η ιστορία του παγκόσμιου συστήματος διασυνεδεμένων δικτύων υπολογιστών From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ιστορία του Διαδικτύου ξεκινά με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη δεκαετία του 1950. Οι πρώτες έννοιες του δικτύου ευρείας περιοχής προήλθαν από διάφορα εργαστήρια πληροφορικής στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία.[1] Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ ανέθετε συμβάσεις έργων ήδη από τη δεκαετία του 1960, όπως για την ανάπτυξη του ARPANET από τους Ρομπέρ Τέιλορ και Λόρενς Ρόμπερτς. Το 1969 στάλθηκε το πρώτο μήνυμα μέσω του ARPANET, από το εργαστήριο του Καθηγητή πληροφορικής Λέναρντ Κλέινροκ στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Λος Άντζελες (UCLA) προς το δεύτερο κόμβο του δικτύου στο Ερευνητικό Ίδρυμα του Στάνφορντ (SRI).
€
Χρονολόγιο της Ιστορίας του Διαδικτύου |
Πρώιμη έρευνα και ανάπτυξη:
Συγχώνευση των δικτύων και δημιουργία του διαδικτύου:
Η εμπορική χρήση, η ιδιωτικοποίηση, και η ευρύτερη πρόσβαση οδηγούν στο σύγχρονο Ίντερνετ:
Παραδείγματα διαδικτυακών υπηρεσιών:
|
Τα δίκτυα μεταγωγής πακέτων όπως το δίκτυο NPL, το ARPANET, το Δίκτυο Μεριτ, το CYCLADES, και το Telenet, αναπτύχθηκαν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970 με χρήση μιας ποικιλίας από πρωτόκολλα επικοινωνίας.[2] Ο Ντόναλντ Ντέιβις ήταν ο πρώτος που επέδειξε μεταγωγή πακέτων το 1967, στο Εθνικό Εργαστήριο Φυσικής (NPL) στο Ηνωμένο Βασίλειο.[3][4] Το ARPANET οδήγησε στην ανάπτυξη των πρωτοκόλλων για διαδικτύωση, όπου πολλαπλά χωριστά δίκτυα θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα ενιαίο δίκτυο δικτύων.
Η σουίτα πρωτοκόλλου διαδικτύου (TCP/IP) αναπτύχθηκε από τους Ρόμπερτ Καν και Βιντ Σερφ κατά τη δεκαετία του 1970 και αποτέλεσε το πρότυπο πρωτόκολλο διαδικτύου στο ARPANET, ενσωματώνοντας έννοιες από το γαλλικό πρόγραμμα ΚΥΚΛΑΔΕΣ του Λουίς Πουζίν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το NSF χρηματοδότησε την ίδρυση των εθνικών κέντρων υπερυπολογιστών σε διάφορα πανεπιστήμια, και το 1986 τους παρείχε διασυνδεσιμότητα με το πρόγραμμα NSFNET. Οι εμπορικοί πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου άρχισαν να εμφανίζονται περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το 1990 το ARPANET αποσύρθηκε. Το 1989-90 σε αρκετές Αμερικανικές πόλεις εμφανίστηκαν οι πρώτες περιορισμένες ιδιωτικές συνδέσεις σε μέρη του Διαδικτύου από επίσημες εμπορικές οντότητες,[5] και το 1995 αποσύρθηκε το NSFNET, μαζί με τους τελευταίους περιορισμούς σχετικά με τη χρήση του Διαδικτύου στην εμπορική κίνηση.
Τη δεκαετία του 1980, οι έρευνες στο CERN της Ελβετίας του Βρετανού επιστήμονα πληροφορικής Τιμ Μπέρνερς Λι, απέδωσαν τον Παγκόσμιο Ιστό, ένα σύστημα διασυνδεμένων εγγράφων υπερκειμένου προσπελάσιμο από οποιοδήποτε κόμβο του διαδικτύου.[6] Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το Διαδίκτυο είχε έναν επαναστατικό αντίκτυπο στον πολιτισμό, το εμπόριο και την τεχνολογία, όπως την προαγωγή της γρήγορης επικοινωνίας με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ανταλλαγή άμεσων μηνυμάτων, τηλεφωνικές κλήσεις με VoIP, βιντεοκλήσεις, και του Παγκόσμιου Ιστού με τα διαδικτυακά φόρουμ, τα ιστολόγια, τις εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης και τις αγορές από ηλεκτρονικά καταστήματα. Η ερευνητική και εκπαιδευτική κοινότητα συνεχίζει να αναπτύσσει και να χρησιμοποιεί προηγμένα δίκτυα όπως το JANET στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Internet2 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυξανόμενες ποσότητες δεδομένων μεταδίδονται με ολοένα και υψηλότερες ταχύτητες μέσω δικτύων οπτικών ινών που τρέχουν στα 1 Gbit/s, 10 Gbit/s ή περισσότερο. Ιστορικά, το Διαδίκτυο ανέλαβε τον έλεγχο του τοπίου στις παγκόσμιες επικοινωνίες σχεδόν άμεσα: το 1993 μόνο το 1% των πληροφοριών μεταφέρονταν μέσω τηλεπικοινωνιακών δικτύων αμφίδρομης κατεύθυνσης, το 2000 το ποσοστό είχε ήδη ανέλθει σε 51%, και το 2007 έφτασε το 97%.[7] Σήμερα, το Διαδίκτυο συνεχίζει να επεκτείνεται, κινούμενο από ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες διαδικτυακών πληροφοριών, και εφαρμογών εμπορίου, ψυχαγωγίας και κοινωνικής δικτύωσης. Εν τούτοις, το μέλλον του διαδικτύου σε παγκόσμιο επίπεδο διαμορφώνεται διαφορετικά ανά περιοχή.[8]
Η έννοια της επικοινωνίας δεδομένων – της μετάδοσης δεδομένων μεταξύ δύο διαφορετικών θέσεων διαμέσου ενός ηλεκτρομαγνητικού μέσου, όπως το ραδιόφωνο ή ένα ηλεκτρικό καλώδιο – προηγείται της εμφάνισης των πρώτων υπολογιστών. Αυτά τα συστήματα επικοινωνίας συνήθως περιορίζονταν σε επικοινωνία σημείο-με-σημείο μεταξύ των ακροδεκτών δύο συσκευών. Οι σηματοφόρες γραμμές, τα τηλεγραφικά συστήματα και οι συσκευές τηλετυπίας μπορούν να θεωρηθούν ως οι πρόδρομοι αυτού του είδους επικοινωνίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα η τηλεγραφία ήταν το πρώτο πλήρως ψηφιακό σύστημα επικοινωνίας.
Τα θεμελιώδη θεωρητικά έργα για τη μετάδοση δεδομένων και η θεωρία της πληροφορίας αναπτύχθηκαν από τους Κλοντ Σάνον, Χάρι Νύκουιστ, και Ραλφ Χάρτλευ στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι πρώτοι υπολογιστές είχαν μια κεντρική μονάδα επεξεργασίας και απομακρυσμένα τερματικά. Καθώς η τεχνολογία εξελίχθηκε, επινοήθηκαν νέα συστήματα που επέτρεπαν την επικοινωνία σε μεγαλύτερες αποστάσεις (για ακροδέκτες) ή με υψηλότερη ταχύτητα (για τη διασύνδεση τοπικών συσκευών) που ήταν απαραίτητα για το πρότυπο του κεντρικού υπολογιστή. Οι τεχνολογίες αυτές κατέστησαν δυνατή την ανταλλαγή δεδομένων (όπως αρχείων) μεταξύ απομακρυσμένων υπολογιστών. Ωστόσο, το πρότυπο επικοινωνίας σημείο-με-σημείο ήταν περιορισμένο, καθώς δεν επέτρεπε την άμεση επικοινωνία μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αυθαίρετα επιλεγμένων συστημάτων, και ήταν απαραίτητη μία φυσική σύνδεση. Η τεχνολογία αυτή θεωρούταν επίσης, ως μη ασφαλής από στρατηγική άποψη και για στρατιωτική χρήση, διότι οι επικοινωνιακές διαδρομές ήταν μοναδικές και δεν υπήρχαν εναλλακτικές σε περίπτωση επίθεσης του εχθρού.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πρώτοι υπολογιστές συνδέονταν άμεσα με τα τερματικά που χρησιμοποιούνταν από μεμονωμένους χρήστες, συνήθως στο ίδιο κτίριο ή τόπο. Τα δίκτυα αυτά έγιναν γνωστά ως τοπικά δίκτυα υπολογιστών (LAN). Κατά τη δεκαετία του 1950 αναδύθηκε η εξέλιξη αυτών με την ονομασία δίκτυα ευρείας περιοχής (WAN), που καθιερώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960.
