Κουγιαβία
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Κουγιαβία (πολωνικά: Kujawy, γερμανικά: Kujawien, λατινικά: Cuiavia) είναι ιστορική περιοχή στη βορειοκεντρική Πολωνία, στην αριστερή όχθη του Βιστούλα, καθώς και ανατολικά από τον ποταμό Νότετς και τη λίμνη Γκόπουο. Χωρίζεται σε τρία παραδοσιακά μέρη: βορειοδυτικό (με πρωτεύουσα το Μπίντγκοστς, εθνογραφικά θεωρείται συχνά ως μη κουγιαβικό), κεντρικό (πρωτεύουσα το Ινοβρότσουαφ ή την Κρουσφίτσα) και νοτιοανατολικό (πρωτεύουσα το Βουοτσουάβεκ ή το Μπζεστς Κουγιάφσκι) .
Κουγιαβία | ||
---|---|---|
| ||
Χώρα | Πολωνία | |
Διοικητική υπαγωγή | Βοεβοδάτο Κουγιαβίας-Πομερανίας και Βοεβοδάτο της Μεγάλης Πολωνίας | |
Πρωτεύουσα | Βουοτσουάβεκ, Ινοβρότσουαφ και Κρουσφίτσα | |
Έκταση | 5.924 km² | |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | ||
Σχετικά πολυμέσα | ||
δεδομένα ( ) |
Το όνομα Κουγιαβία εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε γραπτές πηγές στο παπικό διάταγμα του Γκνιέζνο του 1136 (πολωνικά: Bulla Gnieźnieńska, λατινικά: Ex commisso nobis) που εκδόθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Β΄, και στη συνέχεια αναφέρθηκε σε πολλά έγγραφα από τους μεσαιωνικούς χρόνους. Αναφέρεται επίσης στα χρονικά του Βιντσέτι Καντουούμπεκ.[1]
Στα βόρεια, η Κουγιαβία συνορεύει με τις ιστορικές περιοχές Πομερανία του Γκντανσκ (Πομερηλία) και Γη του Χέουμνο, στα δυτικά με τη Μεγάλη Πολωνία, στα νότια με τη Γη της Γουεντσίτσα και στα ανατολικά με τη Μασοβία και τη Γη του Ντόμπζιν. Τα σύνορα της Κουγιαβίας εκτείνονται στην αριστερή όχθη του ποταμού Βιστούλα: από τις εκβολές του Σκρφα Λέβα στα νοτιοανατολικά, σχεδόν μέχρι τις εκβολές του ποταμού Βντα στα βόρεια. Τα σύνορα της Κουγιαβίας απλώνονται δυτικά από το Κορονόβο και το Νάκουο ναντ Νοτέτσια μέχρι τον ποταμό Νότετς, όπου στρίβουν νοτιοδυτικά, διασχίζουν τη λίμνη Τρλονγκ και συνεχίζουν στο δάσος Στσελνένσκι, φτάνοντας στη λίμνη Σκούλσκι και στον άνω ποταμό Νότετς. Τα σύνορα περικλείουν επίσης τη λίμνη Μπρντουφ, το Πσέντετς και το Λούμπιεν Κουγιάφσκι μέσω του Σκρφα Λέβα, που καταλήγει στον ποταμό Βιστούλα.[2]
Τα πεδινά της Κουγιαβίας έχουν μέσο υψόμετρο 100–130 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι μεταπαγετογενές τοπίο, ελαφρώς κυματοειδές, σε ορισμένα σημεία υπάρχουν λόφοι από λιθώνες και αμμώδεις αναχώματα με σκύρο. Σε βαθιά αναχώματα και κοιλώματα υπάρχουν περίπου 600 λίμνες μεγαλύτερες από 1 χλμ2. Κάτω από τους παγετώδεις σχηματισμούς υπάρχουν στρώματα πετρώματος-αλατιού και καλίου και κάτω από τα ιζήματα της Τριτογενούς Περιόδου υπάρχει λιγνίτης και κεραμικός πηλός. Στην Κουγιαβία υπάρχουν μαύρα γόνιμα εδάφη, χάρη στα οποία η Κουγιαβία ονομάζεται «ο σιτοβολώνας της Πολωνίας».[3]
Η επισκοπική έδρα της Κουγιαβίας ήταν πιθανώς η Κρουσφίτσα και αργότερα το Βουοτσουάβεκ (μετά την επισκοπική έδρα στις αρχές του 12ου αιώνα). Πρωτεύουσα αυτού του Δουκάτου και - από τα τέλη του 14ου αιώνα - οι κατοικίες των κυβερνητών των βοεβόδων ήταν οι Ινοβρότσουαφ, Μπζεστς Κουγιάφσκι και Ραντζέγιουφ ως έδρα του κοινοτικού περιφερειακού συμβουλίου (σέιμικ) των δύο βοεβοδάτων. Σήμερα, το μεγαλύτερο κέντρο της Κουγιαβίας είναι το Μπίντγκοστς.[4] Επίσης το νότιο τμήμα του Τόρουν (Πόντγκους) βρίσκεται στην ιστορική περιοχή.[5]
Μερικοί εθνογράφοι και ιστορικοί, για παράδειγμα ο Όσκαρ Κόλμπεργκ και ο Ζίγκμουντ Γκλόγκερ, υπολογίζουν τα εδάφη των Ντόμπζιν και Χέουμνο βορειοανατολικά του Βιστούλα ως τμήματα της Κουγιαβίας.
