Η λεηλάτηση των αρχαίων τάφων From Wikipedia, the free encyclopedia
Τυμβωρυχία είναι σύνθετος όρος που προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις τύμβος (λόφος χώματος) και ὀρύσσω (σκάβω) και σημαίνει «ανασκάπτω τάφους». Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παράνομη πράξη της λεηλάτησης των αρχαίων τάφων, δηλαδή της κλοπής των αντικειμένων που βρίσκονται στο εσωτερικό τους ως κτερίσματα. Στην Ελλάδα, η τυμβωρυχία αποτελεί ποινικό αδίκημα (Ν.3028/2002).
Mία πράξη που σχετίζεται με την τυμβωρυχία είναι η παράνομη εκταφή νεκρών. Πρόκειται για την λαθραία εκταφή νεκρών σωμάτων από τα νεκροταφεία με σκοπό την πώλησή τους στους μελετητές της ανθρώπινης ανατομίας. Στην Μεγάλη Βρετανία, πριν την θέσπιση του νόμου της ανατομίας (Anatomy Act 1832), δεν απαιτείτο ειδική άδεια για την λειτουργία των σχολών ανατομίας και δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για την δωρεά νεκρών σωμάτων στους φοιτητές ιατρικής με σκοπό την μελέτη της ανατομίας. Για τον λόγο αυτό, παρόλο που η εκταφή νεκρών ανθρώπινων σωμάτων αποτελούσε πλημμέλημα σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, και τιμωρούνταν με πρόστιμο και φυλάκιση, ήταν τόσο κερδοφόρα επιχείρηση που ο φόβος της σύλληψης και της τιμωρίας από τις αρχές δεν εμπόδιζε πολλούς να ασχολούνται με την παράνομη αυτή δραστηριότητα. H εκταφή νεκρών ήταν τόσο διαδεδομένη που ήταν σύνηθες φαινόμενο οι οικογένειες των αποθανόντων να φρουρούν τους τάφους για κάποιο χρονικό διάστημα αμέσως μετά τον ενταφιασμό, με τον φόβο της σύλησης. Υπήρχε επίσης η συνήθεια να προστατεύουν τους νεκρούς με την χρήση σιδερένιων φερέτρων ή την τοποθέτηση σιδερένιων κιγκλιδωμάτων μετά την ολοκλήρωση της ταφής. Παραδείγματα τέτοιων κιγκλιδωμάτων διατηρούνται σε καλή κατάσταση σήμερα στην αυλή του ναού Greyfriars στο Εδιμβούργο.[1]
Η σύληση αρχαίων τάφων και συνεκδοχικά αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα από άτομα που δεν έχουν άδεια από την αρχαιολογική υπηρεσία είναι φαινόμενο που ανάγεται ήδη στην περίοδο του λεγόμενου Grand Tour (17ος-19ος αι.), όταν ξένοι ταξιδιώτες αναζητούσαν αρχαιότητες για να αγοράσουν ή να μελετήσουν. Την περίοδο εκείνη, όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό Οθωμανική κυριαρχία, δεν υπήρχε αυστηρή νομοθεσία για τη σύληση αρχαιοτήτων. Το κυριότερο μέλημα της οθωμανικης νομοθεσίας (που βασιζόταν στη σαρία, τον ισλαμικό ιερό νόμο), ήταν ποιος θα ήταν ο κάτοχος των ευρημάτων και όχι η αποτροπή της σύλησης τάφων ή άλλων αρχαιολογικών χώρων. Σε περίπτωση που τα ευρήματα περιλάμβαναν πολύτιμα μέταλλα, το οθωμανικό κράτος είχε το δικαίωμα να κατάσχει τα μισά. Συνήθως όμως δεν ενδιαφερόταν για αγγεία ή άλλα αντικείμενα τέχνης που δεν ήταν από πολύτιμα μέταλλα.
