λοίμωξη που προσβάλλει κυρίως το ήπαρ From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ηπατίτιδα C είναι μία λοίμωξη που προσβάλλει κυρίως το ήπαρ. Αυτή η ασθένεια οφείλεται στον το ιό της ηπατίτιδας C (HCV). [2] Η ηπατίτιδα C συχνά δεν παρουσιάζει κάποια συμπτώματα, ωστόσο η χρόνια λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει ουλές στο ήπαρ και να οδηγήσει, μετά από χρόνια, σε κίρρωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι άνθρωποι που εμφανίζουν κίρρωση, παρουσιάζουν, επίσης, ηπατική ανεπάρκεια, καρκίνο του ήπατος ή πολύ διογκωμένες φλέβες στον οισοφάγο και στο στομάχι, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε αιμορραγία, ή και στον θάνατο.[2]
Ηπατίτιδα C | |
---|---|
Ηλεκτρονική μικρογραφία του ιού της ηπατίτιδας C απομονωμένου και καθαρισμένου από κυτταροκαλλιέργεια (κλίμακα = 50 nm) | |
Ειδικότητα | λοιμωξιολογία |
Συμπτώματα | ναυτία[1], ίκτερος, έμετος[1], κόπωση, κοιλιακό άλγος, αρθραλγία, ανορεξία, ασκίτης, κίρρωση, καρκίνος, ηπατίτιδα[1], portal hypertension και μέδουσα |
Νοσηρότητα | 22% (Αίγυπτος), 48% (Πακιστάν), 32% (Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας) |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | B17.1, B18.2 |
ICD-9 | 070.70,070.4, 070.5 |
OMIM | 609532 |
DiseasesDB | 5783 |
MedlinePlus | 000284 |
eMedicine | med/993 ped/979 |
MeSH | D006526 |
Οι άνθρωποι κολλούν ηπατίτιδα C κυρίως, μέσω της έκθεσης σε αίμα και σε παράγωγα αίματος, εξαιτίας ενδοφλέβιας χρήσης ναρκωτικών, μη αποστειρωμένου ιατρικού εξοπλισμού και μεταγγίσεων αίματος. Υπολογίζεται ότι 130-170 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο έχουν ηπατίτιδα C. Οι επιστήμονες άρχισαν να εξετάζουν τον ιό HCV τη δεκαετία του 1970, ενώ επιβεβαίωσαν την ύπαρξή του μόλις το 1989.[3] Δεν έχει εξακριβωθεί εάν ο ιός μπορεί να προκαλέσει ασθένεια στα ζώα.
Η αντιμετώπιση του ιού HCV γίνεται συνήθως με τις ουσίες πεγκιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη. Ένα ποσοστό 50-80% των ανθρώπων που ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή θεραπεύονται. Οι άνθρωποι που αναπτύσσουν κίρρωση ή καρκίνο του ήπατος είναι πιθανό να χρειαστούν μεταμόσχευση ήπατος, ωστόσο ο ιός επανεμφανίζεται, συνήθως, μετά τη μεταμόσχευση. [4] Για την ηπατίτιδα C δεν υπάρχει εμβόλιο.
