From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Θαλασσοκόρακας είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Φαλακροκορακιδών, ένας από τους κορμοράνους που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Phalacrocorax aristotelis και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[1][2]
Θαλασσοκόρακας | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος θαλασσοκόρακας (υποείδος P. a. aristotelis) | ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Phalacrocorax aristotelis (Φαλακροκόραξ ο Αριστοτέλης) (Linnaeus, 1761) | ||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||
Phalacrocorax aristotelis aristotelis | ||||||||||||||
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος P. a. desmarestii (Payareaudau, 1826).[1][3]
Το είδος ονομάστηκε προς τιμήν του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη, αλλά ο λόγος ονοματοδοσίας είναι άγνωστος. [εκκρεμεί παραπομπή]
Η αγγλική ονομασία του είδους (shag) έχει μεσαιωνική προέλευση. Η ελληνική λαϊκή ονομασία οφείλεται στο σκούρο χρώμα του πτηνού («κόρακας»), σε συνδυασμό με τα θαλάσσια ενδιαιτήματά του.
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Pelecanus aristotelis (Σουηδία, 1761), στο έργο του Systema Naturae.[5] Μεταφέρθηκε στο γένος Phalacrocorax από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806). Η συστηματική ταξινομική του taxon δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα. Παλαιότερα τοποθείτο στο γένος Stictocarbo ή περιστασιακά στο Leucocarbo.[6]
Το είδος απαντά αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο και, συγκεκριμένα, στις ακτές της Ευρώπης και της Β. Αφρικής.
Η Ευρώπη αποτελεί τη σημαντικότερη αναπαραγωγική επικράτεια του είδους, ταυτόχρονα και επικράτεια διαχείμασης, κυρίως σε όλες τις ακτές του Ατλαντικού στα δυτικά. Σημαντική περιοχή για το είδος αποτελεί και η Μεσόγειος (Ιβηρικός τομέας, Σαρδηνία, Κορσική, Β. Αδριατική, Ιόνιο, Αιγαίο και Κρητικό Πέλαγος, ανατολικά μέχρι την Κύπρο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, ακτές Β. Αφρικής), Μαύρη Θάλασσα, Ισλανδία, Βόρεια Θάλασσα και Θάλασσα Νορβηγίας μέχρι τον Αρκτικό Κύκλο και τη χερσόνησο Κόλα στη ΒΔ. Ρωσία.
Στην Αφρική, πέραν των μεσογειακών ακτών, υπάρχουν πληθυσμοί στις ατλαντικές ακτές του Μαρόκου.[7]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Phalacrocorax aristotelis aristotelis | Ισλανδία και Β Σκανδιναβία, νότια μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού στην Ιβηρική | ||
2 | Phalacrocorax aristotelis desmarestii | Κ Μεσόγειος, ανατολικά προς Εύξεινο Πόντο | Μικρότερο και πιο ανοικτόχρωμο από το 1, σχεδόν λευκό στην περιοχή του στήθους, με πιο μακρύ, κιτρινωπό ράμφος και μικρότερο λοφίο [8][9] | |
3 | Phalacrocorax aristotelis riggenbachi | Ακτές Μαρόκου | Ενδημικό στην περιοχή. Μοιάζει με το 2, αλλά έχει το ράμφος του 1 |
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Ο θαλασσοκόρακας θεωρείται κυρίως επιδημητικό πτηνό, καθώς οι περισσότεροι πληθυσμοί του είναι καθιστικοί, ιδιαίτερα στα νότια. Ωστόσο, υπάρχει μετα-αναπαραγωγική διασπορά κάποιων πληθυσμών, μικρή στα νότια και μεγαλύτερη στα βόρεια, ιδιαίτερα των νεαρών ατόμων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει ανάμιξη καθιστικών με μεταναστευτικούς πληθυσμούς, σε όλες τις περιοχές αναπαραγωγής. Όλοι οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του Ατλαντικού παρουσιάζουν διασπορά κατά μήκος των ακτών, αν και αυτή δεν είναι, συνήθως, τόσο εκτεταμένη όσο συμβαίνει στον συμπατρικό κορμοράνο. Εξαίρεση αποτελούν οι πληθυσμοί στην Ισλανδία που θεωρούνται επιδημητικοί. Από τους πληθυσμούς που αναπαράγονται στην περιοχή του Μουρμάνσκ, μερικοί είναι καθιστικοί και μερικοί μετακινούνται στα νοτιοδυτικά, προς τις νορβηγικές ακτές, σε γεωγραφικό πλάτος 65°. Οι πληθυσμοί της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας είναι, κυρίως, καθιστικοί αλλά κάποιοι διασπείρονται ακολουθώντας τα κοπάδια ψαριών.[11]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Σουηδία και τη Δανία, την Αυστρία και τη Μάλτα, τη Συρία και το Καζακστάν.[4]
Στην Ελλάδα, ο θαλασσοκόρακας απαντά κυρίως ως επιδημητικό είδος σε όλη σχεδόν τη θαλάσσια επικράτεια.[12][13][14] Από την Κρήτη αναφέρεται ως μόνιμο πτηνό [15] όπως και από την Κύπρο [16] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).
