αρχαίο ελληνικό βασίλειο From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αρχαία Θήβα ήταν μία από τις ισχυρότερες αρχαίες ελληνικές πόλεις που κυριάρχησε στον ελλαδικό χώρο για μία μεγάλη περίοδο του τετάρτου αιώνα π.Χ. Ήταν η ισχυρότερη από τις Βοιωτικές πόλεις και κατείχε ηγεμονική θέση στο Κοινό των Βοιωτών. Η κυρίως επικράτεια της πόλης, η Θηβαΐδα περιλάμβανε την πεδιάδα της Θήβας και τις περιοχές ανατολικότερα, γύρω από τη λίμνη Υλίκη και στις ακτές του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου. Με τη Θήβα σχετίζεται και ένας από τους σημαντικότερους μυθολογικούς κύκλους της αρχαίας Ελλάδας.
Θήβες | |
---|---|
Ερείπια της Καδμείας, στο κέντρο της Θήβας | |
Χώρα | Ελλάδα |
Διοικητική υπαγωγή | Βοιωτική συνομοσπονδία |
Ίδρυση | 20ος αιώνας π.Χ. |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η ακρόπολη της αρχαίας Θήβας ονομάζονταν Καδμεία και ήταν κτισμένη πάνω σε επτά λόφους (επτάλοφη). Την Καδμεία περιέβαλε τείχος οχύρωσης. Υπήρχε και δεύτερο τείχος που περιέβαλε την κάτω πόλη. Στο τείχος της Καδμείας υπήρχαν επτά πύλες: οι Ηλέκτρες, οι Ομολοϊδες, οι Προιτίδες, οι Ωγύγιες ή Βοραίες, οι Νηίστες, οι Ύψιστες και οι Ογκαίες. Για τον λόγο αυτό στη Θήβα δόθηκε το προσωνύμιο "Επτάπυλη". Από αυτές έχουν εντοπισθεί οι Ηλέκτρες, απ’ όπου ξεκινούσε ο δρόμος προς την Αθήνα και τμήμα του μυκηναϊκού τείχους, στο ύψος που θα ήταν οι Προιτίδες Πύλες κατά τους κλασικούς χρόνους. Οι υπόλοιπες πύλες τοποθετούνται με βάση τις εξόδους της πόλης προς διάφορα σημεία της Βοιωτίας.
Οι μύθοι σχετικά με την πόλη είναι πολυάριθμοι, καθώς γύρω από τη Θήβα περιστρέφεται ένας από τους σημαντικότερους μυθολογικούς κύκλους της αρχαίας Ελλάδας. Σύμφωνα με τον μύθο, την πόλη ίδρυσε ο Κάδμος, που προερχόταν από τη Φοινίκη. Ο Κάδμος στα γεράματα άφησε τον θρόνο της πόλης στον Πενθέα. Ο Πενθέας ήταν ασεβής προς τον Διόνυσο και ο θεός τον τιμώρησε. Τον θρόνο στη συνέχεια ενέλαβε ο γιος του Κάδμου και της Αρμονίας, Πολύδωρος. Όταν πέθανε ο Πολύδωρος, ο γιος του Λάβδακος ήταν ακόμα ανήλικος. Ο πατέρας του είχε ήδη ορίσει επίτροπο τον Νυκτέα. Ο Νυκτέας όμως αυτοκτόνησε, όταν η κόρη του Αντιόπη παντρεύτηκε τον βασιλιά της Σικυώνας, Επωπέα. Τη θέση του πήρε ο αδερφός του, Λύκος. Ο Λύκος παρέδωσε την εξουσία στον νεαρό Λάβδακο όταν ενηλικιώθηκε, όμως αυτός πέθανε νωρίς και ο Λύκος έγινε πάλι βασιλιάς. Ο Λάβδακος είχε ήδη έναν γιο τον Λάιο, ο οποίος θα αναλάμβανε τον θρόνο μόλις ενηλικιωνόταν. Πριν ενηλικιωθεί ο Λάιος, τα παιδιά της Αντιόπης, Ζήθος και Αμφίονας, συγκέντρωσαν στρατό και κατέλαβαν την πόλη της Θήβας. Σύμφωνα με τον μύθο, τα δύο αδέρφια ένωσαν τα δύο τμήματα της Θήβας, τη Θίβη και την Καδμεία, σε μία πόλη. Επίσης ανοικοδόμησαν τα τείχη της πόλης.