Η ηπατίτιδα C παρουσιάζει οξέα συμπτώματα μόλις στο 15% των περιπτώσεων.[5] Τα συμπτώματα είναι τις περισσότερες φορές ήπια και ασαφή, συμπεριλαμβανομένων της μειωμένης όρεξης, της κούρασης, της ναυτίας, των πόνων στους μύες ή τις αρθρώσεις και της απώλειας βάρους.[6] Μόνο ελάχιστες περιπτώσεις οξείας λοίμωξης συνδέονται με ίκτερο.[7] Η λοίμωξη υποχωρεί χωρίς θεραπεία στο 10-50% των ανθρώπων, ενώ στις νεαρές γυναίκες υποχωρεί συχνότερα από ότι σε άλλα άτομα.[7]
Το ογδόντα τοις εκατό των ανθρώπων που εκτίθενται στον ιό αναπτύσσει χρόνια λοίμωξη. [8] Οι περισσότεροι βιώνουν ελάχιστα ή και καθόλου συμπτώματα, κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών της λοίμωξης, [9] αν και η χρόνια ηπατίτιδα C μπορεί να συνδεθεί με την κόπωση.[10] Η ηπατίτιδα C είναι το κύριο αίτιο της κίρρωσης και του καρκίνου του ήπατος, όσον αφορά στα άτομα που πάσχουν πολλά χρόνια από την ασθένεια.[4] Το 10-30% των ατόμων που εκτίθενται στον ιό για περισσότερα από 30 χρόνια αναπτύσσουν κίρρωση.[4][6] Η κίρρωση είναι πιο συνηθισμένη στα άτομα που έχουν, επίσης, προσβληθεί από ηπατίτιδα B ή HIV, στους αλκοολικούς, και στους άνδρες.[6] Τα άτομα που αναπτύσσουν κίρρωση εκτίθενται σε είκοσι φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν από καρκίνο του ήπατος, σε ποσοστό 1-3% ετησίως.[4][6] Στους αλκοολικούς, ο κίνδυνος είναι 100 φορές μεγαλύτερος.[11] Η ηπατίτιδα C αποτελεί αιτία για το 27% των περιπτώσεων κίρρωσης και για το 25% των περιπτώσεων καρκίνου του ήπατος.[12]
Η κίρρωση του ήπατος μπορεί να προκαλέσει υψηλή αρτηριακή πίεση στις φλέβες που συνδέονται με το ήπαρ, συσσώρευση υγρού στην κοιλιακή χώρα, εύκολο μωλωπισμό ή αιμορραγία, διευρυμένες φλέβες, ιδιαίτερα στο στομάχι και τον οισοφάγο, ίκτερο (κιτρίνισμα του δέρματος), όπως και εγκεφαλική βλάβη.[13]
Η ηπατίτιδα C συνδέεται, επίσης, σπάνια με το σύνδρομο του Sjögren (μία αυτοάνοση διαταραχή), με χαμηλότερο από το φυσιολογικό αριθμό αιμοπεταλίων, με χρόνιες παθήσεις του δέρματος, διαβήτη, και μη-Hodgkin λεμφώματα.[14][15]
Ο ιός της ηπατίτιδας C είναι ένας μικρός, με περίβλημα, μονόκλωνος, θετικός ιός RNA.[4] Ανήκει στο γένος hepacivirus στην οικογένεια Flaviviridae.[10] Υπάρχουν επτά βασικοί γoνότυποι του HCV.[16] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο γoνότυπος 1 προκαλεί το 70% των περιπτώσεων, ο γoνότυπος 2 το 20%, ενώ κάθε ένας από τους υπόλοιπους γoνοτύπους προκαλεί το 1%. [6] Ο γoνότυπος 1 είναι, επίσης, ο πιο συνηθισμένος στη Νότιο Αμερική και την Ευρώπη.[4]
Η κύριος τρόπος μετάδοσης στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών (ΧΕΝ). Στον αναπτυσσόμενο κόσμο η ασθένεια μεταδίδεται κυρίως από μεταγγίσεις αίματος και μη ασφαλείς ιατρικές διαδικασίες.[17] Το αίτιο της μετάδοσης παραμένει άγνωστο στο 20% των περιπτώσεων, [18] ωστόσο πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οφείλονται πιθανότατα σε ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών.[7]
