Ρωμαίος αυτοκράτορας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μάρκος Δίδιος Σάλβιος Ιουλιανός (Marcus Didius Salvius Iulianus[1], 30 Ιουνίου 133 ή 2 Φεβρουαρίου 137 – 1 Ιουνίου 193) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας για εννέα εβδομάδες κατά τη διάρκεια του έτους 193, του έτους των πέντε αυτοκρατόρων.
Δίδιος Ιουλιανός | |
---|---|
Χάλκινος σηστέρτιος (19,06 γρα., διαμ. 29 χλστ.) με επιγρ.: IMP CAES M DID SEVER IVLIAN AVG | |
Περίοδος | 28 Μαρτίου 193 – 1 Ιουνίου 193 |
Προκάτοχος | Περτίναξ |
Διάδοχος | Σεπτίμιος Σεβήρος |
Γέννηση | 30 Ιανουαρίου 133 (σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο) 2 Φεβρουαρίου 137 (σύμφωνα με την Ιστορία των Αυγούστων) Μιλάνο, Ιταλία |
Θάνατος | 1 Ιουνίου 193 Ρώμη, Ιταλία |
Τόπος ταφής | Ρώμη |
Σύζυγος | Μανλία Σκαντίλλα |
Επίγονοι | Δίδια Κλάρα |
Πατέρας | Κόιντος Πετρόνιος Δίδιος Σεβήρος |
Μητέρα | Αιμιλία Κλάρα |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ανέβηκε στον θρόνο εξαγοράζοντάς τον από την πραιτωριανή φρουρά, που προηγουμένως είχε δολοφονήσει τον προκάτοχό του Περτίνακα. Ακολούθησε ένας εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο τρεις αντίπαλοι στρατηγοί διεκδίκησαν τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο Δ. Ιουλιανός εκδιώχθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από τον διάδοχό του Σεπτίμιο Σεβήρο.
Ο Δίδιος Ιουλιανός ήταν παιδί του Κόιντου Πετρόνιου Δίδιου Σεβήρου και της Αιμιλίας Κλάρας [2]. Ο πατέρας του προερχόταν από γνωστή οικογένεια του Μεδιολάνου (Μιλάνου) και η μητέρα του ήταν Αφρικανή, αλλά με Ρωμαϊκές ρίζες και σχέσεις με την τάξη των υπάτων. Αδέλφια του ήταν οι Δίδιος Πρόκουλος και ο Δίδιος Νούμμιος Αλβίνος[2]. Η γέννησή του αναφέρεται είτε στις 30 Ιανουαρίου του 133 (από τον Δίωνα Κάσσιο [3]) ή στις 2 Φεβρουαρίου 137 (στην «Ιστορία των Αυγούστων» [4]). Ο Ιουλιανός μεγάλωσε με τη Δομιτία Καλβίλα, μητέρα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου [5]. Με τη βοήθειά της κατάφερε πολύ νέος να διοριστεί ένας των 26 αξιωματούχων (Vigintisexviri, θέση που του άνοιξε τις πόρτες προς μεγαλύτερες πολιτικές θέσεις[6]. Νυμφεύτηκε τη Μανλία Σκαντίλλα και περί το 153 απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους Δίδια Κλάρα [7].
