From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως σφαγή της Ζαγορίτσανης (ή μάχη της Ζαγορίτσανης ή επιχείρηση της Ζαγορίτσανης) αναφέρεται η επίθεση σώματος Ελλήνων μακεδονομάχων κατά της Ζαγορίτσανης (νυν Βασιλειάδας Καστοριάς) κατά την άνοιξη του 1905. Η επίθεση προκάλεσε την καταστροφή αρκετών σπιτιών του χωριού και κυρίως τη σφαγή κατά κύριο λόγο άμαχων κατοίκων. Στα θύματα, πέραν των σλαβοφώνων εξαρχικών, συμπεριλαμβάνονταν και σλαβόφωνοι πατριαρχικοί[1].
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, η Ζαγορίτσανη αποτελούσε προπύργιο των Βούλγαρων κομιτατζήδων, καθώς και ορμητήριο από το οποίο ένοπλες ομάδες πραγματοποιούσαν επιθέσεις εναντίον γειτονικών χωριών που παρέμεναν πιστά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παράλληλα, οι κάτοικοι της Ζαγορίτσανης χαρακτηρίζονταν ως σκληροπυρηνικοί οπαδοί της βουλγαρικής Εξαρχίας[2].
Οι ομάδες των Γεωργίου Τσόντου, Ευθύμιου Καούδη, Γεωργίου Μακρή και Παύλου Γύπαρη, οι κατετάνιοι Καραβίτης, Κουκουλάκης, Πούλακας, Δούκας και οι οπλαρχηγοί Κωνσταντίνος Γκούτας από το Μεσολούρι Γρεβενών και Νικόλαος Νταηλάκης, θα συγκεντρωθούν στο ελληνικό χωριό Λόσνιτσα (σήμερα Γέρμας). Στις 20 Μαρτίου 1905 ο συνολικός αριθμός υπερβαίνει τους 300. Στις 24 Μαρτίου 1905 ο Ιταλός αξιωματικός της τουρκικής χωροφυλακής που υπηρετεί στην Καστοριά, Κοσμά Εμίλιο Μανέρα λαμβάνει την πληροφορία σχετικά με την αναμενόμενη επιχείρηση των ανταρτών και διατάζει τον Τούρκο αξιωματικό Νιαζίν Μπέη να διανυκτερεύσει στη Ζαγορίτσανη το ίδιο ακόμα βράδυ, αλλά αυτός με δική του πρωτοβουλία διαμένει με την ομάδα του στο κοντινό χωριό Κομανίτσοβο (σήμερα Λιθιά)[3]. Κοντά, στην Κλεισούρα βρίσκεται και η τουρκική στρατιωτική φρουρά, ωστόσο, η κίνηση και η δράση των ανταρτών πέρασαν απαρατήρητες[4]. Παραμένουν αμφιβολίες κατά πόσο υπήρχε μυστική υποστήριξη από την πλευρά της επίσημης τουρκικής αρχής, όπως για παράδειγμα στην επιστολή του μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης το 1902, στην οποίαν αναφέρονται τα εξής:
Ο Τούρκος γενικός επικεφαλής Νεσάτ Πασάς μέσω των συμβούλων θέλησε να μάθει την άποψή μου σχετικά με την αποστολή μονάδας για να απομακρύνει τις Βουλγαρικές συμμορίες. Του απάντησα, ότι για να καταστραφούν οι Βουλγαρικές συμμορίες θα έπρεπε μέσα σε μια νύχτα να πολιορκήσουν τουλάχιστον 40 χωριά και συλληφθούν ζωντανοί, όλα τα μέλη των συμμοριών[5].
Στις 25 Μαρτίου (7 Απριλίου, νέο ημερολόγιο) του 1905, στη θρησκευτική εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αντάρτικες ομάδες εισέβαλαν νωρίς το πρωί στη Ζαγορίτσανη. Ακολούθησε σφοδρή μάχη που κράτησε περίπου 1,5 ώρα[2]. Η επίθεση ήταν ολομέτωπη, ενώ λόγω της μεγάλης σύγχυσης κατά τη διάρκεια της επιχείρησης σκοτώθηκαν και Έλληνες κάτοικοι[1]. Έπειτα οι Έλληνες αντάρτες αποσύρθηκαν μαζί με τους αιχμαλώτους στο βουνό Βάρμπιτσα, καθώς αναμένονταν τουρκικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Νιαζίν Μπέη.
Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 62 ατόμων και την πυρπόληση αρκετών οικιών[2]. Στο χωριό σκοτώθηκαν 39 άνδρες και αγόρια και 7 γυναίκες και κορίτσια. Στο βουνό Βάρμπιτσα πυροβολήθηκαν 14 άνδρες, ανάμεσα τους και ο ιερέας παπά Στέφαν 60 ετών. Μαζί με τον πρόεδρο του χωριού και την κόρη του, ο συνολικός αριθμός όσων σκοτώθηκαν είναι 62 άτομα, ενώ τραυματίστηκαν άλλα έξι. Σύμφωνα με τις βουλγαρικές πηγές, μόλις ένας εκ των αιχμαλώτων επέστρεψε ζωντανός στο χωριό[6].
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης στάλθηκαν από την κωμόπολη δύο αγγελιαφόροι για να ενημερώσουν τις αρχές στο Μοναστήρι, δεν κατάφεραν όμως να εκπληρώσουν την αποστολή τους καθώς αιχμαλωτίστηκαν. Αντ' αυτών ο Ατανάς Κόκοφ από το χωριό Μπόμπιστα (σήμερα Βέργα) ενημέρωσε τους πρόξενους της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας για το τι συνέβη[7]. Το βράδυ[εκκρεμεί παραπομπή] στη Ζαγορίτσανη καταφθάνει αυτοπροσώπως ο αξιωματικός χωροφυλακής Κοσμά Εμίλιο Μανέρα, ο οποίος δεν επιτρέπει να ταφούν οι νεκροί έτσι ώστε διεθνής επιτροπή να διερευνήσει αυτό που συνέβη. Ο καϊμακάμης Καστοριάς διέταξε τα πτώματα να ταφούν, αλλά οι χωρικοί δεν συμμορφώθηκαν με τη διαταγή του. Μετά από τέσσερις ημέρες στη Ζαγορίτσανη έφτασε επιτροπή, η οποία απαρτιζόταν από τους πρόξενους της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας, δύο Ιταλούς, τρεις Οθωμανούς αξιωματικούς και το Ναούμ Τέμτσεφ που καταγόταν από τη Ζαγορίτσανη αλλά ζούσε στο Μοναστήρι. Σε αυτούς οι χωρικοί της Ζαγορίτσανης παραδίδουν μια γραπτή δήλωση, διαμαρτυρία, ενώ οι χωρικοί από τα γύρω χωριά διαμαρτύρονται. Μετά τη σφαγή μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ζαγορίτσανης μετανάστευσε στη Βουλγαρία και στις ΗΠΑ[8].
Ο επικεφαλής συνταγματάρχης χωροφυλακής του Μοναστηρίου Αλμπέρα λέει:
Ως αξιωματικός του Ιταλικού Στρατού έλαβα μέρος σε πολλές μάχες με άγριες αφρικανικές φυλές. Συχνά συνέβη να συλληφθούν και να θανατωθούν από τους Αφρικανούς, στρατιώτες μας. Αλλά σκοτωμούς με τέτοια επιδέξια σκληρότητα δεν είχα δει μέχρι τώρα και δεν βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω τους δράστες αυτού του εγκλήματος[9].
Ο Άγγλος πρόξενος Μακ Γκρέγκορ γράφει προς τον Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη:
Ο συνολικός αριθμός των μη ταφέντων πτωμάτων που βρέθηκαν από τον συνταγματάρχη και τους δύο Πρόξενους ήταν 68, ανάμεσα τους 6 γυναίκες και δύο παιδιά καθώς τα τελευταία έχουν τρυπηθεί με ξιφολόγχες,[η διεθνής επιτροπή έφθασε μετά τέσσερεις ημέρες] σε μία περίπτωση διαπιστώθηκε ότι ολόκληρη η οικογένεια ανατινάχθηκε με βόμβα δυναμίτη παλαιού τύπου που ρίχθηκε μέσα από τρύπες στους τοίχους του σπιτιού τους. Εκτός από το κάψιμο σε 13 σπίτια και άλλους τόσους αχυρώνες, οι Έλληνες έχουν σφάξει εσκεμμένα πολλά ζώα, ενώ ο μικρός αριθμός των τραυματιών, περίπου μισή ντουζίνα, αποδεικνύει την ιδανική μέθοδο με την οποία έγινε η χασάπικη δουλειά σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα της μιάμισης ώρας ... Πρέπει επίσης να εκφράσω την προφανή διαφορά μεταξύ της σφαγής στη Ζαγορίτσανη και στις δολοφονίες που διαπράχθηκαν από Εξαρχικούς εναντίον Πατριαρχικών, διότι ενώ οι πρώτοι σχεδόν αλάνθαστα επιλέγουν τα θύματά τους μεταξύ προσώπων που είναι γνωστό ή υπάρχει υποψία ότι είναι ένοχοι προδοσίας, φαίνεται ότι οι Έλληνες δεν ενδιαφέρθηκαν για άλλο κίνητρο παρά μόνο να σκοτώσουν όσο μπορούν πιο πολλούς Εξαρχικούς...[10].