Η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ηπατίτιδα C σε πολλά μέρη του κόσμου. [19] Μία εξέταση 77 χωρών δείχνει ότι στις 25 από αυτές υπάρχουν ποσοστά ηπατίτιδας C μεταξύ 60% και 80% στον πληθυσμό χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών [8] και της Κίνας. [19] Δώδεκα χώρες διαθέτουν ποσοστά άνω του 80%.[8] Μέχρι και δέκα εκατομμύρια χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών προσβάλλονται από ηπατίτιδα C: η Κίνα (1,6 εκατομμύρια), οι Ηνωμένες Πολιτείες (1,5 εκατομμύριο) και η Ρωσία (1,3 εκατομμύρια) διαθέτουν τους υψηλότερους αριθμούς.[8] Τα ποσοστά της ηπατίτιδας C μεταξύ των τροφίμων των φυλακών στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι δέκα έως είκοσι φορές υψηλότερα σε σχέση με τα ποσοστά του γενικού πληθυσμού, ενώ οι μελέτες αποδίδουν αυτά τα ποσοστά στην συμπεριφορά υψηλού κινδύνου, όπως στην ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών και στα τατουάζ που γίνονται χωρίς αποστειρωμένο εξοπλισμό. [20][21]
Οι μεταγγίσεις αίματος, τα προϊόντα αίματος και οι μεταμοσχεύσεις οργάνων, χωρίς έλεγχο για HCV παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο για μόλυνση.[6] Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέσπισαν την καθολική εξέταση το 1992. Από τότε το ποσοστό μόλυνσης έχει μειωθεί από ένα ποσοστό ενός ανά 200 ανά μονάδα αίματος [22] σε ένα ανά 10.000 ή 10.000.000 ανά μονάδα αίματος.[7][18] Αυτός ο χαμηλός κίνδυνος παραμένει, επειδή υπάρχει μία περίοδος περίπου 11-70 ημερών μεταξύ της ενδεχόμενης μόλυνσης του αιμοδότη από ηπατίτιδα C και του θετικού αποτελέσματος στις αιματολογικές εξετάσεις.[18] Σε ορισμένες χώρες δεν πραγματοποιείται ακόμη η εξέταση για ηπατίτιδα C εξαιτίας του κόστους.[12]
Ένα άτομο που φέρει τραύμα από βελόνα, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί από άτομο με HCV, έχει περίπου 1,8% πιθανότητα να κολλήσει την ασθένεια.[6] Ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος εάν η χρησιμοποιούμενη βελόνα είναι κούφια και η πληγή είναι βαθιά.[12] Υπάρχει κίνδυνος από έκθεση βλέννας[ασαφές] στο αίμα, ωστόσο αυτός ο κίνδυνος είναι χαμηλός ενώ δεν υφίσταται, εφόσον η έκθεση στο αίμα αφορά σε ακέραια επιδερμίδα.[12]
Ο νοσοκομειακός εξοπλισμός συμβάλει, επίσης, στη μετάδοση της ηπατίτιδας C συμπεριλαμβανομένων: της επαναχρησιμοποίησης βελόνων και συριγγών, φιαλιδίων φαρμάκων πολλαπλών χρήσεων, σάκων έγχυσης και μη αποστειρωμένου χειρουργικού εξοπλισμού.[12] Το χαμηλό επίπεδο ιατρικών και οδοντιατρικών εγκαταστάσεων αποτελεί το κύριο αίτιο της διάδοσης του ιού HCV στην Αίγυπτο, τη χώρα με το υψηλότερο ποσοστό μολύνσεων στον κόσμο.[23]