Ο Ι.Κ.Ρ. Λικλίντερ, Αντιπρόεδρος της εταιρείας Μπολτ, Μπεράνεκ και Νιούμαν Inc., σε μία δημοσίευσή του τον Ιανουάριο 1960 στο Συμβίωση Ανθρώπου-Υπολογιστή πρότεινε ένα παγκόσμιο δίκτυο:[9]
Ένα δίκτυο τέτοιων κέντρων που να συνδέονται μεταξύ τους με γραμμές επικοινωνίας ευρείας ζώνης [...] οι λειτουργίες των σύγχρονων βιβλιοθηκών μαζί με τις αναμενόμενες εξελίξεις στην αποθήκευση και ανάκτηση πληροφοριών και τις συμβιωτικές λειτουργίες που προτάθηκαν ανωτέρω στο άρθρο
Τον Αύγουστο 1962, οι Λικλίντερ και Ουέλντεν Κλαρκ δημοσίευσαν το άρθρο «Διαδικτυακή Επικοινωνία Ανθρώπου-Υπολογιστή"[10], το οποίο ήταν μία από τις πρώτες περιγραφές του δικτυακού μέλλοντος. Τον Οκτώβριο 1962, ο Λικλίντερ προσελήφθη από τον Τζακ Ρουίνα ως διευθυντής του νεοσύστατου Γραφείου Τεχνικής Επεξεργασίας Πληροφοριών (IPTO) του DARPA, με την εντολή να διασυνδέει τους κύριους υπολογιστές του Αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας στο Καγιέν Μάουνταιν, το Πεντάγωνο, και το Αρχηγείο του SAC. Εκεί σχημάτισε μια ανεπίσημη ομάδα για περαιτέρω έρευνες στον χώρο των υπολογιστών. Ξεκίνησε γράφοντας υπομνήματα στο προσωπικό του IPTO όπου περιέγραφε ένα κατανεμημένο δίκτυο, και τους αποκαλούσε «Μέλη και Συνεργάτες του Διαγαλαξιακού Δικτύου Υπολογιστών".[11] Για τις εργασίες του ΙΡΤΟ εγκαταστάθηκαν τρία τερματικά δικτύων: ένα για Εταιρική Ανάπτυξη Συστημάτων στη Σάντα Μόνικα, ένα για το Πρόγραμμα Τζίνι στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϋ, και ένα για το Συμβατό Πολυχρηστικό Σύστημα στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT). Ο Λίκλιντερ συμπέρανε ότι τα προβλήματα φαινομενικής σπατάλης πόρων θα επιλύονταν με δια-δικτύωση.
Για έκαστο εκ των 3 τερματικών, είχα 3 διαφορετικά σύνολα με εντολές χρήστη. Έτσι, αν μιλούσα διαδικτυακά με κάποιον στο S. D. C. και ήθελα να μιλήσω σε κάποιον γνωστό μου στο Μπέρκλεϋ ή στο M. I. T. γι ' αυτό, έπρεπε να σηκωθώ από το τερματικό του S. D. C. και να πάω να συνδεθώ στο άλλο τερματικό για να έρθω σε επαφή μαζί τους....
Είπα, ω, φίλε, είναι προφανές τι πρέπει να γίνει: Αν έχεις αυτά τα τρία τερματικά, πρέπει να υπάρχει ένα τερματικό που να πηγαίνει οπουδήποτε θέλεις και υπάρχει διαδραστικός υπολογιστής. Αυτή η ιδέα είναι το ARPAnet.
Μολονότι έφυγε από το ΙΡΤΟ το 1964, 5 χρόνια προ της άφιξης του ARPANET, ήταν το όραμά του για την καθολική δικτύωση που έδωσε το έναυσμα σε έναν από τους διαδόχους του, τον Ρομπέρ Τέιλορ, να εκκινήσει την ανάπτυξη του ARPANET. Ο Λικλίντερ αργότερα επέστρεψε, το 1973, για να ηγηθεί του ΙΡΤΟ για δύο χρόνια.[12]
Το ζήτημα της σύνδεσης ξεχωριστών φυσικών δικτύων προς διαμόρφωση ενός λογικού δικτύου ήταν το πρώτο από πολλά προβλήματα. Τα πρώιμα δίκτυα λειτουργούσαν με συστήματα μεταγωγής μηνυμάτων που απαιτούσαν δομές με άκαμπτη δρομολόγηση και ήταν επιρρεπή στο μοναδικό σημείο της αποτυχίας. Τη δεκαετία του 1960 ο Πολ Μπάραν της RAND Corporation εργάστηκε σε μια μελέτη για τα βιώσιμα δίκτυα του Αμερικανικού στρατού σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου.[13] Οι πληροφορίες που διακινούνταν στο δίκτυο του Μπάραν χωρίζονταν σε τμήματα που ονόμασε «κομμάτια μηνύματος».[14] Ανεξάρτητα, ο Ντόναλντ Ντέιβις (Εθνικό Φυσικό Εργαστήριο, ΗΒ), πρότεινε και ήταν ο πρώτος που ανέπτυξε ένα τοπικό δίκτυο βασισμένο σε μεταγωγή πακέτων. Ο Λόρενς Ρόμπερτς αξιοποίησε τις έννοιες της μεταγωγής πακέτων του Ντέιβις στο δίκτυο ευρείας περιοχής ARPANET,[15][16] και ζήτησε τη συμβολή των Πολ Μπάραν και Λέναρντ Κλέινροκ. Ο Κλέινροκ ανέπτυξε τη μαθηματική θεωρία για την απόδοση αυτού του τεχνολογικού οικοδομήματος στη θεωρία των ουρών αναμονής.[17]
Η μεταγωγή πακέτου με αποθήκευση και προώθηση είναι μια παπαριασμενη τεχνική δικτύωσης που τεμαχίζει τα μηνύματα σε αυθαίρετα πακέτα μικρού αριθμού bytes για την αποστολή. Προσφέρει καλύτερες επιδόσεις σε εύρος ζώνης και χρόνους απόκρισης από την παραδοσιακή τεχνολογία κυκλομεταγωγής που χρησιμοποιήθηκε στην τηλεφωνία.[18]
Κατόπιν συζητήσεων με τον Ι.Κ.Ρ. Λικλίντερ, ο Ντόναλντ Ντέιβις άρχισε να ενδιαφέρεται για τη μετάδοση δεδομένων με δίκτυα υπολογιστών.[19][20] Το 1965 στο Εθνικό Φυσικό Εργαστήριο (Ηνωμένο Βασίλειο) ο Ντέιβις σχεδίασε και πρότεινε ένα εθνικό δίκτυο δεδομένων βασισμένο σε μεταγωγή πακέτων. Το επόμενο έτος, περιέγραψε τη χρήση ενός «διασυνδετικού υπολογιστή» που θα λειτουργούσε ως δρομολογητής.[21] Η πρόταση δεν έγινε δεκτή σε εθνικό επίπεδο, αλλά το 1967 ένα πιλοτικό πείραμα απέδειξε ότι ένα δίκτυο μεταγωγής πακέτων ήταν εφικτό.[22][23]
Το 1969 είχε αρχίσει να κατασκευάζει το δίκτυο μεταγωγής πακέτων Μαρκ 1 ώστε να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του διεπιστημονικού εργαστηρίου και να δοκιμάσει τη λειτουργικότητα της τεχνολογίας.[24][25][26] Το 1976 περιλάμβανε 12 υπολογιστές και 75 τερματικές συσκευές,[27] στα οποία προστέθηκαν περισσότερα μέχρι το 1986 που το δίκτυο αντικαταστάθηκε. Το Δίκτυο NPL, και μετέπειτα το ARPANET, ήταν τα δύο πρώτα δίκτυα με μεταγωγή πακέτων παγκόσμια [28][29] και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 διασυνδέθηκαν.
Τον Ιούνιο 1966 ο Ρομπέρ Τέιλορ προήχθη στη θέση του επικεφαλής στο γραφείο επεξεργασίας πληροφοριών του DARPA. Σκόπευε να υλοποιήσει τις ιδέες του Λικλίντερ για ένα διασυνδεδεμένο σύστημα δικτύωσης. Με τον μηχανικό Λόρενς Ρόμπερτς ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα για την κατασκευή ενός τέτοιου δικτύου. Ο πρώτος σύνδεσμος του ARPANET δημιουργήθηκε μεταξύ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Λος Άντζελες (UCLA) και του Ιδρύματος Ερευνών του Στάνφορντ ώρα 22:30 την 29 Οκτωβρίου 1969.[30]
«Δημιουργήσαμε μία τηλεφωνική σύνδεση ανάμεσα σε εμάς και τους συναδέλφους του SRI...» Κλέινροκ ... είπε σε μια συνέντευξη: «Πληκτρολογήσαμε το Λ και τους ρωτήσαμε στο τηλέφωνο,
- «Βλέπετε το Λ;»
- «Ναι, βλέπουμε το Λ» απάντησαν
- Πληκτρολογήσαμε το Ο, και ρωτήσαμε, «Βλέπετε το Ο;»
- «Ναι, βλέπουμε το Ο»
- Μετά πληκτρολογήσαμε το Γ και το σύστημα κατάρρευσε...
Αλλά η επανάσταση είχε ξεκινήσει»...[31]
Την 5 Δεκεμβρίου 1969, με την προσθήκη του Πανεπιστημίου της Γιούτα και του Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σάντα Μπάρμπαρα σχηματίστηκε ένα δίκτυο 4 κόμβων. Το ARPANET αναπτύχθηκε γρήγορα και το 1981 ο αριθμός των οικοδεσποτών του είχε ανέλθει στους 213, με προσθήκη ενός νέου ανά περίπου 20 μέρες.[32][33]
Η ανάπτυξη του ARPANET επικεντρώθηκε στη διαδικασία Αίτησης για Σχόλια, που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για την υποβολή προτάσεων και σημειώσεων για τα Πρωτόκολλα και Συστήματα που διέπουν το Ίντερνετ. Η πρώτη Αίτηση με τίτλο «Λογισμικό Οικοδεσπότη» γράφτηκε από τον Στιβ Κρόκερ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες, και δημοσιεύθηκε την 7 Απριλίου 1969. Οι ιστορικές εγγραφές για αυτά τα πρώιμα χρόνια παρουσιάστηκαν στην ταινία του 1972 με τίτλο: Δίκτυα Υπολογιστών: Οι Κήρυκες της Κοινής Χρήσης Πόρων.