Ο Βούλγαρος εμπορικός πράκτορας Αντρέι Τόσεφ σε μυστική έκθεση προς τη Βουλγαρική Κυβέρνηση γράφει:
Αυτοί, ο Ρώσος και ο Αυστριακός Πρόξενοι και οι Ιταλοί αξιωματικοί Αλμπέρα, Γκαστόλντι και Μανέρα τρόμαξαν με όλα όσα είδαν και κατέγραψαν.Στους δρόμους κοντά στην εκκλησία και παντού είχε ξαπλωμένα πτώματα ακρωτηριασμένα με σκληρότητα. Είχε πεντάχρονα παιδιά με ανοιγμένη κοιλιά, γυναίκες σκοτωμένες με κομμένα χέρια. Σε κάποιον το κρανίο ήταν σπασμένο και το μυαλό να έχει χυθεί, σε άλλους τα μάτια βγαλμένα, χέρια και πόδια κομμένα κλπ. Ο μοναδικός ιερέας του χωριού εξηντάχρονος γέρος που σκοτώθηκε, όλο το σώμα ήταν γεμάτο πληγές. Μία ολόκληρη οικογένεια σκοτώθηκε με βόμβες που έριξαν από την καμινάδα και δύο τρύπες στους τοίχους που έγιναν γι' αυτό τον λόγο. Ο πατέρας, η μητέρα και τα δύο παιδιά τρομερά παραμορφωμένα από τις βόμβες. Το μικρότερο πεντάχρονο κορίτσι θέλησε να βγει από την πόρτα αλλά ήταν τρυπημένο από ξιφολόγχη των Ελλήνων. Ο Ρώσος πρόξενος κύριος Καλ έκλαιγε όταν μου περιέγραφε όσα είδε. Ο Αυστριακός Πρόξενος κύριος Προχάσκα μόλις που συγκρατούσε τα δάκρυά του. Αυτοί δήλωσαν ότι παρόμοιες φρικαλεότητες δεν είδαν, ούτε οι Τούρκοι να κάνουν κατά την εξέγερση. Οι Πρόξενοι πρόσθεσαν ότι κατά την είσοδο τους στο χωριό η οσμή των καμμένων πτωμάτων οι αλαλαγμοί και οι κραυγές όσων είχαν μείνει ζωντανοί μπορούσαν να ραγίσουν την καρδιά ακόμα και του πιο σκληρόκαρδου.
Στην ίδια έκθεση ο Τόσεφ μοιράζεται την άποψη των Πρόξενων για την ανεπαρκή παρέμβαση των τουρκικών αρχών:
Είναι απαράδεκτο η μετακίνηση μίας τόσο πολυάριθμης αντάρτικης ομάδας να περάσει απαρατήρητη από τα όργανα τόσο των πολιτικών όσο και στρατιωτικών αρχών.Μερικές ημέρες πριν την επίθεση είχε έρθει στρατός στη Ζαγορίτσανη και πάλι είχαν ακουστεί οι σάλπιγγες αλλά οι αξιωματικοί είχαν καθησυχάσει τους τρομαγμένους χωρικούς λέγοντάς τους ότι όταν ακούνε σάλπιγγες να ξέρουν ότι είναι στρατός κ να μην ανησυχούν.Μερικές ημέρες στη σειρά πριν από την επίθεση ο στρατός έκαμνε έρευνες στη Ζαγορίτσανη έτσι ώστε αν κάποιοι από τους χωρικούς είχαν όπλα τα είχανε κρύψει και δεν τα είχαν στα χέρια τους για να μπορούν να προστατευθούν. Η αναχώρηση του καιμακάμη της Καστοριάς χωρίς να εμφανιστεί μπροστά στους Πρόξενους είναι ακόμα ένα γεγονός που επίσης δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο[11].
Το έτος 1921 ο έμπορος από τη Ζαγορίτσανη Ντιμίταρ Σπίρκοφ έδωσε χρήματα για την κατασκευή της εκκλησίας του “Αγίου Δημητρίου“ στην Κωνσταντινούπολη. Σε επιγραφή που υπάρχει πάνω από το νάρθηκα του ναού αναφέρεται ότι η εκκλησία χτίστηκε στη μνήμη εκείνων που χάθηκαν στη Ζαγορίτσανη[12]. Το έτος 1930 στη Σόφια έχει εκδοθεί ένα βιβλίο με αναμνήσεις με την ευκαιρία της 25ης επετείου από τη σφαγή στη Ζαγορίτσανη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.