Το εάν η ηπατίτιδα C μπορεί να μεταδοθεί μέσω της σεξουαλικής επαφής δεν είναι γνωστό.[24] Παρόλο που δεν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της υψηλού κινδύνου σεξουαλικής δραστηριότητας και της ηπατίτιδας C, δεν είναι ξεκάθαρο εάν η μετάδοση της ασθένειας οφείλεται στη χρήση ναρκωτικών, η οποία δεν αναφέρθηκε, ή στην ίδια τη σεξουαλική επαφή.[6] Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για τα ετερόφυλα ζευγάρια που δεν έχουν άλλους σεξουαλικούς συντρόφους.[24] Οι σεξουαλικές πρακτικές που περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα τραυμάτων στο εσωτερικό τοίχωμα του πρωκτικού καναλιού, όπως η πρωκτική διείσδυση, ή που λαμβάνουν χώρα όταν υπάρχει επίσης σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, συμπεριλαμβανομένου του HIV ή του έλκους των γεννητικών οργάνων, ενέχουν κίνδυνο.[24] Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών συνιστά τη χρήση προφυλακτικού για την πρόληψη της μετάδοσης της ηπατίτιδας C μόνο στα άτομα με πολλαπλούς συντρόφους.[25]
Το τατουάζ συνδέεται με δύο ή τρεις φορές υψηλότερο κίνδυνο ηπατίτιδας C.[26] Αυτό μπορεί να οφείλεται στον μη αποστειρωμένο εξοπλισμό ή στη μόλυνση από τις βαφές που χρησιμοποιούνται. [26] Τα τατουάζ ή τα τρυπήματα στο σώμα που έγιναν πριν τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ή από μη επαγγελματίες προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς οι τεχνικές αποστείρωσης σε αυτά τα περιβάλλοντα ενδέχεται να ήταν επισφαλείς. Ο κίνδυνος φαίνεται, επίσης, να είναι υψηλότερος σε σχέση με τα μεγαλύτερα τατουάζ. [26] Σχεδόν οι μισοί από τους τροφίμους των φυλακών μοιράζονται μη αποστειρωμένο εξοπλισμό για τατουάζ. [26] Είναι σπάνιο να συνδεθούν άμεσα τα τατουάζ που έχουν γίνει σε νόμιμες εγκαταστάσεις με τη μόλυνση από HCV.[27]
Τα αντικείμενα προσωπικής φροντίδας, όπως τα ξυραφάκια, οι οδοντόβουρτσες και ο εξοπλισμός μανικιούρ ή πεντικιούρ μπορούν να έρθουν σε επαφή με το αίμα. Η κοινή τους χρήση ενέχει κινδύνους έκθεσης στον ιό HCV.[28][29] Οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί με τα κοψίματα και τις πληγές ή με άλλου τύπου αιμορραγίες.[29] Ο ιός HCV δεν μεταδίδεται μέσω της συνήθους επαφής, όπως η αγκαλιά, τα φιλιά, η ανταλλαγή σκευών τροφίμων ή μαγειρέματος. [29]
Η μετάδοση της ηπατίτιδας C από τη μητέρα που έχει προσβληθεί στο παιδί της, συμβαίνει σε λιγότερο από το 10% των εγκυμοσύνων. [30] Δεν υπάρχουν μετρήσεις που να μεταβάλλουν αυτόν τον κίνδυνο. [30] Η μετάδοση μπορεί να λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή κατά τον τοκετό. [18] Ένας τοκετός μεγάλης διάρκειας συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης.[12] Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο θηλασμός μεταδίδει τον ιό HCV· ωστόσο, μία μητέρα που έχει προσβληθεί θα πρέπει να αποφεύγει το θηλασμό εάν οι θηλές της έχουν πληγές και αιμορραγούν,[31] ή εάν τα ιικά της φορτία είναι υψηλά.[18]
Οι διαγνωστικές εξετάσεις για την ηπατίτιδα C περιλαμβάνουν: τα αντισώματα HCV, την ELISA (ενζυμική δοκιμή ανοσοπροσρόφησης), τη μέθοδο ανοσοαποτύπωσης Western blot (Στύπωμα κατά Western), και το ποσοτικό HCV RNA.[6] Η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) μπορεί να ανιχνεύσει το HCV RNA μία έως δύο εβδομάδες μετά τη μόλυνση, ενώ τα αντισώματα μπορεί να χρειαστούν σημαντικά μεγαλύτερο χρόνο για να σχηματιστούν και να αποκαλυφθούν.[13]
