o τελευταίος Βασιλιάς της Πορτογαλίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Εμμανουήλ Β΄ (πορτογαλικά: Manuel II, 15 Νοεμβρίου 1889 - 2 Ιουλίου 1932) από τον Οίκο της Σαξονίας-Κόμπουργκ & Γκόττα - Κοχάρυ ήταν ο τελευταίος Βασιλιάς της Πορτογαλίας. Ανήλθε στον θρόνο την 1η Φεβρουαρίου 1908, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Κάρολου της Πορτογαλίας και του μεγαλύτερου αδελφού του Λουδοβίκου Φίλιππου, Διαδόχου Πρίγκιπα της Πορτογαλίας. Πριν την ενθρόνισή του ήταν ο Δούκας του Μπέζα. Η βασιλεία του τερματίστηκε σύντομα, με την κατάργηση της μοναρχίας από την Επανάσταση της 5ης Οκτωβρίου 1910, οπότε ο Εμμανουήλ Β΄ έζησε το υπόλοιπο κομμάτι της ζωής του στην εξορία.[1]
Εμμανουήλ Β΄ | |
---|---|
Η πρώτη φωτογραφία του Εμμανουήλ, ως Βασιλιάς, το 1908 | |
Περίοδος | 1 Φεβρουαρίου 1908 – 5 Οκτωβρίου 1910 |
Στέψη | 6 Μαΐου 1908 |
Προκάτοχος | Κάρολος Α΄ της Πορτογαλίας |
Διάδοχος | κατάργηση μοναρχίας |
Γέννηση | 15 Νοεμβρίου 1889 Λισαβόνα, Πορτογαλία |
Θάνατος | 2 Ιουλίου 1932 (42 ετών) Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο |
Τόπος ταφής | Βασιλικό Πάνθεον του Οίκου των Μπραγκάνσα, Λισαβόνα |
Σύζυγος | Αυγούστα Βικτωρία του Χοεντσόλερν |
Οίκος | Σαξονίας-Κόμπουργκ & Γκότα |
Πατέρας | Κάρολος Α΄ της Πορτογαλίας |
Μητέρα | Αμαλία της Ορλεάνης |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολικισμός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Προσφωνήσεις του Βασιλιά Εμμανουήλ Β΄ | |
---|---|
Προσφώνηση αναφοράς | Μεγαλειότατος |
Προφορική προσφώνηση | Μεγαλειότατε |
Εναλλακτική προσφώνηση | Δ/Δ |
Ο Εμμανουήλ Μαρία Φίλιππος Κάρολος Αιμίλιος Λουδοβίκος Μιχαήλ Ραφαήλ Γαβριήλ Γκονζάγκα Φραγκίσκος ντε Ασσίς Ευγένιος γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1889, χρονιά που απεβίωσε ο παππούς του, Λουδοβίκος της Πορτογαλίας.[2][3] Ήταν το τρίτο παιδί, και τελευταίος γιος, του Καρόλου της Πορτογαλίας και της συζύγου του Αμαλίας της Ορλεάνης, κόρης του Φιλίππου, Κόμη του Παρισιού. Γεννήθηκε στο Βασιλικό Παλάτι του Μπελέμ στη Λισαβόνα.[4][5] Βαπτίστηκε λίγες ημέρες αργότερα, με ανάδοχο τον εκ μητρός πάππο του, τον Κόμη του Παρισιού.[6] Επίσης ο Πέτρος Β΄ της Βραζιλίας, ο οποίος είχε καθαιρεθεί από τον θρόνο του, την ημέρα που είχε γεννηθεί ο Εμμανουήλ, ήταν παρών στην τελετή.[6][1]
Έλαβε τη συνηθισμένη εκπαίδευση για ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας της Πορτογαλίας, χωρίς τις πολιτικές ανησυχίες που είχε ο πρωτότοκος αδελφός του, ο οποίος αναμενόταν να γίνει βασιλιάς. Παρότι ο Εμμανουήλ μεγάλωσε ως τμήμα της ανώτερης κοινωνικής τάξης, αργότερα με την άνοδό του στον θρόνο, ακολούθησε μια πιο λαϊκή πορεία, εγκαταλείποντας πολλά επίσημα βασιλικά πρωτόκολλα. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία, ενώ από την ηλικία των έξι ετών μιλούσε και έγραφε γαλλικά. Έδειξε αγάπη για τη λογοτεχνία και την ανάγνωση, σε αντίθεση με τον αδελφό του, ο οποίος ενδιαφερόταν περισσότερο για τον αθλητισμό. Στην αγωγή του Εμμανουήλ περιλαμβανόταν ιππασία, ξιφασκία, κωπηλασία, τέννις και κηπουρική. Ήταν λάτρης της μουσικής, ειδικά του Μπετόβεν και του Βάγκνερ, και έπαιζε πιάνο. Στην εκπαίδευσή του περιλαμβανόταν, επίσης, λατινικά, γερμανικά, πορτογαλικά, μαθηματικά, γαλλική λογοτεχνία, αγγλικά και αγγλική λογοτεχνία, θρησκευτικά και ηθική. Το 1903 ταξίδεψε με τη μητέρα του και τον αδελφό του στην Αίγυπτο, με τη βασιλική θαλαμηγό Αμαλία, ώστε να επεκτείνει την κατανόηση των αρχαίων πολιτισμών.[7][1]