Το είδος καταλαμβάνει θαλάσσια οικοσυστήματα, χωρίς να απομακρύνεται ιδιαίτερα από τη στεριά.[17] Δείχνει ισχυρή προτίμηση για τις βραχώδεις ακτές και τα νησιά [17] που βρέχονται από βαθιά, καθαρά νερά [18] και προσφέρουν τροφή πάνω από αμμώδεις και βραχώδεις βυθούς.[17] Προτιμά επίσης προστατευμένα από τους ανέμους αλιευτικά πεδία, όπως όρμους και κανάλια, αν και γενικά αποφεύγει τις εκβολές ποταμών, τους ρηχούς, λασπώδεις κολπίσκους και τα φρέσκα ή υφάλμυρα νερά.[19]
Στην Ελλάδα ο θαλασσοκόρακας απαντά σε παράκτιες βραχώδεις περιοχές, σπανιότερα σε λασπώδεις ή αμμώδεις ακτές και προς τα ηπειρωτικά.[12] Οι περισσότερες φωλιές βρίσκονται σε απρόσιτες ορθοπλαγιές και ακατοίκητες βραχονησίδες.[3]
Ο θαλασσοκόρακας είναι μέσου μεγέθους κορμοράνος, με μακρύ και λεπτό ράμφος και μακριά ουρά. Το αναπαραγωγικό του πτέρωμα είναι μαύρο, με ισχυρή, μεταλλική πρασινωπή απόχρωση στο κεφάλι και στον λαιμό, χαλκοπράσινη στο υπόλοιπο σώμα. Το άνω τμήμα τη ράχης, τα καλυπτήρια των πτερύγων και του ώμου εμφανίζουν, επίσης, κάποια χαλκοϊώδη, μεταλλική ανταύγεια.[20] Η χάσμη ράμφους είναι κίτρινη, με κίτρινα γωνιακά υβώματα, που κάνουν έντονη αντίθεση με το υπόλοιπο σκουρόχρωμο ράμφος. Τα φύλα είναι παρόμοια, με μικρές εποχικές διαφορές. Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο των ενηλίκων ατόμων, είναι το χαρακτηριστικό σκουρόχρωμο λοφίο στην κορυφή του κεφαλιού, το οποίο στρέφεται προς τα εμπρός και είναι ορατό μόνο στην αρχή της αναπαραγωγικής εποχής [9] καθώς, στη συνέχεια, εξαφανίζεται σταδιακά. Η ίριδα είναι φωτεινή σμαραγδοπράσινη, οι ταρσοί και τα πόδια μαυριδερά.[20]
Κατά τη μη-αναπαραγωγική εποχή, το πτέρωμα των ενηλίκων είναι πιο «θαμπό», πιο καφετί σε χρώματα, λιγότερο «μεταλλικό» σε ανταύγεια, το λοφίο εξαφανίζεται και το ράμφος γίνεται κιτρινωπό.[9][20]
Ο θαλασσοκόρακας μοιάζει αρκετά με τον κορμοράνο αλλά είναι μικρότερος, με πιο στρογγυλεμένο κεφάλι χωρίς καθόλου λευκό χρώμα, πιο «κάθετο» μέτωπο, λεπτότερο σώμα και ράμφος. Διαθέτει 6 ζεύγη πηδαλιωδών φτερών στην ουρά, αντί για 7 που έχει ο κορμοράνος. Ωστόσο, από μεγάλη απόσταση αυτές οι διαφορές -εκτός από το μέγεθος-, πολλές φορές δεν είναι διακριτές.[11]
Το είδος είναι σχεδόν ή αποκλειστικά ιχθυοφάγο, τρεφόμενο με ευρύ φάσμα βενθικών, βενθοπελαγικών και πελαγικών ψαριών, τα οποία κινούνται κοπαδιαστά. Τα μέλη της οικογενείας Ammodytidae κυριαρχούν στο διαιτολόγιο των βρετανικών και μερικών ισπανικών πληθυσμών,[30][31][32][33] ενώ περιλαμβάνονται πάντοτε στη διατροφή του είδους και στις περισσότερες άλλες περιοχές που έχουν μελετηθεί. Συνήθως αλιεύονται πάνω ή κοντά στην επιφάνεια του βυθού.[30] Άλλα είδη ψαριών περιλαμβάνουν μέλη των οικογενειών Gadidae (Trisopterus spp.), Clupeidae, Cottidae, Labridae [17] Gobiidae και Carangidae.[4]
Ωστόσο, οι θαλασσοκόρακες μπορεί να τρέφονται, επίσης, με μικρό αριθμό Πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων, Κεφαλόποδα ή άλλα Μαλάκια και μικρά βενθικά Μαλακόστρακα.[19] Οι νεοσσοί σιτίζονται σχεδόν αποκλειστικά με ψάρια της οικογενείας Ammodytidae.[32] Οι μεσογειακοί πληθυσμοί τρέφονται κυρίως με παράκτια ψάρια, τα οποία αλιεύονται από τον πυθμένα ή αρκετά πάνω από αυτόν, σε βραχώδεις ή αμμώδεις βυθούς. Ωστόσο, τα είδη εκείνα που είναι σημαντικά για την αλιευτική οικονομία του ανθρώπου, δεν φαίνεται να συνιστούν μεγάλο μέρος του διαιτολογίου τους.[34]