Η χρόνια ηπατίτιδα C είναι μία μόλυνση με τον ιό της ηπατίτιδας C που διαρκεί για περισσότερους από έξι μήνες, βάσει της παρουσίας του RNA της.[9] Επειδή οι χρόνιες λοιμώξεις, τυπικά, δεν παρουσιάζουν συμπτώματα για δεκαετίες,[9] ενώ οι κλινικοί γιατροί τις ανακαλύπτουν συνήθως, μέσω των εξετάσεων ηπατικής λειτουργίας ή κατά τη διάρκεια εξετάσεων ρουτίνας των ατόμων υψηλού κινδύνου. Η εξέταση δεν μπορεί να κάνει διαχωρισμό μεταξύ οξέων και χρόνιων λοιμώξεων. [12]
Ο έλεγχος για την Ηπατίτιδα C ξεκινά συνήθως με εξετάσεις αίματος για την ανίχνευση της παρουσίας αντισωμάτων στον ιό της ηπατίτιδας C (HCV), μέσω μιας ενζυμο-ανοσολογικής δοκιμής.[6] Εφόσον αυτή η εξέταση είναι θετική, διεξάγεται μια δεύτερη εξέταση για την εξακρίβωση του ανοσοπροσδιορισμού και τον καθορισμό της σοβαρότητας της νόσου.[6] Μια ανασυνδυασμένη εξέταση ανοσο-αποτυπώματος επαληθεύει την ανοσολογική δοκιμή και μια αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης σε ιό και ριβοζονουκλεϊνικό οξύ (HCV-RNA) προσδιορίζει τη σοβαρότητα της νόσου.[6] Αν δεν υπάρχει RNA και το ανοσο-αποτύπωμα είναι θετικό, τότε το άτομο είχε παρουσιάσει μόλυνση στο παρελθόν, ωστόσο θεραπεύτηκε, είτε με θεραπεία είτε αυτόματα. Αν το ανοσο-αποτύπωμα είναι αρνητικό, τότε η ανοσολογική εξέταση ήταν λανθασμένη.[6] Απαιτούνται έξι έως οκτώ εβδομάδες, μετά τη μόλυνση, για να εμφανιστεί θετικό αποτέλεσμα.[10]
Τα ηπατικά ένζυμα μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια του αρχικού διαστήματος της λοίμωξης[9] ενώ, κατά μέσο όρο, αρχίζουν να αυξάνονται επτά εβδομάδες μετά τη λοίμωξη.[10] Τα ηπατικά ένζυμα σχετίζονται ελάχιστα με τη σοβαρότητα της νόσου.[10]
Οι ηπατικές βιοψίες μπορούν να προσδιορίσουν το βαθμό βλάβης του ήπατος, ωστόσο η διαδικασία εγκυμονεί κινδύνους.[4] Οι τυπικές αλλαγές, τις οποίες ανιχνεύει μια βιοψία, είναι στα λεμφοκύτταρα μέσα στον ιστό του ήπατος, στα λεμφοειδή θυλάκια στην πυλαία τριάδα, και τις αλλαγές στους χοληφόρους πόρους.[4] Υπάρχει μια σειρά από διαθέσιμες εξετάσεις αίματος που αποσκοπούν στο να καθορίσουν το βαθμό της βλάβης και να μετριάσουν την ανάγκη βιοψίας.[4]
Ένα πολύ μικρό ποσοστό, της τάξεως του 5-50%, των ατόμων που έχουν προσβληθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά έχουν επίγνωση της κατάστασής τους.[26] Εξετάσεις συνιστώνται σε άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με δερματοστιξίες (τατουάζ).[26] Συνιστάται, επίσης, ο έλεγχος σε άτομα με αυξημένα ηπατικά ένζυμα, διότι αυτό αποτελεί συχνά τη μόνη ένδειξη της χρόνιας ηπατίτιδας.[32] Η δοκιμή ανίχνευσης δε συνιστάται στις Ηνωμένες Πολιτείες.[6]
