Καζανλούκ
οικισμός της Βουλγαρίας From Wikipedia, the free encyclopedia
οικισμός της Βουλγαρίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Καζανλούκ ή Καζανλάκ (βουλγαρικά: Казанлък, Θρακική και Αρχαιοελληνική Σευθόπολις) είναι Βουλγαρική πόλη της Επαρχίας της Στάρα Ζαγόρα και βρίσκεται στο μέσο της ομώνυμης πεδιάδας, στους πρόποδες του Αίμου, στο ανατολικό άκρο της Κοιλάδας των Ρόδων. Είναι το διοικητικό κέντρο του ομώνυμου δήμου. Είναι το 10ο μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας, με πληθυσμό 47.325 το Φεβρουάριο του 2011.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Καζανλούκ | ||
---|---|---|
| ||
Χώρα | Βουλγαρία | |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος του Κάζανλακ[1] | |
Ίδρυση | 1300 | |
Έκταση | 36 km² | |
Υψόμετρο | 407 μέτρα | |
Πληθυσμός | 48.551 (15 Μαρτίου 2024)[2] | |
Ταχ. κωδ. | 6100 | |
Τηλ. κωδ. | 0431 | |
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 (επίσημη ώρα) UTC+03:00 (θερινή ώρα) | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Είναι το κέντρο παραγωγής ροδελαίου της Βουλγαρίας και το ροδελαιοπαραγωγό τριαντάφυλλο του Καζανλούκ είναι ένα από τα ευρύτερα αναγνωρίσιμα εθνικά σύμβολα. Το όνομα της πόλης οφείλεται στα καζάνια, μέσα στα οποία έβραζαν τα ρόδα της κοιλάδας για την παραγωγή αρωμάτων.
Το Καζανλούκ είναι αδελφοποιημένη πόλη με την Ελληνική πόλη Βέροια. (2001)
Ο παλαιότερος οικισμός στην περιοχή της σημερινής πόλης χρονολογείται από τη Νεολιθική εποχή (6η-5η χιλιετία π.Χ.). Κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. τα εδάφη του ποταμού άνω Τούντζα ανήκαν στην επικράτεια του ηγεμόνα των Θρακών Σεύθη Γ΄ και είχαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική ανάπτυξη της Θράκης κατά την Ελληνιστική εποχή. Η Θρακική πόλη Σευθόπολις αποκαλύφθηκε κοντά στο Καζανλάκ και μελετήθηκε σε βάθος κατά την κατασκευή του Υδατοταμιευτήρα Κόπρινκα (1944-1956). Τον 4ο αιώνα π.Χ. κοντά στην αρχαία Θρακική πρωτεύουσα Σευθόπολι και στη σημερινή πόλη κατασκευάσθηκε ένας μεγαλοπρεπής Θρακικός τύμβος. Αποτελούμενος από ένα θολωτό "κυψέλωτό" (θολωτό) τάφος από πλινθοδομή περιέχει, μεταξύ άλλων, τοιχογραφίες που παρουσιάζουν ένα Θρακικό ζευγάρι σε επικήδειες τελετουργίες. Ο τύμβος κηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1979.
Το Μεσαίωνα η κοιλάδα έγινε διοικητικό κέντρο της περιοχής, όπου κυβερνούσε ο Βούλγαρος βογιάρος Αλντιμίρ (Ετιμίρ). Μετά το 1370 το Καζανλάκ ήταν υπό Οθωμανική κυριαρχία.
Η σημερινή πόλη χρονολογείται από τις αρχές του 15ου αιώνα. Ιδρύθηκε ως στρατιωτικό οχυρό για να προστατεύει το Πέρασμα της Σίπκα και αργότερα εξελίχτηκε σε πόλη τεχνιτών. Αναπτύχθηκαν πάνω από 50 βιοτεχνίες, όπως βυρσοδεψίας, χαλκοτεχνίας, χρυσοχοϊας, υφαντών, υποδημάτων, βαρελιών και φυσικά καλλιέργειας τριαντάφυλλων. Τα ροδελαιοπαραγωγά τριαντάφυλλα, που εισήχθησαν από την Ινδία, μέσω Περσίας, Συρίας και Τουρκίας βρήκαν όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσουν - κατάλληλη θερμοκρασία, υψηλή υγρασία και ηλιοφάνεια και αμμώδη κατάλληλα εδάφη. Το ροδέλαιο του Καζανλάκ έχει κερδίσει χρυσά μετάλλια σε εκθέσεις σε Παρίσι, Λονδίνο, Φιλαδέλφεια, Αμβέρσα και Μιλάνο. Μετά τη Βουλγαρική ανεξαρτησία οι βιοτεχνίες παρήκμασαν λόγω της απώλειας των αγορών της τεράστιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αναπτύχθηκαν οι κλωστοϋφαντουργικές, αεροδιαστημικές και στρατιωτικές βιομηχανίες.
