From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ιστορία του Ουζμπεκιστάν καλύπτει τις εξελίξεις στο έδαφος της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν από την προϊστορία μέχρι σήμερα. Το Ουζμπεκιστάν είναι μεσόγεια χώρα στην Κεντρική Ασία. Έγινε ανεξάρτητο κράτος στις 1 Σεπτεμβρίου 1991. Το έδαφος του σημερινού Ουζμπεκιστάν έγινε τμήμα της Ρωσίας. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, το 1918 ιδρύθηκε η Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Τουρκεστάν, αργότερα η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν και έτσι το Ουζμπεκιστάν έγινε μια από τις σημαντικότερες δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης.
Η αντίθεση μεταξύ νομάδων και μόνιμα εγκατεστημένων αγροτών όασης διαμόρφωσε την ιστορία της Βακτριανής στην αρχαιότητα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί η παρουσία των Ελλήνων επί Αλεξάνδρου τον 4ο αιώνα π.Χ.[1] Στους επόμενους αιώνες υπήρξαν βουδιστικές επιρροές στη περιοχή λόγω του Δρόμου του Μεταξιού και της γειτνίασης με την Ινδία (βλέπε Αυτοκρατορία των Κοσσανών). Τον 2ο αιώνα π.Χ. υπήρξε στην περιοχή εισβολή των Σάκων, των λεγόμενων Ιρανών Ούννων[2]. Το νότιο (σημερινό) Ουζμπεκιστάν τότε είχε σημαντικές πόλεις ιδίως στο νότο. Όσον αφορά τις βουδιστικές επιρροές, τον 7ο αιώνα ο Κινέζος μοναχός Σουαντσάνγκ επισκέφθηκε την περιοχή και κατέγραψε ότι υπήρχαν πολλά μοναστήρια και χιλιάδες μοναχοί.[3]
Μέρος του Δρόμου του Μεταξιού περνούσε από τη επικράτεια του Ουζμπεκιστάν. Κατά καιρούς, αυτή ήταν η πιο σημαντική οδός κυκλοφορίας και εμπορίου μέσω ξηράς από την Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή προς την Ανατολική Ασία.
Στην πορεία της αραβικής επέκτασης, από τις αρχές του 8ου αιώνα τα κρατίδια της Σογδιανής άρχισαν να υιοθετούν το ισλάμ. Μετά τη νίκη στο Ταλάς επί των Κινέζων το 751, η Υπερωξιανή ανήκε τελικά στον ισλαμικό κόσμο. Η μάχη αυτή ήταν πολύ σημαντική για την ιστορία της περιοχής, γιατί ανεκόπη τόσο η προς ανατολάς επέκταση των Αράβων, αλλά και η προς δυσμάς επέκταση των Κινέζων. Εκείνη την εποχή άλλωστε οι δύο αντιμαχόμενοι μάχονταν για επιρροή όχι μόνο στο δρόμο του μεταξιού αλλά και στα γύρω βασίλεια. Η μάχη αυτή έχει μεγάλη σημασία και για το γεγονός ότι οι Κινέζοι αιχμάλωτοι εισήγαγαν το χαρτί στους Άραβες.[4] Ο επόμενος δυνάστης της περιοχής ήταν οι Σαμανίδες με έδρα τη Μπουχάρα (819 έως 1005), μια δυναστεία τατζικικής καταγωγής.
Στη συνέχεια η τότε ιρανόφωνη επικράτεια του Ουζμπεκιστάν άρχισε να εκτουρκίζεται καθώς οι Καρλούκοι χάνοι ανέλαβαν την εξουσία στην Μπουχάρα το 999 με το χανάτο των Καραχανιδών. Πιο δυτικά, οι Ογούζοι Τούρκοι κινήθηκαν μέσω Αράλης και της Κασπίας Θάλασσας και το 1040 επεκτάθηκαν στο Χορασάν (βλέπε Σελτζούκοι).