Στην περιοχή υπήρχε ο πολιτισμός της γραμμικής ταινιωτής κεραμικής. Τα πρώτα στέρεα στοιχεία τυροκομίας, που χρονολογούνται στο 5.500 π.Χ., βρέθηκαν στην Κουγιαβία.
Οι απαρχές του κράτους στην Κουγιαβία συνδέονται με το φυλετικό κράτος των Δυτικών Σλάβων Γκοπλάνων. Οι Γκοπλάνοι, τους οποίους ορισμένοι ερευνητές ταυτίζουν με τους Μασοβιανούς-Κλομπιανούς ή απλώς με τους Κουγιάβιους, είχαν δημιουργήσει μια χώρα με κύρια κέντρα την Κρουσφίτσα, στη βόρεια όχθη της λίμνης Γκόπουο. Κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, η επικράτειά τους κατακτήθηκε από μια άλλη δυτικοσλαβική φυλή, οι Δυτικοί Πολάνοι εγκαταστάθηκαν στην γειτονική γη της Μείζονος Πολωνίας γύρω από το Πόζναν και το Γκνιέζνο και μετά το θάνατο του Δούκα Μιέσκο Α΄ της Πολωνίας το 992, τα εδάφη της Κουγιαβίας ήταν μέρος του πρώιμου Δουκάτου της Πολωνίας, που αναφέρεται ως Τσίβιτας Σκινέσγκε (Civitas Schinesghe), όπως περιγράφεται στο Dagome iudex.
Σύμφωνα με τον Άντζεϊ Μπανκόφσκι, οι Πολάνοι είχαν μετακομίσει στην περιοχή της Μείζονος Πολωνίας αφού έπρεπε να φύγουν μαζί με τους Μοραβιανούς από τα πρώην παννονικά εδάφη τους, που κατακτήθηκαν από τους Άβαρους. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Γκοπλάνους, οι Πολάνοι υποστηρίχθηκαν από έναν στρατό της Μεγάλης Μοραβίας. Ως αποτέλεσμα της κατάληψης του εδάφους των Γκοπλάνων, τα εδάφη της Κουγιαβίας ήταν υπό την ισχυρή επιρροή του παννονικού πολιτισμού και έχασαν το πρωταρχικό τους μασοβιανό πνεύμα.
Όταν το όνομα Cuiavia προέκυψε για πρώτη φορά στο παπικό διάταγμα του Γκνιέζνο του 1136, αναφερόταν στα εδάφη ανατολικά της Μείζονος Πολωνίας γύρω από την Κρουσφίτσα και το Βουοτσουάβεκ, που συνορεύουν με τον ποταμό Βιστούλα. Το παπικό διάταγμα επιβεβαίωσε τη θέση της Επισκοπής της Κουγιαβίας στο Βουοτσουάβεκ ως επισκοπής της Αρχιεπισκοπής του Γκνιέζνο.
