From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κόνδορας της Καλιφόρνιας είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Καθαρτιδών, ένας από τους επτά γύπες του Νέου Κόσμου και, ειδικότερα, ένας από τους δύο κόνδορες της αμερικανικής ηπείρου. Η επιστημονική του ονομασία είναι Gymnogyps californianus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[1]
Κόνδορας της Καλιφόρνιας | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κόνδορας της Καλιφόρνιας (ζωολογικός κήπος Σαν Ντιέγκο) | ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Gymnogyps californianus (Γυμνόγυψ ο καλιφορνιανός) Shaw, 1798 | ||||||||||||||
Ο κόνδορας της Καλιφόρνιας, το μεγαλύτερο χερσαίο πτηνό της Βόρειας Αμερικής, κατά το έτος 1987, θεωρήθηκε -και υπήρξε- Εξαφανισμένο σε Άγρια Κατάσταση (EW), σύμφωνα με την κατάταξη της IUCN, με μόλις 22 σωζόμενα άτομα να ζουν και να αναπαράγονται σε διάφορους ζωολογικούς κήπους. Κατόπιν συστηματικών προσπαθειών, επανεισήχθη σε 3 πολιτείες των ΝΑ. ΗΠΑ, καθώς και στο ΒΔ. Μεξικό. Οι αριθμοί του έχουν, σήμερα, πολλαπλασιαστεί χάρη σε ένα πρόγραμμα επανένταξης και διατήρησης, το οποίο θεωρήθηκε από τα δαπανηρότερα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.[2] Ωστόσο, παρά την εντυπωσιακή του «επάνοδο», ο κόνδορας της Καλιφόρνιας αποτελεί ένα από τα σπανιότερα πτηνά στην υφήλιο, με λιγότερα από 440 άτομα να διαβιούν σε ελεύθερη κατάσταση και σε αιχμαλωσία, συνολικά (βλ. Κατάσταση Πληθυσμού).[3]
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Gymnogyps, είναι η άμεση απόδοση της ελληνικής λέξης Γυμνόγυψ, στη λατινική γλώσσα. Η ονομασία αυτή παραπέμπει, πιθανότατα, στο γυμνό από φτερά κεφάλι του πτηνού.
Η λατινική ονομασία του είδους, californianus, παραπέμπει στην πολιτεία της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, που θεωρείται η κύρια περιοχή της γεωγραφικής του κατανομής.
Ο κόνδορας της Καλιφόρνιας αποτελεί μονοτυπικό είδος εντός του γένους Gymnogyps, δηλαδή δεν περιλαμβάνει υποείδη.[1] Περιγράφηκε από τον Άγγλο φυσιοδίφη Τ. Σόου (George Shaw 1751-1813), το 1797, από το Μοντερέι της Καλιφόρνιας με την ονομασία, Vultur californianus.[6] Αργότερα, λόγω των ελαφρώς διαφορετικών χαρακτηριστικών του και της τάσης του να θανατώνει μικρά ζώα για να φάει,[7] «απέκτησε» το δικό του μονοτυπικό γένος Gymnogyps, από τον Γάλλο φυσιοδίφη Ρ. Λεσόν (René Primevère Lesson, 1794-1849), το 1842.