Το μέλλον του Εμμανουήλ, καθώς και της Πορτογαλίας, γνώρισε άλλη τροπή την 1η Φεβρουαρίου 1908. Την ημέρα εκείνη, η βασιλική οικογένεια επέστρεφε από το παλάτι της Βίλα Βισόζα στη Λισαβόνα. Καθ΄ οδόν προς το Βασιλικό Παλάτι Αζούντα, στην άμαξα, που μετέφερε τον Βασιλιά Κάρολο, την οικογένειά του και τον Πρωθυπουργό Ζουάου Φράνκο, περνώντας από την Πλατεία Εμπορίου, εξαπολύθηκαν πυροβολισμοί εναντίον της από τουλάχιστον δύο άνδρες, εκ των οποίων ταυτοποιήθηκαν οι Αλφρέδο Κόστα και Μανουέλ Μπουίσα. Δεν είναι σαφές αν οι δολοφόνοι προσπαθούσαν να σκοτώσουν τον Βασιλιά, τον Διάδοχο ή τον Πρωθυπουργό. Οι δολοφόνοι πυροβολήθηκαν επί τόπου από τη βασιλική σωματοφυλακή και αργότερα αναγνωρίστηκαν ως μέλη του Πορτογαλικού Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Βασιλιάς πέθανε αμέσως, ο Διάδοχος είκοσι λεπτά περίπου αργότερα, ενώ η Βασίλισσα Αμαλία και ο Πρωθυπουργός δεν υπέστησαν τραύματα. Ο Εμμανουήλ πληγώθηκε μόνο στο χέρι. Με αυτόν τον τραγικό τρόπο, ο Εμμανουήλ έγινε Βασιλιάς της Πορτογαλίας.[7][1]
Ο νεαρός βασιλιάς, ο οποίος δεν είχε προοριστεί να βασιλεύσει, προσπάθησε να σώσει την εύθραυστη θέση της δυναστείας των Μπραγκάνσα, ζητώντας την παραίτηση του Ζουάου Φράνκο και ολόκληρου του υπουργικού του συμβουλίου, στις 4 Φεβρουαρίου 1908. Ο Εμμανουήλ θεωρούσε ότι οι πολιτικές του μπορεί να ήταν υπεύθυνες για την τραγωδία. Έπειτα διόρισε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, υπό την προεδρία του ναυάρχου Φρανσίσκου Ζουακίμ Φερέιρα ντου Αμαράλ. Αυτό κατεύνασε τους δημοκρατικούς, αν και από κάποιους από αυτούς θεωρήθηκε ως κίνηση αδυναμίας. Ακόμη και έτσι, στις ελεύθερες εκλογές που διεξήχθησαν στις 28 Αυγούστου 1910, οι Δημοκρατικοί κέρδισαν μόνο 14 έδρες στο κοινοβούλιο.[7][1]
Στις 6 Μαΐου 1908, ενώπιον των βουλευτών της χώρας, ορκίστηκε πίστη στο σύνταγμα. Ο Εμμανουήλ Β΄ έλαβε γενικά συμπαθή αισθήματα από τον λαό, λόγω του θανάτου του πατέρα του και του μεγαλύτερου αδελφού του. Δίπλα του είχε τη μητέρα του, Αμαλία, και τον έμπειρο πολιτικό Ζουζέ Λουτσιάνου ντι Κάστρου. Κρίνοντας ότι ο πατέρας του Κάρολος είχε παρεμβατικό ρόλο στην πολιτική, ο Εμμανουήλ Β΄ θα δηλώσει ότι θα βασιλεύει, αλλά δε θα κυβερνά.[7]
Από την πλευρά του, ο νέος Βασιλιάς προσπάθησε να αυξήσει τους συνδέσμους της μοναρχίας με τους υπηκόους του. Επισκέφθηκε διάφορες περιοχές της χώρας, όπως το Πόρτο, την Μπράγκα, τη Βιάνα ντου Καστέλου, την Ολιβέιρα ντε Αζεμέις, το Σάντου Τίρσου, τη Βίλα Νόβα ντε Γκάια, το Αβέιρο, το Γκιμαράες, την Κοΐμπρα και το Μπαρσέλους. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, οι υπήκοοί του γοητεύτηκαν από τον νεαρό Βασιλιά, τον οποίο υποδέχτηκαν εγκάρδια. Στις 23 Νοεμβρίου μετέβη στο Εσπίνιο για να εγκαινιάσει το σιδηροδρομικό δίκτυο Εσπίνιο - Αβέιρο. Στα ταξίδια του κέρδιζε την εύνοια του λαού με την ειλικρίνειά του και τον ευσεβή του χαρακτήρα.