Στην εποχή του πολωνικού κατακερματισμού στη Διαθήκη του Μπολέσλαφ Γ΄ του Στραβόστομου του 1138, η Κουγιαβία αρχικά έγινε μέρος του Δουκάτου της Μασοβίας υπό τον Μπολέσλαφ Δ΄ το Σγουρό και τον υιό του, Λέσεκ της Μασοβίας. Διεκδικήθηκε από τον Πολωνό Ύπατο Δούκα Καζίμιρ Β΄ το Δίκαιο το 1186, που αμφισβητήθηκε από τον μεγαλύτερο αδελφό του, Μιέσκο Γ΄ το Γηραιό και τον υιό του, Μπολέσλαφ της Κουγιάβιας. Ο γιος του Καζίμιρ, Δούκας Κορράδος Α΄ της Μασοβίας, το 1233 δημιούργησε το Δουκάτο της Κουγιαβίας για τον δεύτερο υιό του, Καζιμίρ Α΄ της Κουγιάβιας. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Καζίμιρ, Δούκας Μπολέσλαφ Α΄ της Μασοβίας, πέθανε το 1248, πήρε την ευκαιρία και πήρε τη Γη του Ντόμπζιν ανατολικά του ποταμού Βιστούλα από την κληρονομιά του μικρότερου αδελφού του, Σιεμόβιτ Α΄ της Μασοβίας. Μετά τον θάνατο του Καζίμιρ το 1267, το Δουκάτο της Κουγιαβίας διαιρέθηκε από τους γιους του, Λέσεκ Β΄ ο Μέλας (π. 1288), Ζιεμόμισλ της Κουγιάβιας (π. 1287) και Βλαδίσλαος Α΄ ο Βραχύς, στα δύο ξεχωριστά δουκάτα Ινοβρότσουαφ και Μπζεστς Κουγιάφσκι.[6]
Το 1306, ο γιος του Ζιεμόμισλ, Καζίμιρ Γ΄ του Γκνιεφκόβο, ορκίστηκε πίστη στον θείο του, Βλαδίσλαο, ο οποίος άρχισε να ενώνει ξανά τα εδάφη του Πολωνικού Στέμματος υπό την κυριαρχία του. Το δουκάτο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Πολωνο-Τευτονικού πολέμου του 1326-32, με αποκορύφωμα τη Μάχη του Πουόφτσε το 1331, αλλά τελικά αποκαταστάθηκε στην Πολωνία από τους Τεύτονες Ιππότες στη Συνθήκη του Κάλις το 1343. Με το θάνατο του υιού του Καζίμιρ, Βλάντισλαφ του Λευκού, το 1388, η κουγιαβιανή γραμμή της δυναστείας των Πιαστ εξαφανίστηκε. Μετά την επανένωση των πολωνικών εδαφών τον 14ο αιώνα, εισήχθη η διαίρεση σε επαρχίες και κομητείες. Αυτή η διαίρεση οριστικοποιήθηκε τον 15ο αιώνα και υπήρχε μέχρι τη διάλυση της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας το 1795. Η Κουγιάβια χωρίστηκε σε δύο διοικητικά τμήματα: Βοεβοδάτο Κουγιαβίας-Μπζεστς και Βοεβοδάτο Ινοβρότσουαφ. Το Βοεβοδάτο Κουγιαβίας-Μπζεστς διαιρέθηκε περαιτέρω σε πέντε πόβιατ: Μπζεστς, Κόβαλ, Κρουσφίτσα, Πσέντετς και Ραντζέγιουφ, ενώ το Βοεβοδάτο Ινοβρότσουαφ διαιρέθηκε σε πόβιατ Μπίντγκοστς και Ινοβρότσουαφ και Γη του Ντόμπζιν ανατολικά του Βιστούλα.[7] Και τα δύο βοεβοδάτα αποτελούσαν μέρος της μεγαλύτερης Επαρχίας Μείζονος Πολωνίας του Πολωνικού Στέμματος και της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Η Μάχη του Κορονόβο του Πολωνο-Λιθουανικού-Τευτονικού Πολέμου διεξήχθη στην περιοχή στις 10 Οκτωβρίου 1410 και έληξε με πολωνική νίκη.
Ως αποτέλεσμα του πρώτου διαμελισμού της Πολωνίας το 1772, το Βασίλειο της Πρωσίας κατέλαβε ένα σημαντικό μέρος του Βοεβοδάτου Ινοβρότσουαφ και το δυτικό τμήμα του Βοεβοδάτου Κουγιαβίας-Μπζεστς, και το συμπεριέλαβε στη νεοσύστατη Περιοχή Νέτσε. Μετά το δεύτερο διαμελισμό του 1793, ολόκληρη η Κουγιαβία καταλήφθηκε από την Πρωσία και ενσωματώθηκε στη νεοσύστατη επαρχία της Νότιας Πρωσίας. Σύμφωνα με τις Συνθήκη του Τιλσίτ του 1807, αποτελούσε μέρος του Ναπολεόντειου Δουκάτου της Βαρσοβίας και διοικούνταν στο Τμήμα Μπίντγκοστς.