Μέχρι και το 2011, δεν υπάρχει κάποιο εμβόλιο για την ηπατίτιδα C. Τα εμβόλια είναι ακόμη υπό ανάπτυξη, ενώ ορισμένα από αυτά έχουν δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα.[33] Ένας συνδυασμός προληπτικών μέτρων, όπως τα προγράμματα ανταλλαγής βελονών και οι θεραπείες της κατάχρησης ουσιών, μειώνουν τον κίνδυνο ηπατίτιδας C μεταξύ των χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών, κατά περίπου 75%.[34] Οι εξετάσεις των αιμοδοτών είναι σημαντικές σε εθνικό επίπεδο, ακολουθώντας τις Προφυλάξεις Γενικής Χρήσης που ισχύουν για το εσωτερικό των εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης.[10] Σε χώρες όπου υπάρχει ανεπαρκής παροχή αποστειρωμένων συριγγών, οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης οφείλουν να προτιμούν τη λήψη φαρμάκων από του στόματος, αντί ενέσιμων.[12]
Ο HCV προκαλεί χρόνια λοίμωξη στο 50-80% των μολυσμένων ατόμων. Περίπου το 40-80% των περιπτώσεων αυτών παρουσίασαν ίαση μετά από θεραπεία.[35][36] Σε σπάνιες περιπτώσεις, ενδέχεται να υπάρξει ίαση χωρίς θεραπεία.[7] Οι άνθρωποι με χρόνια ηπατίτιδα C οφείλουν να αποφεύγουν το αλκοόλ και τα φάρμακα που είναι τοξικά για το συκώτι,[6] ενώ θα πρέπει να εμβολιάζονται για την ηπατίτιδα Α και την ηπατίτιδα Β.[6] Άτομα με κίρρωση οφείλουν να υποβάλλονται σε εξετάσεις υπερήχων για τον καρκίνο του ήπατος.[6]
Άτομα με αποδεδειγμένη λοίμωξη HCV και ηπατικές διαταραχές θα πρέπει να υποβληθούν σε θεραπεία. [6] Η τρέχουσα θεραπεία περιλαμβάνει ένα συνδυασμό πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και του αντιικού φάρμακου ριμπαβιρίνη για 24 ή 48 εβδομάδες, ανάλογα με τον τύπο του HCV.[6] Βελτίωση αποτελεσμάτων υπάρχει σε ποσοστό 50-60% των ατόμων που υποβάλλονται σε θεραπεία.[6] Ο συνδυασμός είτε μποσεπρεβίρης είτε τελαπρεβίρης με ριμπαβιρίνη και πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη άλφα, βελτιώνει την ιολογική ανταπόκριση στην ηπατίτιδα C με γονότυπο 1.[37][38][39] Οι παρενέργειες της θεραπεία είναι κοινές. Το ήμισυ των ασθενών παρουσίασε συμπτώματα γρίπης, ενώ στο ένα τρίτο των ασθενών εμφανίστηκαν ψυχολογικές παρενέργειες από τη θεραπεία.[6] Η θεραπεία κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών είναι πιο αποτελεσματική από ότι μετά την πάροδο των έξι μηνών, όπου η ηπατίτιδα C γίνεται χρόνια.[13] Εάν κάποιο άτομο αναπτύξει νέα λοίμωξη και μετά από οκτώ έως δώδεκα εβδομάδες δεν έχει επιτευχθεί η πλήρης ίαση, τότε συνιστάται θεραπεία 24 εβδομάδων, με χορήγηση πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης .[13] Σε άτομα με μεσογειακή αναιμία (μια διαταραχή του αίματος) η ριμπαβιρίνη φαίνεται αποτελεσματική, ωστόσο αυξάνει την ανάγκη μεταγγίσεων.[40]
Οι υπέρμαχοι υποστηρίζουν τη χρησιμότητα διαφόρων εναλλακτικών θεραπειών για την ηπατίτιδα C, όπως της χρήσης γαϊδουράγκαθου, τζίνσενγκ, και κολλοειδούς αργύρου.[41] Ωστόσο, δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία που να έχει αποδειχθεί πως μπορεί να βελτιώσει τα αποτελέσματα της ηπατίτιδας C, ενώ δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι εναλλακτικές θεραπείες ασκούν οποιαδήποτε επίδραση στον ιό.[41][42][43]