Εν τούτοις, η συστηματική του θέση εντός της οικογενείας, όπως και των υπολοίπων έξι γυπών του Νέου Κόσμου, παραμένει ασαφής.[8] Παρόλο που, τόσο αυτοί (οικ. Καθαρτίδες), όσο και οι γύπες του Παλαιού Κόσμου (οικ. Αετίδες) είναι παρόμοιοι σε εμφάνιση και έχουν ανάλογους οικολογικούς θώκους, οι δύο ομάδες εξελίχθηκαν από διαφορετικούς προγόνους σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, και δεν είναι στενά συνδεδεμένοι. Ακριβώς το πόσο διαφορετικές είναι οι δύο οικογένειες, επί του παρόντος βρίσκεται υπό συζήτηση, με ορισμένες παλαιότερες αναφορές να υποστηρίζουν ότι οι αμερικανικοί γύπες είναι πιο στενά συνδεδεμένοι με τους πελαργούς.[9] Σε πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις, είτε διατηρείται η θέση τους στα Αετόμορφα,[10] είτε τοποθετούνται στη «δική» τους τάξη, Καθαρτόμορφα (Cathartiformes).[11] Η Επιτροπή Ταξινόμησης Νοτίου Αμερικής (SACC) που ανήκει στην Αμερικανική Ορνιθολογική Ένωση (AOU), έχει «αφαιρέσει» τους γύπες του Νέου Κόσμου από τα Πελαργόμορφα (Ciconiiformes) και τους κατατάσσει στην ειδική κατηγορία incertae sedis, αλλά σημειώνει ότι μετακίνηση προς τα Ιερακόμορφα (Falconiformes) ή τα Καθαρτόμορφα (Cathartiformes) είναι δυνατή.[8]
Ωστόσο, σε αντίθεση με τον κόνδορα των Άνδεων, ο κόνδορας της Καλιφόρνιας είναι γνωστός από αρκετά απολιθώματα. Το γένος Gymnogyps αποτελεί παράδειγμα υπολειμματικής (απολιθωματικής) κατανομής (relict distribution). Κατά τη διάρκεια της εποχής του Πλειστόκαινου, το γένος ήταν διαδεδομένο σε όλη την -τότε- Αμερική. Από απολιθώματα, έχουν περιγραφεί το Gymnogyps kofordi από τη Φλόριντα του Πρώιμου Πλειστόκαινου και το Gymnogyps howardae από το Ύστερο Πλειστόκαινο στο Περού.[12]
Κάποιος κόνδορας που βρέθηκε στην Κούβα από το Ύστερο Πλειστόκαινο, είχε αρχικά περιγραφεί ως Antillovultur varonai, αλλά έκτοτε έχει αναγνωριστεί ως ένα ακόμη μέλος του γένους Gymnogyps, το G. varonai. Μπορεί, μάλιστα, ακόμη και να υπήρξε υποείδος του κόνδορα της Καλιφόρνιας.[12] Επίσης, κάποια εποχή είχε ταξινομηθεί υπό το γένος Pseudogryphus.[6]
Ο αρτίγονος κόνδορας της Καλιφόρνιας, παρόλο που το εύρος κατανομής του συρρικνώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του Ολόκαινου, διέθετε ανέκαθεν έναν (1) μικρό και αμιγή πληθυσμό. [εκκρεμεί παραπομπή] Ωστόσο, υπάρχει μια ύστερη «μορφή» του, από το Πλειστόκαινο που, μερικές φορές, θεωρείται ως παλαιοϋποείδος (palaeosubspecies), το Gymnogyps californianus amplus. Οι σύγχρονες υποθέσεις διίστανται σχετικά με την κατάταξη αυτής της «μορφής» ως χρονοείδος (chronospecies) ή ως το ξεχωριστό είδος Gymnogyps amplus.[13] Το συγκεκριμένο taxon εξαπλωνόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής επικρατείας του πτηνού, ακόμη και μέχρι τη Φλόριντα, αλλά ήταν μεγαλύτερο, έχοντας περίπου το ίδιο βάρος με τον κόνδορα των Άνδεων και με ευρύτερο ράμφος.[14] Δεδομένου ότι το κλίμα άλλαξε κατά τη διάρκεια της τελευταίας εποχής των παγετώνων, το σύνολο του πληθυσμού έγινε μικρότερο, έως ότου εξελίχθηκε στο Gymnogyps californianus του σήμερα,[15][16] αν και πιο πρόσφατες μελέτες αμφισβητούν αυτή τη θεωρία.[13]
Κατά την εποχή της έλευσης του ανθρώπου στην αμερικανική ήπειρο, ο κόνδορας της Καλιφόρνιας ήταν διαδεδομένος σε όλη τη Βόρεια Αμερική. Μάλιστα, απολιθωμένα οστά από το ύστερο Πλειστόκαινο έχουν βρεθεί στο Cutler Fossil Site της Ν. Φλόριντας.[17] Όμως, οι κλιματικές αλλαγές που σχετίζονται με το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου και την εξαφάνιση των μεγάλων θηλαστικών του Πλειστοκαίνου οδήγησε σε περαιτέρω μείωση του εύρους και του πληθυσμού του. Πεντακόσια χρόνια πριν, ο κόνδορας της Καλιφόρνιας περιπλανιόταν σε όλες τις ΝΔ. ΗΠΑ και τη Δυτική Ακτή. Απολιθώματα που έχουν βρεθεί τεκμηριώνουν την ιστορική του κατανομή στην Αριζόνα,[18] τη Νεβάδα,[19] το Νέο Μεξικό [20][21] και το Τέξας.[22] Η εξερευνητική αποστολή των Λιούις και Κλαρκ (Lewis & Clark Expedition) των αρχών του 19ου αιώνα, αναφέρεται στην παρατήρηση και φωτογράφηση του Καλιφορνιανού κόνδορα κοντά στις εκβολές του ποταμού Κολούμπια.[23][24]
Μετά την εφαρμογή του προγράμματος επανένταξης σε άγρια κατάσταση, το είδος έχει επανεισαχθεί στη Β. Αριζόνα και τη Ν. Γιούτα (συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής του Γκραν Κάνιον (Grand Canyon) και του Εθνικού Πάρκου Ζάιον (Zion National Park)), στα παράκτια βουνά της Κ. και Ν. Καλιφόρνιας, και τη Β. Μπάχα Καλιφόρνια (Baja California) στο Μεξικό.