Τα δύο αδέρφια δεν απέκτησαν αρσενικούς απογόνους και έτσι ο θρόνος της Θήβας πέρασε στον γιο του Λάβδακου, Λάιο ο οποίος είχε φυγαδευτεί, όταν τον θρόνο κατέλαβαν ο Ζήθος και ο Αμφίωνας. Ο Λάιος είχε το γνωστό τέλος, όπου βρήκε τον θάνατο από τον γιο του Οιδίποδα. Στον θρόνο τότε ανέβηκε ο αδερφός της γυναίκας του Ιοκάστης, Κρέοντας. Την εποχή αυτή η Ήρα είχε στείλει στην είσοδο της Θήβας τη Σφίγγα, ένα τέρας που σκότωνε τους διαβάτες που δεν μπορούσαν να λύσουν τα αινίγματα που έθετε. Όταν ο Οιδίποδας περνώντας από το σημείο που στεκόταν έλυσε τον γρίφο, η Σφίγγα έπεσε από τον γκρεμό και σκοτώθηκε. Ο Οιδίποδας έγινε νέος βασιλιάς της Θήβας, αλλά όταν έμαθε την προέλευσή του, τυφλώθηκε και εγκατέλειψε την πόλη. Η εξουσία πέρασε τότε στους γιους του Οιδίποδα, Ετεοκλή και Πολυνείκη. Τα δύο αδέρφια ήρθαν σε σύγκρουση για την ανάληψη της εξουσίας. Τότε ο Πολυνείκης συγκέντρωσε στρατό από το Άργος για να αναλάβει την εξουσία. Στη μάχη που έγινε, τα δύο αδέρφια αλληλοσκοτώθηκαν. Ο θρόνος ξαναπέρασε στον Κρέοντα, ο οποίος έδωσε διαταγή να μείνει άταφο το σώμα του προδότη Πολυνείκη. Τη διαταγή αθέτησε η Αντιγόνη, αδερφή του Πολυνείκη και του Ετεοκλή, που δεν δεχόταν να αφήσει άταφο το σώμα του αδερφού της. Ο Κρέοντας τιμωρεί την Αντιγόνη, αφήνοντάς την να πεθάνει μέσα σε μία σπηλιά. Στην απόφαση του Κρέοντα αντέδρασε ο Αίμονας, γιος του Κρέοντα και αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης, ο οποίος τελικά αυτοκτονεί όταν βρίσκει νεκρή την Αντιγόνη. Σε αυτό το σημείο κλείνει το σημαντικότερο μέρος του Θηβαϊκού κύκλου.