Με την ήττα του Σελτζούκου Σουλτάνου Σαντζάρ (κυβέρνησε το 1118-1157) στη στέπα Κατβάν κοντά στη Σαμαρκάνδη το 1141, οι Σάχης της Χορασμίας και οι αντίπαλοί τους, οι Καραχιτάι, που είχαν διαφύγει από την Κίνα, καθόρισαν την ιστορία της περιοχής μέχρι την άφιξη των Μογγόλων το 1220. Παρά όλους τους ανταγωνισμούς, η εποχή πριν από την εισβολή των Μογγόλων θεωρούνταν ως μιας περίοδος οικονομικής, εμπορικής και αστικής ανάπτυξης.
Η Μογγολική περίοδος ήταν συγκριτικά θολή, καθώς ο πληθυσμός έπρεπε να υπομείνει τις μάχες των νομάδων. Παράλληλα η άφιξη των Τούρκων πολεμιστών του Τσινγκίς Χαν επιτάχυνε την ήδη υπάρχουσα πορεία του Ουζμπεκιστάν προς τον εκτουρκισμό.[5] Οι περίοδοι ανάπαυσης ήταν ελάχιστα αρκετές για την ανοικοδόμηση. Μετά την διάσπαση της αυτοκρατορίας των Μογγόλων ο Τσαγατάι, δεύτερος γιος του Τζινγκίς Χαν κληρονόμησε την Υπερωξιανή, τις περιοχές ανάμεσα στον Σιρ και Αμού Ντάρια και τμήματα της Κεντρικής Ασίας μεταξύ Κασγκάρ και Σεμέι.[6] Το χαγανάτο των Τσαγατάι ήταν υπό μογγολική υποτέλεια, καθώς οι ντόπιοι ηγέτες παρουσιάζονταν στις αρχές του μεγάλου χάνου της Μογγολίας. Ο Αλγού, γιος του Τσαγατάι, εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και κατέκτησε νέα εδάφη για το βασίλειο του, ωστόσο η ήττα του διαδόχου του από τον Ογκεντέι Χαϊντού με την στήριξη της Χρυσής Ορδής οδήγησε στην εδαφική υποχώρηση του βασιλείου στην περιοχή γύρω από την Υπερωξιανή και έκανε το βασίλειο των Τσαγατάι υποτελείς του Χαϊντού. Ο τελευταίος από αυτούς τους καταστροφείς ήταν ο Ταμερλάνος (κυβέρνησε 1370–1405). Ο ίδιος χρηματοδότησε γενναιόδωρα Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη για να χτιστούν υποδομές, ενώ έφερε καλλιτέχνες και τεχνίτες από ξένες χώρες, με αποτέλεσμα οι δύο αυτές πόλεις να είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Μετά από αυτό ήρθε ο εγγονός του Ουλουγμπέγκ.
Η εποχή του Ταμερλάνου και των διαδόχων του σημαδεύτηκε από την άνθιση των επιστημών και των τεχνών. Μάλιστα έχει επικρατήσει ο όρος τιμουρίδειος αναγέννηση, και οι κατακτήσεις του διαδόθηκαν σε όλο τον ισλαμικό κόσμο.[7]
Οι ίδιοι οι Ουζμπέκοι είναι τουρκικός λαός με κοινή καταγωγή με τους Καζάκους της (Δυτικής) Σιβηρίας. Το όνομα τους προέρχεται από τον Ουζμπέκ Χαν.
Το 1428 ο Αμπούλ Χάιρ έγινε χάνος των Ουζμπέκων στη Σιβηρία. Ο ίδιος πολέμησε υπέρ ή ενάντια αρκετών τιμουριδών βασιλέων της Κεντρικής Ασίας και κατευθύνθηκε μαζί με τις ουζμπεκικές φυλές προς την βόρεια όχθη του Συρντάρια, εκεί δηλαδή που ζουν οι Ουζμπέκοι σήμερα. Την δεκαετία του 1450 αρκετές φυλές έφυγαν προς ανατολάς και έγιναν γνωστοί ως Καζάκοι. Το 1468 σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τζουνγκάρους.[8]
Οι Ουζμπέκοι ανέκτησαν γρήγορα τις δυνάμεις τους και το 1494-95 κατέλαβαν σημαντικά τμήματα της Υπερωξιανής, ενώ ο εγγονός του Αμπούλ Χάιρ, Μουχάμαντ Σαϊμπανί Χαν, έδιωξε τους Μπαμπούρ και Χουσάιν Μπαϊκάρα, τους τελευταίους Τιμουρίδες βασιλείς. Αυτή η μετακίνηση έχει σημαντικό ρόλο, καθώς οι Ουζμπέκοι εδραίωσαν την παρουσία τους στην περιοχή και κατέλαβαν καίριας σημασίας πόλεις. Οι Σαϊμπανίδες θα αποτελούσαν έτσι την δυναστεία που θα βασίλευε στην Μπουχάρα, για έναν αιώνα.