Οι κόνδορες της Καλιφόρνιας, ζουν σε εκτεταμένες βραχώδεις περιοχές με θάμνους, κωνοφόρα δάση και σαβάνες με οξιές. Συχνά, αυτές βρίσκονται κοντά σε ορθοπλαγιές ή μεγάλα δέντρα, τα οποία χρησιμοποιούν ως θέσεις φωλιάσματος.[25]
Υπάρχουν δύο ειδικά καταφύγια της Καλιφόρνιας «αφιερωμένα» σε αυτό το πουλί, το Καταφύγιο Σίσκοκ (Sisquoc Condor Sanctuary) στο Σαν Ραφαέλ (San Rafael) και το Καταφύγιο Σέσπε (Sespe Condor Sanctuary) στον Εθνικό Δρυμό Λος Πάδρες (Los Padres National Forest). Οι περιοχές αυτές επιλέχθηκαν λόγω του ότι σε αυτές φώλιαζαν ανέκαθεν οι κόνδορες της Καλιφόρνιας.[26]
Ο κόνδορας της Καλιφόρνιας, χωρίς να έχει τις διαστάσεις του συγγενικού κόνδορα των Άνδεων, παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους γύπες και το μεγαλύτερο σε διαστάσεις αρπακτικό πτηνό της Βόρειας Αμερικής .
Τα ενήλικα άτομα έχουν ομοιόμορφο μαύρο πτέρωμα με την εξαίρεση της κάτω επιφάνειας των πτερύγων, όπου υπάρχουν χαρακτηριστικές, μεγάλες τριγωνικές περιοχές ή λωρίδες λευκού χρώματος. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι γκρίζα, το ράμφος στο χρώμα του ελεφαντόδοντος (ιβουάρ), ενώ ένα περιλαίμιο (ruff) από μαύρα φτερά οριοθετεί το κεφάλι από τον κορμό. Οι ίριδες είναι καφετί-κοκκινωπές.
Στο είδος εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός αλλά, αντίθετα με τα περισσότερα ημερόβια αρπακτικά πτηνά, το θηλυκό είναι μικρότερο από το αρσενικό. Κατά τα άλλα τα φύλα είναι όμοια και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν από μακριά.[27]
Το κεφάλι και το πάνω μέρος του λαιμού είναι σχεδόν άπτερα, με χαρακτηριστικό θαμπό κίτρινο χρώμα, το οποίο μπορεί να γίνεται λιγότερο ή περισσότερο φωτεινό κόκκινο, ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση του πουλιού.[28][29] Οι πτέρυγες είναι εξαιρετικά ευρείες, με τις μεγαλύτερες διαστάσεις από οποιοδήποτε βορειοαμερικανικό πτηνό. Αλλά και ως προς τις σωματικές διαστάσεις, ο κόνδορας της Καλιφόρνιας είναι από τα μεγαλύτερα πουλιά της Βόρειας Αμερικής, υπολειπόμενος μόνον των κύκνων Cygnus buccinator και C. olor, του πελεκάνου Pelecanus erythrorhynchos και του γερανού Grus americana σε μήκος και βάρος σώματος.