Ωστόσο, ο ίδιος δεν ήταν δημοφιλής ανάμεσα στους δημοκρατικούς. Ένας από αυτούς, ο Ζουάου Σάγκας, αντιμοναρχικός δημοσιογράφος και προπαγανδιστής του Δημοκρατικού Κόμματος, είχε προειδοποιήσει τον Βασιλιά για τα προβλήματα που θα αναπτύσσονταν όταν δήλωσε:[8]
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, επισκέφθηκε την Ισπανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και τιμήθηκε ως Ιππότης του Τάγματος της Περικνημίδας (Νοέμβριος 1909). Καλλιέργησε εξωτερική πολιτική φιλοβρετανική, η οποία δεν ήταν μόνο μια γεωπολιτική στρατηγική που διατηρούσε και ο πατέρας του, αλλά και σύμμαχος για τον ίδια τη θέση του στον θρόνο, έχοντας έναν ισχυρό σύμμαχο. Όμως η αστάθεια της χώρας, η δολοφονία του Βασιλιά και του Διαδόχου και ο θάνατος του Εδουάρδου Ζ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, τερμάτισαν τα σχέδια του Εμμανουήλ Β΄. Ο πρώην Βρετανός μονάρχης, ως προσωπικός φίλος του Βασιλιά Καρόλου, ήταν υποστηρικτής του Οίκου των Μπραγκάνσα, και χωρίς αυτόν, η φιλελεύθερη κυβέρνηση της Βρετανίας δεν είχε κανένα συμφέρον να επιδιώξει να διατηρηθεί η πορτογαλική μοναρχία.[1][9][10]
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, πολλοί διανοούμενοι και πολιτικοί είχαν ασχοληθεί με την ανάπτυξη του αστικού προλεταριάτου, ως συνέπεια της Βιομηχανικής Επανάστασης. Στην Πορτογαλία, λόγω των χαμηλών επιπέδων εκβιομηχάνισης, αυτό δεν ήταν σημαντικό ζήτημα, όμως επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση και το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο πίστευε ότι η αβασίλευτη δημοκρατία θα έλυνε τα προβλήματα. Αυτό ήταν το λεγόμενο Κοινωνικό Ερώτημα (Questão Social) της εποχής.[11][10]
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε δημιουργηθεί από το 1875, αλλά ποτέ δεν είχε καταφέρει να εκλεγεί στο Κοινοβούλιο. Αυτό δεν ήταν μόνο επειδή δεν ήταν δημοφιλές, αλλά επειδή το Δημοκρατικό Κόμμα της Πορτογαλίας ήταν το κύριο μέσο της ριζικής δυσαρέσκειας στο πολιτικό σύστημα. Το 1909 ο Εμμανουήλ Β΄ θα προσπαθήσει να προσεγγίσει τους Σοσιαλιστές για να φθάσουν σε συμφωνία για τις συνθήκες εργασίας των εργατών, προκειμένου έτσι να σπάσει ο δεσμός τους με τους Δημοκρατικούς. Είναι αξιοσημείωτο το κομμάτι από επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό Βενσεσλάου ντε Λίμα, όπου αναφέρει ότι: «...με τη συνεργασία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, θα εκτρέψουμε τους υποστηρικτές του από το Δημοκρατικό Κόμμα, οδηγώντας τους σε μια χρήσιμη και παραγωγική δύναμη». Ωστόσο, οι προσπάθειες που έγιναν δεν ευδοκίμησαν και δεν εμπόδισαν τα γεγονότα που έρχονταν.[10]
Η σταθερότητα της χώρας ήταν ανύπαρκτη. Επτά κυβερνήσεις είχαν τοποθετηθεί και πέσει σε μια περίοδο 24 μηνών. Τα μοναρχικά κόμματα συνέχισαν να είναι διαιρεμένα, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Στις βουλευτικές εκλογές της 28ης Αυγούστου 1910 είχαν εκλεγεί μόλις 14 βουλευτές, σε σύνολο 155, από το Δημοκρατικό Κόμμα. Ωστόσο, οι εκλογές είχαν μικρή σημασία, δεδομένου ότι σε συνέδριο στη Σετούμπαλ (Απρίλιος 1909) είχε αποφασιστεί οι Δημοκρατικοί να πάρουν την εξουσία με τη βία. Η δολοφονία ενός επιφανούς Δημοκρατικού έδωσε αφορμή για το πραξικόπημα, που σχεδιαζόταν από καιρό.[10][12]