Από τις αρχές των ιστορικών χρόνων, η Θήβα ανταγωνιζόταν τον Ορχομενό για την κυριαρχία της Βοιωτίας. Η Θήβα κυριάρχησε σταδιακά στη Βοιωτία και ήδη κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. κατείχε ηγεμονική θέση στο Κοινό των Βοιωτών. Το 506 π.Χ. οι Θηβαίοι επιχείρησαν να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στις Πλαταιές τις οποίες υπερασπίστηκαν οι Αθηναίοι με αποτέλεσμα η πόλη να διατηρήσει την ανεξαρτησία της.[1] Οι Πλαταιείς τότε αποχώρησαν από το Κοινό των Βοιωτών και έγιναν σύμμαχοι των Αθηναίων. Η Θήβα λόγω της αντιπαλότητάς της με την Αθήνα συμμάχησε με τους Πέρσες κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη το 480 και 479 π.Χ. Στη μάχη των Πλαταιών οι Θηβαίοι πολέμησαν στο πλευρό των Περσών. Το Θηβαϊκό σώμα αποκρούστηκε από τους Αθηναίους και κλείστηκε στα τείχη της Θήβας. Δέκα μέρες μετά οι σύμμαχοι πολιόρκησαν τη Θήβα και απαίτησαν την τιμωρία όσων μήδισαν. Οι αρχηγοί των Θηβαίων τελικά παραδόθηκαν και εκτελέστηκαν ενώ η πόλη δεν καταστράφηκε καθώς οι σύμμαχοι θεώρησαν πως για τον μηδισμό της πόλης ευθυνόταν μόνο η ηγεσία της και όχι ο λαός της Θήβας. Αφαιρέθηκε όμως από τη Θήβα η ηγεμονική θέση που κατείχε στο Κοινό των Βοιωτών.
Μετά τους Περσικούς πολέμους η Βοιωτία ελεγχόταν από την Αθήνα. Το 457 π.Χ οι Σπαρτιάτες είχαν εκστρατεύσει εναντίον των Φωκέων που είχαν καταλάβει μία πόλη της Δωρίδας, περιοχή την οποία οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν κοιτίδα τους. Στην επιστροφή οι Σπαρτιάτες προσέγγισαν τους Θηβαίους με στόχο να δημιουργήσουν έναν ισχυρό αντίπαλο εναντίον των Αθηναίων, των οποίων η συνεχής ενίσχυση είχε προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στη Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες κατά την παραμονή τους στη Βοιωτία υποχρέωσαν όλες τις Βοιωτικές πόλεις να δεχτούν την ηγεμονία της Θήβας. Οι Αθηναίοι τότε εκστράτευσαν εναντίον των Σπαρτιατών και συγκρούστηκαν με αυτούς στην Τανάγρα το 457 π.Χ. Στη μάχη της Τανάγρας επικράτησαν οι Σπαρτιάτες και οι Βοιωτοί σύμμαχοί τους. Λίγους μήνες μετά όμως οι Αθηναίοι επανήλθαν και νίκησαν τους αντιπάλους τους στα Οινόφυτα.[2] Η Βοιωτία πέρασε για ένα μικρό διάστημα στον έλεγχο της Αθήνας μέχρι το 447 π.Χ. όποτε οι Αθηναίοι ηττήθηκαν από τους Θηβαίους στη μάχη της Κορώνειας. Την περίοδο αυτή ορισμένες πόλεις τις Βοιωτίας όπως ο Ορχομενός και η Χαιρώνεια ελέγχονταν από εξόριστους Θηβαίους ολιγαρχικούς. Οι Αθηναίοι εκστράτευσαν εναντίον τους με επικεφαλής τον Τολμίδη, κατέστρεψαν τη Χαιρώνεια και στην επιστροφή τους συγκρούστηκαν με Βοιωτούς στην Κορώνεια. Στη μάχη αυτή οι Αθηναίοι ηττήθηκαν. Αποτέλεσμα της ήττας τους στη μάχη της Κορώνειας ήταν οι Αθηναίοι να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τη Βοιωτία, ενώ η Θήβα ισχυροποιήθηκε και κατέλαβε πάλι ηγετικό ρόλο στη Βοιωτία.[3]