Το ράμφος έχει έντονα κυρτή ρινοθήκη και ισχυρότατο, προσαρμοσμένο στον τεμαχισμό κρέατος σε σήψη. Ο μεσαίος δάκτυλος του ποδιού είναι πολύ επιμήκης, σε αντίθεση με αυτόν που στρέφεται προς τα πίσω και ο οποίος είναι υποανεπτυγμένος. Οι γαμψώνυχες όλων των δακτύλων είναι συγκριτικά ευθείς και αμβλείς. Τα πόδια είναι, έτσι, περισσότερο προσαρμοσμένα στο περπάτημα και με μικρή συλληπτική ή αμυντική χρησιμότητα, αντίθετα με ό, τι συμβαίνει στους γύπες του Παλαιού Κόσμου.[31][32]
Τα νεαρά άτομα έχουν, ως επί το πλείστον, σκούρο καφέ πτέρωμα με στίγματα και μαυριδερό χρώμα στο κεφάλι. Επίσης υπάρχουν διάσπαρτες κηλίδες στην κάτω επιφάνεια των πτερύγων, η οποία έχει γκρίζο αντί λευκού χρώματος. Το κεφάλι τους δεν είναι εντελώς άπτερο, αλλά διαθέτει λίγα φτερά που, όμως, πέφτουν με την ενηλικίωση.[27]
Οι κόνδορες της Καλιφόρνιας που ζουν σε άγρια κατάσταση περιπλανώνται σε μεγάλες γεωγραφικές εκτάσεις και, συχνά, ταξιδεύουν μέχρι 250 χιλιόμετρα την ημέρα, προς αναζήτηση θνησιμαίων.[27] Θεωρείται ότι κατά τις απαρχές της ύπαρξής του ως είδος, ο κόνδορας της Καλιφόρνιας τρεφόταν με τα θνησιμαία της μεγαπανίδας (megafauna), που έχει πλέον εκλείψει στη Βόρεια Αμερική. Σήμερα, εξακολουθεί να προτιμά τα σφάγια μεγάλων θηλαστικών όπως είναι τα ελάφια, οι κατσίκες, τα πρόβατα, τα γαϊδούρια, τα άλογα, οι χοίροι, οι αρκούδες και τα βοοειδή. Εναλλακτικά, μπορούν να τρέφονται με τα σφάγια μικρότερων θηλαστικών, όπως κουνέλια, κογιότ, αλλά και υδρόβιων θηλαστιώνά, όπως είναι οι φάλαινες και θαλάσσια λιοντάρια της Καλιφόρνιας, αλλά και σολωμοί. Θνησιμαία πτηνών και ερπετών σπάνια τρώγονται.
Δεδομένου ότι δεν διαθέτουν την αίσθηση της όσφρησης,[33] ο εντοπισμός των θνησιμαίων γίνεται είτε απ’ ευθείας με την όρασή τους, είτε ακολουθώντας άλλους «καθαριστές», όπως κορακοειδή και όρνεα. Μάλιστα, λόγω μικροτέρου μεγέθους, οι συγκεκριμένοι γύπες δεν μπορεί να τεμαχίσουν το σκληρό δέρμα των μεγάλων ζώων, κάτι που μπορούν να κάνουν οι κόνδορες της Καλιφόρνιας, οπότε το συγκεκριμένο ηθολογικό στοιχείο αποτελεί παράδειγμα αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ τους.[34] Ακόμη και εάν υπάρχουν άλλα πτωματοφάγα πτηνά πάνω από το θήραμα, οι κόνδορες της Καλιφόρνιας είναι κυρίαρχοι απέναντί τους και σιτίζονται πρώτοι. Εξαίρεση αποτελούν οι αρκούδες, οι οποίες τους αγνοούν, και ο χρυσαετός, ο οποίος θα ανταγωνιστεί μαζί του πάνω από ένα σφάγιο.[29]
Οι κόνδορες της Καλιφόρνιας, στο φυσικό τους περιβάλλον δεν χρειάζεται να τρέφονται συνεχώς και, συχνά, μένουν για αρκετές ημέρες ημέρες -έως δύο εβδομάδες- χωρίς φαγητό.[28] Όταν όμως βρουν τροφή, καταβροχθίζουν μεγάλη ποσότητα –μέχρι 1,5 κιλό τη φορά.