Οι Σαϊμπανίδες φημίζονται για την ενασχόληση τους με τα θρησκευτικά πράγματα και την προώθηση των τεχνών και των γραμμάτων. Ο Σαϊμπανί έγραφε ποιήματα σε τσαγαταϊκή γλώσσα, την γλώσσα-πρόδρομο της ουζμπεκικής. Παράλληλα χτίστηκαν σημαντικά μνημεία αρχιτεκτονικής, με τους βασιλείς να συμβάλλουν στην ανέγερση τζαμιών, γεφυρών, σχολών και κτιρίων.
Ο Αμπνταλάχ Χαν Β΄ (1557-1598) κατέκτησε το Μπαλχ και μεγάλες πόλεις στο ανατολικό Ουζμπεκιστάν, και έφτασε την αυτοκρατορία του μέχρι το Χορασάν και το Ανατολικό Τουρκεστάν.
Το 1599 ανέλαβαν την βασιλεία στο ουζμπεκικό χανάτο οι Αστραχανίδες. Μετά την πολιτική και πολιτιστική άνθηση για τους Ουζμπέκους επί Σαϊμπανιδών, οι Αστραχανίδες διέγραψαν μια πορεία παρακμής. Η ήττα από τον Ναντίρ Σαχ των Αφσαριδών (1740) ήταν το τελικό πλήγμα για τους Αστραχανίδες, οι οποίοι έχασαν την βασιλεία το 1785. Μέχρι τότε το Ουζμπεκικό Χανάτο είχε διασπαστεί στο χανάτο της Μπουχάρας, στο χανάτο της Χίβας και το χανάτο της Κοκάνδης.
Η Μπουχάρα έγινε ο κύριος παίκτης στα πράγματα της Κεντρικής Ασίας. Ο εμίρης Μασούμ (ή Σαχμουράντ, βασίλεψε το 1785-1800) ήταν πλούσιος. Στο χανάτο της Χίβας βασίλεψε η φυλή Κονγιράτ και κατά την βασιλεία της, χρηματοδότησε συγγραφείς αλλά και την ανέγερση κτιρίων. Η φυλή Μινγκ, γύρω στο 1710, έχτισε μια βασιλεία για τον εαυτό της κατακτώντας τη Κοκάνδη, και επί Ουμάρ Χαν (1809-1822) και Μανταλί Χαν (1822-1842) έγινε κέντρο πολιτιστικής ζωής, μαζί με μια επεκτατική πολιτική. Αν και στην ακμή του είχε επεκταθεί εις βάρος των γειτονικών Κιργίζικων και Καζάκικων φυλών, εντέλει υπέκυψε στους Ρώσους.
Τον 19ο αιώνα, η χώρα περιήλθε στη σφαίρα συμφερόντων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ρωσίας, με την δεύτερη να αποκτά σημαντική επιρροή στη χώρα και να την προσαρτά αργότερα. Το 1868 ο Εμίρης της Μπουχάρα, ο οποίος είχε ηττηθεί εύκολα σε δύο στρατιωτικές συγκρούσεις, έπρεπε να αναγνωρίσει τη ρωσική υπεροχή.
Ενώ το Εμιράτο της Μπουχάρα και το Χανάτο της Χίβας έπρεπε να παραχωρήσουν εδάφη στη Ρωσία, παρέμειναν ανεξάρτητα κράτη υπό ρωσική επικυριαρχία, το τρίτο ουζμπεκικό κράτος, το Χανάτο της Κοκάνδης, προσαρτήθηκε πλήρως από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Η Γενική Κυβέρνηση του Τουρκεστάν σχηματίστηκε από τις περιοχές της Κεντρικής Ασίας που είχαν περιέλθει στη ρωσική κυριαρχία. Η Τασκένδη έγινε πρωτεύουσα αυτής της γενικής κυβέρνησης, με αποτέλεσμα η θέση της ακόμη και σήμερα να είναι εξόχως σημαντική για τη περιοχή.
