From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κλοντ Σαμπρόλ (24 Ιουνίου 1930 - 12 Σεπτεμβρίου 2010) ήταν Γάλλος σκηνοθέτης. Μαζί με τους Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Φρανσουά Τρυφό, Ερίκ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ θεωρείται πρωτεργάτης της νουβέλ βαγκ.
Κλοντ Σαμπρόλ | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Claude Chabrol (Γαλλικά) |
Προφορά | |
Γέννηση | 24 Ιουνίου 1930[1][2][3] 10ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού[4] |
Θάνατος | 12 Σεπτεμβρίου 2010[5][1][2] 3ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού[4] |
Αιτία θανάτου | καρκίνος |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ |
Κατοικία | Παρίσι |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[6] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Παρισιού |
Ιδιότητα | ηθοποιός ταινιών, press agent, σεναριογράφος, κριτικός κινηματογράφου, ηθοποιός, σκηνοθέτης[7] και παραγωγός[7] |
Σύζυγος | Στεφάν Οντράν (1964–1980) και Ορόρ Σαμπρόλ (1983–2010) |
Τέκνα | Ματιέ Σαμπρόλ και Τομά Σαμπρόλ |
Κίνημα | Νουβέλ Βαγκ |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Νουβέλ Βαγκ |
Βραβεύσεις | National Society of Film Critics Award for Best Foreign Language Film (1996), βραβείο Λουί Ντελούκ (2000), βραβείο Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου Συνολικής προσφοράς (2003)[8], Χρυσή Άρκτος και Pipe Smoker of the Year (1989)[9] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ήταν μοναχογιός της Μαντλέν Ντελάρμπρ και του φαρμακοποιού Υβ Σαμπρόλ[10]. Γεννήθηκε στο Παρίσι και από την ηλικία των 4 ετών σύχναζε στις κινηματογραφικές αίθουσες. Παρακολουθώντας στην εφηβεία του μια ταινία του Φριτς Λανγκ άρχισε να φωνάζει υστερικά "Αυτό είναι! Αυτό θέλω να κάνω"[11]. Ξεκίνησε σπουδές φιλολογίας, νομικής και φαρμακευτικής αλλά δεν τις ολοκλήρωσε. Από το 1953 άρχισε να εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στα περίφημα Cahiers du cinéma. Το 1957 δημοσίευσε μαζί με τον Ερίκ Ρομέρ ένα βιβλίο για τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, ένα σκηνοθέτη που συχνά θα τιμήσει στο μέλλον με αναφορές στις ταινίες του. Το 1957 η σύζυγός του κληρονομεί τον πλούσιο παππού της και χρηματοδοτεί την πρώτη του ταινία «Ο ωραίος Σέργιος» που θα θεωρηθεί το «εναρκτήριο μανιφέστο» της νουβέλ βαγκ.
Ακολουθούν κάποιες ταινίες, που δεν συναντούν την εύνοια του κοινού και συχνά ούτε και των κριτικών («Οι δανδήδες», «Σατανικός εκβιαστής»). «Οι Ελαφίνες» και κυρίως «Η άπιστη γυναίκα» σηματοδοτούν μια νέα φάση στο έργο του, αυτή που θα τον καταξιώσει ως τον κατεξοχήν ανατόμο των ηθών, των κρυμμένων παθών και της ψυχοσύνθεσης της γαλλικής επαρχιακής αστικής τάξης. Μετέφερε στη μεγάλη οθόνη αρκετά μυθιστορήματα του Ζορζ Σιμενόν, λάτρεψε τα αστυνομικά θρίλερ αν και συχνά το έγκλημα ήταν μια πρόφαση για να αναδείξει τον κομφορμισμό και την ηθική σήψη της αστικής τάξης. Στις περισσότερες ταινίες του συνήθιζε να περιστοιχίζεται από πιστούς συνοδοιπόρους, όπως ο σεναριογράφος Πολ Ζεγκόφ, ο συνθέτης Πιερ Γιανσέν, οι ηθοποιοί Στεφάν Οντράν, Μισέλ Μπουκέ και πολλοί άλλοι. Η συνάντησή του το 1978 με την ηθοποιό Ιζαμπέλ Ιπέρ, την οποία και ανακάλυψε, θα αποδειχθεί πολύ αποδοτική. Η συνεργασία τους θα ξεκινήσει με την ταινία «Βιολέτ Νοζιέρ», μεταφορά της αληθινής ιστορίας μιας πατροκτόνου, το έγκλημα της οποίας είχε προκαλέσει μεγάλο σκάνδαλο τη δεκαετία του '30. Θα συνεργαστούν σε έξι ακόμη ταινίες μεταξύ των οποίων η κινηματογραφική μεταφορά του κλασσικού μυθιστορήματος του Φλωμπέρ «Μαντάμ Μποβαρύ», η εξαιρετικά επιτυχημένη «Τελετή» και το πολιτικό έργο «Η μέθη της εξουσίας».
Εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε περισσότερες από 30 ταινίες. Από το 1973 έως το 2009 σκηνοθέτησε 26 έργα για την τηλεόραση. Το 1964 σκηνοθέτησε για το θέατρο τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ και το 1984 το Χορό του θανάτου του Στρίντμπεργκ.
Αν και αναγνώριζε την επιρροή του Άλφρεντ Χίτσκοκ στο έργο του, ο Σαμπρόλ έχει δηλώσει ότι «άλλοι με έχουν επηρεάσει περισσότερο. Οι τρεις μεγάλοι μου δάσκαλοι ήταν ο Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου, ο περίφημος σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου, ο Ερνστ Λιούμπιτς και ο Φριτς Λανγκ.»[12]
Πέρα από τη φήμη του σπουδαίου κινηματογραφιστή, τον ακολουθούσε και η φήμη του λάτρη της γαστρονομίας. Οι σκηνές φαγητού στις ταινίες του ήταν πάντα ιδιαίτερα προσεγμένες. Ο ίδιος είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Όταν καθόμαστε στο τραπέζι μεταμορφωνόμαστε, οι σχέσεις τροποποιούνται, γίνονται πιο στοργικές ή πιο τεταμένες, αυτό είναι που με παθιάζει... Για παράδειγμα, οι σχέσεις ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, οι οποίες καμιά φορά θα χρειάζονταν πολλές σκηνές για να γίνουν κατανοητές από τον θεατή, μπορούν να φανερωθούν ενστικτωδώς στο τραπέζι. Βάζετε δυο κομμάτια κρέας σ' ένα πιάτο, ένα καλό κι ένα κακό και παρακολουθείτε σε ποιο πιάτο θα σερβιριστούν. Αυτό είναι πολύ αποκαλυπτικό.»[13]
Το 2005 έλαβε το βραβείο «Ρενέ Κλερ» από την Γαλλική Ακαδημία, για το σύνολο του κινηματογραφικού του έργου. Το 2009 έλαβε το βραβείο «Χρυσή κάμερα» από το φεστιβάλ του Βερολίνου και το 2010 το Μέγα βραβείο της SACD (Société des Auteurs et Compositeurs Dramatiques). Θα τον ονομάσουν «Χίτσκοκ του Γαλλικού σινεμά», «Νονό της νουβέλ βαγκ» και «Μπαλζάκ του κινηματογράφου».
Το 2008 θα γυρίσει την τελευταία του ταινία, μεταφορά του μυθιστορήματος του Γκυ ντε Μωπασσάν «Μπελ-αμί», με πρωταγωνιστή τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ.
Το 1952 παντρεύτηκε την Ανιές Γκουτ (Agnès Goute), από την οποία απέκτησε τον Ζαν-Ιβ, αρχιτέκτονα και τον Ματιέ, συνθέτη, ο οποίος έντυσε με μουσική τις περισσότερες ταινίες του πατέρα του από τις αρχές της δεκαετίας του '80 και μετά. Το 1964, αφού χώρισε από την πρώτη του σύζυγο, παντρεύτηκε τη Στεφάν Οντράν, πρωταγωνίστρια ήδη σε αρκετές ταινίες του. Από αυτή την ένωση απέκτησε τον τρίτο γιο του, τον Τομά, ηθοποιό. Το 1978 πήραν διαζύγιο. Το 1983 παντρεύτηκε για τρίτη φορά, με την Ορόρ Παγιό, συνεργάτρια σε όλες τις ταινίες του από το 1968 ως σκριπτ.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.