Το ARPANET έγινε ο τεχνικός πυρήνας του πρώιμου Διαδικτύου, και ένα βασικό εργαλείο στην ανάπτυξη των τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται. Αρχικά το ARPANET χρησιμοποίησε το Πρόγραμμα Ελέγχου Δικτύου (NCP) αντί του TCP/IP. Την 1 Ιανουαρίου 1983, γνωστή και ως ημέρα της σημαίας, το NCP στο ARPANET αντικαταστάθηκε από την πιο ευέλικτη και ισχυρή οικογένεια πρωτοκόλλων TCP/IP, σηματοδοτώντας την έναρξη του σύγχρονου Ίντερνετ.[34]
Στο ARPANET οι διεθνείς συνεργασίες σπάνιζαν. Για διάφορους πολιτικούς λόγους, οι Ευρωπαίοι προγραμματιστές ασχολούνταν με την ανάπτυξη των δικτύων Χ.25. Αξιοσημείωτες εξαιρέσεις ήταν η Νορβηγική Συστοιχία Σεισμομέτρων (NORSAR) το 1972, και στη συνέχεια, το 1973 η Σουηδία με δορυφορικές συνδέσεις με τον Επίγειο Σταθμό Τάνουμ και η ερευνητική ομάδα του Πήτερ Κέρστιν στο Ηνωμένο Βασίλειο, αρχικά στο Ινστιτούτο Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και αργότερα στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο Λονδίνου.[35]
Το Δίκτυο Μέριτ[36] ιδρύθηκε το 1966 ως η Τριάδα Πληροφοριών Εκπαιδευτικής Έρευνας του Μίσιγκαν για να διερευνήσει τις δυνατότητες δικτύωσης μεταξύ τριών δημόσιων πανεπιστημίων του Μίσιγκαν ως κρατικού μέσου εκπαιδευτικής και οικονομικής ανάπτυξης.[37] Αρχικά με την υποστήριξη της Πολιτείας του Μίσιγκαν και του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών (NSF), τον Δεκέμβριο 1970 επιδείχθηκε για πρώτη φορά το δίκτυο μεταγωγής πακέτων, όταν ένας διαδραστικός οικοδεσπότης φιλοξένησε τη σύνδεση μεταξύ των κεντρικών υπολογιστών IBM στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Ανν Άρμπορ και του Πολιτειακού Πανεπιστήμιου Γουέιν στο Ντιτρόιτ.[38] Τον Οκτώβριο 1972 με τις συνδέσεις των υπολογιστών CDC του Κρατικού Πανεπιστήμιου του Μίσιγκαν στο Ήστ Λάνσινγκ ολοκληρώθηκε η τριάδα. Τα επόμενα χρόνια, εκτός από τις διαδραστικές συνδέσεις οικοδεσποτών, το δίκτυο ενισχύθηκε για να υποστηρίξει συνδέσεις τερματικού με οικοδεσπότη, μαζικές συνδέσεις οικοδεσποτών (υποβολή απομακρυσμένης εργασίας, απομακρυσμένη εκτύπωση, ομαδοποιημένη μεταφορά αρχείων), διαδραστική μεταφορά αρχείων, πύλες για τα δημόσια δίκτυα δεδομένων Tymnet και Telenet, προσθήκες για τους οικοδεσπότες Χ.25, πύλες για τα δίκτυα δεδομένων Χ.25, συνδεδεμένους υπολογιστές του Ethernet, και τελικά το πρωτόκολλο TCP/IP και περαιτέρω δημόσια πανεπιστήμια του Μίσιγκαν που εντάχθηκαν στο δίκτυο.[38][39] Όλα τα ανωτέρω έθεσαν το σκηνικό για το ρόλο του Μέριτ στο πρόγραμμα NSFNET που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Το δίκτυο μεταγωγής πακέτων ΚΥΚΛΑΔΕΣ ήταν ένα Γαλλικό ερευνητικό δίκτυο σχεδιασμού και διεύθυνσης του Λουίς Πουζίν. Παρουσιάστηκε το 1973, και αναπτύχθηκε για να διερευνήσει εναλλακτικές οδούς από του πρώιμου ARPANET και για να υποστηρίξει τα ερευνητικά δίκτυα γενικότερα. Ήταν το πρώτο δίκτυο στο οποίο οι οικοδεσπότες ευθύνονταν για την αξιοπιστία της παράδοσης των δεδομένων, και όχι το ίδιο το δίκτυο, χρησιμοποιώντας δεδομενογράμματα αναξιοπιστίας και αλλεπάλληλους μηχανισμούς πρωτοκόλλων. Οι έννοιες αυτού του δικτύου επηρέασαν την μετέπειτα ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής του ARPANET.[40][41]
Βάσει των ερευνών του ARPA, τα πρότυπα δίκτυα μεταγωγής πακέτων αναπτύχθηκαν από τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU), με τη μορφή του Χ.25 και των σχετικών πρότυπων. Κατά τη χρήση μεταγωγής πακέτων, το Χ.25 είναι βασισμένο στην έννοια των εικονικών κυκλωμάτων που μιμούνται τις παραδοσιακές τηλεφωνικές συνδέσεις. Το 1974, το Χ.25 αποτέλεσε τη βάση για το δίκτυο ΣΕΡΚνετ μεταξύ Βρετανικών ακαδημαϊκών και ερευνητικών χώρων, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε στο ΤΖΑΝΕΤ. Το αρχικό Πρότυπο Χ.25 του ITU εγκρίθηκε τον Μάρτιο 1976.[42]
Το 1978 τα Βρετανικά Ταχυδρομεία, η Western Union International και το Tymnet συνεργάστηκαν για να δημιουργήσουν το πρώτο διεθνές δίκτυο μεταγωγής πακέτων, που αναφέρεται ως η Διεθνής Υπηρεσία Μεταγωγής Πακέτων (IPSS). Μέχρι το 1981, το δίκτυο αυτό αναπτύχθηκε από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ για να καλύψει τον Καναδά, το Χονγκ Κονγκ και την Αυστραλία. Από τη δεκαετία του 1990 παρείχε μια παγκόσμια υποδομή δικτύωσης.[43]
Αντίθετα με το ARPANET, το Χ.25 ήταν κοινώς διαθέσιμο για επαγγελματική χρήση. Το Τελενέτ πρόσφερε την υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Τελεμέιλ, η οποία προοριζόταν μάλλον για επιχειρησιακή χρήση παρά για γενική, όπως το σύστημα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ARPANET.
Τα πρώτα δημόσια dial-in δίκτυα λειτουργούσαν με ασύγχρονα πρωτόκολλα τερματικών TTY για να φτάσουν σε έναν συγκεντρωτή. Ορισμένα δίκτυα, όπως το CompuServe, χρησιμοποίησαν το X.25 για να πολυπλέξουν τις συνεδρίες τερματισμού στη ραχοκοκαλιά της μεταγωγής πακέτων, ενώ άλλα, όπως το Tymnet, χρησιμοποίησαν ιδιόκτητα πρωτόκολλα. Το 1979, η CompuServe έγινε η πρώτη υπηρεσία που πρόσφερε δυνατότητες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τεχνική υποστήριξη στους χρήστες προσωπικών υπολογιστών. Η εταιρεία άνοιξε τους ορίζοντες και πάλι το 1980 ως η πρώτη που πρόσφερε τη δυνατότητα συζήτησης σε πραγματικό χρόνο με το CB Προσομοιωτή. Άλλα μεγάλα dial-in δίκτυα ήταν τα America Online (AOL) και Prodigy που επίσης παρείχαν εφαρμογές επικοινωνίας, περιεχόμενου, και ψυχαγωγίας. Και πολλά δίκτυα που λειτουργούσαν με συστήματα πίνακα ανακοινώσεων (BBS), επίσης παρείχαν πρόσβαση στο δίκτυο, όπως το FidoNet που ήταν δημοφιλές μεταξύ των χομπίστων χρηστών υπολογιστών, εκ των οποίων πολλοί ήταν χάκερ και ραδιοερασιτέχνες. [44][45]
Το 1979 δύο φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ, ο Τομ Τρούσκοτ και ο Τζιμ Έλλις σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν κώδικες του κέλυφους Bourne για να μεταδώσουν ειδήσεις και μηνύματα μέσω γραμμής σειριακής σύνδεσης UUCP με το κοντινό Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Τσάπελ Χιλ. Το 1980, μετά τη δημόσια κυκλοφορία του λογισμικού, το δίκτυο από οικοδεσπότες του UUCP που προωθούσε τις ειδήσεις του Usenet γρήγορα επεκτάθηκε. Το UUCPnet, όπως ονομάστηκε αργότερα, δημιούργησε, επίσης, πύλες και συνδέσεις για τους οικοδεσπότες του FidoNet και του dial-up BBS. Τα δίκτυα του UUCP εξαπλώθηκαν γρήγορα λόγω του χαμηλότερου κόστους, της ικανότητας να χρησιμοποιούν τις υφιστάμενες μισθωμένες γραμμές, τις συνδέσεις X.25 ή και ARPANET, και της έλλειψης αυστηρών πολιτικών χρήσης συγκριτικά με τα μεταγενέστερα δίκτυα, όπως το CSNET και το Bitnet. Όλες οι συνδέσεις ήταν τοπικές. Το 1981 ο αριθμός των οικοδεσποτών του UUCP είχε αυξηθεί σε 550, και το 1984 είχε σχεδόν διπλασιαστεί σε 940. – To Δίκτυο Sublink, που λειτουργούσε από το 1987 και επίσημα ιδρύθηκε στην Ιταλία το 1989, βάσισε τη διασυνδεσιμότητά του στο UUCP για αναδιανομή μηνυμάτων αλληλογραφίας και ειδήσεων σε όλους τους ιταλικούς κόμβους (τότε ~100) που ανήκαν σε ιδιώτες και σε μικρές επιχειρήσεις. Το Δίκτυο Sublink αποτέλεσε ενδεχομένως ένα από τα πρώτα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της τεχνολογίας του Διαδικτύου που προόδευσαν μέσω της ευρείας κατανάλωσης.[46]
Με πληθώρα από διαφορετικές μεθόδους δικτύωσης παρουσιάστηκε η ανάγκη για ενοποίηση τους. Ο Ρόμπερτ Καν του DARPA και το ARPANET προσέλαβαν τον Βίντον Σερφ από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ για να εργαστεί μαζί τους πάνω στο πρόβλημα. Το 1973, είχαν εκπονήσει μία θεμελιώδη μεταρρύθμιση, όπου οι διαφορές μεταξύ των πρωτοκόλλων δικτύου θα αποκρύπτονταν χρησιμοποιώντας ένα κοινό πρωτόκολλο επικοινωνίας, και αντί να ευθύνεται το δίκτυο για την αξιοπιστία του, όπως και στο ARPANET, οι οικοδεσπότες θα αναλάμβαναν την ευθύνη. Ο Σερφ πίστωσε με ευχαριστίες τους Χιμπέρτ Ζίμμέρμάν, Τζεράρν ΛεΛαν και Λουίς Πουζίν (σχεδιαστής του δικτύου ΚΥΚΛΑΔΕΣ) για τη σημαντική συνεισφορά τους σε αυτό το πρόγραμμα.[47]
Οι προδιαγραφές του προκύπτοντος πρωτοκόλλου, RFC 675 – Προδιαγραφή του Προγράμματος Ελέγχου Μετάδοσης Διαδικτύου, των Βίντον Σερφ, Γιόγκεν Νταλάλ και Καρλ Σανσάιν, Ομάδα Εργασίας Δικτύου, Δεκέμβριος 1974, περιέχει την πρώτη επιβεβαιωμένη χρήση του όρου ίντερνετ, αναφερόμενου στη διαδικτύωση.