Η πόλη του Καζανλάκ και η γύρω περιοχή βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της ομώνυμης κοιλάδας. Υπάρχουν διάφοροι τύποι εδαφών, κυρίως καστανοχώματα (περίπου 50%), που είναι πολύ κατάλληλα για την ανάπτυξη ελαιούχων καλλιεργειών και βοτάνων.
Η Κοιλάδα του Καζανλάκ σχηματίσθηκε κατά την Τεταρτογενή Περίοδο με την άνοδο των οροσειρών του Αίμου και της Σρέντνα Γκόρα και τη βύθιση των πεδίων του Προ-Αίμου. Η φύση αυτή της Κοιλάδας αποδεικνύεται από τις θερμές ιαματικές πηγές κοντά στα χωριά Οβοστνικ, Γιάγκοντα και την πόλη Πάβελ Μπάνια.
Μορφολογικά η Κοιλάδα του Καζανλάκ υποδιαιρείται σε τρεις περιοχές. Η δυτική περιοχή είναι η ευρύτερη και έχει πολλούς λόφους λόγω των πολλών προσχώσεων, που έχουν σχηματισθεί από τους ποταμούς που διαρρέουν τον Αίμο. Αν και το μέσο υψόμετρο είναι 350 μέτρα, εδώ φθάνει τα 500. Η κεντρική περιοχή είναι στενότερη και χαμηλότερη και το ανάγλυφο της ανατολικής περιοχής είναι πολύ πιο σύνθετο.
Η εδαφοκάλυψη είναι στενά συνδεδεμένη με το ανάγλυφο, το κλίμα, τη χλωρίδα της περιοχής και την οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου.
Η περιοχή χαρακτηρίζεται κυρίως από εδάφη υψίκορμων φυλλοβόλων. Η διασπορά των συσσωρευόμενων ποτάμιων υλών κατά μήκος των ποταμών Τούντζα και Ενίνσκα έχει σχηματίσει προσχωσιγενείς τύπους εδαφών. Η αποοροή και η βαθειά γεωλογική βάση μαζί με την ανθεκτική στην ξηρασία και θερμόφιλη δασική βλάστηση (βελανιδιές, καμποφτελιές, γαύροι (σημυδοειδές)) είναι ο λόγος για την εξάπλωση των δασικών εδαφών.
Τα καλλιεργήσιμα εδάφη που σχετίζονται με αυτό το είδος του εδάφους είναι κεκλιμένα και αυτό επιφέρει τη διαβρωτική επίδραση της αποσάθρωσης. Τα προσχωσιγενή εδάφη είναι υψηλής παραγωγικότητας, καλύπτουν τα δύο τρίτα του εδάφους και αυτό είναι ένα εμπόδιο για την ανάπτυξη της πόλης.
Τα εδάφη φυτεύονται κυρίως με τριαντάφυλλα και πολυετή φυτά. Εδάφη χαμηλής παραγωγικότητας και υποβαθμισμένα βρίσκονται μόνο βορειοανατολικά του Καζανλάκ. Μέρος τους καλύπτεται με λιβάδια και βοσκοτόπια. Η περιοχή αυτή δεν είναι πλούσια σε ορυκτούς πόρους βιομηχανικής σημασίας αλλά υπάρχουν αρκετά μη μεταλλικά ορυκτά τοπικής σημασίας. Υπ΄σαρχουν αργιλικά κοιτάσματα για κατασκευή τούβλων στην τοποθεσία Μαναστίρσκα Νίβα, δύο χιλιόμετρα δυτικά του Καζανλάκ. Εγκαταστάσεις παραγωγής πέτρας, πλακών και κρασπέδων βρίσκεται 7 χλμ. ανατολικά της πόλης στην τοποθεσία Καρά Ντερέ.