Οι ανταποκρίσεις στη θεραπεία ποικίλλουν ανάλογα με το γονότυπο. Παρατεταμένη αντίδραση παρουσιάζεται σε ποσοστό περίπου 40-50% των ατόμων με HCV και γονότυπο 1, μετά από 48 εβδομάδες θεραπείας.[4] Παρατεταμένη αντίδραση εμφανίζεται στο 70-80% των ατόμων με HCV και γονότυπους 2 και 3, μετά από 24 εβδομάδες θεραπείας.[4] Παρατεταμένη αντίδραση εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου 65%, σε άτομα με γονότυπο 4, μετά από 48 εβδομάδες θεραπείας. Τα σημερινά στοιχεία για τη θεραπεία της νόσου με γονότυπο 6 είναι ελλιπή, ενώ τα στοιχεία που διατίθενται αφορούν σε 48 εβδομάδες θεραπείας, με την ίδια δοσολογία, όπως και στη νόσο με γονότυπο 1.[44]
Από 130 έως 170 εκατομμύρια άνθρωποι, ή περίπου το 3% του παγκόσμιου πληθυσμού, νοσούν από χρόνια ηπατίτιδα C.[45] Από 3 έως 4 εκατομμύρια άτομα μολύνονται ανά έτος, ενώ πάνω από 350.000 άτομα πεθαίνουν ετησίως από ασθένειες που σχετίζονται με την ηπατίτιδα C.[45] Τα ποσοστά αυξήθηκαν σημαντικά τον 20ό αιώνα, εξαιτίας του συνδυασμού χρηστών ενέσιμων ναρκωτικών και των ενδοφλέβιων φαρμάκων ή των μη αποστειρωμένων ιατρικών εργαλείων.[12]
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου το 2% των ατόμων έχουν προσβληθεί από τον ιό της ηπατίτιδας C,[6] με περίπου 35.000 – 185.000 νέα περιστατικά ετησίως. Τα ποσοστά μειώθηκαν στη Δύση από τη δεκαετία του 1990, λόγω της βελτίωσης στις μεθόδους ελέγχου του αίματος, πριν από κάθε μετάγγιση.[13] Οι θάνατοι από HCV στις Ηνωμένες Πολιτείες κυμαίνονται από 8.000 έως 10.000 ετησίως. Αυτό το ποσοστό θνησιμότητας αναμένεται να αυξηθεί, καθώς άνθρωποι που μολύνθηκαν από μετάγγιση, πριν τον έλεγχο για HCV, νοσούν και πεθαίνουν.[46]
Τα ποσοστά μόλυνσης είναι υψηλότερα σε ορισμένες χώρες της Αφρικής και της Ασίας.[47] Μερικές από τις χώρες με πολύ υψηλά ποσοστά μόλυνσης είναι η Αίγυπτος (22%), το Πακιστάν (4,8%) και η Κίνα (3,2%). [45] Το υψηλό ποσοστό στην Αίγυπτο σχετίζεται με μια εκστρατεία μαζικής θεραπείας της σχιστοσωμίασης, η οποία έχει πλέον διακοπεί, και κατά την οποία δε χρησιμοποιήθηκαν ορθά αποστειρωμένες γυάλινες σύριγγες.[12]
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Χάρβεϊ Τζ. Άλτερ, επικεφαλής του Τμήματος Λοιμωδών Νοσημάτων, του τμήματος της Ιατρικής Μεταγγίσεων, στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας, μαζί με την ερευνητική του ομάδα, απέδειξε ότι, οι περισσότερες περιπτώσεις ηπατίτιδας μετά από μετάγγιση αίματος δεν οφειλόταν στους ιούς της ηπατίτιδας Α ή Β. Παρά την ανακάλυψη αυτή, οι διεθνείς ερευνητικές προσπάθειες που διεξήχθησαν την επόμενη δεκαετία για την αναγνώριση του ιού, απέτυχαν. Το 1987, οι Michael Houghton, Qui-Lim Choo και George Kuo της Chiron Corporation, σε συνεργασία με τον Dr. D.W. Bradley από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, χρησιμοποίησαν μια νέα προσέγγιση μοριακής κλωνοποίησης για να εντοπιστεί ο άγνωστος οργανισμός και να αναπτυχθεί διαγνωστικός έλεγχος.