Εργάστηκε διαδοχικά σαν ταμίας (κυαίστωρας) [6] (κατήγορος), αγορανόμος (αιδίλιος) [8] (αγορανόμος) και γύρω στο 162 ως Πραίτωρας[8]. Προτάθηκε να γίνει διοικητής της ΧΧΙΙ Λεγεώνας "Πριμιγένια" στο Μογοντιάκουμ[9] (σημερινό Μάιντς της Γερμανίας). Ξεκινώντας στα 170, έγινε έπαρχος (praefectus) της Βελγικής Γαλατίας για πέντε χρόνια[10]. Λόγω της ανδρείας του στην κατάπνιξη της ανταρσίας της γερμανικής φυλής των Χάττων[11]στον Έλβα ποταμό, διορίστηκε ύπατος (consul) μαζί με τον Περτίνακα το 175 [10]. Διακρίθηκε επίσης σε άλλη εκστρατεία εναντίον των Χάττων[12], ενώ κυβέρνησε τη Δαλματία [13], την Ελάσσονα Γερμανία [14] και αργότερα έγινε υπεύθυνος για τη διανομή χρημάτων σε άπορους της Ιταλίας [14]. Εκείνη την εποχή κατηγορήθηκε ότι συνωμότησε για να σκοτώσει τον Κόμμοδο, αλλά αθωώθηκε και είχε την τύχη να δει να τιμωρείται ο κατήγορός του[14]. Κυβέρνησε επίσης τη Βιθυνία και διαδέχτηκε τον Περτίνκα ως ανθύπατος (proconsul) της Αφρικής[15].
Μετά τη δολοφονία του Περτίνακα (28 Μαρτίου 193), οι Πραιτωριανοί εκτελεστές ανακοίνωσαν ότι ο θρόνος θα «πωληθεί» σε όποιον προσέφερε τα περισσότερα[16]. Ο έπαρχος της Ρώμης Τίτος Φλάβιος Σουλπικιανός (πεθερός του νεκρού Περτίνακα), που βρισκόταν σε στρατόπεδο με σκοπό να κατευνάσει τα εκεί στρατεύματα, έκανε την πρώτη προσφορά[17]. Ο Δ. Ιουλιανός ξύπνησε από τη γυναίκα και την κόρη του, μετά από ένα μικρό συμπόσιο[18] και έτρεξε στο σημείο, αλλά του αρνήθηκε η είσοδος. Έτσι, αναγκάστηκε να κάνει τη δική του προσφορά έξω από τη πύλη φωνάζοντας[19]. Καθώς η δημοπρασία συνεχιζόταν, οι στρατιώτες ενημέρωναν τους δύο αντιπάλους (εντός και εκτός του στρατώνα) για τις προσφορές του άλλου. Τελικά, ο Σουλπικιανός υποσχέθηκε 20.000 σεστέρτια σε κάθε στρατιώτη και ο Ιουλιανός, φοβούμενος πως θα χάσει το θρόνο, προσέφερε 25.000[20]. Οι φρουροί έκλεισαν συμφωνία με τον Δ. Ιουλιανό αμέσως, άνοιξαν τις πύλες και τον αναφώνησαν «Κόμμοδο», δίδοντάς του τον τίτλο τού Αυτοκράτορα[21]. Υπό τη στρατιωτική απειλή, η Σύγκλητος τον αποδέχθηκε ως Αυτοκράτορα[22]. Η γυναίκα και η κόρη του έλαβαν επίσης τον τίτλο της «Αυγούστας» [23].
Ο Δ. Ιουλιανός υποτίμησε αμέσως το ρωμαϊκό νόμισμα, μειώνοντας τη συγκέντρωση (πυκνότητα) αργύρου στο δηνάριο από 87% στο 81,5%, έτσι το ακριβές βάρος του ασημιού έπεσε από 2,75 σε 2,40 γραμμάρια[24]. Παρά το γεγονός ότι η αρχική σύγχυση υποχώρησε, οι Ρωμαίοι δεν δέχθηκαν το συμβάν αυτό, που θεωρήθηκε προσβολή[25]. Κάθε φορά που ο Δ. Ιουλιανός εμφανιζόταν δημοσίως, οι πολίτες τον αποδοκίμαζαν με βογγητά και κατάρες, αποκαλώντας τον «πατροκτόνο» και «ληστή» [26]. Ο όχλος προσπάθησε να τον παρεμποδίσει να μεταβεί στη Σύγκλητο και του πέταξε ακόμη και πέτρες[27]. Όταν τα νέα της δημόσιας ανταρσίας διαδόθηκαν στην Αυτοκρατορία, οι στρατηγοί Πεσκένιος Νίγηρας της Συρίας, Σεπτίμιος Σεβήρος της Παννονίας και Κλαύδιος Αλβίνος της Βρετανίας (ο καθένας με τρεις λεγεώνες στη διάθεσή του) αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα του Δ. Ιουλιανού[28].