Η έλλειψη μεγάλου στέρνου πάνω στο οποίο προσφύονται οι μεγάλοι θωρακικοί μυς της πτήσης, εξηγεί για ποιο λόγο ο κόνδορας της Καλιφόρνιας γυροπετάει (soaring) συνεχώς. Βέβαια, φτεροκοπάει μέχρι να απογειωθεί, αλλά μόλις κερδίσει ύψος, στηρίζεται αποκλειστικά στα θερμικά ανοδικά ρεύματα για να μείνει ψηλά.[35] Γι’ αυτό, συχνά απαντάται κοντά σε ορθοπλαγιές, όπου τα θερμικά ρεύματα σχηματίζονται ευκολότερα.[33] Αυτός είναι και ο λόγος που προτιμά να κουρνιάζει σε ψηλές θέσεις, από τις οποίες μπορεί να απογειωθεί χωρίς μεγάλη προσπάθεια.
Υπάρχει καλώς ανεπτυγμένη κοινωνική δομή στους κόνδορες, στο πλαίσιο των μεγάλων ομάδων, με τον ανταγωνισμό να καθορίζει «ιεραρχία», μέσω της γλώσσας του σώματος, της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς παιχνιδιού, και των φωνητικών καλεσμάτων (vocalizations), ιδιαίτερα κατά την ώρα της σίτισης.[36] Γενικά, τα ώριμα αρσενικά τείνουν να βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας ενώ, στον αντίποδα, τα -μετά τη διασπορά- ανώριμα αρσενικά τείνουν να βρίσκονται στο κάτω μέρος της κατάταξης.[37]
Οι κόνδορες της Καλιφόρνιας κουρνιάζουν σε ψηλές σχισμές ή ορθοπλαγιές για να αποφεύγουν χερσαίους θηρευτές. Οι θέσεις αυτές μπορεί επίσης να χρησιμεύσουν ως σημεία «κοινωνικών» επαφών, καθώς είναι σύνηθες, 2 ή περισσότερα πουλιά να κουρνιάζουν μαζί. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την πείνα που νοιώθει, ο κόνδορας μπορεί να περνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του σκαρφαλωμένος σε τέτοιες θέσεις.[27]
Οι κόνδορες της Καλιφόρνιας δεν αρθρώνουν «πραγματικά» φωνητικά καλέσματα, παραγόμενα από την σύριγγα. Μπορούν, απλώς, να συρίζουν (hissing) ή να παράγουν ήχους από τα ρουθούνια τους, που ακούγονται μόνον από πολύ κοντά.[38]
Οι κόνδορες της Καλιφόρνιας αρχίζουν την αναζήτηση συντρόφου, όταν φθάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα των έξι ετών. Για να προσελκύσει κάποιο θηλυκό, το αρσενικό εκτελεί κινήσεις επίδειξης, με το κεφάλι του να παίρνει έντονο κόκκινο χρώμα, ενώ «φουντώνει» τα μαύρα φτερά του περιλαιμίου του. Στη συνέχεια ανοίγει τις πτέρυγες και πλησιάζει σιγά-σιγά το θηλυκό. Αν εκείνο ανταποκριθεί σκύβοντας το κεφάλι της, οι κόνδορες γίνονται ζευγάρι για μια ζωή.[36]
Το ζευγάρι κατασκευάζει μια απλή φωλιά σε σπηλιές ή σε σχισμές βράχων, ειδικά σε θέσεις που γειτονεύουν με δέντρα για να μπορούν να κουρνιάζουν και ανοιχτούς χώρους για να προσγειώνονται. Το θηλυκό γεννά ένα (1) γαλαζωπό-άσπρο αβγό κάθε 2η χρονιά, από τον Ιανουάριο έως αργά τον Απρίλιο.[38] Το αβγό ζυγίζει περίπου 280 γρ. και έχει διαστάσεις 90-120 Χ 67 χιλιοστά. Αν το αυγό ή ο νεοσσός απωλεσθούν, οι γονείς επαναλαμβάνουν το ζευγάρωμα για να αναπληρωθεί η γέννα.