Μεταξύ 4 και 5 Οκτωβρίου 1910, ξέσπασε η Δημοκρατική Επανάσταση στους δρόμους της Λισαβόνας. Αρχικά ξεκίνησε ως στρατιωτικό πραξικόπημα, στο οποίο έπειτα εντάχθηκαν κάποιοι πολίτες και δημοτικοί φρουροί, που επιτέθηκαν στη βασιλική φρουρά και το βασιλικό παλάτι, ενώ τα κανόνια από ένα πολεμικό πλοίο προστέθηκαν στη δύναμη των δημοκρατικών. Το Παλάτι Νεσεσιδάντζες (η τότε επίσημη κατοικία του νεαρού Βασιλιά) βομβαρδίστηκε, αναγκάζοντας τον Εμμανουήλ Β΄ να μετακινηθεί στο Παλάτι Μάφρα, όπου συναντήθηκε με τη μητέρα του, Βασίλισσα Αμαλία και τη γιαγιά του, Βασιλομήτωρα Μαρία Πία της Σαβοΐας. Σε αυτά τα γεγονότα δεν φαινόταν ιδιαίτερα εμφανής λαϊκή αντίδραση. Η εικόνα από την πλατεία μπροστά από το Δημαρχείο στη Λισαβόνα, όπου συνέβη η ανακήρυξη της Δημοκρατίας, δεν είχε κατακλυστεί από πλήθος, και μάλιστα ορισμένοι στον στρατό φοβήθηκαν ότι οι ενέργειές τους θα δεν θα ήταν επιτυχημένες. Ένας Δημοκρατικός στρατιωτικός, ο ναύαρχος Κάντιντου ντους Χέις, αυτοκτόνησε, όταν πίστεψε ότι η επανάσταση δεν είχε επιτύχει.[10][12]
Μία ημέρα αργότερα, όταν ήταν σαφές ότι οι Δημοκρατικοί είχαν επικρατήσει, ο Εμμανουήλ Β΄ αποφάσισε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα από την Ερισέιρα, μέσω της βασιλικής θαλαμηγού Αμαλία, για να μεταβεί στο Πόρτο. Δεν είναι σαφές αν οι σύμβουλοι του Εμμανουήλ τον παρακίνησαν να αλλάξει τις προθέσεις του ή αν αναγκάστηκε να αλλάξει τον προορισμό του, καθώς η βασιλική οικογένεια τελικώς αποβιβάστηκε στο Γιβραλτάρ, αφού είχε λάβει ειδοποίηση ότι το Πόρτο είχε πέσει στα χέρια των Δημοκρατικών. Το πραξικόπημα είχε πετύχει και η βασιλική οικογένεια βρισκόταν πλέον στην εξορία.[10][12]
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1909, ο Εμμανουήλ γνώρισε την Γκαμπί Ντεσλί, ηθοποιό και χορεύτρια, με την οποία σύναψε σχέση. Η σχέση τους ήταν εχέμυθη, παρόλο που στο εξωτερικό βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, ειδικά μετά την εκθρόνιση. Στις δημόσιες συνεντεύξεις της η Γκαμπί Ντεσλί ποτέ δεν αρνούνταν τη σχέση της με τον Εμμανουήλ, ωστόσο αρνούνταν να τη σχολιάζει. Μετά την εκθρόνιση θα συνεχίσουν να συναντιούνται, όμως όταν η Γκαμπί μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το καλοκαίρι του 1911, η σχέση τους τερματίστηκε.[13][14]
Την άνοιξη του 1912, ο Εμμανουήλ Β΄ επισκέφθηκε την Ελβετία, όπου γνώρισε την Αυγούστα Βικτωρία (1890-1966), κόρη του Γουλιέλμου του Χοεντσόλλερν, και εντυπωσιάστηκε βαθιά από εκείνη. Το επόμενο έτος, στις 4 Σεπτεμβρίου 1913, ο Εμμανουήλ Β΄ και η Αυγούστα Βικτώρια θα παντρευτούν στο Κάστρο του Ζιγκμαρίνγκεν. Παρόντες στην τελετή ήταν αντιπρόσωποι διαφόρων βασιλικών οίκων της Ευρώπης, όπως ο Εδουάρδος, Πρίγκιπας της Ουαλίας, και ο Αλφόνσος ΙΓ΄ της Ισπανίας.[6][15]
Η περίοδος του γάμου τους θεωρείται ήρεμη και γαλήνια, παρότι το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά.[16]