Το 1815, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συνεδρίου της Βιέννης, η Κουγιαβία διαιρέθηκε μεταξύ του Βασιλείου της Πολωνίας (η Πολωνία του Συνεδρίου παρέμεινε σε προσωπική ένωση με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, από το 1831 ως μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) και του Βασιλείου της Πρωσίας. Ενώ η Επαρχία Μπζεστς Κουγιάφσκι (πόβιατ: Αλεξάντρουφ, Ραντζέγιουφ και Βουοτσουάβεκ) παρέμεινε με το Κυβερνείο Μασοβίας της Πολωνίας του Συνεδρίου στη Ρωσική Αυτοκρατορία, το Ινοβρότσουαφ (Hohensalza) και το Μπίντγκοστς (Bromberg) ενσωματώθηκαν στο Μεγάλο Δουκάτο του Πόζεν. Ο πολωνικός πληθυσμός αντιστάθηκε στις αντιπολωνικές πολιτικές, που περιελάμβαναν την αναγκαστική γερμανοποίηση και τον εκρωσισμό, και συμμετείχε σε πολλές εξεγέρσεις, μεταξύ των οποίων η Εξέγερση της Μείζονος Πολωνίας του 1848 και η Ιανουαριανή Εξέγερση του 1863–1864. Αυτή η διαίρεση διήρκεσε από τη γερμανική ενοποίηση το 1871 μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[8]
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Πολωνία ανέκτησε την ανεξαρτησία και τον έλεγχο της περιοχής. Εντός της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας, από το 1918, το δυτικό τμήμα της Κουγιαβίας ανήκε στο Βοεβοδάτο Πόζναν (1921-1939) και το ανατολικό τμήμα ανήκε στο Βοεβοδάτο Βαρσοβίας (1919-1939). Το 1938, σχεδόν όλη η Κουγιαβία έγινε μέρος του Βοεβοδάτου Πομερανίας (1919-1939). Το 1934 χτίστηκε το Μουσείο Ναντγκοπλάνσκιε στην Κρουσφίτσα. Άνοιξε το 1939 και διέθετε πολύτιμη συλλογή εθνογραφικών αντικειμένων, μεταξύ άλλων: έπιπλα και ρούχα.
Μετά την κοινή γερμανοσοβιετική εισβολή στην Πολωνία, η οποία πυροδότησε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Σεπτέμβριο του 1939, καταλήφθηκε από τη Ναζιστική Γερμανία. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, σχεδόν όλη η Κουγιαβία προσαρτήθηκε στη νεοσύστατη επαρχία Ράιχσγκαου Βάρτελαντ,[9] εκτός από το βορειοδυτικό τμήμα με την πόλη Μπίντγκοστς, η οποία προσαρτήθηκε στη νεοσύστατη επαρχία Ράιχσγκαου Ντάντσιχ-Δυτικής Πρωσίας. Ο πολωνικός πληθυσμός υποβλήθηκε σε διάφορα εγκλήματα, όπως μαζικές συλλήψεις, φυλάκιση, δουλεία, απελάσεις, απαγωγές παιδιών, απελάσεις σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωση, όπως το Ιντελιγκέντσακτιον. Οι σημαντικότεροι τόποι σφαγών των Πολωνών στην περιοχή περιλάμβαναν το Γκνιεφκόβο, την Κοιλάδα του Θανάτου, το Οτορόβο, το Μπουσκόβο, το Τρίστσιν, το Οντόλιον και το Μπορούβνο.[10] Οι Γερμανοί λειτούργησαν επίσης υποστρατόπεδα των στρατοπέδων συγκέντρωσης Ποτουλίτσε και Στούτχοφ στο Μπίντγκοστς, και το μεγάλο στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου Stalag XX-A για Πολωνούς, Βρετανούς, Γάλλους, Αυστραλούς και Σοβιετικούς αιχμαλώτους στο νότιο Τόρουν. Το 1945, η γερμανική κατοχή έληξε και η περιοχή αποκαταστάθηκε στην Πολωνία.
Τα έτη 1945-1975, η Κουγιαβία βρισκόταν στα σύνορα του Βοεβοδάτου Μπίντγκοστς. Το Βοεβοδάτο Βουοτσουάβεκ δημιουργήθηκε το 1975 και το δυτικό τμήμα της Κουγιαβίας παρέμεινε στο Βοεβοδάτο Μπίντγκοστς. Το 1999 σχεδόν ολόκληρη η Κουγιαβία εντάχθηκε στο Βοεβοδάτο Κουγιαβίας-Πομερανίας. Επιπλέον, μικρά τμήματα της περιοχής συμπεριλήφθηκαν στα σύνορα του Βοεβοδάτου Μασοβίας (περιοχές μεταξύ των συνόρων της επαρχίας και του ποταμού Σκρφα Λέβα) και του Βοεβοδάτου Μείζονος Πολωνίας (Πσέντετς, Βιεζμπίνεκ).
Οι πιο επιτυχημένοι και δημοφιλείς αθλητικοί σύλλογοι στην περιοχή περιλαμβάνουν την ομάδα speedway Πολόνια Μπίντγκοστς, τις ομάδες καλαθοσφαίρισης Άνβιλ Βουοτσουάβεκ, Αστόρια Μπίντγκοστς (άνδρες) και Μπάσκετ 25 Μπίντγκοστς (γυναίκες) και τις ομάδες πετοσφαίρισης ΜΚΣ Βίσουα Μπίντγκοστς (άνδρες) και Πάουατς Μπίντγκοστς (γυναίκες).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.