Ο νεοσσός εκκολάπτεται μετά από 53-60 ημέρες επώασης και από τους δύο γονείς. Γεννιέται με τα μάτια του ανοικτά και, μερικές φορές, μπορεί να «πάρει» έως και μία εβδομάδα για να αφήσει το κέλυφος εντελώς.[28] Καλύπτεται με γκριζωπό χνούδι, μέχρις ότου γίνει σχεδόν τόσο μεγάλος όσο οι γονείς του. Είναι σε θέση να πετάξει μετά από 5-6 μήνες, αλλά εξακολουθεί να κουρνιάζει και να αναζητά την τροφή του μαζί με τους γονείς τους, μέχρι να γίνει 2 ετών, οπότε εκείνοι πρέπει να αναπαραχθούν εκ νέου. Τα κοράκια είναι η κύρια απειλή για το αβγό, ενώ ο χρυσαετός και οι αρκούδες είναι δυνητικοί θηρευτές των νεοσσών.
Όντας πτηνό που δεν έχει σημαντικούς φυσικούς θηρευτές στην ενήλικη ζωή, ενώ αναπτύσσεται αργά, ο κόνδορας της Καλιφόρνιαςείναι αρκετά μακρόβιος. Όμως, είναι αλήθεια ότι τα ποσοστά μακροζωίας και θνησιμότητας δεν είναι γνωστό να έχουν μελετηθεί εκτενώς στην άγρια φύση. Μερικές εκτιμήσεις για τη διάρκεια ζωής των αγρίων πτηνών, δείχνουν ότι αυτή έχει υπερβεί το 50 χρόνια, φθάνοντας μέχρι τα 60 χρόνια, περίπου.[40][41]
Στη σύγχρονη εποχή, διάφορα αίτια έχουν συμβάλει στην πτώση των πληθυσμών του Καλιφορνιανού κόνδορα. Το χαμηλό μέγεθος ωοτοκίας (ένας (1) νεοσσός ανά φωλιά), σε συνδυασμό με την προχωρημένη ηλικία απόκτησης σεξουαλικής ωριμότητας, κάνει το πουλί ευάλωτο. Οι σημαντικότερες απειλές υπήρξαν, ανέκαθεν, η λαθροθηρία,[42] η δηλητηρίαση από μόλυβδο (από την κατανάλωση σφαγίων που περιέχουν κυνηγετικά σκάγια),[43] η δηλητηρίαση με DDT,[44] τα ηλεκτροφόρα καλώδια, η συλλογή αβγών και η καταστροφή των οικοτόπων. Κατά τη διάρκεια του «Πυρετού του Χρυσού» (Gold Rush), στην Καλιφόρνια, μερικοί κόνδορες διετηρούντο ως κατοικίδια ζώα.[45] Η κύρια αιτία της θνησιμότητας στους νεοσσούς είναι η κατάποση απορριμμάτων με τα οποία τροφοδοτούνται από τους γονείς τους.[46]
Επιπροσθέτως, οι κτηνοτρόφοι βοοειδών παρατηρώντας κόνδορες να τρέφονται με νεκρά ζώα τους, υποθέτουν ότι τα πουλιά είναι υπεύθυνα για τον θάνατο των βοοειδών, κάτι που δεν ισχύει, αφού οι κόνδορες είναι ανίκανοι να θανατώσουν ζώα τέτοιων διαστάσεων. Αυτή η πλάνη οδήγησε στην εξαφάνισή τους σε ορισμένες περιοχές των δυτικών ΗΠΑ. Μάλιστα, αυτή η πεποίθηση ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη, που η επαναφορά των κονδόρων στο Γκραν Κάνιον αμφισβητήθηκε από ορισμένους εκτροφείς βοοειδών.[47]
Τέλος, απρόσμενοι θάνατοι μεταξύ των πρόσφατων πληθυσμών οφείλονται σε μάχες με χρυσαετούς.[48] Από το 1994, οι κόνδορες σε αιχμαλωσία εκπαιδεύονται για να αποφεύγουν τα ηλεκτροφόρα καλώδια και τους ανθρώπους, με πολύ καλά αποτελέσματα, αφού, ο αριθμός των θανάτων που οφείλονται σε αυτά τα αίτια, έχει μειωθεί σε μεγάλο βαθμό.[49] Η δηλητηρίαση από μόλυβδο λόγω των κυνηγετικών σκαγίων, αποτελεί ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα για τους κόνδορες, λόγω του εξαιρετικά ισχυρού πεπτικού τους συστήματος, κάτι που δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα για άλλους «καθαριστές» (scavengers), όπως τα όρνεα και τα κοράκια.[50] Το πρόβλημα αυτό έχει αντιμετωπιστεί στην Καλιφόρνια από το Νομοσχέδιο Διατήρησης του Κόνδορα Ρίντλεϊ-Τρι (Ridley-Tree Condor Preservation Act), που τέθηκε σε ισχύ από 1ης Ιουλίου 2008, και απαιτεί ότι, οι κυνηγοί πρέπει να χρησιμοποιούν σφαίρες χωρίς μόλυβδο, όταν κυνηγούν σε περιοχές με κόνδορες. Μάλιστα, εμμέσως, τα επίπεδα μολύβδου στο αίμα σε χρυσαετοούς και όρνεα έχουν μειωθεί με την εφαρμογή του νόμου αυτού, αποδεικνύοντας ότι η συγκεκριμένη νομοθεσία έχει βοηθήσει και άλλα είδη.[51][52]