Με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου οι Θηβαίοι τάχτηκαν στο πλευρό της Πελοποννησιακής συμμαχίας. Τον πρώτο χρόνο του πολέμου με αρχηγούς τον Πυθάγγελο και Διέμπορο, πολιόρκησαν τις Πλαταιές που παρέμενε σύμμαχος πόλη των Αθηναίων. Οι Πλαταιείς αρχικά πανικοβλήθηκαν αλλά όταν διαπίστωσαν πως η δύναμη των Θηβαίων ήταν μικρή αποφάσισαν να πολεμήσουν και κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους εισβολείς.[4] Κατά το τρίτο έτος του πολέμου οι Σπαρτιάτες με τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους αποφάσισαν να πολιορκήσουν οι ίδιοι τις Πλαταιές. Οι Πλαταιείς αντιστάθηκαν και ενίσχυσαν την οχύρωση της πόλης τους καταφέρνοντας να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Πελοποννήσιων. [5] Τελικά μετά από δύο χρόνια πολιορκίας οι Πλαταιείς, βλέποντας πως δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να συνεχίσουν να αντιστέκονται, πραγματοποίησαν έξοδο από την πόλη καταφεύγοντας στην Αττική (427 π.Χ.).[6] Οι Θηβαίοι στη συνέχεια κατέστρεψαν την πόλη και έκτισαν στα ερείπιά της ναό της Ήρας. Οι Αθηναίοι οργάνωσαν λίγα χρόνια μετά, το 424 π.Χ., επιχείρηση για την κατάληψη της Βοιωτίας. Η επιχείρηση περιλάμβανε ταυτόχρονη επίθεση από τον βορά, τη δύση και τον νότο. Στο νότιο μέτωπο ο Αθηναίος στρατηγός Ιπποκράτης κατέλαβε και οχύρωσε το Δήλιο. Στα υπόλοιπα μέτωπα οι Αθηναίοι δεν κατάφεραν να υλοποιήσουν το σχέδιό τους με αποτέλεσμα η κύρια αναμέτρηση να γίνει στο Δήλιο. Στη μάχη του Δηλίου, ο Θηβαίος στρατηγός Παγώνδας εφαρμόζοντας το στρατηγικό του σχέδιο νίκησε τους Αθηναίους και στη συνέχεια πολιόρκησε το οχυρό τους. Μετά από είκοσι μέρες πολιορκίας κατέλαβε το οχυρό εκδιώκοντας τους Αθηναίους από τη Βοιωτία.[7] Με τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου οι Θηβαίοι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την ηγεμονική πολιτική που ακολούθησε η Σπάρτη και εντάχθηκαν στον αντισπαρτιατικό συνασπισμό που σχηματίστηκε αργότερα και οδήγησε στον Κορινθιακό πόλεμο. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου οι Θηβαίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη της Αλιάρτου, το 395 π.Χ. Ένα έτος μετά όμως ηττήθηκαν από αυτούς στη μάχη της Κορώνειας. Ο πόλεμος τερματίστηκε το 386 π.Χ. με την Ανταλκίδειο ειρήνη με την οποία οι Θηβαίοι υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν από την ηγεμονία της Βοιωτίας. Τέσσερα χρόνια μετά, το 382 π.Χ. τρεις Θηβαίοι ολιγαρχικοί ο Αρχίας, ο Λεοντίδας και ο Φίλιππος ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης για να καταλάβουν την εξουσία.[8] Οι Σπαρτιάτες με στρατηγό τον Φοιβίδα κατέλαβαν την Καδμεία και παρέδωσαν την εξουσία στους τρεις ολιγαρχικούς οι οποίοι εγκατέστησαν τυραννικό καθεστώς. Η εξουσία τους διήρκεσε μόνο τρία χρόνια καθώς καθαιρέθηκαν μετά από συνωμοσία που οργάνωσε ο Πελοπίδας και επανήλθε δημοκρατικό καθεστώς.[9] Οι Θηβαίοι τα επόμενα χρόνια με ενέργειες του Πελοπίδα ανέκτησαν την ηγεμονία της Βοιωτίας. Απέμεναν να δεχτούν τη Θηβαϊκή ηγεμονία οι Θεσπιές και ο Ορχομενός. Το 375 π.Χ. οι Θηβαίοι εισέβαλαν στον Ορχομενό τον οποίο υπερασπίστηκαν οι Σπαρτιάτες. Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στη γειτονική πόλη Τεγύρα και στη μάχη που ακολούθησε οι Θηβαίοι επικράτησαν. Επικεφαλής των Θηβαίων σε αυτή τη μάχη ήταν ο Πελοπίδας. Το 372 π.Χ. κατέλαβαν για μία ακόμα φορά τις Πλαταιές και την επόμενη χρονιά τις Θεσπιές ολοκληρώνοντας την ανάκτηση της ηγεμονίας τους σε ολόκληρη τη Βοιωτία.