Στο Χανάτο της Χίβας και στο Εμιράτο της Μπουχάρας, το 1920, με την υποστήριξη των μπολσεβίκων, οι ηγέτες ανατράπηκαν και οι επαναστάτες δημιούργησαν Λαϊκή Δημοκρατία της Χορεσμίας και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μπουχάρας και συνήψαν συμφωνίες συνεργασίας με το ΡΣΟΣΔ. Στα ανατολικά της χώρας, ο ανατραπείς εμίρης Σαΐντ Αλίμ Χαν από τη Μπουχάρα, με Βρετανική βοήθεια, πολέμησε εναντίον των Σοβιετικών, αλλά εκδιώχθηκε από τον Κόκκινο Στρατό και κατέφυγε στο Αφγανιστάν στις αρχές του 1921. Στα τέλη του 1921, οι υποστηρικτές του διέσχισαν ξανά τα σύνορα και συμμάχησαν με τους Μπασματσί και τον Ενβέρ Πασά. Ο Ενβέρ, διορισμένος από τον Αλίμ-Χαν ως "αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων του Ισλάμ και κυβερνήτης του εμίρη της Μπουχάρα", κατέκτησε το Ντουσάνμπε και κατέλαβε το Τατζικιστάν, αλλά ηττήθηκε από τους Σοβιετικούς το καλοκαίρι του 1922 και έπεσε στη μάχη.
Το 1924/1925 οι σοβιετικές δημοκρατίες στην Κεντρική Ασία αναδιοργανώθηκαν σε εθνικές γραμμές και διαλύθηκαν και οι τρεις προαναφερθείσες κρατικές δομές. Οι δύο λαϊκές δημοκρατίες σχημάτισαν, μαζί με τμήματα της ΡΣΟΣΔ, την Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν (Ουζμπεκική ΣΣΔ), η οποία έγινε μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών το 1925. Το Τατζικιστάν, το οποίο αρχικά ήταν αυτόνομη δημοκρατία εντός της Ουζμπεκικής ΣΣΔ, αυτονομήθηκε από αυτήν το 1929 συγκροτώντας τη Τατζικική ΣΣΔ, δηλαδή τη βάση του σημερινού Τατζικιστάν.
Από την άλλη πλευρά, η Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καρακαλπακστάν, η οποία αρχικά ήταν μέρος της ΡΣΟΣΔ, και έπειτα του Καζακστάν (που ως το 1936 ήταν αυτόνομη δημοκρατία εντός της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας εντός της Σοβιετικής Ένωσης) με περιοχές της ερήμου Κιζιλκούμ, μεταφέρθηκαν από την ΡΣΟΣΔ στην Ουζμπεκική ΣΣΔ το 1936. Το 1937, ο Ουσμάν Γιουσούποφ, έγινε γενικός γραμματέας του τοπικού κομμουνιστικού κόμματος, λόγω των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Παράλληλα το 1938 δόθηκε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.[9]
Ως αποτέλεσμα της αιχμαλωσίας και της απέλασης των Γερμανών από τη Ρωσία, ορισμένοι γερμανόφωνοι ήρθαν στο Ουζμπεκιστάν. Στην Τασκένδη υπάρχουν ακόμα πολλές οικογένειες με γερμανικά ονόματα. Την ίδια περίοδο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων μετανάστευσαν στο Ουζμπεκιστάν, μεταξύ άλλων και πολλοί Έλληνες, τόσο πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου και απελαθέντες των σταλινικών διωγμών.[10]