Μετά την απομάκρυνση όλων των επιζώντων πουλιών σε αιχμαλωσία το 1987, ένα εντατικό πρόγραμμα διατήρησης που περιλαμβάνει επανεισαγωγή και απελευθέρωση των ατόμων σε αιχμαλωσία, έχει οδηγήσει σε έναν μικρό αλλά αυξανόμενο πληθυσμό του είδους στην άγρια φύση. Ωστόσο, ο πληθυσμός στην άγρια φύση εξακολουθεί να εξαρτάται από τις εντατικές προσπάθειες διαχείρισης. Κατά συνέπεια, το είδος εξακολουθεί να θεωρείται ως Κρισίμως Κινδυνεύον (CR, C2a(i);D).
Οι πληθυσμοί του είδους μειώθηκαν γρήγορα σε όλο το ιστορικό εύρος κατανομής του, από τη Βρετανική Κολομβία μέχρι την Μπάχα Καλιφόρνια κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και φέρεται να εξαφανίστηκε από τις περιοχές περιφερειακά της Καλιφόρνιας, το 1937.[53][54] Ο πληθυσμός είχε φθάσει στο ιστορικά χαμηλότερο επίπεδο των -μόλις- 22 πτηνών, το 1981, και το 1983 για πρώτη φορά συνελέγησαν αβγά από τις φωλιές για να γίνει τεχνητή αναπαραγωγή.
Λόγω των εντατικών προσπαθειών ο -αιχμάλωτος- πληθυσμός αυξήθηκε σε 223 άτομα τον Αύγουστο του 2003, εκ των οποίων 138 παρέμειναν σε αιχμαλωσία και 85 απελευθερώθηκαν στην Καλιφόρνια και τη βόρεια Αριζόνα.[55] Η αναπαραγωγή στην άγρια φύση είχε επιτυχία και, τον Φεβρουάριο του 2009, είχαν καταγραφεί 56 απόπειρες φωλιάσματος από τις οποίες τουλάχιστον 19 νεοσσοί επέζησαν.[54] Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2006, υπήρχαν 130 άγρια πτηνά σε πέντε περιοχές απελευθέρωσης,[56][57] συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον 44 που ήταν άνω των έξι ετών, που αποτελεί την ηλικία έναρξης αναπαραγωγής των πτηνών [58] και τον Φεβρουάριο του 2012, ο συνολικός πληθυσμός ανήλθε σε 173 άτομα σε αιχμαλωσία και 213 στην άγρια φύση, κυρίως στη Ν. και Κ. Καλιφόρνια.[59][60] Τον Ιανουάριο του 2010, ο αριθμός των απελευθερωμένων πουλιών που είχαν δώσει βιώσιμους απογόνους ανήλθε σε 44, με άλλα 60 πτηνά σε ηλικία αναπαραγωγής.[61]
Το Πρόγραμμα Επανένταξης συνεχίστηκε και έχει διευρύνει τη γεωγραφική του κάλυψη, με 6 πτηνά που απελευθερώθηκαν στη Σιέρα δε Σαν Πέδρο Μαρτίρ (Sierra de San Pedro Martir) της Μπάχα Καλιφόρνια (Baja California), του Μεξικού, το 2002 (USFWS 2003). Νέα θέση απελευθέρωσης στην Μπάχα Καλιφόρνια δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 2003 και, τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, πουλιά απελευθερώθηκαν σε άλλη, νέα θέση στην Καλιφόρνια στο Εθνικό Μνημείο Πινάκλ (Pinnacles National Monument), όπου ένα (1) ζευγάρι παρατηρήθηκε να ανατρέφει νεοσσό το 2009.[62] Οι απελευθερώσεις στο Νέο Μεξικό έχουν εγκαταλειφθεί λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, και οι προτεραιότητες απελευθέρωσης έχουν μετατοπιστεί προς τον εντοπισμό θέσεων στη νότια Σιέρα Νεβάδα της Καλιφόρνιας.[63] Οι τακτικές μετακινήσεις των πουλιών της Αριζόνα περιορίζονται στην Κομητεία Κοκονίνο (Coconnino County) και την Κομητεία Κάνο της Γιούτα (Kane County), αν και ένα (1) άτομο βρέθηκε να περιπλανιέται βόρεια στο Φαράγγι Φλέιμινγκ του Ουαιόμινγκ και περιοχές στο Κολοράντο πριν από την επιστροφή του στην περιοχή του Γκραν Κάνιον.