Με το ρόλο του δικτύου μειωμένο στο ελάχιστο δυνατό, κατέστη δυνατή η σύνδεση οποιονδήποτε δικτύων μαζί, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά τους, επιλύοντας συνεπώς το αρχικό πρόβλημα του Καν. To DARPA συμφώνησε να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη του πρωτότυπου λογισμικού, και μετά από αρκετά χρόνια δουλειάς, το Ινστιτούτο Ερευνών του Στάνφορντ παρουσίασε την πρώτη πύλη μεταξύ του δικτύου ΡαδιοΠακέτου στον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο και του ARPANET. Την 22 Νοεμβρίου 1977 διεξήχθησαν τρεις επιδείξεις δικτύων με συμπεριλαμβανόμενα το ARPANET, το Φορτηγάκι ΡαδιοΠακέτου για το ομώνυμο δίκτυο του SRI και το δίκτυο Ατλαντικού Δορυφορικού Πακέτου.[48][49]
Από τις πρώτες προδιαγραφές του TCP το 1974, προέκυψε το TCP/IP που αναδύθηκε στα μέσα-τέλη του 1978 με τη σχεδόν τελική του μορφή, όπως χρησιμοποιήθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες στο Ίντερνετ, γνωστή ως «IPv4»,[50] που περιγράφηκε στη δημοσίευση του IETF RFC 791 (Σεπτεμβρίος 1981).
Το IPv4 χρησιμοποιεί διευθύνσεις των 32-bit περιορίζοντας την περιοχή διευθύνσεων σε 232 = 4294967296 διαφορετικές διευθύνσεις.[50] Η τελευταία διαθέσιμη διεύθυνση του IPv4 εκχωρήθηκε τον Ιανουάριο 2011.[51] Το IPv4 αντικαθίσταται από το διάδοχό του, ονομαζόμενο «IPv6», που χρησιμοποιεί διευθύνσεις των 128 bit, παρέχοντας την εξαιρετικά αυξημένη περιοχή των 2128 = 340282366920938463463374607431768211456 διαφορετικών διευθύνσεων[52]. Η μετάβαση στο IPv6 αναμένεται ότι θα διαρκέσει πολλά χρόνια, δεκαετίες, ή ίσως και περισσότερο, για να ολοκληρωθεί, δεδομένου ότι υπήρχαν τέσσερα δισεκατομμύρια μηχανές με το IPv4 όταν ξεκίνησε η μετάβαση.[51]
Τα σχετικά πρότυπα για το IPv4 δημοσιεύθηκαν το 1981 ως RFC 791, 792 και 793, και εγκρίθηκαν για χρήση. Το DARPA χορήγησε ή ενθάρρυνε την ανάπτυξη των υλοποιήσεων του πρωτοκόλλου TCP/IP για πολλά λειτουργικά συστήματα και στη συνέχεια προγραμμάτισε μια μετάβαση όλων των κεντρικών υπολογιστών και όλων των δικτύων πακέτων προς TCP/IP. Την 1 Ιανουαρίου 1983, γνωστή και ως ημέρα της σημαίας, τα πρωτόκολλα TCP/IP έγιναν τα μοναδικά εγκεκριμένα πρωτόκολλα του ARPANET, αντικαθιστώντας το παλαιότερο πρωτόκολλο NCP.[53]
Μετά από αρκετά χρόνια λειτουργίας του ARPANET, οι ARPA ζήτησαν να παραδώσουν το δίκτυο σε ένα άλλο πρακτορείο, επειδή η κύρια αποστολή τους ήταν η χρηματοδότηση της πλέον προηγμένης έρευνας και ανάπτυξης, και όχι η λειτουργία μίας επικοινωνιακής υπηρεσίας κοινής ωφέλειας. Τελικά, τον Ιούλιο 1975 το δίκτυο μεταβιβάστηκε στο Πρακτορείο Πληροφοριακών Συστημάτων Άμυνας του Αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας. Το 1983 η Αμερικανική στρατιωτική μερίδα αποσπάστηκε ως ένα ξεχωριστό δίκτυο, το MILNET. Αυτό στη συνέχεια εξελίχτηκε στο μη απόρρητο αλλά αποκλειστικά για στρατιωτική χρήση NIPRNET, παράλληλα με το SIPRNET για τις διαβαθμισμένες πληροφορίες ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ επιπέδου και το JWICS για τις ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΕΣ πληροφορίες. Το NIPRNET διαθέτει ελεγχόμενες πύλες ασφαλείας για το δημόσιο ίντερνετ.
Τα δίκτυα που βασίστηκαν στο ARPANET ήταν χρηματοδοτούμενα από την κυβέρνηση και ως εκ τούτου περιορίζονταν σε μη εμπορικές χρήσεις, όπως είναι η έρευνα, ενώ οι άσκοπες εμπορικές χρήσεις απαγορεύονταν αυστηρά. Ως εκ τούτου, αρχικά οι συνδέσεις τους περιορίζονταν σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις και πανεπιστήμια. Κατά τη δεκαετία του 1980, οι συνδέσεις επεκτάθηκαν σε περισσότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, και επίσης σε έναν αυξανόμενο αριθμό εταιρειών όπως τις Digital Equipment Corporation και Hewlett-Packard, που συμμετείχαν σε ερευνητικά προγράμματα άμεσα ή υποστηρικτικά με παροχές υπηρεσιών.
Και αρκετοί άλλοι κλάδοι της Αμερικανικής κυβέρνησης, η Εθνική Υπηρεσία Αεροναυτικής και Διαστήματος (NASA), το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (NSF), και το Υπουργείο Ενέργειας (DOE) ασχολήθηκαν εντατικά με έρευνες στο Διαδίκτυο και άρχισαν την ανάπτυξη ενός διαδόχου για το ARPANET. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι τρεις αυτοί κλάδοι ανέπτυξαν τα πρώτα Δίκτυα Ευρείας Περιοχής (WAN) που βασίζονταν στο TCP/IP. Η NASA ανέπτυξε το Επιστημονικό Δίκτυο ΝΑΣΑ (NSN), το NSF ανέπτυξε το CSNET και το Υπουργείο Ενέργειας ανέπτυξε το Δίκτυο Επιστημών Ενέργειας (ESNet).
To Επιστημονικό Δίκτυο της NASA (NSN), που αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας 1980, συνέδεε τους επιστήμονες του διαστήματος με τα δεδομένα και τις πληροφορίες που βρίσκονταν αποθηκευμένα οπουδήποτε στον κόσμο. Το 1989, το βασισμένο στο DECnet Δίκτυο Φυσικής Ανάλυσης του Διαστήματος (SPAN) και το βασισμένο σε TCP/IP NSN συγκεντρώθηκαν στο Ερευνητικό Κέντρο Έιμς της NASA δημιουργώντας το πρώτο δίκτυο ευρείας περιοχής πολλαπλών πρωτοκόλλων, που ονομάστηκε Διαδίκτυο Επιστημών της NASA (NSI). Αυτό οικοδομήθηκε έτσι ώστε να παρέχει μια πλήρως ολοκληρωμένη υποδομή επικοινωνιών στην επιστημονική κοινότητα της NASA για την προώθηση των επιστημών της ζωής, της γης και του διαστήματος. Ως ένα υψηλής ταχύτητας, πολλαπλών πρωτοκόλλων, διεθνές δίκτυο, το NSI παρείχε συνδεσιμότητα σε πάνω από 20.000 επιστήμονες στις επτά ηπείρους.
Το 1981 το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (NSF) υποστήριξε την ανάπτυξη του Δικτύου Επιστημών Πληροφορικής (CSNET). Αυτό συνδέθηκε με το ARPANET χρησιμοποιώντας το πρωτόκολλο TCP/IP, και λειτουργούσε με TCP/IP πάνω σε X.25, αλλά υποστήριζε επίσης τμήματα χωρίς εξελιγμένες συνδέσεις δικτύου, όπου γινόταν χρήση αυτοματοποιημένης dial-up ανταλλαγής αλληλογραφίας μέσω τηλεφώνου.