Αμμος και χαλίκι εξορύσσονται κοντά στα χωριά Οβόστνικ και Τσεργκάνοβο. Υπάρχουν κοντά στα χωριά Κάντσεβο και Μπούζοβγκραντ λατομεία γρανίτη, που χρησιμοποιείται για κράσπεδα, πλάκες και αλλού.
Η κοιλάδα του Καζανλάκ είναι λεκάνη απορροής του Τούντζα και των παραποτάμων του. Ο ποταμός Τούντζα πηγάζει στο ψηλότερο τμήμα του Αίμου ανατολικά του Ορους Μπότεβ, διαρρέει αρκετές πεδιάδες, Καλοφέρσκο Πόλε, Καζανλάσκο Πόλε, Σλιβένσκο Πόλε, Γιαμπόλσκο Πόλε και Ελόβσκο Πόλε και εκβάλλει στον ποταμό Εβρο. Το συνολικό μήκος του Βουλγαρικού τμήματος του Τούντζα είναι 349,5 χλμ. και η έκταση της λεκάνης απορροής του 7.834 τ.χ. Το ποτάμι ρέει αργά στην κοιλάδα του Καζανλάκ κοντά στις βόρειες πλαγιές της οροσειράς Σρέντνα Γκόρα.
Η μέση ετήσια παροχή του νερού αυξάνεται προς τα νότια. Στο Φράγμα Κόπρινκα είναι 9,5 κ.μ. το δευτ/το ή περίπου 300.000.000 κ.μ. το χρόνο και στο χωριό Κνέζα 31,14 το δευτ/το ή 1.200.000.000 κ.μ. το χρόνο. Αλλά αυτή η ποσότητα νερού δεν ισοκατανέμεται στη διάρκεια του έτους. Το μέγιστο είναι την άνοιξη (Απρίλιος και Μάιος) λόγω του έντονου λειωσίματος του χιονιού και των μεγάλων βροχοπτώσεων την άνοιξη. Τα υπόγεια νερά των σημαντικών σε εύρος και ροή προσχωσιγενών κώνων παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της αποοροής τη θερινή εποχή, οπότε η βροχόπτωση ελαχιστοποιείται. Νοτιοδυτικά του χωριού Κόπρινκα η κοιλάδα του ποταμού κόβεται βαθειά από την πλαγιά της οροσειράς Σρέντνα Γκόρα και αυτής της στενότητας έγινε χρήση για την κατασκευή του Φράγματος Κόπρινκα, που επιτρέπει την άρδευση των εδαφών γύρω από το Καζανλάκ και τη Στάρα Ζαγόρα. Τον ποταμό Τούντζα τροφοδοτούν πολλοί παραπόταμοι, με πολλούς και βαθύτερους εκείνους που πηγάζουν στην οροσειρά του Αίμου.
Οι ποταμοί Τάζα, Λέσνιτσα, Ενινσκα και Μάγκλιτσκα και τα βαθειά τους φαράγγια στις κοιλάδες των πλαγιών του Αίμου έχουν ιδιαίτερη ομορφιά. Ο ποταμός Κραν πηγάζει στο ομώνυμο χωριό και αφού δεχθεί αρκετά ρέματα διαρρέει το δυτικό τμήμα της πόλης και σταδιακά χάνεται στις όχθες του ποταμού Τούντζα. Ο ποταμός Ενινσκα πηγάζει στον Αίμο, δέχεται τα νερά πολλών ρεμάτων, διαρρέει το ανατολικό τμήμα του Καζανλάκ και εκβάλλει στον ποταμό Τούντζα νότια της πόλης. Και οι δύο παραπόταμοι έχουν βαθειές κοιλάδες στις ανώτερες ροές τους. Στις κατώτερες ροές το έδαφος δεν είναι τόσο επικλινές και ποτάμιες κοίτες είναι ευρύτερες. Η μέση ετήσια παροχή νερού του ποταμού Ενινσκα στο χωριό Ενινα είναι 0,75 κ.μ. το δευτ/το. Η μέγιστη είναι τον Απρίλιο και το Μάιο, 1,70 και 1,49 κ.μ. το δευτ/το αντίστοιχα. Το ελάχιστο είναι το Σεπτέμβριο, 0,20 κ.μ. το δευτ/το. Αυτοί οι παραπόταμοι (ιδιαίτερα ο Ενινσκα) χαρακτηρίζονται από άφθονους προσχωσιγενείς σχηματισμούς.