Από το 1959 έως το 1983, ο ηγέτης του κόμματος Σαράφ Ρασίντοφ κυβέρνησε την Ουζμπεκική ΣΣΔ και την έκανε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τοπικής κομματοκρατίας με τα χαρακτηριστικά ενός κομμουνιστικού χανάτου. Στο τέλος της διακυβέρνησης του Ρασίντοφ, οι υποθέσεις υπεξαίρεσης και αναφοράς ψευδών στατιστικών για την παραγωγή βαμβακιού στο Ουζμπεκιστάν βγήκαν στην επιφάνεια. Επίσης ο Ρασίντοφ, όπως αποκαλύφθηκε, είχε μειώσει την επιρροή της Μόσχας στη δημοκρατία και έστησε ένα δίκτυο προστατευόμενων γύρω από το πρόσωπο του αλώνοντας τον διοικητικό μηχανισμό, ενώ η διαφθορά είχε σαρώσει όλο τον κρατικό μηχανισμό.[11]
Το 1989 έλαβαν χώρα ταραχές μεταξύ των Μεσχέτιων Τούρκων που ζούσαν εξόριστοι στο Ουζμπεκιστάν και των Ουζμπέκων στην Φεργκάνα, τον Ιούνιο. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία 97 άτομα πέθαναν, πάνω από 1.000 τραυματίστηκαν και 752 σπίτια καταστράφηκαν.[12]
Το Ουζμπεκιστάν έγινε 1 Διακήρυξε ανεξάρτητη την 1η Σεπτεμβρίου 1991, λίγες μέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Αυγούστου στη Μόσχα, που επιτάχυνε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 29 Δεκεμβρίου 1991 έγιναν εκλογές όπου ο Ισλάμ Καρίμοφ κέρδισε τις εκλογές[13] με τον Μουχαμάντ Σαλίχ, που υποσχόταν την μεταρρύθμιση της κοινωνικής και πολιτικής σφαίρας στη χώρα, να είναι ο μοναδικός αντίπαλος. Η εθνικιστική "Ενότητα" και το κόμμα Ισλαμικής Αναγέννησης επίσης κατέβασαν υποψήφιους, αλλά η κυβέρνηση έθεσε εμπόδια για να αποτρέψει την κάθοδο των δύο κομμάτων στις εκλογές.[14] Επίσης υπήρχαν κατηγορίες για νοθεία υπέρ του Καρίμοφ, ο οποίος ήλεγχε τα ΜΜΕ και το κρατικό μηχανισμό.[15] Με τις βουλευτικές εκλογές στο Ουζμπεκιστάν το 1994/95, διεξήχθησαν για πρώτη φορά βουλευτικές εκλογές στο Ουζμπεκιστάν, αν και χωρίς αντιπολίτευση. Στη δεκαετία του 1990 υπήρξαν επανειλημμένες εθνοτικές διαμάχες στην κοιλάδα της Φεργκάνας στα ανατολικά της χώρας και συγκρούσεις με ισλαμιστές φονταμενταλιστές. Ο Πρόεδρος Ισλάμ Καρίμοφ κυβέρνησε με αυταρχικό και κατασταλτικό τρόπο μέχρι τον θάνατό του το 2016. Ο Καρίμοφ δικαιολογούσε σαν λόγο για τον αυταρχικό έλεγχο επί του πληθυσμού και τον φόβο για την αναγέννηση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και την άνοδο κομμάτων με ισλαμική ιδεολογία, αν και κυρίως οι Ουζμπέκοι την δεκαετία του 1990 γενικά έδειξαν ενδιαφέρον για να ξαναβρούν την θρησκεία, τον πολιτισμό, την ιστορία με την οποία ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού είναι εξοικιωμένη.[16]
Το 1999, 20 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε βομβιστική επίθεση στην Τασκένδη, η οποία φέρεται να έγινε από πολιτικούς εξτρεμιστές. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2004, περισσότεροι από σαράντα άνθρωποι σκοτώθηκαν σε μια σειρά επιθέσεων στο Ουζμπεκιστάν,[17] τουλάχιστον 19 από αυτούς σε επίθεση αυτοκτονίας στις 29 Απριλίου. Τον Μάρτιο του 2004, μια ομάδα 20 εξτρεμιστών ανατινάχτηκε μετά από ένοπλη μάχη με την αστυνομία κοντά στην πρωτεύουσα Τασκένδη. Άγνωστοι πυροδότησαν παγιδευμένο αυτοκίνητο μπροστά από φράγμα. Οι δυνάμεις ασφαλείας του Ουζμπεκιστάν