Στην εξορία ο Εμμανουήλ Β΄ θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο, τόπο που είχε γεννηθεί η μητέρα του. Εκεί προσπάθησε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που να του θυμίζει την Πορτογαλία, καθώς οι προσπάθειες για την επαναφορά του στον θρόνο είχαν αποτύχει. Είχε ενεργή συμμετοχή στην τοπική κοινότητα, όπου παρευρισκόταν σε τελετές της καθολικής εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου, ενώ έγινε ανάδοχος πολλών παιδιών. Το 1932 δώρισε το υαλογράφημα σε ένα παράθυρο στην εκκλησία του Αγίου Ιακώβου, το οποίο έφερε το έμβλημα των Μπραγκάνσα και απεικόνιζε τον Άγιο Αντώνιο της Πάδοβα. Η επιρροές του στην περιοχή είναι ακόμη και σήμερα εμφανείς μέσω διαφόρων τοπωνυμίων, όπως της Οδού Εμμανουήλ, της Λεωφόρου Λισαβόνας και των Κήπων Πορτογαλίας. Παρακολούθησε τα πολιτικά γεγονότα στην Πορτογαλία και προβληματιζόταν με την άναρχη κατάσταση της Πρώτης Δημοκρατίας, φοβούμενος ότι θα μπορούσε να προκαλέσει ισπανική εισβολή και απώλεια της ανεξαρτησίας της χώρας.[12][17]
Παρότι βρισκόταν στην εξορία, υπήρξε μία περίπτωση όπου η άμεση παρέμβαση του πρώην Βασιλιά βοήθησε αποτελεσματικά τη χώρα του. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης τού Μανουέλ Γκόμες ντα Κόστα από τον Στρατηγό Όσκαρ Καρμόνα το 1926, ο Κόστα διορίστηκε πρέσβης στο Λονδίνο. Με δεδομένη την ταχεία διαδοχή των πρέσβεων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα διαπιστευτήρια του νέου διπλωμάτη. Επειδή ο πρέσβης επρόκειτο να διαπραγματευτεί την εκκαθάριση του πορτογαλικού χρέους προς το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Υπουργός Εξωτερικών της Πορτογαλίας ζήτησε από τον Εμμανουήλ Β΄ να μεσολαβήσει για να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Ο πρώην μονάρχης με ευχαρίστηση ικανοποίησε το αίτημα αυτό και, μέσα από διάφορες επαφές που έκανε, κατάφερε να επιλύσει την πρόβλημα. Η πατριωτική στάση του Εμμανουήλ Β΄ φάνηκε και στο γεγονός ότι το 1915 με τη διαθήκη του μεταβίβασε την περιουσία του στο πορτογαλικό κράτος για τη δημιουργία ενός μουσείου και υπογράμμιζε την πρόθεσή του να ταφεί στην Πορτογαλία.[12]
Ο Εμμανουήλ Β΄, όντας αγγλόφιλος, υπερασπίστηκε την είσοδο της Πορτογαλίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ενεργό συμμετοχή της. Ζήτησε από τους φιλομοναρχικούς να απέχουν από τις προσπάθειες αποκατάστασης του θεσμού κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μάλιστα συναντήθηκε με Δημοκρατικούς και προσπάθησε να τους πείσει να τον εντάξουν στον πορτογαλικό στρατό. Όμως, σε αντίθεση με τις ελπίδες του, η πλειοψηφία των φιλομοναρχικών δεν ακολούθησαν τις εκκλήσεις του για συνεργασία. Πολλοί από αυτούς υποστήριξαν τις φιλοδοξίες της Γερμανίας και ήλπιζαν ότι μια ενδεχόμενη νίκη του Κάιζερ θα ήταν μια άλλη οδός για την αποκατάσταση της μοναρχίας. Ο Εμμανουήλ Β΄ πίστευε επίσης, ότι υποστηρίζοντας τη Μεγάλη Βρετανία θα ήταν εγγυημένη η διατήρηση των υπερπόντιων αποικιών της Πορτογαλίας.[18]