Ο Δ. Ιουλιανός ανακήρυξε τον Σ. Σεβήρο υπ'αριθμόν ένα εχθρό του[29], καθώς ο τελευταίος ήταν ο πιο κοντινός γεωγραφικά αντίπαλός του. Διορίστηκε καινούριος στρατηγός στη θέση του[30] και απεστάλη εκατονταρχία για να τον σκοτώσει. Όμως η Πραιτωριανή Φρουρά, που είχε καιρό να ασχοληθεί με πραγματικές μάχες σε μέτωπα, αποσύρθηκε στο Πεδίον του Άρεως και άρχισε να εκπαιδεύεται στην κατασκευή φραγμάτων και άλλων πολεμικών έργων[31]. Εν τω μεταξύ, ο Σεβήρος, που κέρδισε την εύνοια του Αλβίνου που τον αποδέχθηκε ως Καίσαρα[32], προέλαυνε προς τη Ρώμη, αποκτώντας τον έλεγχο του στόλου της Ραβέννας [33] και νικώντας τον πραιτωριανό Τούλιο Κρισπίνο, που προσπάθησε να τον σταματήσει[34]. Ο Σεβήρος πήρε επίσης με το μέρος του τους συμβούλους τού Ιουλιανού, που επιχείρησαν να μεταβάλλουν τη γνώμη των στρατιωτών του [35]. Η πραιτωριανή φρουρά, βουτηγμένη στην κραιπάλη και τη νωθρότητα, δεν μπόρεσε φυσικά να φέρει την πραγματική αντίσταση[36]. Καθώς τα πράγματα γίνονταν απελπιστικά, ο Ιουλιανός προσπάθησε να διαπραγματευτεί, προσφέροντας το μοίρασμα του θρόνου στον αντίπαλό του[37]. Ο Σεβήρος αγνόησε την πρόταση αυτή και προχώρησε προς την Ιταλία, με τον λαό να τον υποστηρίζει παντού στο πέρασμά του[38].
Εν τέλει, όταν οι πραιτωριανοί έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι δε θα πάθαιναν κάτι αν έδιναν τα ονόματα των δολοφόνων του Περτίνακα, συνέλαβαν τους πρωτεργάτες και ενημέρωσαν τη Σύγκλητο για τα πεπραγμένα τους[39]. Η Γερουσία πέρασε πρόταση, που ανακήρυττε τον Σεπτίμιο Σεβήρο Αυτοκράτορα, θεοποιώντας τον Περτίνακα και καταδικάζοντας παράλληλα τον Δ. Ιουλιανό σε θάνατο[40]. Ο Δ. Ιουλιανός εγκαταλείφθηκε από όλους, εκτός ενός εκ των πραιτωριανών και του γαμπρού του Ρεπεντίνου [41]. Σκοτώθηκε στο παλάτι του από έναν στρατιώτη, τον τρίτο μήνα της κυριαρχίας του (Ιούνιος του 193) [42]. Ο Σεβήρος εκτέλεσε τους δολοφόνους του Περτίνακα και απέλυσε το σώμα των πραιτωριανών[43].
Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, που ζούσε στη Ρώμη την εποχή εκείνη, τα τελευταία λόγια του Ιουλιανού ήταν «Μα, τι κακό έκανα; Ποιόν σκότωσα;» [3] Το πτώμα του δόθηκε στη σύζυγο και την κόρη του, που το έθαψαν στον τάφο του προπάππου του επί της Λαβικάνας Οδού [44].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.