Πολλά ρέματα κατεβαίνουν από τις πλαγιές του λόφου Τούλμπετο (στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης) όταν βρέχει πολύ ή λειώνουν τα χιόνια και μεταφέρουν στον ποταμό Ενινσκα πολλά προσχωσιγενή υλικά. Δυό-τρία χλμ. βόρεια του Καζανλάκ οι ποταμοί Ενινσκα και Κράνσκα συνδέονται με έναν αγωγό που μεταφέρει το νερό στην πόλη. Νότια της πόλης υπάρχει άλλο αποστραγγιστικό σύστημα που μεταφέρει τα διαρρέοντα στους προσχωσιγενείς κώνους νερά των ποταμών Ενινσκα και Κράνσκα προς τον ποταμό Τούντζα.
Την πρώτη δεκαετία μετά την απελευθέρωση της Βουλγαρίας, του 1880, ο πληθυσμός του Καζανλάκ αριθμούσε περίπου 9.000. Από τότε άρχισε να αυξάνεται σταδιακά, κυρίως λόγω των μεταναστών από τις αγροτικές περιοχές και τις γύρω μικρότερες πόλεις, φθάνοντας το μέγιστο το 1985, ξεπερνώντας τις 60.000. Στη συνέχεια ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται γρήγορα ως συνέπεια της κακής οικονομικής κατάστασης στις Βουλγαρικές επαρχίες τη δεκαετία του 1990, που οδήγησε σε νέα μετανάστευση προς την πρωτεύουσα της χώρας Σόφια και το εξωτερικό.
ΤΟ Καζανλάκ έχει μακρά και έντονη παράδοση στον τομέα του πολιτισμού και του διαφωτισμού. Από την αρχή κιόλας της Εθνικής Αφύπνισης (1762-1878) ο λαός του Καζανλάκ άνοιγε σχολεία και πολιτιστικά αναγνωστικά κέντρα - περιλαμβανομένης της Παιδαγωγικής Σχολής του Καζανλάκ, που προετοίμαζε δασκάλους για όλη τη χώρα. Για πολλούς ονομαστούς Βούλγαρους καλλιτέχνες αυός ήταν ο τόπος, όπου ξεκίνησε η ζωή τους, φυσική και δημιουργική. Πολιτιστικό κέντρο του Καζανλάκ είναι το Ισκρα, που ιδρύθηκε το 1860. Περιλαμβάνει βιβλιοθήκη, θέατρο, σινεμά και μουσείο. Φιλοξένησε την πρώτη Βουλγαρική όπερα, Σιρομάχκινια.
Το Δημοτικό Ιστορικό Μουσείο Ισκρα είναι ένα από τα πρώτα επαρχιακά δημοτικά μουσεία της Βουλγαρίας. Ιδρύθηκε στις 29 Ιουνίου 1901 από τον Πέταρ Τοπούζοφ - λαμπρό επιχειρηματία από το Καζανλάκ και με απόφαση της Φιλομαθούς Λέσχης Ισκρα. Στο μουσείο φυλλάσσονται πάνω από 50.000 εκθέματα, που παρουσιάζουν την ιστορία της περιοχής του Καζανλάκ από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Τα ευρήματα από τη Θρακική πόλη της Σευθέπολης εκτίθενται σε τρεις ξεχωριστές αίθουσες. Κατά την τουριστική περίοδο διοργανώνονται προσωρινές εκθέσεις με πολύτιμα αντικείμενα από το μουσείο και δάνεια-συλλογές.
Το μουσείο είναι τμήμα του Ιστορικού Μουσείου "Ισκρα". Το 1967 δημιουργήθηκε μια μικρή έκθεση, που ήταν αφιερωμένη στη συλλογή τριαντάφυλλων στο Καζανλάκ και την περιοχή. Το 1969 η έκθεση εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο μουσείο. Σήμερα το Μουσείο Τριαντάφυλλου διαθέτει πάνω από 15.000 εκθέματα σχετικά με τη συλλογή και παραγωγή τριαντάφυλλων στη Βουλγαρία. Η έκθεση του μουσείου περιλαμβάνει εικόνες και έγγραφα για την ανάπτυξη της παραγωγής τριαντάφυλλου, εργαλεία για τη φροντίδα των κήπων με τριαντάφυλλα και συσκευασίες αποθήκευσης και εξαγωγής ροδέλαιου και ροδόνερου Γίνεται στο μουσείο αναπαράσταση αποθήκης τριαντάφυλλων και του πρώτο εργαστήριου εξέτασης ροδέλαιου που δημιουργήθηκε το 1912.