Τα πουλιά της Μπάχα Καλιφόρνια περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στη Σιέρα δε Σαν Πέδρο Μαρτίρ (Sierra de San Pedro Martir),[56] όπου προσπάθειες βρίσκονται σε εξέλιξη για την αύξηση του πληθυσμού σε μια αναμενόμενη φέρουσα ικανότητα των 20 ζευγαριών, περίπου.[64] Ο 1ος νεοσσός που γεννήθηκε στο Μεξικό μετά από 75 χρόνια, εκκολάφθηκε τον Απρίλιο του 2007. Υπάρχει η ελπίδα ότι αυτά τα άτομα θα επεκτείνουν την κατανομή τους, ώστε να «συνδεθούν» αποτελεσματικά με εκείνα του νοτίου τμήματος των ΗΠΑ και, μάλιστα, ένα (1) πουλί από τον πληθυσμό της Μπάχα παρατηρήθηκε στην κομητεία του Σαν Ντιέγκο, τον Απρίλιο 2007. Σήμερα 46 νεοσσοί έχουν πτερωθεί (fledge) στην άγρια φύση από τότε που άρχισαν οι επανεισαγωγές. Πουλιά 2ης γενιάς έχουν πρόσφατα φθάσει σε ηλικία αναπαραγωγής, αλλά ουδείς πληθυσμός μπορεί να θεωρηθεί ακόμη βιώσιμος και, χωρίς ουσιαστική μείωση της χρήσης μολύβδου (που προκαλεί δηλητηριάσεις από την κατανάλωση πυροβολημένων σφαγίων) στα σκάγια, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό.[65]
Υπάρχουν επί του παρόντος 104 ενήλικα άτομα στην άγρια φύση, αριθμός αρκετά μεγάλος για να αναπαραχθούν, και 44 άτομα έχουν παραγάγει βιώσιμους απογόνους (J. Grantham στο βιβλ. 2010). Ο όρος ώριμα άτομα, όπως διευκρινίζεται από την IUCN περιλαμβάνει μόνο τα άτομα στην άγρια φύση που είναι σήμερα σε θέση να αναπαραχθούν, ενώ τα εκ νέου επανενταγμένα άτομα πρέπει να έχουν παραγάγει βιώσιμους απογόνους πριν συνυπολογισθούν ως ώριμα άτομα, η τρέχουσα παγκόσμιου πληθυσμού sensu IUCN είναι 44 ώριμα άτομα. Ο άγριος πληθυσμός αριθμούσε 231 άτομα συνολικά, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Επανένταξης Κόνδορα της Καλιφόρνια (California Condor Recovery Programm), το 2012.[25]
i. ^ Κάποια ταξινομικά συστήματα αναφοράς έχουν υιοθετήσει την άποψη ότι, η οικογένεια Καθαρτίδες, ανήκει σε δική της ιδιαίτερη τάξη, την Καθαρτόμορφα (Cathartiformes) [67], ωστόσο αυτή η θέση δεν έχει γίνει αποδεκτή από άλλους, ίσου κύρους, φορείς,[1][68] οπότε -προς το παρόν- ακολουθείται η «παραδοσιακή» ταξινόμηση στην τάξη Αετόμορφα (Accipitriformes).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.