Ο Εμμανουήλ προσπάθησε να κάνει τον εαυτό του διαθέσιμο στους Συμμάχους, αλλά απογοητεύτηκε όταν του ανέθεσαν θέση στον Βρετανικό Ερυθρό Σταυρό. Σε αυτή τη θέση κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, συμμετέχοντας σε συνέδρια, διαχειριζόμενος κεφάλαια, επισκεπτόμενος νοσοκομεία και τραυματισμένους στρατιώτες. Οι περισσότερες από τις προσπάθειές του δεν του αναγνωρίστηκαν. Ο Εμμανουήλ Β΄ ήταν, επίσης, υπεύθυνος για τη δημιουργία του Τμήματος Ορθοπεδικής στο νοσοκομείο του Σέφερντς Μπους, το οποίο κατόπιν επιμονής του συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1925, προκειμένου να συνεχίσει τη θεραπεία ατόμων που είχαν επηρεαστεί από τον πόλεμο. Μία απόδειξη της αναγνώρισης τού έργου του από τους Βρετανούς ήταν η πρόσκλησή του από τον Βασιλιά Γεώργιο Ε΄ στους εορτασμούς μετά το τέλος του πολέμου, το 1919.[18]
Από το 1911 οι Πορτογάλοι φιλομοναρχικοί, που βρίσκονταν στην εξορία, συγκεντρώθηκαν στη Γαλικία της Ισπανίας προκειμένου να εισέλθουν στην Πορτογαλία και να αποκαταστήσουν τη μοναρχία. Επικεφαλής τους ήταν ο χαρισματικός Εγίκε Μίτσελ ντε Πάιβα Κοσέιρου, ένας βετεράνος των αφρικανικών αποικιακών εκστρατειών. Ο Παλαδίνος, όπως τον αποκαλούσαν οι πορτογαλικές εφημερίδες, πίστευε ότι επιδεικνύοντας τη στρατιωτική του δύναμη θα ανάγκαζε τον αγροτικό πληθυσμό σε εξέγερση και υποστήριξη της επαναφοράς της μοναρχίας. Ωστόσο έκανε λάθος. Με πλημμελή προετοιμασία και άσχημη οικονομική κατάσταση, οι δυνάμεις του ήρθαν αντιμέτωπες με απάθεια του αγροτικού πληθυσμού, κάτι που οδήγησε σε απόσυρση στη Γαλικία.[19][20]
Από την πλευρά του, ο Εμμανουήλ στήριξε αυτές τις προσπάθειες, όμως οι οικονομικοί του πόροι ήταν περιορισμένοι. Αντιμετώπισε επίσης μια ομάδα φιλομοναρχικών που δεν ήταν με βεβαιότητα υποστηρικτές τού ίδιου για τον θρόνο. Μια δεύτερη είσοδος των φιλομοναρχικών στην Πορτογαλία, το 1912, αν και καλύτερα προετοιμασμένη, δεν ευδοκίμησε. Η ισπανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ενδώσει στα αιτήματα των Πορτογάλων Δημοκρατικών και αφόπλισαν τους υπόλοιπους φιλομοναρχικούς που βρίσκονταν στο έδαφος της Γαλικίας. Ο Εμμανουήλ Β΄ δεν ήταν ποτέ σε θέση να αποκαταστήσει το βασίλειό του με τη βία και γι' αυτό υποστήριζε ότι οι φιλομοναρχικοί θα έπρεπε να οργανωθούν εσωτερικά προκειμένου να επιτευχθεί η αποκατάσταση νόμιμα, με δημοψήφισμα. Αυτό ωστόσο δεν έγινε δεκτό από φιλομοναρχικούς που υποστήριζαν την αποκατάσταση με ένοπλο αγώνα, κάτι που προκαλούσε συχνά εσωτερική αστάθεια στη χώρα. Κατά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Εμμανουήλ Β΄, φοβόταν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα συμμαχούσε με την Ισπανία, εξαιτίας της αστάθειας στην Πορτογαλία, και ότι ίσως η Ισπανία να εισέβαλε για να προσαρτήσει την Πορτογαλία ως όρο για την είσοδο της Ισπανίας στον πόλεμο.[20]