υποψιάστηκαν ότι πίσω από τις πράξεις βίας βρίσκεται το Χιζμπούτ Ταχρίρ ("Κόμμα Ισλαμικής Απελευθέρωσης"), ή το Ισλαμικό Κίνημα του Ουζμπεκιστάν. Στις 30 Ιουλίου 2004 τρομοκράτες ανατίναξαν βόμβες στις πρεσβείες Ισραήλ και ΗΠΑ, λόγω των σχέσεων της χώρας με τις δύο αυτές χώρες, με το Ουζμπεκιστάν να λαμβάνει οικονομική ενίσχυση για τις βάσεις στο έδαφος του που η Αμερική χρησιμοποιούσε για τις επιχειρήσεις της στο Αφγανιστάν.[18]
Περαιτέρω αναταραχές ξέσπασαν στη χώρα τον Μάιο του 2005 όταν Ουζμπεκικές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ στην πόλη Αντιτζάν, σκοτώνοντας 187 (επίσημος αριθμός) έως 1500[19] διαδηλωτές. Τις ημέρες που ακολούθησαν, μικρότερες συγκρούσεις ξέσπασαν μεταξύ του πληθυσμού και των δυνάμεων ασφαλείας σε άλλες πόλεις στην επαρχία Φεργκάνας. Αυτόπτες μάρτυρες έκαναν λόγο ότι η πραγματική αιτία για την εξέγερση είναι η δίκη 23 επιχειρηματιών για "σχέσεις με τρομοκράτες" και ότι η εξέγερση στο Αντιτζάν είχε να κάνει με την τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας. Για παράδειγμα οι μισθοί των δασκάλων, σύμφωνα με την Καθημερινή, ήταν 35 δολάρια. Την ίδια περίοδο ο Καρίμοφ, είχε απαγορεύσει την κοσμική αντιπολίτευση (το κόμμα Ερκ, γνωστό κόμμα της αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να συμμετάσχει στις εκλογές).[20] Επίσης, έγινε λόγος για οδομαχίες πολιτών με την αστυνομία και το στρατό.
Το Ουζμπεκιστάν ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας το 2002, αλλά αποχώρησε το 2012. Στις 2 Σεπτεμβρίου 2016 ο Καρίμοφ πέθανε μετά από βραχεία νοσηλεία για εγκεφαλικό επεισόδιο. Η προεδρία του σημαδεύτηκε από εκλογές με παρατυπίες, και αυταρχισμό. Μετά την εκλογή του Σαβκάτ Μιρζιγιόγιεφ, πρωθυπουργού επί Καρίμοφ, το 2016[21], υπήρξε και πάλι προσέγγιση με τη Ρωσία, αλλά και ένα γενικότερο άνοιγμα της χώρας σε επενδύσεις και στη διεθνή σκηνή, μαζί με κάποιες μεταρρυθμίσεις και μια κάποια κάμψη της λογοκρισίας. Επίσης, σταμάτησαν τα βασανιστήρια σε φυλακισμένα άτομα από την αντιπολίτευση, και κάποια έχουν αποφυλακιστεί. Παράλληλα η χώρα βελτίωσε τις σχέσεις της με το Τατζικιστάν[22] και όλες τις γύρω χώρες, ενώ μείωσε και την επιρροή της εθνικής υπηρεσίας ασφαλείας που είχε μεγάλη επιρροή επί Καρίμοφ.[23] Τον Απρίλιο του 2022, συμφωνήθηκε στρατηγική εταιρική σχέση και στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία. Τον Σεπτέμβριο του 2022, πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης στη Σαμαρκάνδη.[24]
Πάντως, το Ουζμπεκιστάν συνεχίζει να ταξινομείται σαν αυταρχική χώρα[25] ενώ και το δημοψήφισμα του 2023 είχε σαν πρακτικό στόχο να επεκτείνει την προεδρική του θητεία ως το τέλος της δεκαετίας του 2030 ακυρώνοντας προηγούμενες θητείες, παρόμοια πρακτική με τον Καρίμοφ. Επίσης κάποιες μεταρρυθμίσεις έχουν παγώσει.[26]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.