Στα νησιά Islas Cies, της Γαλικίας, οι εκεί πληθυσμοί αναζητούν την τροφή τους σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την αποικία όλο το έτος, αλλά κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, η απόσταση περιορίζεται συνήθως στα 4 χλμ. από την αποικία, με τα πουλιά να χωρίζονται σε ομάδες των 300-1000 ατόμων.[33] Γενικά, οι περιοχές σίτισης τείνουν να συμπίπτουν με τις περιοχές με αμμώδη βενθικά ιζήματα,[30][32][33] συνήθως σε βάθος μικρότερο των 80 μ.[30][31]
Στο Isle of May της Α. Σκωτίας, πάνω από το 90% της τροφοληψίας πραγματοποιείται σε απόσταση 13 χιλιομέτρων από την αποικία, ενώ η μέγιστη απόσταση που καταγράφηκε ήταν 17 χιλιόμετρα. Πολλά άτομα, συχνά, αναζητούν τροφή σε περιοχές με ισχυρά παλιρροιακά ρεύματα.[30]
Κατά την πτήση, ο θαλασσοκόρακας διατηρεί τον λαιμό του πιο ίσιο από τον κορμοράνο, ενώ το έξω μέρος των πτερύγων εμφανίζεται πιο «αμβλύ». Επίσης, πετάει πιο χαμηλά από αυτόν, συνήθως κοντά στην επιφάνεια του νερού. τα φτεροκοπήματά του είναι γρήγορα και μοιάζουν «ελαστικά», χωρίς ενδιάμεσες, σύντομες αερολισθήσεις (glides).[9]
Η άφιξη των πτηνών στις θέσεις φωλιάσματος εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες και παρατείνεται από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις αρχές Απριλίου, ενώ εμφανίζουν υψηλή πιστότητα στις θέσεις φωλιάσματος.[4] Το είδος φωλιάζει κατά αποικίες,[17] συχνά μαζί με κορμοράνους,[26] οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν περισσότερα από 1.000 ζευγάρια, με τις φωλιές να διατηρούν ικανές αποστάσεις μεταξύ τους (3-15 μ.).[11][18][35]
Στις θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι θαλασσοκόρακες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε προφυλαγμένα γείσα βράχων, κοιλότητες ή μικρές σπηλιές. Η φωλιά δεν είναι παρά ένας σωρός από ξεβρασμένα φύκια και βλαστούς από παρακείμενα φυτά -εάν υπάρχουν-, επιστρωμένη με λεπτότερο φυτικό υλικό. Κατασκευάζεται και από τα δύο φύλα, με το αρσενικό να φέρνει τα υλικά και το θηλυκό να τα τακτοποιεί.[36] Βρίσκεται ακριβώς πάνω από το υψηλό επίπεδο της επιφάνειας του νερού, αλλά μέχρι και 100 μ. από αυτήν.[35]
Η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινάει από τις αρχές Μαρτίου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ αλλά, μερικές φορές, οι πρώιμες ωοτοκίες μπορεί να καταστραφούν από καταιγίδες και αντικαθίστανται.[36] Το θηλυκό γεννάει (2-) 3 (-5) υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 62,9 Χ 38,4 χιλιοστών και βάρους 51,0 γραμ. εκ των οποίων ποσοστό 10% είναι κέλυφος.[21] Τα αβγά εναποτίθενται ανά διαστήματα μεγαλύτερα της μίας (1) ημέρας και η επώαση μπορεί να αρχίσει μετά την εναπόθεση του 1ου αβγού. Πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί 30 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Για τις πρώτες 20 ημέρες προμηθεύει τροφή ο ένας γονέας και ο άλλος σιτίζει, κατόπιν προμηθεύουν τροφή και σιτίζουν και οι δύο γονείς. Στις 55 ημέρες, οι νεοσσοί εγκαταλείπουν τη φωλιά και συχνάζουν στις άκρες των βράχων, όπου σιτίζονται από τους γονείς για 3 εβδομάδες, ακόμη, προτού αναξαρτητοποιηθούν.[36] Αυτό συμβαίνει μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου.