Μετά τις παραπάνω αποτυχίες και με τον Εμμανουήλ να εμφανίζεται σχετικά απαισιόδοξο για την αποκατάσταση της μοναρχίας, μια άλλη ομάδα φιλομοναρχικών επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν τους απογόνους του Μιχαήλ Α΄ της Πορτογαλίας, ο οποίος είχε εκθρονιστεί το 1834. Οι διάδοχοι του Μιχαήλ είχαν αποκλειστεί από τη γραμμή διαδοχής, εξαιτίας του σφετερισμού του θρόνου και του μετέπειτα εμφύλιου πολέμου. Για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις τους, ο Εμμανουήλ, ξεκίνησε άμεσες διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους του Δούκα Μιχαήλ, γιου του εκθρονισμένου Μιχαήλ. Ο Εμμανουήλ προσπάθησε να εδραιώσει τον εαυτό του ως νόμιμο Βασιλιά και να αναγνωριστούν ως διάδοχοί του οι απόγονοι του Μιχαήλ, αποκαθιστώντας έτσι τα δικαιώματά τους και την πορτογαλική υπηκοότητά τους.[20][21]
Στην πραγματικότητα, υπήρξε μια συνάντηση μεταξύ του Εμμανουήλ και του Δούκα Μιχαήλ στο Ντόβερ, στις 30 Ιανουαρίου 1912. Εκεί οι δύο άντρες αντάλλαξαν πρωτόκολλα, το περιεχόμενο των οποίων δεν γνωστοποιήθηκε. Ο Εμμανουήλ, ωστόσο, διατήρησε τα δικαιώματά για τον θρόνο.[20][21]
Μερικοί φιλομοναρχικοί συνέχισαν ανεπιτυχείς αντεπαναστατικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ο πρώην Βασιλιάς συνέχισε να καταδικάζει τις ενέργειές τους και να τους προτρέπει να αποκαταστήσουν τη μοναρχία με δημοψήφισμα. Η επιλογή αυτή φάνηκε βιώσιμη μετά τη δικτατορία του στρατηγού Ζουακίμ Πιμέντα ντε Κάστρου (1915), όταν έσπασε τη δυναμική του Δημοκρατικού Κόμματος και προσπάθησε να συγκεντρώσει συμπαράσταση από τη συντηρητική δεξιά, αίροντας περιορισμούς που είχαν επιβληθεί στους φιλομοναρχικούς από το 1910. Τον Μάιο του 1915 οι φιλομοναρχικοί είχαν αρχίσει να οργανώνονται, κάτι που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των δημοκρατικών. 15.000 ένοπλοι πολίτες και στρατιώτες του ναυτικού προσπάθησαν και πέτυχαν να διατηρηθεί το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Μετά από τρεις μέρες συγκρούσεων των δύο ομάδων, σκοτώθηκαν περίπου 500 άνθρωποι και πάνω από 1.000 τραυματίστηκαν. Το Δημοκρατικό Κόμμα διατήρησε τον έλεγχο της κατάστασης και κήρυξε τους φιλομοναρχικούς, για άλλη μια φορά, παράνομους. Η διακυβέρνηση του Σιντόνιου Πάις υποστηρίχθηκε από συντηρητικές παρατάξεις, ενώ η δολοφονία του επέτρεψε στους μετριοπαθείς δημοκρατικούς να ανακαταλάβουν την εξουσία. Ωστόσο, η δημιουργία στρατιωτικών χουντών στις επαρχίες του βορρά, με φιλομοναρχικές τάσεις, δημιούργησαν προσδοκίες για μια πιθανή αποκατάσταση του θεσμού μέσω ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος.[22]
Ο Εμμανουήλ συνέχισε να επικαλείται ηρεμία, κατά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Επέμενε οι ένοπλες δυνάμεις να αναμένουν το τέλος των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στο Παρίσι. Όμως, για τον Εγίκε Μίτσελ ντε Πάιβα Κοσέιρου και άλλους φιλομοναρχικούς, αυτή ήταν η ευκαιρία τους.[22]
Έχοντας λάβει την έγκριση από τον βοηθό του Εμμανουήλ, Άιρες ντε Ουρνέλας, περίπου 1.000 στρατιώτες, με υποστήριξη από πυροβολικό, κατέλαβαν το Πόρτο, υπό την αρχηγία του Πάιβα Κοσέιρου, στις 19 Ιανουαρίου 1919. Εκεί διακήρυξαν την επαναφορά της μοναρχίας και του Εμμανουήλ Β΄ στον θρόνο. Εγκαθίδρυσαν μια προσωρινή κυβέρνηση, η οποία είχε τον έλεγχο μεγάλου τμήματος του βόρειου τμήματος της χώρας. Αντίθετα με τις προσδοκίες του Κοσέιρου, το υπόλοιπο της χώρας δεν εξεγέρθηκε.[22]