Η αυξανόμενη ζήτηση για αρχαιότητες και οι λαθρανασκαφές των ξένων οδήγησαν και πολλούς ντόπιους στην τυμβωρυχία, με στόχο κυρίως την εκποίηση των περιεχομένων των τάφων. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που οι τάφοι χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες (όπως π.χ. συνέβη όταν πρόσφυγες από το Αϊβαλί, το Γαλαξείδι, τη Στυλίδα και τα Ψαρά έφτασαν στην Αίγινα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και άνοιξαν πάρα πολλούς λαξευτούς τάφους για να μπορούν να κατοικήσουν τον πρώτο καιρό, μέχρι να χτιστούν σπίτια).[2] Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους το πρώτο μέλημα του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια ήταν η θέσπιση του πρώτου "αρχαιολογικού νόμου", τον οποίο επιμελήθηκε ο Ανδρέας Μουστυξύδης και ο οποίος απαγόρευε τις λαθρανασκαφές. Ωστόσο αυτό δεν απέτρεψε αρχαιοκάπηλους και τυμβωρύχους να συνεχίσουν το παράνομο πλέον έργο τους. Μεταξύ των τρανταχτών περιπτώσεων τυμβωρυχίας στην Ελλάδα αποτελεί η περίπτωση του "Θησαυρού των Αηδονιών". Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ένας χωρικός στο χωριό Αηδόνια, κοντά στη Νεμέα, έπεσε μέσα σε έναν θαλαμωτό τάφο της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Ο τάφος είχε πολύτιμα κτερίσματα, πολλά από τα οποία χρυσά. Αντί να ειδοποιηθεί η αρχαιολογική υπηρεσία, ο χωρικός αναζήτησε τρόπο πώλησης των ευρημάτων. Μέσα στα επόμενα χρονια η επικερδής αυτή δραστηριότητα εξαπλώθηκε σε βαθμό ώστε όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των Αηδονιών να ασχολούνται με την τυμβωρυχία. Συνολικά 20 τάφοι συλήθηκαν και το περιεχόμενό τους πωλήθηκε στο εξωτερικό, εωσότου αναγνωρίσθηκαν σε μια δημοπρασία το 1993 και με τις σύντονες προσπάθειες της Ιντερπόλ και των ελληνικών αρχών μπόρεσαν και επαναπατρίσθηκαν. Δυστυχώς πολλές άλλες περιπτώσεις τυμβωρυχίας στην Ελλάδα δεν είχαν την ίδια αίσια κατάληξη, με αποτέλεσμα να έχουν χαθεί σημαντικοί θησαυροί αρχαιολογικού χαρακτήρα.
Η τυμβωρυχία ήταν φαινόμενο γνωστό ήδη από την αρχαιότητα. Οι βεβηλώσεις στους βασιλικούς τάφους της αρχαίας Αιγύπτου ήταν φαινόμενο σε εξέλιξη από την εποχή του Παλαιού Βασιλείου (2686-2181 π.Χ.) και μερικές φορές οι ίδιοι οι εργάτες που τους κατασκεύαζαν και ήταν υπεύθυνοι για την διακόσμησή τους ήταν αυτοί που τους έκλεβαν.[3] Οι φαραώ συχνά κρατούσαν αρχεία του πολύτιμου ταφικού εξοπλισμού που θα τους συνόδευε στη μεταθανάτια ζωή.[4] Στους τάφους τους άφηναν επιγραφές με προειδοποιητικά μηνύματα και κατάρες, οι οποίες επρόκειτο να «χτυπήσουν» όποιον αποτολμούσε να αγγίξει τους θησαυρούς ή τα σώματά τους.[5] Κατασκεύαζαν επίσης παγίδες και αδιέξοδα περάσματα ώστε να δυσκολεύουν την πρόσβαση στους θαλάμους όπου βρισκόταν η μούμια τους και τα πολύτιμα κτερίσματά τους.[εκκρεμεί παραπομπή] Όλα αυτά όμως δεν εμπόδισαν ιδιαίτερα τους τυμβωρύχους. Εκτός από την Αίγυπτο υπάρχουν άπειρα παραδείγματα τυμβωρυχίας που προέρχονται από άλλες περιοχές του αρχαίου κόσμου,[5] συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας με τον σπάνιο αρχαιολογικό της πλούτο.
Στην εποχή του Νέου Βασιλείου (1550-1069 π.Χ.), οι φαραώ δεν οικοδομούσαν πια επιβλητικούς τάφους (πυραμίδες). Η τυμβωρυχία ήταν ένας από τους λόγους που ξεκίνησαν να κατασκευάζουν τους τάφους τους λαξεύοντάς τους υπογείως, κρυμμένους στους ερημικούς λόφους των Θηβών, στην Κοιλάδα των Βασιλέων, περιοχή που σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία προστάτευε η θεά Μερετσεγκέρ.[3][6][7] η οποία είχε την μορφή κόμπρας.[8] Η Μερετσεγκέρ προστάτευε επίσης το χωριό των εργατών που κατασκεύαζαν τους βασιλικούς τάφους (σημ. Ντέιρ ελ-Μεντίνα).[9] Η «γέννηση» της Μερετσεγκέρ ήταν η αυθόρμητη ανάγκη των αρχαίων Αιγυπτίων να ταυτίσουν μία θεότητα με επικίνδυνες και ταυτόχρονα φιλεύσπλαχνες ιδιότητες[3] που θα προστάτευε τους τάφους των βασιλέων και των ευγενών.