Το είδος διώκεται (π.χ. πυροβολείται, καταπνίγεται εκ προθέσεως ή δηλητηριάζεται) στην εμπορική αλιεία και τις ιχθυοκαλλιέργειες, καθώς θεωρείται απειλή για τα αποθέματα ψαριών.[19][37] Επίσης, τις αποικίες φωλιάσματος λυμαίνεται το εισηγμένο βιζόν (Neovison vison),[19] και είναι ευάλωτο σε παράκτια ρύπανση από πετρέλαιο.[19][33] Σε τοπικό επίπεδο κινδυνεύει από τυχαία εμπλοκή και επακόλουθο πνιγμό σε αλιευτικά δίχτυα.[19][38] Τέλος είναι ευαίσθητο στην ασθένεια του Newcastle, έτσι μπορεί να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού.[39] Συχνά, αβγά, νεοσσοί ακόμη και ενήλικες έχουν χρησιμοποιηθεί και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως τροφή.[19]
To είδος εμφανίζει έντονες καθοδικές τάσεις στους πληθυσμούς τού υποείδους P. a. desmarestii. Επίσης, καθοδικές -αν και σε μικρότερο βαθμό- είναι οι τάσεις τού υποείδους P. a. aristotelis.[40] Ωστόσο, παλαιότερες ανοδικές τάσεις των πληθυσμών του, φαίνεται να εξισορροπούν αυτές τις μειώσεις, οπότε δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιον άμεσο κίνδυνο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[41]
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία, η Ισλανδία, η Γαλλία και η Ισπανία.[40]
Ο θαλασσοκόρακας, παρόλο που αναφέρεται στη χώρα ως αρκετά κοινό και εξαπλωμένο επιδημητικό πτηνό, δεν είναι καλά μελετημένος και η κατανομή του, όπως και οι αριθμοί των πληθυσμών του είναι ανεπαρκώς γνωστά. Απαντά κυρίως στο Αιγαίο, από τη Θάσο στα βόρεια μέχρι την Κρήτη στο νότο, ενώ στα νησιά του Ιονίου είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένος. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ δύσκολο να καταγραφεί ο ακριβής αριθμός των πληθυσμών του.[3] Απαιτούνται καταγραφή και παρακολούθηση των αποικιών, μελέτη της οικολογίας στον ελληνικό χώρο και λήψη περαιτέρω μέτρων προστασίας σε σημαντικές περιοχές αναπαραγωγής του είδους (λ.χ. στις Β. Σποράδες).[42]
Παλαιότερα, το είδος κατατασσόταν στα Τρωτά (VU) [43] αλλά, νέες μετρήσεις και αναφορές, οδήγησαν τους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι, η κατάσταση των πληθυσμών του είναι καλύτερη και, πλέον, κατατάσσεται στα Σχεδόν Απειλούμενα (ΝΤ) [44]
Ο Θαλασσοκόρακας απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Γιαλόπαπια, Θαλασσοκουρούνα (Κυκλάδες), Καλικατσού, Καλικατσούδα, Καλιτζακού (Κυκλάδες), Καλλισακού (Μύκονος), Καραμπατάκι [45], Λοφιοκορμοράνος[12], Κολοβούτα και Καλικατζούνα (Σποράδες).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.