Στη Λισαβόνα, Ο Άιρες ντε Ουρνέλας βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστος και δεν μπόρεσε να ξεφύγει με άλλους φιλομοναρχικούς προς το ασφαλές 2ο λοχοφόρο σύνταγμα στην Αζούντα. Ο αριθμός των προσφύγων, ο οποίος υπέστη τα αντίποινα από τους δημοκρατικούς αυξανόταν συνεχώς. Με την αποτυχία της επικράτησης στον νότο και τα κεντρικά, το κίνημα είχε πρακτικά αποτύχει. Στις 13 Φεβρουαρίου η Δημοκρατική Εθνική Φρουρά αποκατέστησε τη Δημοκρατία στο Πόρτο. Οι φιλομοναρχικοί, που δεν κατάφεραν να δραπετεύσουν, φυλακίστηκαν και καταδικάστηκαν σε μακροχρόνια φυλάκιση. Ο Εμμανουήλ, όντας στην εξορία, δεν πληροφορήθηκε για την αποτυχία τους, παρά μόνο μέσα από την ανάγνωση της στις εφημερίδες.[22]
Το 1922, με το πάγωμα των σχέσεων μεταξύ των φιλομοναρχικών και του Εμμανουήλ, και έχοντας υπόψη ότι ο γάμος του με την Αυγούστα Βικτώρια δεν απέδωσε απογόνους, ο Εμμανουήλ έκανε νέα συμφωνία με τους απογόνους της γραμμής του Μιχαήλ. Σε μια συνάντηση στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1922, στην οποία ο Εμμανουήλ εκπροσωπήθηκε από τον βοηθό του Άιρες ντε Ουρνέλας, συμφωνήθηκε με την Αδελγόνδη της Μπραγκάνσα τα δικαιώματα της διαδοχής να περάσουν στον Ντουάρτε Νούνο, εγγονό του εκθρονισμένου Βασιλιά Μιχαήλ. Αυτή η συμφωνία βρήκε έντονες αντιδράσεις από τους φιλομοναρχικούς στην Πορτογαλία, οι οποίοι υποστήριζαν το καθεστώς διαδοχής που ίσχυε το 1910.[21]
Στην ουσία η Συμφωνία του Παρισιού, όπως και αυτή του Ντόβερ, ήταν ιδιωτικά πρωτόκολλα, νομικά αβάσιμα. Επίσης, ο Εμμανουήλ δεν συμφώνησε σε καμία διάταξη του τελευταίου συμφώνου για εναντίωση στο τελευταίο σύνταγμα του Βασιλείου της Πορτογαλίας. Όμως, οι συμφωνίες αυτές, υπήρξαν σημαντικές πρωτοβουλίες για την ένωση των φιλομοναρχικών της Πορτογαλίας και της ανάληψης, αργότερα, των δικαιωμάτων του θρόνου από τους απογόνους του Μιχαήλ.[21]
Ο Εμμανουήλ πέθανε απροσδόκητα στην κατοικία του στο Λονδίνο στις 2 Ιουλίου 1932, είτε από οίδημα των φωνητικών χορδών, είτε από οίδημα τραχείας. Η πορτογαλική κυβέρνηση του Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ επέτρεψε την ταφή του στη Λισαβόνα, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 2 Αυγούστου 1932. Η νεκρική πομπή πέρασε από κεντρικά σημεία της πορτογαλική πρωτεύουσας, όπου ένα μεγάλο πλήθος είχε συγκεντρωθεί για να αποχαιρετήσει τον τελευταίο Βασιλιά της χώρας. Το σώμα του ενταφιάστηκε στο Βασιλικό Πάνθεον του Οίκου των Μπραγκάνσα στο Μοναστήρι Σάου Βισέντε ντε Φούρα.[5]
Από μερικούς, ο Εμμανουήλ, έλαβε κάποια παρωνύμια, όπως πατριώτης, άτυχος και βιβλιόφιλος. Φιλομοναρχικοί τον ανέφεραν, επίσης, ως νοσταλγημένο βασιλιά, εξαιτίας του μεγάλου διαστήματος της εξορίας του.[23][24]
Νυμφεύτηκε το την Αυγούστα Βικτωρία των Χοεντσόλερν-Ζιγκμαρίνγκεν, κόρη του Γουλιέλμου του Χοεντσόλλερν. Δεν απέκτησαν απογόνους.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.