Το γραφικό λιθόστρωτο Οδός Μίρσκα βρίσκεται στο παλιότερο τμήμα της πόλης - Συνοικία Κούλατα, που είναι κοντά στον παγκοσμίως γνωστό Τύμβο του Καζανλάκ. Εδώ βρίσκουμε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική από την περίοδο της Βουλγαρικής Εθνικής Αφύπνισης (18ος-19ος αιώνας). Τα εκεί παραδοσιακά κτίρια αποτελούν το Εθνογραφικό Συγκρότημα Κούλατα, αποκαταστημένα και ανοικτά για τους επισκέπτες από το 1976. "Μας πάνε πίσω" στο μοναδικό, διαφορετικό υλικό πολιτισμό του παρελθόντος των Βουλγάρων από την περιοχή του Καζανλάκ. Πριν περάσει τη μεγάλη πύλη μπορεί κανείς να ακούσει τον κρότο των σφυριών των χαλκουργών στο βάθος. To "τραγούδι" τους αφηγείται τις ιστορίες του επαγγέλματος των παραδοσιακών τοπικών χαλκουργών. Ακριβώς απέναντι είναι οι κατασκευαστές βιολιών και ακριβώς δίπλα οι χρυσοχόοι. Η αγροικία βρίσκεται ανάμεσα σε θάμνους και δέντρα. Είναι ισόγεια, ασύμμετρη και από αρχιτεκτονική άποψη έχει τα χαρακτηριστικά των Βαλκανικών σπίτια σε κοιλάδες του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Ο τρόπος ζωής των κατοίκων της περιοχής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα παρουσιάζεται στις αποκαταστημένες κατοικίες από την εποχή της Βουλγαρικής Αναγέννησης. Το Καζανλάκ στο κοντινό παρελθόν ήταν πόλη διάσημων τεχνιτών. Σήμερα σου δίνεται η ευκαιρία να αισθανθείς την ατμόσφαιρα του παρελθόντος, να χαρούν τα μάτια σου την αρχιτεκτονική της Βουλγαρικής Αναγέννησης, να να παρακολουθήσεις δραστηριότητες που γίνονταν με το χέρι, όπως ήταν πριν πολύ πολύ καιρό και να δοκιμάσεις μερικά από τα προϊόντα της ροδοβιομηχανίας - μαρμελάδα τριαντάφυλλο, λικέρ και φυσικά γκιουλοβίτσα (μπράντι τριαντάφυλλο).
Ο Εθνικός Δρυμός Μπούζλουτζα υψώνεται ανατολικά του περάσματος της Σίπκα. Είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της Βουλγαρικής ιστορίας. Εδώ - στις 30 Ιουλίου 1868, έπεσε στη μάχη ο Χατζή Ντιμίταρ (1840-1868). Ηταν επικεφαλής μικρής ομάδας επαναστατών που πολεμούσαν πολυάριθμο Τουρκικό στρατό. Το 1961 ανεγέρθηκε εδώ ένα μνημείο σε ανάμνηση αυτής της ηρωικής πράξης. Η εντυπωσιακή μαρμάρινη εικόνα του Χατζή Ντιμίταρ απεικονίζεται μπροστά από το πράσινο φόντο των πεύκων. Κοντά σε αυτό, κάτω από τις σεβάσμιες οξυές ένα πέτρινο ανάγλυφο είναι αφιερωμένο σε ένα άλλο γεγονός της Βουλγαρικής ιστορίας - την ίδρυση του Βουλγαρικού Εργατικου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στις 2 Απριλίου 1891, μετά από ένα παράνομο συνέδριο. Το Μπούζλουτζα με τα πολλά του σαλέ, αναρρωτήρια και ξενοδοχεία προσφέρει εξαιρετικές ευκαιρίες για τους λάτρεις των χειμερινών σπορ και του τουρισμού.