Οι κινήσεις αυτές των Θηβαίων όμως οδήγησαν σε δημιούργία συνασπισμού εναντίον της που αποτελούταν από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον Κλεόμβροτο βάδισαν εναντίον της Θήβας και οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στα Λεύκτρα. Στη μάχη των Λεύκτρων οι Θηβαίοι που είχαν επικεφαλής τον Επαμεινώνδα νίκησαν τους Σπαρτιάτες εγκαθιδρύοντας τη Θηβαϊκή ηγεμονία στον Ελλαδικό χώρο. Η σημαντική νίκη των Θηβαίων οφειλόταν στη στρατηγική μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα, που εφάρμοσε με επιτυχία το σύστημα της λοξής φάλαγγας, και την ανδρεία του Ιερού Λόχου που είχε οργανώσει και διοικούσε ο Πελοπίδας[10]. Για εννέα περίπου χρόνια μετά τη μάχη των Λεύκτρων, η Θήβα γίνεται η πρώτη δύναμη στην Ελλάδα. Οι Θηβαίοι ενισχυμένοι μετά την επικράτησή τους στα Λεύκτρα οι Θηβαίοι συμμάχησαν με τους Φωκείς και τους Λοκρούς. Ένα χρόνο μετά το 370 π.Χ. εξασφάλισαν τη συμμαχία της Θεσσαλίας. Την περίοδο αυτή ο Μαντίνειος στρατηγός Λυκομίδης ένωσε τις Αρκαδικές πόλεις σε μία συμπολιτεία που ονομάστηκε κοινό των Αρκάδων. Η Σπάρτη ανησυχώντας για τη νέα κατάσταση στα βόρεια σύνορά της στράφηκε εναντίον του κοινού των Αρκάδων. Οι τελευταίοι τότε ζήτησαν τη βοήθεια της Θήβας με αποτέλεσμα η Θήβα να αποκτήσει ισχυρούς συμμάχους και στην Πελοπόννησο. Με τους Αρκάδες επίσης συμμάχησαν οι Αργείοι και οι Ηλείοι. Οι Σπαρτιάτες εξασφάλισαν και αυτοί τη συμμαχία των δύο Αρκαδικών πόλεων που δεν εντάχθηκαν στο Κοινό, της Ηραίας και του Ορχομενού καθώς και του Φλιούντα. Οι θηβαίοι το 369 π.Χ. εκστράτευσαν στην Αρκαδία περιορίζοντας τους Σπαρτιάτες. Αποτέλεσμα της εκστρατείας αυτής ήταν η απόσπαση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη και επαναδημιουργία του Μεσσηνιακού κράτους τέσσερις αιώνες περίπου μετά την κατάκτησή του από τη Σπάρτη. Την ίδια περίοδο ο Επαμεινώνδας ίδρυσε στη νοτιοδυτική Αρκαδία τη Μεγαλόπολη, συνενώνοντας πέντε μικρές πόλεις της περιοχής. Η Μεγαλόπολη έγινε έδρα του Αρκαδικού κοινού τα επόμενα χρόνια. Οι Θηβαίοι τα επόμενα χρόνια κλήθηκαν από το Κοινό των Θεσσαλών για να απελευθερώσουν τη Θεσσαλία από τον τύραννο των Φερών Αλέξανδρο ο οποίος είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας, βοηθούμενος και από τον συνονόματό του Βασιλιά της Μακεδονίας. Οι Θηβαίοι με επικεφαλής τον Πελοπίδα έδιωξαν τους Μακεδόνες και περιόρισαν τον τύραννο των Φερών στις Φέρες.