Το 1986, το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (NSF) δημιούργησε το NSFNET, έναν δικτυακό κορμό ταχύτητας 56 kbit/s για την υποστήριξη των κέντρων υπερυπολογιστών που χρηματοδοτούνταν από το NSF. Το NSFNET υποστήριξε, επίσης, τη δημιουργία περιφερειακών ερευνητικών και εκπαιδευτικών δικτύων στις Ηνωμένες Πολιτείες, και τη σύνδεση των δικτύων πανεπιστημίων και πανεπιστημιουπόλεων με τα περιφερειακά δίκτυα.[54] Η χρήση του NSFNET και των περιφερειακών δικτύων δεν περιοριζόταν στους χρήστες υπερυπολογιστών και το δίκτυο των 56 kbit/s γρήγορα υπερφορτώθηκε. Το 1988 το NSFNET αναβαθμίστηκε στην ταχύτητα των 1.5 Mbit/s, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας συνεργασίας με το Δίκτυο Μέριτ, και σε συνεργασία με την IBM, την MCI και την Πολιτεία του Μίσιγκαν. Η καλή λειτουργία του NSFNET και η εισαγωγή του συστήματος Ομοσπονδιακών Διαδικτυακών Ανταλλαγών (FIX) επέτρεψαν την απόσυρση του ARPANET το 1990. Το 1991 το NSFNET επεκτάθηκε και αναβαθμίστηκε στα 45 Mbit/s, και το 1995 αποσύρθηκε κατόπιν αντικατάστασής του από τους δικτυακούς κορμούς που λειτουργούσαν αρκετοί εμπορικοί Πάροχοι Υπηρεσιών Διαδικτύου.
Ο όρος «ίντερνετ» εισήχθηκε στο πρώτο RFC που δημοσιεύθηκε για το πρωτόκολλο TCP (RFC 675:[55] Πρόγραμμα Ελέγχου Μετάδοσης Διαδικτύου, Δεκέμβριος 1974) αναφερόμενος στη διαδικτύωση και το Διαδίκτυο, και όλοι αυτοί οι όροι θεωρούνται εναλλακτικοί και ισοδύναμοι. Σε γενικές γραμμές, ίντερνετ ήταν οποιοδήποτε δίκτυο χρησιμοποιούσε το πρωτόκολλο TCP/IP. Στα τέλη της δεκαετίας 1980, όταν το ARPANET διασυνδέθηκε με το NSFNET, ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως το όνομα του προκύπτοντος διαδικτύου, που είναι το μεγάλο και παγκόσμιο δίκτυο TCP/IP.[56]
Καθώς το ενδιαφέρον για διαδικτύωση αυξήθηκε και αναπτύχθηκαν νέες εφαρμογές για αυτό, οι τεχνολογίες του Διαδικτύου εξαπλώθηκαν σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. H προσέγγιση δικτύου-αγνωστικιστών στο TCP/IP σήμαινε ότι ήταν εύκολη η χρήση οποιασδήποτε υπάρχουσας υποδομής δικτύου, όπως του δικτύου IPSS Χ.25, για την κυκλοφορία στο Διαδίκτυο. Το 1982, ένα χρόνο πριν από το ARPANET, το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου αντικατέστησε τις υπερατλαντικές δορυφορικές συνδέσεις με TCP/IP πάνω σε IPSS.[57][58]
Πολλοί ιστότοποι που δεν μπορούσαν να συνδεθούν άμεσα με το Ίντερνετ δημιούργησαν απλές πύλες για τη μεταφορά του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, της πιο σημαντικής εφαρμογής εκείνης της περιόδου. Οι ιστότοποι με διακοπτόμενες μόνο συνδέσεις χρησιμοποίησαν UUCP ή FidoNet και βασίστηκαν στις πύλες μεταξύ αυτών των δικτύων και του Διαδικτύου. Ορισμένες υπηρεσίες πύλης ξεπέρασαν την απλή προσπέλαση του ταχυδρομείου, όπως επιτρέποντας την πρόσβαση σε τοποθεσίες του Πρωτοκόλλου Μεταφοράς Αρχείων μέσω UUCP ή ταχυδρομείου.[59]
Τελικά, αναπτύχθηκαν τεχνολογίες δρομολόγησης ώστε να αφαιρεθούν οι εναπομείνουσες πτυχές συγκεντρωτικής δρομολόγησης. Το Πρωτόκολλο Εξωτερικής Δρομολόγησης (EGP) αντικαταστάθηκε από ένα νέο πρωτόκολλο, το Border Gateway Protocol (BGP). Αυτό παρείχε μία κατανεμημένη τοπολογία για το Ίντερνετ και περιόρισε τη συγκεντρωτική αρχιτεκτονική στην οποία είχε δώσει έμφαση το ARPANET. Το 1994, εισήχθηκε η Αταξική Δρομολόγηση Δικτυακών Περιοχών (CIDR) που κατέστησε δυνατή την αποτελεσματικότερη χρήση του χώρου διευθύνσεων, και τη χρήση προθέματος συσσωμάτωσης που μείωσε το μέγεθος των πινάκων δρομολόγησης.[60][61]
Τα έτη 1984-1988 το CERN ξεκίνησε εργασίες εγκατάστασης και λειτουργίας του TCP/IP για τη διασύνδεση των μεγάλων εσωτερικών συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, των σταθμών εργασίας, των Η/Υ και ενός συστήματος ελέγχου επιταχυντή. Το CERN συνέχισε να λειτουργεί εσωτερικά με ένα περιορισμένο αυτόνομο σύστημα (CERNET) και εξωτερικά με αρκετά ασύμβατα (συνήθως αποκλειστικά) πρωτόκολλα δικτύου. Υπήρξε σημαντική αντίσταση στην Ευρώπη για πιο εκτεταμένη χρήση του TCP/IP, και τα ενδοδίκτυα TCP/IP του CERN παρέμειναν απομονωμένα από το Διαδίκτυο μέχρι το 1989.
Το 1988 ο Ντάνιελ Κάρενμπεργκ, από το Ίδρυμα Ερευνών Centrum Wiskunde & Informatica (CWI) στο Άμστερνταμ, επισκέφθηκε τον Μπέν Σεγκάλ, Συντονιστή TCP/IP του CERN, αναζητώντας συμβουλές σχετικά με τη μετάβαση της Ευρωπαϊκής πλευράς του δικτύου UUCP Usenet (μεγάλο μέρος του οποίου έτρεχε πάνω σε συνδέσεις X.25) σε TCP/IP. Το 1987 ο Μπεν Σεγκάλ είχε συναντηθεί με τον Λέναρντ Μπόσακκ, της τότε ακόμα μικρής εταιρείας Cisco, για την αγορά ορισμένων δρομολογητών TCP/IP για το CERN, που τον συμβούλεψε σχετικά και τον προσανατόλισε προς τον κατάλληλο εξοπλισμό της Cisco. Έτσι επεκτάθηκε το Ευρωπαϊκό τμήμα του Διαδικτύου σε όλα τα υφιστάμενα δίκτυα UUCP, και το 1989 το CERN άνοιξε τις πρώτες εξωτερικές συνδέσεις TCP/IP.[62] Αυτό συνέπεσε με τη δημιουργία της Réseaux IP Européens (RIPE), αρχικά μιας ομάδας διαχειριστών δικτύων IP, οι οποίοι συναντώνταν τακτικά για να συντονίσουν τις δραστηριότητές τους. Αργότερα, το 1992, το RIPE καταχωρήθηκε επισήμως ως συνεταιρισμός στο Άμστερνταμ.
Ταυτόχρονα με την αύξηση της διαδικτύωσης στην Ευρώπη, σχηματίστηκε μόνο για αυτό δικτύωση με την ARPA και εντός-μεταξύ των Αυστραλιανών πανεπιστήμιων, που βασιζόταν σε διάφορες τεχνολογίες όπως το X.25 και το UUCPNet. Αυτά ήταν περιορισμένα στη σύνδεσή τους με τα παγκόσμια δίκτυα, λόγω του κόστους της πραγματοποίησης μεμονωμένων διεθνών τηλεφωνικών συνδέσεων (dial-up) UUCP ή X.25. Το 1989 τα Αυστραλιανά πανεπιστήμια εντάχθηκαν στην προσπάθεια προς χρήση πρωτοκόλλων IP για την ενοποίηση των δικτυακών υποδομών τους. Το ίδιο έτος δημιουργήθηκε το AARNet από την Αυστραλιανή Επιτροπή Αντιπρυτάνεων και παρείχε ένα δίκτυο βασισμένο αποκλειστικά σε IP στην Αυστραλία.
Τη δεκαετία του 1980 το Ίντερνετ άρχισε να διεισδύει στην Ασία. Το Μάιο του 1982 η Νότια Κορέα έγινε η δεύτερη χώρα που εγκατέστησε με επιτυχία το δίκτυο TCP/IP IPv4.[63][64] Η Ιαπωνία, που είχε κατασκευάσει το βασισμένο σε UUCP δίκτυο JUNET το 1984, συνδέθηκε με το NSFNET, το 1989. Φιλοξένησε την ετήσια συνάντηση της Διαδικτυακής Κοινότητας, INET'92, στο Κόμπε. Το 1990 η Σιγκαπούρη ανέπτυξε το TECHNET και το 1992 η Ταϊλάνδη απέκτησε μία παγκόσμια διαδικτυακή σύνδεση μεταξύ του Πανεπιστημίου Χουλαλονγκορν και του UUNET.[65]
Ενώ οι ανεπτυγμένες χώρες με τις απαιτούμενες τεχνολογικές υποδομές συνδέονταν στο Διαδίκτυο, οι αναπτυσσόμενες χώρες άρχισαν να βιώνουν ένα ψηφιακό χάσμα που τους χώριζε από το Ίντερνετ. Σε ουσιαστικά ηπειρωτική βάση, χτίζουν οργανισμούς για τη διαχείριση των πόρων του Διαδικτύου και μοιράζονται από κοινού τις λειτουργικές εμπειρίες, καθώς όλο και περισσότερες εγκαταστάσεις μετάδοσης αναβαθμίζονται.