Οι περισσότεροι από τους τάφους της Κοιλάδας των Βασιλέων παραβιάστηκαν και λεηλατήθηκαν λίγο καιρό μετά το σφράγισμά τους. Ο διάσημος τάφος του φαραώ Τουταγχαμών (KV62), πριν αποκαλυφθεί το 1922 από τον Βρετανό Αιγυπτιολόγο Χάουαρντ Κάρτερ, είχε συληθεί,[4] ωστόσο σε μικρό βαθμό, καθώς οι τυμβωρύχοι δεν κατάφεραν ευτυχώς να φτάσουν σε όλους τους χώρους της πολυδαίδαλης αυτής ταφικής κατασκευής και το πιο σημαντικό είναι ότι δεν έφτασαν ποτέ στους εσωτερικούς ιερούς θαλάμους όπου βρισκόταν η μούμια και οι θησαυροί του Τουταγχαμών.[10][11] Το πρόβλημα της σύλησης των βασιλικών τάφων έγινε ιδιαίτερα έντονο στα τέλη του Νέου Βασιλείου, στην εποχή της 20ης δυναστείας, η οποία ήταν περίοδος κοινωνικο-οικονομικής κρίσης. Κατά την περίοδο της 21ης δυναστείας η περιοχή δεν χρησιμοποιείται πια για βασιλικές ταφές και παράλληλα οι μούμιες των βασιλέων με τα πολυτελή κτερίσματά τους μεταφέρονται και εναποτίθενται σε μυστικές κρύπτες για να προστατευτούν από τις ληστείες.[11] Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η βασιλική κρύπτη DB320 στο Ντέιρ ελ-Μπαχάρι.
Η τυμβωρυχία δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στις επιστήμες της Αρχαιολογίας, της Ιστορίας της Τέχνης και της Ιστορίας.[12][13] Aμέτρητες, ανεκτίμητης αξίας, θέσεις αρχαίων νεκροταφείων καταληστεύτηκαν πριν τη μελέτη τους από τους ειδικούς επιστήμονες. Σε αυτές τις περιπτώσεις καταστράφηκαν το αρχαιολογικό περιβάλλον και οι ανθρωπολογικές πληροφορίες, γεγονός που αποτελεί τεράστιο πλήγμα για την πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου:
«Η τυμβωρυχία γκρεμίζει την ανάμνηση του αρχαίου κόσμου και μετατρέπει τα υψηλότερα δημιουργήματά του σε διακοσμητικά στολίδια σε κάποιο ράφι, χωρίζοντάς τα από το ιστορικό τους περιβάλλον και αφαιρώντας τους τελικά όλο τους νόημα.»[13]
Οι τυμβωρύχοι, όταν δεν συλλαμβάνονται, πωλούν τα αρχαιολογικά ευρήματα στην μαύρη αγορά, τα οποία καταλήγουν έτσι σε ιδιωτικές συλλογές. Το παράνομο αυτό εμπόριο των αρχαίων αντικειμένων ονομάζεται αρχαιοκαπηλεία, από τις λέξεις αρχαίος και κάπηλος. Η λέξη κάπηλος είναι αρχαιοελληνική και σημαίνει αυτόν που ιδιοτελώς καπηλεύεται, εκμεταλλεύεται κάτι, συνήθως υψηλό και ευγενές όπως είναι η πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου, η οποία αποτελεί δημόσιο αγαθό και πρέπει να διαφυλάσσεται για τις μελλοντικές γενιές. Στις περιπτώσεις εκείνες που συλλαμβάνονται οι αρχαιοκάπηλοι και οι τυμβωρύχοι, οι κλεμμένες αρχαιότητες παραδίδονται στα μουσεία και τους ειδικούς μελετητές.[14]
Ένα αρχαιολογικό εύρημα που εντοπίζεται in situ, στη θέση όπου τοποθετήθηκε πολλούς αιώνες ή χιλιάδες χρόνια πριν, είναι θεμιτό να απομακρύνεται από το σημείο αυτό αφού προηγουμένως ολοκληρωθεί η ανασκαφή του και η λεπτομερής καταγραφή τού ακριβούς σημείου εντοπισμού του από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ώστε να συντηρηθεί, να μελετηθεί και να φυλαχθεί ή να εκτεθεί σε κάποιο μουσείο. Η βίαιη και παράνομη απομάκρυνση των αρχαιοτήτων και διαφόρων τεχνέργων από το αρχικό σημείο της απόθεσής τους δυσχεραίνει την αρχαιολογική ερμηνεία. Τα αρχαιολογικά αντικείμενα που «ξεριζώνονται» από το γνήσιο περιβάλλον τους, βρίσκονται εκτός «θεματικού πλαισίου» και δεν παρέχουν ακριβή συμπεράσματα για τον πολιτισμό που τα δημιούργησε. Στις αρχαιολογικές ανασκαφές των θέσεων που περιέχουν ταφικές αποθέσεις, καταγράφονται, χαρτογραφούνται και φωτογραφίζονται τα ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα και τα αντικείμενα που βρίσκονται μαζί με αυτά στη θέση ακριβώς που ανακαλύπτονται.[15]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.