Ο μεγαλιθικός σχηματισμός του Μπούζοβγκραντ βρίσκεται στους πρόποδες της οροσειράς Σρέντνα Γκόρα κοντά στο χωριό Μπούζοβγκραντ, 5 χλμ. νότια του Καζανλάκ. Ο χώρος έχει περιγραφεί ως Θρακικό ιερό από το διάσημο θρακολόγο Αλεξάντερ Φολ (1933-2006). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ο μεγάλιθος του Μπούζοβγκραντ χρησιμοποιείτο ως ιερός βράχος γύρω στα 1800 - 1600 π.Χ. Σύμφωνα με τις θρακικές θρησκευτικές δοξασίες η ανατολή του ήλιου είναι σύμβολο γέννησης και δημιουργίας και η δύση του εκφράζει το θάνατο και τον κόσμο των νεκρών. Σε αυτό το πλαίσιο οι άνθρωποι πίστευαν ότι το ιερό συμβόλιζε "μια πύλη που οδηγούσε στον άλλο κόσμο". Πιστεύεται ότι χρησιμοποιείτο για θρησκευτικές τελετές και τις κηδείες Θρακών αριστοκρατών και ιερέων. Ο ίδιος ο Αλεξάντερ Φολ περιέγραψε το χώρο ως Πύλη του Ηλιου ή Πύλη της Μητέρας Θεάς.
Ο Εθνικός Δρυμός Σίπκα βρίσκεται στην περιοχή όπου συνέβησαν οι αιματηρές μάχες του Ρωσοτουρκικού Απελευθερωτικού Πολέμου τη δεκαετία του 1870. Αποτελεί ένα συγκρότημα με αναμνηστικές πλάκες, μνημεία, χαρακώματα και στρατιωτικά καταφύγια που θυμίζουν τις μάχες.
Στην κορυφή του βουνού στο χωριό Σίπκα υψώνεται το "Μνημείο της Ελευθερίας". Χρηματοδοτήθηκε από εθελοντικές δωρεές του Βουλγαρικού λαού και ανεγέρθηκε σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Ατανάς Ντόνκοφ και του γλύπτη Αλεξάντερ Αντρέεφ. Το μνημείο εγκαινιάστηκε επίσημα το 1934. Οι εκθέσεις που είναι τοποθετημένες στα επίπεδα του μνημείου αφηγούνται την ιστορία του ηρωισμού των Ρώσων στρατιωτών κσι των Βουλγάρων εθελοντών κατά την πεντάμηνη υπεράσπιση του περάσματος. Στο τελευταίο επίπεδο υπάρχει ένα πανόραμα που αναπαριστά λεπτομέρειες του πεδίου της μάχης, τα μνημεία και τα κοινοτάφια που θυμίζουν την αυτοθυσία των Ρώσων και Βουλγάρων ηρώων.
Η τοποθεσία προσφέρει εξαιρετικές συνθήκες για χαλάρωση και τουρισμό. Αρκετά καταστήματα, καφετέριες, κάμπιγκ, ένα άνετι ξενοδοχείο-εστιατόριο και ένας σταθμός καυσίμων είναι στη διάθεση των επισκεπτών.
Ο εθνικός δρυμός-μουσείο Σίπκα-Μπούζλουτζα περιλαμβάνει την Εκκλησία του Μνημείου Σίπκα (ή Εκκλησία της Γέννησης) κοντά στο χωριό Σίπκα, τον Εθνικό Δρυμό Σίπκα, το Μνημείο της Ελευθερίας κοντά στο χωριό Σέινοβο και τον Εθνικό Δρυμό Μπούζλουτζα.
Η Εκκλησία του Μνημείου Σίπκα βρίσκεται μόνο 12 χλμ. βόρεια του Καζανλάκ, στους νότιους πρόποδες της οροσειράς του Αίμου, κοντά στο χωριό Σίπκα. Ανεγέρθηκε μετά τη Βουλγαρική ανεξαρτησία ως μνημείο για τους Ρώσους και Βούλγαρους νεκρούς. Οι χρυσοί τρούλοι και η πράσινη και ροζ χρώματος πρόσοψη διαγράφονται μπροστά από τα βουνά και τραβούν την προσοχή των ταξιδιωτών στο πέρασμα της Σίπκα. Ο σχεδιασμός του έργου έγινε από τον Τσέχο αρχιτέκτονα Α.Ι.Τόμισκο, ακολουθώντας τη Ρωσική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική του 17ου αιώνα με τόξα, ζωφόρους, αετώματα και επίχρυσες διακοσμήσεις. Η κύρια είσοδος έχει τρία τόξα που επιστεγάζονται με τη χαρακτηριστική κορυφή ύψους 50 μέτρων του καμπαναριού. Υπάρχουν 17 καμπάνες, η βαρύτερη από τις οποίες ζυγίζει 12 τόνους. Το εικονοστάσι, από ξύλο φλαμουριάς, είναι πλούσια διακοσμημένο με επιχρυσωμένα ξυλόγλυπτα και μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Οι εικόνες της εκκλησίας έγιναν από Ρώσους μοναχούς της Μονής του Αγίου Παντελεήμονα του Αγίου Ορους. Τα ονόματα των Ρωσικών συνταγμάτων και των Ρώσων και Βούλγαρων νεκρών είναι γραμμένας σε 34 μαρμάρινες πλάκες, εντοιχισμένες στους τοίχους της εκκλησίας. Η τιμημένη στάχτη των Ρώσων στρατιωτών, που σκοτώθηκαν στο Πέρασμα της Σίπκα φυλάσσονται στην κρύπτη σε 17 πέτρινες σαρκοφάγους. Η Εκκλησία του Μνημείου Σίπκα εγκαινιάστηκε επίσημα στις 27 Σεπτεμβρίου 2002.