Στις αρχές της δεκαετίας 1990, οι Αφρικανικές χώρες βασίζονταν σε συνδέσεις με Χ.25 IPSS και μόντεμ 2400 μπωντ για τις διεθνείς και διαδικτυακές επικοινωνίες ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Τον Αύγουστο 1995 η InfoMail Ουγκάντα Ε.Π.Ε., μια ιδιωτική εταιρεία στην Καμπάλα που τώρα ονομάζεται InfoCom, και η Υπηρεσίες Δικτύου NSN του Αβόν Κολοράντο, που πωλήθηκε το 1997 και τώρα ονομάζεται Δορυφορικό Κανάλι Clear (CCC), ανέπτυξαν την πρώτη εγχώρια Αφρικανική Υπηρεσία δορυφορικού Ίντερνετ TCP/IP υψηλής ταχύτητας. Η πρώτη σύνδεση δεδομένων πραγματοποιήθηκε από τον ρωσικό δορυφόρο C-Band RSCC που συνέδεσε τα γραφεία της InfoMail στην Καμπάλα άμεσα με το Σημείο Ανταλλαγής Δικτύου (ΙΧΡ) MAE-West της NSN, χρησιμοποιώντας ένα ιδιωτικό δίκτυο από τον μισθωμένο επίγειο σταθμό της NSN στο Νιου Τζέρσεϊ. H πρώτη δορυφορική σύνδεση της InfoCom είχε ταχύτητα 64 kbit/s, εξυπηρετώντας έναν κεντρικό υπολογιστή Sun και δώδεκα μόντεμ dial-up US Robotics.
Το 1996 ένα έργο χρηματοδοτούμενο από την Αμερικανική Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης (USAID), με την ονομασία Πρωτοβουλία Λίλαντ, εκκίνησε εργασίες για την ανάπτυξη πλήρους συνδεσιμότητας στο Διαδίκτυο σε όλη την ήπειρο. Το 1997 η Γουινέα, η Μοζαμβίκη, η Μαδαγασκάρη και η Ρουάντα απέκτησαν δορυφορικούς επίγειους σταθμούς, ενώ το 1998 ακολούθησαν η Ακτή του Ελεφαντοστού και το Μπενίν.
Στην Αφρική οικοδομείται μια υποδομή Διαδικτύου. Το AfriNIC, που εδρεύει στον Μαυρίκιο, διαχειρίζεται την εκχώρηση διευθύνσεων IP στην ήπειρο. Όπως και στις άλλες διαδικτυωμένες περιοχές, υπάρχει ένα επιχειρησιακό φόρουμ, η Διαδικτυακή Κοινότητα των Ειδικών στη Λειτουργία Δικτύων.[69]
Υπάρχουν πολλά προγράμματα για την παροχή μιας εγκατάστασης υψηλής απόδοσης μετάδοσης, και οι δυτικές και νότιες ακτές διαθέτουν υποθαλάσσια οπτικά καλώδια. Διηπειρωτικά συστήματα καλωδίων υψηλής ταχύτητας συνδέουν τη Βόρεια Αφρική με το Κέρας της Αφρικής. Η εγκατάσταση υποθαλάσσιων καλωδίων καθυστερεί στην Ανατολική Αφρική, εν μέρει επειδή η αρχική προσπάθεια από κοινού μεταξύ του Νέου Συνεταιρισμού για την Αφρικανική Ανάπτυξη (NEPAD) και του Ανατολικοαφρικανικού Υποβρύχιου Συστήματος (Eassy) έχει διακοπεί.[70]
Το Κέντρο Πληροφοριών Δικτύου Ασίας Ειρηνικού (APNIC), που εδρεύει στην Αυστραλία, διαχειρίζεται την εκχώρηση διευθύνσεων IP στην ήπειρο. Το APNIC χορηγεί ένα επιχειρησιακό φόρουμ, την Περιφερειακή Διαδικτυακή Διάσκεψη Ασίας-Ειρηνικού για τις Λειτουργικές Τεχνολογίες (APRICOT).[71]
Το πρώτο σύστημα Διαδικτύου στη νότια Κορέα, το Δίκτυο Συστηματικής Ανάπτυξης (SDN) ξεκίνησε τη λειτουργία του την 15η Μαΐου 1982. Tον Αύγουστο 1983 συνδέθηκε με τον υπόλοιπο κόσμο χρησιμοποιώντας UUCP (Unixto-Unix Copy), τον Δεκέμβριο 1984 συνδέθηκε στο CSNET, και το 1990 συνδέθηκε επίσημα με το Αμερικανικό Ίντερνετ.[72]
Το 1991, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είδε το πρώτο της κολεγιακό δίκτυο TCP/IP, το TUNET του Πανεπιστήμιου Τσινγκχουά. Το 1994 η Λ.Δ. Κίνας πραγματοποίησε την πρώτη σύνδεση με το παγκόσμιο Διαδίκτυο, μεταξύ της Σύμπραξης Ηλεκτρο-Φασματόμετρου του Πεκίνου και του Κέντρου Γραμμικού Επιταχυντή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Ωστόσο, η λογοκρισία του διαδικτύου στην Κίνα, με τα φίλτρα περιεχομένου που εφαρμόστηκαν σε όλη τη χώρα, οδήγησε σε ψηφιακό χάσμα δικού της τύπου.[73]
Όπως και στις άλλες περιοχές, το Μητρώο Διευθύνσεων Διαδικτύου της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (LACNIC) διαχειρίζεται την εκχώρηση χώρων διευθύνσεων IP και άλλους πόρους στην περιοχή του. Το LACNIC, που εδρεύει στην Ουρουγουάη, διαχειρίζετα τη ρίζα του DNS, τις ανάστροφες αναζητήσεις DNS, και άλλες βασικές υπηρεσίες.
Αρχικά, όπως και με τα προηγούμενα δίκτυα, το σύστημα που θα εξελισσόταν στο Διαδίκτυο ήταν κυρίως για χρήση από την κυβέρνηση και τα σώματά της.
Ωστόσο, το ενδιαφέρον για την εμπορική χρήση του Ίντερνετ γρήγορα έγινε ένα κοινό θέμα συζητήσεων. Μολονότι η εμπορική χρήση απαγορευόταν, ο ακριβής ορισμός της εμπορικής χρήσης ήταν ασαφής και υποκειμενικός. Τα UUCPNet και X.25 IPSS δεν είχαν τέτοιους περιορισμούς, και τελικά είδαν την επίσημη φραγή του UUCPNet από τη χρήση συνδέσεων ARPANET και NSFNET. (Ορισμένοι σύνδεσμοι του UUCP παρέμειναν ενεργοί μόνο επειδή οι διαχειριστές έκαναν τα στραβά μάτια στη λειτουργία τους).[74]
Ως αποτέλεσμα, κατά τα τέλη της δεκαετίας 1980, ιδρύθηκαν οι πρώτες εταιρείες Παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου. Οι PSINet, UUNET, Netcom, και Portal Software σχηματίστηκαν για να παρέχουν τις υπηρεσίες στα περιφερειακά ερευνητικά δίκτυα και μία εναλλακτική οδό πρόσβασης στο δίκτυο, στο ταχυδρομείο βασισμένο σε UUCP και στις δημόσιες Ειδήσεις του Usenet. O πρώτος εμπορικός πάροχος συνδέσεων από τηλεφώνου στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο The World, που άνοιξε το 1989.[76]
Το 1992, το Αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε τον Νόμο περί Επιστημών και Προηγμένης Τεχνολογίας, 42 U.S.C. § 1862(g), ο οποίος επέτρεψε στο NSF να υποστηρίξει την πρόσβαση των ερευνητικών και εκπαιδευτικών κοινοτήτων σε δίκτυα υπολογιστών που δεν χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς, επιτρέποντας έτσι στο NSFNET να διασυνδέεται με εμπορικά δίκτυα.[77][78] Αυτό προκάλεσε διαμάχες, εντός της ερευνητικής και εκπαιδευτικής κοινότητας που ανησυχούσαν ότι η εμπορική χρήση του δικτύου θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα Διαδίκτυο που να ανταποκρίνεται λιγότερο στις ανάγκες τους, και εντός της κοινότητας των παρόχων εμπορικών δικτύων οι οποίοι θεώρησαν ότι οι κυβερνητικές επιδοτήσεις θα παρείχαν ένα αθέμιτο πλεονέκτημα σε ορισμένους οργανισμούς.[79]
Το 1990 οι στόχοι του ARPANET είχαν εκπληρωθεί και οι νέες τεχνολογίες δικτύωσης είχαν ξεπεράσει τις αρχικές προβλέψεις, και το έργο του είχε ολοκληρωθεί. Νέοι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου, όπως οι PSINet, Alternet, CERFNet, ANS CO+RE, και πολλοί άλλοι, πρόσφεραν πρόσβαση στο διαδίκτυο σε εμπορικούς πελάτες. Το NSFNET δεν ήταν πλέον ο εκ των πραγμάτων δικτυακός κορμός και σημείο ανταλλαγής του Διαδικτύου. Τα σημείο Ανταλλαγής Εμπορικού Διαδικτύου (CIX), οι Μητροπολίτικες Περιοχές Ανταλλαγής (MAE), και αργότερα τα Σημεία Πρόσβασης στο Διαδίκτυο (NAP) γίνονταν οι κύριες διασυνδέσεις μεταξύ των πολλών δικτύων. Οι τελικοί περιορισμοί στη μεταφορά εμπορικής κυκλοφορίας έληξαν την 30η Απριλίου 1995 όταν το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (NSF) διέκοψε τη χρηματοδότηση της Υπηρεσίας Δικτυακού Κορμού NSFNET οπότε η υπηρεσία τερματίστηκε.[80][81] Το NSF αρχικά στήριξε τα NAP και υποστήριξε προσωρινά τη μετάβαση των περιφερειακών ερευνητικών και εκπαιδευτικών δικτύων σε εμπορικούς παρόχους. Το NSF χρηματοδότησε επίσης την πολύ υψηλής ταχύτητας Υπηρεσία Δικτυακού Κορμού του Ίντερνετ (vBNS), που εξακολούθησε να παρέχει στήριξη στα κέντρα υπερυπολογιστών και στα ερευνητικά και εκπαιδευτικά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών.[82]
