Φιλολογική Εταιρεία του Βουκουρεστίου [12], που σκοπός της ήταν να συνεισφέρει στην ευόδωση των στόχων του Λυκείου και στην έκδοση του φιλολογικού περιοδικού «Ερμής ο Λόγιος», το οποίο, κατόπιν εισηγήσεως του Κοραή κυκλοφόρησε με εκδότη τον Άνθιμο Γαζή, τον Ιανουάριο του 1811 στη Βιέννη. Στις 22 Ιουλίου του 1810, όταν πραγματοποιήθηκε η 1η συνέλευση της Φιλολογικής Εταιρείας του Βουκουρεστίου στη μεγάλη αίθουσα του Λυκείου, ο Ιγνάτιος ανακοίνωσε στα Μέλη της Εταιρείας την αναδιοργάνωση του Λυκείου και το νέο πρόγραμμα των μαθημάτων. Κατά την τελετή ο σχολάρχης Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος αναφέρθηκε στις πνευματικές αντιπαραθέσεις της εποχής και συγκεκριμένα στη ρήξη μεταξύ Σχολαστικών και Διαφωτιστών, επισημαίνοντας την παραποίηση των θέσεων του Αριστοτέλη από τους σχολαστικούς[13].
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) έληξε η ρωσική κατοχή και ο μητροπολίτης Ιγνάτιος υποχρεώθηκε να αποχωρήσει. Στο θρόνο της Βλαχίας η Υψηλή Πύλη διόρισε τον Ιωάννη Καρατζά, που κυβέρνησε από το 1812 μέχρι το 1818. Ο φωτισμένος αυτός ηγεμόνας φρόντισε για την εξάπλωση της ελληνικής παιδείας, αναδιοργανώνοντας τα παλαιά σχολεία και ιδρύοντας πολλά νέα. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Λύκειο του Βουκουρεστίου ώστε, «να διδάσκεται με πολλήν ακρίβειαν ο Έλλην λόγος...από τα σοφά συγγράμματα των αθανάτων Ελλήνων προγόνων μας»[14]. Ο Ιωάννης Καρατζάς «…εφρόντισεν να θεμελιώση το Λύκειον επάνω εις βάσιν στερεάν, και ακλόνητον, ώστε να μη συμμεταβάλληται εις το εξής με τας καιρικάς περιστάσεις, ως πρότερον…»[15]. Προχώρησε διορίζοντας τέσσερεις εφόρους, που ήταν ο Μέγας Ποστέλνικος Κωνσταντίνος Βλαχούτζης, ο Μέγας Γραμματικός Μιχαήλ Δημητρίου Σχινάς, ο Μέγας Βιστιάρης Γρηγόριος Βραγκοβάνος και ο Μέγας Κλωτζιάρης Νέστωρ[16]. Ο Ιωάννης Καρατζάς διέθεσε χρήματα για τη βιβλιοθήκη και για δασκάλους, ενώ καθιέρωσε το σύστημα των ετήσιων εξετάσεων των μαθητών[17]. Επίσης κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του ίδρυσε το 1817 στο Βουκουρέστι το πρώτο μόνιμο θέατρο της Βαλκανικής.
Όταν, τον Μάρτιο του 1821, ο Αλέξανδρος Κ. Υψηλάντης, που είχε κηρύξει την επανάσταση στο Ιάσιο, έφτασε στο Βουκουρέστι, πολλοί μαθητές του Λυκείου κατατάχθηκαν στον Ιερό Λόχο. Το έργο του Λυκείου διακόπηκε από τον αποδεκατισμό του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι, και βέβαια από την απόφαση της Πύλης να τερματίσει την εξουσία των Φαναριωτών και να καταργήσει τα ελληνικά δημόσια σχολεία[18]. Αναφέρεται ότι κατά το μέσον του 19ου αιώνα, στο κτίριο λειτούργησε το Ρουμανικό Εθνικό Κολλέγιο του Αγίου Σάββα.