Ο τύμβος αποτελεί τμήμα μιας μεγάλης Θρακικής νεκρόπολης. Περιλαμβάνει ένα στενό διάδρομο και ένα κυκλικό ταφικό θάλαμο, διακοσμημένους με τοιχογραφίες παρουσιάζουν ένα Θρακικό ζευγάρι σε επικήδειες τελετουργίες. Το μνημείο χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.Χ. και είναι από το 1979 στον κατάλογο των προστατευόμενων Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Οι τοιχογραφίες είναι αξιομνημόνευτες για τα υπέροχα άλογα και για μια χειρονομία αποχαιρετισμού, κατά την οποία το καθιστό ζευγάρι πιάνουν ο ένας τον καρπό του άλλου σε μια στιγμή τρυφερότητας και της ισότητας (σύμφωνα με τη Λουντμίλα Ζίβκοβα (1942-1981) - άποψη που δεν γίνεται δεκτή από όλους τους ειδικούς). Οι τοιχογραφίες αυτές είναι τα καλύτερα διατηρημένα καλλιτεχνικά αριστουργήματα της Βουλγαρίας από την Ελληνιστική περίοδο.
Ο τύμβος βρίσκεται κοντά στην αρχαία Θρακική πρωτεύουσα της Σευθόπολης, σε περιοχή όπου βρίσκονται πάνω από χίλιοι τάφοι βασιλέων και μελών της Θρακικής αριστοκρατίας.
Η καθιστή γυναίκα της τοιχογραφίας απεικονίζεται στην πίσω όψη του Βουλγαρικού νομίσματος των 50 στοτίνκι του 2005.
Ενα από τα εντυπωσιακότερα μνημεία του Θρακικού πολιτισμού στην Κοιλάδα των Θρακών Βασιλέων είναι το ηρώον (ναός-τάφος βασιλικού ήρωα) του Σεύθη Γ΄. Το καλοκαίρι του 2004 μια ομάδα Βούλγαρων αρχαιολόγων έφερε στο φως ένα μεγάλο, ανέπαφο, Θρακικό μαυσωλείο, χρονολογούμενο από τον 5ο αιώνα π.Χ. κοντά στο χωριό Σίπκα, του δήμου του Καζανλάκ. Ο ναός ήταν θαμμένος κάτω από το ύψους 20 μέτρων επίχωμα "Γκολιάματα Κοσμάτκα". "Αυτός είναι πιθανότατα ο πλουσιότερος τάφος Θράκα βασιλιά που ανακαλύφθηκε ποτέ στη Βουλγαρία. Ο ρυθμός και η κατασκευή του είναι εντελώς νέα για μας ως ειδικούς", είπε ο επικεφαλής της ομάδας Γκεόργκι Κίτοφ (1943-2008).
Ο Τύμβος Κοσμάτκα αποτελεί ένα Θρακικό ηρώον, κατασκευασμένο σύμφωνα με τις Ορφικές παραδόσεις του τέλους του 5ου ή των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. Λειτουργώντας επίσης ως συμβολικός τάφος του Σεύθη Γ΄ περιείχε ένα τεράστιο θησαυρό, που εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Ισκρα και στην Πινακοθήκη. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών ανακαλύφθηκαν πάνω από 70 χρυσά, ασημένια και χάλκινα αντικείμενα, που είχαν χρησιμοποιηθεί ως τελετουργική προσφορά στους θεούς.