[48] Το 1988, ο Άλτερ επιβεβαίωσε τον ιό, επαληθεύοντας την παρουσία του, σε μια ομάδα δειγμάτων που δεν ανήκαν ούτε στην ηπατίτιδα Α ούτε στην ηπατίτιδα Β. Τον Απρίλιο του 1989, η ανακάλυψη του HCV δημοσιεύθηκε σε δύο άρθρα του επιστημονικού περιοδικού Science.[49][50] Η ανακάλυψη οδήγησε σε σημαντικές βελτιώσεις της διάγνωσης και βελτίωσε την αντιική θεραπεία.[48] Το 2000, οι Alter και Houghton τιμήθηκαν με το βραβείο Lasker για την Κλινική Ιατρική Έρευνα για «την πρωτοποριακή εργασία που οδήγησε στην ανακάλυψη του ιού που προκαλεί την ηπατίτιδα C αλλά και για την ανάπτυξη μεθόδων ελέγχου που μείωσαν τον κίνδυνο εμφάνισης περιπτώσεων ηπατίτιδας που σχετίζονται με τη μετάγγιση αίματος στις ΗΠΑ από 30% το 1970, σε σχεδόν μηδενικό ποσοστό το 2000»[51] και το 2020 οι Άλτερ, Χιούγκτον και Τσαρλσ Ράις βραβεύτηκαν με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής για την ανακάλυψη του ιού.[52]
Η Chiron αιτήθηκε πολλές φορές την κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας σχετικά με τον ιό και τη διάγνωση του.[53] Μια ανταγωνιστική αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας από το CDC, αποσύρθηκε το 1990, μετά από καταβολές της Chiron ποσών ύψους 1,9 εκατομμύριων δολαρίων στο CDC και 337.500 δολαρίων στον Bradley. Το 1994, ο Bradley μήνυσε την Chiron, επιδιώκοντας να ακυρώσει την κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας, να συμπεριληφθεί ο ίδιος ως συν-εφευρέτης και να λάβει αποζημιώσεις και εισόδημα από δικαίωμα χρήσης. Ο ίδιος απέσυρε τη μήνυση το 1998, αφού έχασε τη δικαστική διαμάχη στο εφετείο.[54]
Η Παγκόσμια Συμμαχία για την Ηπατίτιδα (WHA) διοργανώνει την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ηπατίτιδας, η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 28 Ιουλίου.[55] Το οικονομικό κόστος της ηπατίτιδας C είναι σημαντικό, τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο μέσος όρος κόστους της νόσου κυμαινόταν στα 33.407 δολάρια ΗΠΑ το 2003,[56] με το κόστος μιας μεταμόσχευσης ήπατος να ανέρχεται περίπου στα 200.000 δολάρια ΗΠΑ το 2011. [57] Στον Καναδά, το κόστος μιας ολοκληρωμένης αντιικής θεραπείας ανερχόταν στα 30.000 δολάρια Καναδά το 2003,[58] ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες οι δαπάνες κυμαίνονταν μεταξύ 9.200 και 17.600 δολαρίων ΗΠΑ το 1998.[56] Σε πολλές περιοχές του κόσμου, οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν οικονομικά σε μια αντιική θεραπεία, είτε επειδή δεν έχουν ασφαλιστική κάλυψη είτε επειδή η ασφάλιση που διαθέτουν δεν θα καλύψει τα αντιικά φάρμακα.[59]
Από το 2011, περίπου εκατό φαρμακευτικές αγωγές βρίσκονται ήδη στο στάδιο της ανάπτυξης για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C.[57] Αυτά τα φάρμακα περιλαμβάνουν εμβόλια για τη θεραπεία της ηπατίτιδας, ανοσορυθμιστές και αναστολείς κυκλοφιλίνης.[60] Αυτές οι δυνητικά νέες θεραπείες εμφανίστηκαν, εξαιτίας της καλύτερης κατανόησης του ιού της ηπατίτιδας C.[61]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.