Ο Παγκόσμιος Ιστός (www) είναι ένας χώρος πληροφόρησης όπου έγγραφα και άλλοι δικτυακοί πόροι προσδιορίζονται από Ενιαία Αναγνωριστικά Πόρων (URI), διασυνδεδεμένων μεταξύ τους με συνδέσμους υπερκειμένου, και μπορούν να προσπελαστούν μέσω του Διαδικτύου με χρήση ενός προγράμματος περιήγησης διαδικτύου και (πιο πρόσφατα) διαδικτυακών εφαρμογών.[83] Το 2010, ο Παγκόσμιος Ιστός ήταν το κύριο εργαλείο που είχαν χρησιμοποιήσει δισεκατομμύρια άτομα για να αλληλεπιδράσουν με το Διαδίκτυο, και έχει αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων αφάνταστα.[84][85][86]
Οι πρόδρομοι του προγράμματος περιήγησης στον ιστό είχαν αναδυθεί με τη μορφή των υπερσυνδεδεμένων εφαρμογών στα μέσα-τέλη της δεκαετίας 1980 (η έννοια της υπερσύνδεσης ήδη είχε υπάρξει τότε για μερικές δεκαετίες). Η εφεύρεση του Παγκόσμιου Ιστού το 1989 αποδίδεται στον Τιμ Μπέρνερς Λι, όπως και η ανάπτυξη, το 1990, του πρώτου διακομιστή ιστοσελίδων (web server), και του πρώτου προγράμματος περιήγησης στον ιστό, με την ονομασία WorldWideWeb (χωρίς κενά) που αργότερα μετονομάστηκε σε Nexus.[87] Σύντομα αναπτύχθηκαν και άλλοι πολλοί, με τον Mosaic (αργότερα Netscape) του Μαρκ Αντρίσεν[88], να είναι ιδιαίτερα εύκολος στη χρήση και την εγκατάσταση, και για πολλούς να έχει τροφοδοτήσει την άνθηση του διαδικτύου τη δεκαετία 1990.[89] Σήμερα, οι μεγάλοι περιηγητές ιστού είναι οι Firefox, Internet Explorer, Google Chrome, Opera και Safari.[90]
Tον Σεπτέμβριο 1993 το NCSA Mosaic, ένα γραφικό πρόγραμμα περιήγησης, έδωσε το έναυσμα για προώθηση του διαδικτύου σε νέους χρήστες και τελικά έτρεξε σε αρκετά δημοφιλή γραφεία και οικιακούς υπολογιστές.[91] Επρόκειτο για το πρώτο πρόγραμμα περιήγησης στον ιστό που αποσκοπούσε να φέρει ακόμη και τους μη-τεχνικούς χρήστες σε επαφή με τα περιεχόμενα πολυμέσα, και όθεν περιλάμβανε εικόνες και κείμενο στην ίδια σελίδα, σε αντίθεση με τους προηγούμενους περιηγητές ιστού.[92] Ο δημιουργός του, ο Μαρκ Αντρίσεν, το 1994 ίδρυσε την εταιρεία που κυκλοφόρησε το Netscape Navigator, οδηγώντας σε έναν από τους πρώτους πολέμους περιηγητών διαδικτύου, που κατέληξε σε έναν ανταγωνισμό για την κυριαρχία (και ηττήθηκε) με τον Internet Explorer των Microsoft Windows. Το 1995 έγινε άρση των περιορισμών εμπορικής χρήσης. Η υπηρεσία διαδικτύου America Online (AOL) πρόσφερε στους χρήστες της μια σύνδεση στο Ίντερνετ μέσω δικού τους εσωτερικού προγράμματος περιήγησης.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του δημόσιου ίντερνετ εκκολάπτονταν οι τεράστιες αλλαγές που θα επιτρέπονταν τελικά στη δεκαετία του 2000. Στο πλαίσιο αυτής της περιόδου, οι συσκευές κινητής τηλεφωνίας («έξυπνα τηλέφωνα»), που σήμερα παρέχουν σχεδόν καθολική πρόσβαση, χρησιμοποιούνταν μόνο επιχειρησιακά και δεν ήταν συνήθη οικιακά είδη για γονείς και παιδιά όλου του κόσμου. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τη σύγχρονη έννοιά τους δεν υπήρχαν ακόμα, οι φορητοί υπολογιστές ήταν ογκώδεις και τα περισσότερα νοικοκυριά δεν είχαν υπολογιστές. Οι ταχύτητες μετάδοσης δεδομένων ήταν αργές και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν διέθεταν μέσα για βίντεο ή ψηφιοποίηση βίντεο. Τα μέσα αποθήκευσης μετέβαιναν σταδιακά από τις αναλογικές ταινίες στους ψηφιακούς οπτικούς δίσκους (DVD, και κατ'επέκταση οι δισκέτες σε CD). Δυνατές τεχνολογίες που χρησιμοποιούνταν από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 όπως οι PHP, σύγχρονη Javascript και Java, τεχνολογίες όπως οι AJAX, HTML 4 (και η έμφαση του στην CSS), και διάφορα πλαίσια λογισμικού, τα οποία επέτρεψαν, απλοποίησαν και επιτάχυναν την ανάπτυξη ιστοσελίδων, περίμεναν να ανακαλυφθούν και τελικά να εγκριθούν και να διαδοθούν στο κοινό.
Το Διαδίκτυο χρησιμοποιούταν ευρέως για ταχυδρομικούς καταλόγους, ηλεκτρονική αλληλογραφία, ηλεκτρονικό εμπόριο και για τα πρώτα δημοφιλή διαδικτυακά καταστήματα (Amazon και eBay), διαδικτυακά φόρουμ και πίνακες ανακοινώσεων, καθώς και για προσωπικές ιστοσελίδες και ιστολόγια, και η χρήση του ήταν αυξανόμενη με ταχείς ρυθμούς, αλλά για τα σύγχρονα πρότυπα τα συστήματα τους ήταν στατικά και δεν είχαν ευρεία κοινωνική συμμετοχή. Περίμενε έναν αριθμό από γεγονότα των αρχών της δεκαετίας του 2000 για να κινηθεί από τη θέση της τεχνολογίας επικοινωνιών και να εξελιχθεί σταδιακά σε ένα βασικό μέρος της κοινωνικής υποδομής παγκόσμια.
Στα τυπικά στοιχεία του σχεδιασμού των ιστοσελίδων της εποχής του «Ιστός 1.0» περιλαμβάνονται:[93] Στατικές σελίδες αντί για δυναμικά HTML,[94] περιεχόμενο που εξυπηρετείται από συστήματα αρχείων αντί για σχεσιακές βάσεις δεδομένων, σελίδες φτιαγμένες με Server Side Includes ή CGI αντί για μια διαδικτυακή εφαρμογή γραμμένη σε μια δυναμική γλώσσα προγραμματισμού, δομές της εποχής της HTML 3.2 όπως πλαίσια και πίνακες για τη διαρρύθμιση των σελίδων, διαδικτυακά βιβλία επισκεπτών, κατάχρηση των κουμπιών GIF και παρόμοιων μικρών γραφικών για προώθηση συγκεκριμένων προϊόντων,[95] και μορφές HTML που αποστέλλονταν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. (Η υποστήριξη για γλώσσα σεναρίων από την πλευρά του διακομιστή σπάνιζε στους κοινόχρηστους διακομιστές οπότε ο συνήθης μηχανισμός ανατροφοδότησης ήταν μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με χρήση μορφών mailto και των προγραμμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.[96]
Κατά την περίοδο 1997-2001 σχηματίστηκε η πρώτη κερδοσκοπική επενδυτική σαπουνόφουσκα που σχετίζεται με το Διαδίκτυο, στο οποίο οι «εταιρείες ντοτ-κομ» (από το όνομα τομέων ανώτατου επιπέδου «.com» των επιχειρήσεων) παρακινήθηκαν προς υπερβολικά υψηλές αποτιμήσεις καθώς οι επενδυτές ταχέως αποθεματοποίησαν τις χρηματιστηριακές αξίες, με αποτέλεσμα κατάρρευση της χρηματοοικονομικής αγοράς, την πρώτη διάλυση της σαπουνόφουσκας των ντοτ-κομ. Όμως, αυτό μόνο προσωρινά επιβράδυνε τον ενθουσιασμό και την ανάπτυξη, που γρήγορα ανέκαμψαν και συνέχισαν να αυξάνονται.