Ο ναός χρησιμοποιείτο μεταξύ του τέλους του 5ου και των αρχών του 3ου αιώνα, οπότε έλαβε χώρα μια συμβολική τελετή ταφής του Σεύθη Γ΄, του περίφημου ιδρυτή της Θρακικής πόλης της Σευθόπολης, που βρίσκεται μόνο 10 χλμ. μακριά. Μετά τη συμβολική ταφική τελετή ο ναός κλείστηκε και η είσοδος σφραγίστηκε και θάφτηκε.
Από τα πιο ενδιαφέροντα αξιοθέατα της πόλης είναι η κατοικία του καταξιωμένου Βούλγαρου συγγραφέα, καλλιτέχνη και ακτιβιστή Ντιμίταρ Τσορμπατζίσκι, που το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο ήταν Τσουντομίρ (1890-1967). Η κατοικία ανακηρύχθηκε μουσείο ένα χρόνο μετά το θάνατό του, το 1968, και σήμερα έχει το καθεστώς του εθνικού ιστορικού πολιτιστικού μνημείου. Το μουσειακό συγκρότημα, που ανακαινίσθηκε και επναλειτούργησε το 1979, περιλαμβάνει σήμερα την κατοικία του καλλιτέχνη και μια έκθεση τέχνης και σχετικά έγγραφα, που στεγάζονται σε τρεις αίθουσες, καλύπτοντας επιφάνεια 300 τ.μ. Εδώ υπάρχουν πάνω από 15.000 χειρόγραφα, πίνακες, σχέδια, επιστολές, βιβλία και προσωπικά αντικείμενα που ανήκαν στον Τσουντομίρ και τη σύζυγό του, την καλλιτέχνιδα Μαρία Τσορμπατζίσκα. Είναι το μοναδικό μουσείο στη Βουλγαρία, που είναι αφιερωμένο τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην τέχνη και είναι επίσης η έδρα του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τσουντομίρ. Το μουείο είναι ένα από τα 100 Τουριστικά Αξιοθέατα της Βουλγαρίας.
Η πόλη βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της περίφημης Κοιλάδας των Ρόδων. Πλαισιώνεται με μεσαίου ύψους οροσειρές στις δυο πλευρές της και είναι ιδιαίτερα θαυμάσια το Μάιο όταν οι αγροί με τα τριαντάφυλλα είναι ανθισμένοι και η ευωδία απαράμιλλη. Η συγκομιδή των τριαντάφυλλων και η παραγωγή ροδέλαιου για εξαγωγή στους διεθνείς αρωματοποιούς έχουν μεγάλη σημασία για την τοπική οικονομία. Στο Καζανλάκ υπάρχει ένα εργοστάσιο ροδέλαιου.
Σύμφωνα με την The Ultimate Visual Encyclopedia η Βουλγαρία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής στον κόσμο ενός ορισμένου τύπου ροδέλαιου και οι ροδώνες του Καζανλάκ είναι οι μεγαλύτεροι σε όλο τον κόσμο.
Το Φεστιβάλ Τριαντάφυλλου είναι μια από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις στη Βουλγαρία, αφιερωμένο στην ομορφιά και τα λουλούδια, την άνοιξη και το άρωμα του ανεκτίμητου τριαντάφυλλου του Καζανλάκ. Οι όμορφες γιορτές για τα άνθη των τριαντάφυλλων εκεί λαμβάνουν χώρα την πρώτη βδομάδα του Ιουνίου. Ολη η βδομάδα είναι γεμάτη κάθε μέρα με διάφορες εκδηλώσεις. Η βδομάδα αυτή έχει επίσης ενδιαφέρον γιατί γίνεται ένας διαγωνισμός ομορφιάς και την τελευταία ημέρα των εκδηλώσεων εκλέγεται η ομορφότερη της πόλης. Την ονομάζουν "Βασίλισα των Ρόδων". Το Φεστιβάλ Τριαντάφυλλου διοργανώθηκε για πρώτη φορά το 1903 και από τότε παραδοσιακά διεξάγεται την πρώτη βδομάδα του Ιουνίου. Είναι η εποχή που ανθίζουν τα απαλά ελαιώδη τριαντάφυλλα του Καζανλάκ, γεμίζοντας τον αέρα με το άρωμά τους. Σήμερα το Φεστιβάλ Τριαντάφυλλου έχει εξελιχθεί σε διεθνή εκδήλωση, όπου διασκεδάζουν χιλιάδες τουρίστες και επισκέπτες της πόλης.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.