Ο Δημήτριος Καταρτζής, Φαναριώτης λόγιος που έζησε στο Βουκουρέστι ως Μέγας Κλουτζιάρης (δικαστής) και αργότερα Μέγας Λογοθέτης, θεωρείται σήμερα μία από τις σημαντικότερες μορφές του νεοελληνικού διαφωτισμού. Υπήρξε θιασώτης της φυσικής, καθομιλουμένης νέας ελληνικής, και ασκούσε μεγάλη επιρροή στην Αυλή του Βουκουρεστίου. Το 1789 σε επιστολή του προς τον επί 12/ετία σχολάρχη της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου, τον αρχαϊστή Λάμπρο Φωτιάδη [19], αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «κανένας άλλος δεν έχ’ εξουσία να δώσει σε μια λέξι το πάθος οπού δεν έχει σ’ αυτή το στόμα του λαού…». Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι διενέξεις των λογίων του Βουκουρεστίου επί του γλωσσικού ζητήματος.
Στις 15 Οκτωβρίου 1810, στη 2η συνέλευση της Φιλολογικής Εταιρείας του Βουκουρεστίου, συζητήθηκε το γλωσσικό ζήτημα με αφορμή τις απόψεις του μητροπολίτη Ιγνατίου υπέρ της διδασκαλίας της νεώτερης ελληνικής γλώσσας στο Λύκειο. Ο μητροπολίτης Ιγνάτιος, αναμορφώνοντας το πρόγραμμα των μαθημάτων του Λυκείου είχε δώσει έμφαση στις θετικές επιστήμες με αποτέλεσμα να ελαττωθεί το πρόγραμμα που αφορούσε τα κλασικά μαθήματα. Το γεγονός αναζωπύρωσε τις διενέξεις των λογίων επί το γλωσσικού ζητήματος, που είχαν ξεκινήσει από την εποχή του Δημητρίου Καταρτζή και του αρχαϊστή Λάμπρου Φωτιάδη. Ο Νεόφυτος Δούκας, δάσκαλος στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου, δεινός φιλόλογος και αντικοραϊστής, άσκησε δριμύτατη κριτική στις γλωσσικές επιλογές του Ιγνατίου, που εκφράσθηκαν και στο ερώτημά του προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας: «Τι ποτ’ αν είη τοις Έλλησιν ενδοξότερον ή την των προγόνων γλώσσαν ακεραίαν αναλαβείν;» Η επιμονή αυτή του Νεόφυτου Δούκα είχε ως αποτέλεσμα την απόπειρα εναντίον της ζωής του.
Στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, δίδαξαν Έλληνες λόγιοι, πολλοί από τους οποίους δικαίως μπορούν να χαρακτηρισθούν ως διδάσκαλοι του Γένους, καθώς προσπάθησαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν να μορφώσουν τους Έλληνες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μετέπειτα. Σ’αυτούς συγκαταλέγονται οι πρώτοι διδάξαντες στην Ακαδημία από το τέλος του 17ου αιώνα, όπως ο Σεβαστός Κυμινήτης και ο διαδοχός του ο Κύπριος Λάμπρος Πορφυρόπουλος, ο οποίος είχε προσλάβει ως βοηθό του τον Γεώργιο Τραπεζούντιο- Χρυσόγονο. Τη σκυτάλη παρέλαβαν τον 18ο αιώνα ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Μανασσής Ηλιάδης, ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Δωρόθεος Πρώιος, και ο Λάμπρος Φωτιάδης, που επί της σχολαρχίας του η Ακαδημία γνώρισε ημέρες άνθισης. Στις αρχές του 19ου αιώνα σχολάρχες διετέλεσαν ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Νεόφυτος Δούκας και δίδαξαν ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Στέφανος Κομμητάς, ο Κωνσταντίνος Νικολάου[20], ο Αθανάσιος Βογορίδης και ένα πλήθος άλλων δασκάλων.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.