Το 365 π.Χ. οι Πέρσες που αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της επέκτασης της Δεύτερης Αθηναϊκής συμμαχίας σε περιοχές που ήλεγχαν ενίσχυσαν τη Θήβα χρηματοδοτώντας την ώστε να αποκτήσει ισχυρό στόλο. Με τον στόλο της η Θήβα απέσπασε από τη δεύτερη Αθηναϊκή συμμαχία την Κέα, τη Νάξο, τη Χίο τη Λέσβο και άλλα νησιά εξασφαλίζοντας νέους συμμάχους. Μία διαμάχη ανάμεσα στη Μαντίνεια και τους υπόλοιπους Αρκάδες οδήγησε τους Μαντινείς να συμμαχήσουν με τη Σπάρτη και την Αθήνα. Εναντίον της κινήθηκε η Θήβα με αποτέλεσμα το 362 π.Χ. να διεξαχθεί μάχη της Μαντίνειας[11]. Η μάχη αυτή δεν ανέδειξε νικητή και κατέληξε σε συμφωνία ειρήνης μεταξύ των αντιπάλων και διατήρηση της διαμορφωμένης μέχρι τότε κατάστασης. Στην μάχη της Μαντίνειας σκοτώθηκε ο Επαμεινώνδας. Το 356 π.Χ. οι Θηβαίοι για να τιμωρήσουν τους συμμάχους τους Φωκείς που δεν τους ενίσχυσαν κατά την εκστρατεία τους στην Πελοπόννησο τους κατηγόρησαν πως είχαν καλλιεργήσει μέρος των ιερών κτημάτων των Δελφών. Η απόφαση της Δελφικής Αμφικτυονίας ήταν βαριά τιμωρία για τους Φωκείς οι οποίοι δεν τη δέχτηκαν και ενισχυμένοι από τη Σπάρτη κατέλαβαν τους Δελφούς. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν να ξεσπάσει ο Τρίτος ιερός πόλεμος ο οποίος κράτησε 10 χρόνια και έληξε το 346 π.Χ. Στον πόλεμο αυτό αναμίχθηκαν και οι Μακεδόνες που εκστράτευσαν κατά των Φωκέων το 353 π.Χ. και τελικά τους υπέταξαν το 346 π.Χ.. Οι Μακεδόνες ενεπλάκησαν και στον τέταρτο ιερό πόλεμο που ξέσπασε το 340 π.Χ. Η ανάμειξή τους στα κοινά της νότιας Ελλάδας ανησύχησε τους υπόλοιπους Έλληνες που συγκρότησαν μία μεγάλη συμμαχία εναντίον τους. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί συγκρούστηκαν στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. με τους Μακεδόνες να επικρατούν. Η μάχη αυτή έθεσε τέρμα στην περίοδο της Θηβαϊκής ηγεμονίας και η Θήβα όπως και οι υπόλοιπες Βοιωτικές πόλεις πέρασαν κάτω από τον έλεγχο των Μακεδόνων. Μετά τον θάνατο του Φιλίππου η Θήβα επαναστάτησε με αποτέλεσμα να εκστρατεύσει εναντίον της ο Μέγας Αλέξανδρος ο οποίος κατέστρεψε την πόλη (335 π.Χ.) Την πόλη ανοικοδόμησε πάλι ο Μακεδόνας βασιλιάς Κάσσανδρος το 316 π.Χ. Η Βοιωτία περίπου το 245 π.Χ. εντάχθηκε στην Αιτωλική Συμπολιτεία και μετά την υποταγή της στους Ρωμαίους έγινε μέρος του Ρωμαϊκού κόσμου. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Μιθριδατικού πολέμου, το 87 π.Χ. η περιοχή λεηλατήθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα και πέρασε οριστικά στον έλεγχο της Ρώμης
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.