Οι αλλαγές που κίνησαν το Διαδίκτυο προς τη θέση του ως ένα κοινωνικό σύστημα πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας σχετικά σύντομης περιόδου που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια, αρχής γενομένης από το 2004. Σε αυτές περιλαμβάνονται:
και λίγο μετά (~ 2007-2008 και μετά):
Με τη ζήτηση για το Ιστός 2.0, η περίοδος μέχρι ~2004-2005 εκ των υστέρων ονομάστηκε και αναφέρθηκε ως Ιστός 1.0.[97]
Ο όρος «Ιστός 2.0» περιγράφει ιστότοπους που δίνουν έμφαση στο περιεχόμενο που έχει δημιουργηθεί από χρήστες (με συμπεριλαμβανόμενη την αλληλεπίδραση χρήστη-με-χρήστη), την ευχρηστία και τη διαλειτουργικότητα. Πρωτομφανίστηκε τον Ιανουάριο 1999 στο άρθρο με τίτλο «Κατακερματισμένο Μέλλον» της Ντάρσι Ντινούτσι, μιας σύμβουλου στον σχεδιασμό ηλεκτρονικών πληροφοριών, όπου έγραψε:[98][99][100][101]
Ο όρος επανεμφανίστηκε την περίοδο 2002 – 2004,[102][103][104][105] και ήρθε στο προσκήνιο στα τέλη του 2004 κατόπιν των παρουσιάσεων των Τιμ Οράλι και Ντάλε Ντογκέρτι στην πρώτη Διάσκεψη Κορυφής Ιστός 2.0. Στις εισαγωγικές τους παρατηρήσεις, ο Τζον Μπατέλ και ο Τιμ Οράλι συνόψισαν την περιγραφή του ορισμού για τον «Ιστό ως Πλατφόρμα», όπου οι εφαρμογές λογισμικού χτίζονται πάνω στον Ιστό και όχι στην επιφάνεια εργασίας. Η μοναδική πτυχή αυτής της μεταφοράς, υποστήριξαν, είναι ότι «οι πελάτες χτίζουν την επιχείρησή σας για εσας».[106] Πρόσθεσαν ότι οι δραστηριότητες των χρηστών που δημιουργούν τα περιεχόμενα (με τη μορφή ιδεών, κειμένων, βίντεο, ή φωτογραφιών) θα μπορούσαν να «χαλιναγωγηθούν» για να παράγουν αξία.
Ο Ιστός 2.0 δεν αναφέρεται σε μια ενημερωμένη έκδοση για οποιαδήποτε τεχνική προδιαγραφή, αλλά μάλλον σε αθροιστικές αλλαγές στον τρόπο που δημιουργούνται και χρησιμοποιούνται οι ιστοσελίδες. Ο Ιστός 2.0 περιγράφει μια προσέγγιση, στην οποία οι σελίδες εστιάζονται στην αλληλεπίδραση και τη συνεργασία μεταξύ των χρηστών σε έναν διάλογο κοινωνικών μέσων ως δημιουργοί περιεχόμενου σε μια εικονική κοινότητα, και αντίθετα με τους ιστότοπους όπου οι άνθρωποι περιορίζονται στην παθητική προβολή του περιεχομένου. Στα παραδείγματα του Ιστός 2.0 περιλαμβάνονται ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης, ιστολόγια, βίκι, σελίδες κοινής χρήσης βίντεο, φιλοξενούμενες υπηρεσίες, διαδικτυακές εφαρμογές, και μίξεις.[107] Ο Τέρι Φλέου, στην 3η Έκδοση των Νέων Μέσων του προσπάθησε να περιγράψει τις διαφορές μεταξύ των Ιστός 1.0 και 2.0:
Αυτήν την περίοδο πολλά οικεία ονόματα κέρδισαν προβολή μέσω της κοινωφελούς λειτουργίας τους – τα YouTube, Twitter, Facebook, Reddit και η Βικιπαίδεια είναι μερικά παραδείγματα.
Η διαδικασία της αλλαγής που γενικά αναφέρεται ως «Ιστός 2.0» επιταχύνθηκε και μεταμορφώθηκε από τη μεγάλη μετέπειτα ανάπτυξη των κινητών συσκευών. Αυτή η επανάσταση των κινητών σήμαινε ότι πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούσαν υπολογιστές με τη μορφή «έξυπνων τηλεφώνων», τα έπαιρναν μαζί τους παντού, με αυτά επικοινωνούσαν, έκαναν λήψεις και κοινή χρήση φωτογραφιών και βίντεο, πραγματοποιούσαν αγορές από ηλεκτρονικά καταστήματα ή ζητούσαν πληροφορίες «εν κινήσει» – και χρησιμοποιούνταν δημόσια, σε αντίθεση με τα λοιπά αντικείμενα ενός γραφείου ή ενός νοικοκυριού.
Οι υπηρεσίες που βασίζονται σε εντοπισμό θέσης και άλλες πληροφορίες αισθητήρων, και ο πληθοπορισμός (που συχνά, αλλά όχι πάντα, βασίζεται στην τοποθεσία), έγιναν συχνές, με τις δημοσιεύσεις επισημασμένες με πληροφορίες θέσης, ή γεω-εντοπισμένες ιστοσελίδες και υπηρεσίες. Συχνές έγιναν, επίσης, οι ιστοσελίδες που στοχεύουν τα κινητά (όπως το «m.website.com»), και είναι σχεδιασμένες ειδικά για τις νέες συσκευές που χρησιμοποιούνται. Οι μικροί φορητοί υπολογιστές, τα διαδεδομένα 4G και Wi-Fi, και τα ολοκληρωμένα κυκλώματα των κινητών που λειτουργούσαν με ισχύ ισοδύναμης των επιτραπέζιων υπολογιστών και με μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση, ήταν οι καταλύτες αυτού του στάδιου της ανάπτυξης του Διαδικτύου, και αναδύθηκε ο όρος «Εφαρμογή» (εν συντομία το πρόγραμμα εφαρμογής υπολογιστή), όπως και το «κατάστημα εφαρμογών».
Η πρώτη διαδικτυακή σύνδεση σε χαμηλή γήινη τροχιά πραγματοποιήθηκε την 22 Ιανουαρίου 2010, όταν ο αστροναύτης Τ. Κρέαμερ δημοσίευσε την πρώτη αυτοδύναμη ενημέρωση στον λογαριασμό του στο Twitter από τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, σηματοδοτώντας την επέκταση του Διαδικτύου στο διάστημα.[109] (Οι αστροναύτες του ΔΔΣ είχαν χρησιμοποιήσει ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και Twitter και πρωτύτερα, αλλά τότε τα μηνύματα προωθήθηκαν στο γήινο έδαφος προτού αναμεταδοθούν μέσω μίας σύνδεσης δεδομένων της NASA και δημοσιευτούν από έναν ανθρώπινο διακομιστή.) Αυτή η προσωπική πρόσβαση στο Διαδίκτυο, την οποία η NASA έχει ονομάσει LAN Υποστήριξης του Πληρώματος, χρησιμοποιεί την υψηλής ταχύτητας σύνδεση μικροκυμάτων ζώνης Ku του διαστημικού σταθμού. Για να περιηγηθούν στον Ιστό, οι αστροναύτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν έναν από τους φορητούς υπολογιστές του σταθμού για να ελέγξουν έναν επιτραπέζιο υπολογιστή στη Γη, και τοιουτοτρόπως να μιλήσουν με τις οικογένειές τους και τους φίλους τους στη Γη κάνοντας χρήση τεχνολογίας VoIP.[110]
Οι επικοινωνίες με τα διαστημόπλοια πέραν της γήινης τροχιάς ανέκαθεν βασίζονταν σε δισημειακές συνδέσεις μέσω του Δικτύου Απώτατου Διαστήματος. Έκαστη τέτοια σύνδεση δεδομένων δημιουργείται με χειροκίνητο προγραμματισμό και ρυθμίσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η NASA και η Google άρχισαν να εργάζονται σε ένα νέο πρωτόκολλο δικτύου, το Ανεκτικό σε Καθυστερήσεις Δίκτυο (DTN), το οποίο αυτοματοποιεί αυτή τη διαδικασία, επιτρέπει τη διαδικτύωση των διαστημικών κόμβων μετάδοσης, και λαμβάνει υπόψη ότι ενδέχεται προσωρινά να χαθεί η επαφή με ένα διαστημικό όχημα, ίσως επειδή κινείται πίσω από το Φεγγάρι ή πλανήτες, ή επειδή ο διαστημικός καιρός διαταράσσει τη σύνδεση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το DTN αναμεταδίδει τα πακέτα δεδομένων αντί να τα εγκαταλείπει, όπως κάνει το πρότυπο Πρωτόκολλο διαδικτύου TCP/IP. Τον Νοέμβριο 2008 η NASA διενήργησε την πρώτη δοκιμή πεδίου του αναφερόμενου ως «δίκτυο απώτατου διαστήματος».[111] Οι δοκιμές των βασισμένων σε DTN επικοινωνιών μεταξύ του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού και της Γης βρίσκονται σε εξέλιξη από το Μάρτιο του 2009, και έχει προγραμματιστεί να συνεχιστούν μέχρι τον Μάρτιο του 2014.[112]
Αυτή η τεχνολογία διαδικτύωσης προορίζεται να υποστηρίξει αποστολές που περιλαμβάνουν πολλαπλά διαστημόπλοια, και ενδέχεται να έχουν προτεραιότητα οι αξιόπιστες επικοινωνίες μεταξύ των οχημάτων ως προς τις επικοινωνίες με τη Γη. Τον Φεβρουάριο 2011 ο Βιντ Σερφ της Google δήλωσε ότι η καλούμενη ως «Δέσμη πρωτοκόλλων» έχει μεταφορτωθεί στο διαστημόπλοιο της αποστολής EPOXI της NASA (που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο) και η επικοινωνία με τη Γη έχει δοκιμαστεί σε απόσταση ~80 δευτερόλεπτα φωτός.[113]
Νωντας
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.