συνομοταξία των μυκήτων From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι ασκομύκητες (διεθνής ονομασία, στη λατινική: Ascomycota) είναι συνομοταξία του βασιλείου των μυκήτων και μαζί με τους βασιδιομύκητες συναποτελούν το υποβασίλειο δικάρυα. Οι ασκομύκητες είναι η μεγαλύτερη σε αριθμό ειδών συνομοταξία των μυκήτων, με περισσότερα από 64 χιλιάδες είδη.[1] Το χαρακτηριστικό που τους ξεχωρίζει, και τους έδωσε την ονομασία τους, είναι η ύπαρξη του «ασκού», μιας μικροσκοπικής αναπαραγωγικής δομής κυττάρου εντός της οποίας σχηματίζονται σπόρια, αποκαλούμενα ασκοσπόρια. Ωστόσο μερικά είδη της συνομοταξίας δεν έχουν ούτε ασκούς, ούτε ασκοσπόρια. Γνωστά παραδείγματα ασκομυκήτων είναι οι τρούφ(φ)ες (το καρποφόρο σώμα ασκομυκήτων διάφορων γενών, που αποτελεί περιζήτητο φαγητό) και πολλοί ζυμομύκητες, όπως η μαγιά που είναι απαραίτητη στην παρασκευή του ψωμιού, και άλλα είδη σακχαρομυκήτων που ευθύνονται για την αλκοολική ζύμωση. Δηλαδή χωρίς τους ασκομύκητες ολόκληροι κλάδοι της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών, όπως η ζυθοποιία, η οινοποιία, η αρτοποιία και μέρος της ζαχαροπλαστικής, δεν θα υπήρχαν. Αλλά και η φυσική πηγή για τα αντιβιοτικά φάρμακα είναι ασκομύκητες, έστω και αν πολλά από αυτά παρασκευάζονται σήμερα από τον άνθρωπο με χημική σύνθεση. Επίσης, το συμβιωτικό μέρος του μύκητα στις περισσότερες λειχήνες είναι ένας ασκομύκητας.
Ασκομύκητες | ||||
---|---|---|---|---|
Ο ασκομύκητας σαρκόσκυφος ο ερυθρός | ||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||
| ||||
Από την άλλη, αρκετά είδη ασκομυκήτων είναι παθογόνα, προσβάλλοντας τον άνθρωπο, ζώα ή φυτά. Παραδείγματα ασκομυκήτων που προσβάλλουν τον άνθρωπο είναι το είδος Candida albicans, το Aspergillus niger και πολλές δεκάδες είδη που προκαλούν δερματοπάθειες. Ασκομύκητες που προσβάλλουν φυτά είναι μεταξύ άλλων το φουζικλάδιο, ο Magnaporthe grise, η ερυσίβη (προσβάλλει δημητριακά και από μια ουσία που περιέχει συντίθεται χημικώς το ισχυρότατο παραισθησιογόνο LSD), το διβότρυο και τα γένη που προκαλούν την ασθένεια ωίδιο.
Πολλά ακόμα είδη χρησιμεύουν ως οργανισμοί-πρότυπα στην εργαστηριακή βιολογική ερευνα, με ευρύτερη τη χρήση αρκετών ειδών μαγιάς και ασπεργίλου, καθώς και του είδους Neurospora crassa, σε πολλές έρευνες γενετικής και κυτταρικής βιολογίας.
Οι ασκομύκητες αποτελούν μονοφυλετική ομάδα, δηλαδή περιλαμβάνουν ένα κοινό πρόγονο είδος και όλους τους απογόνους του.[2][3]
Οι ασκομύκητες είναι μύκητες που παράγουν μικροσκοπικά σπόρια μέσα σε ειδικά, μεγάλα και μακρόστενα κύτταρα που ονομάζονται ασκοί.
Η αγενής ή ασεξουαλική αναπαραγωγή (δηλαδή χωρίς τη συμβολή αρσενικού και θηλυκού γένους) είναι ο κανόνας στους ασκομύκητες και ευθύνεται για την ταχεία εξάπλωσή τους σε νέες περιοχές. Η αγενής αναπαραγωγή τους ωστόσο εμφανίζει μεγάλες διαφοροποιήσεις, τόσο δομικές, όσο και λειτουργικές. Γίνεται με την παραγωγή κονιδίων, χλαμυδοσπορίων ή και με κυτταρικές εκβλαστήσεις.
Η αγενής αναπαραγωγή μπορεί να γίνει με φυτικού τύπου αναπαραγωγικά σπόρια, που ονομάζονται κονίδια, από την αρχαία ελληνική λέξη κόνις/κονία, που σημαίνει «σκόνη», και για αυτό είναι γνωστά και ως κονιδιοσπόρια και μιτοσπόρια. Αυτά περιέχουν συνήθως έναν πυρήνα και παράγονται από μιτωτικές κυτταρικές διαιρέσεις, όντας γενετικώς ταυτόσημα με το μυκήλιο από το οποίο προέρχονται. Σχηματίζονται κυρίως στα άκρα εξειδικευμένων δομών, που επονομάζονται κονιδιοφόρα. Ανάλογα με το είδος, διαδίδονται είτε με τον άνεμο, είτε με το νερό, είτε μεταφερόμενα από ζώα. Τα κονιδιοφόρα είτε απλώς εκφύονται από τα μυκήλια, είτε σχηματίζονται σε ξεχωριστό, καρποφόρο σώμα. Αλλά και στην πρώτη περίπτωση, η υφή που δημιουργεί στο άκρο της κονιδιοφόρο μπορεί να είναι σχεδόν όμοια με το κανονικό άκρο ή να είναι διαφοροποιημένη. Η πιο συνήθης διαφοροποίηση είναι ο σχηματισμός ενός κυττάρου σε σχήμα μπουκαλιού που αποκαλείται φιαλίδα, το οποίο παράγει τα σπόρια. Σε ορισμένα γένη τα κονιδιοφόρα είναι μεμονωμένα, ενώ σε άλλα συνωστίζονται σε μια πυκνή δομή.
Τα διάφορα κονίδια και κονιδιοφόρα αναπτύσσονται κάποτε σε σποροκάρπια με διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως το πυκνίδιο και το σποροδόχιο. Ορισμένα είδη ασκομυκήτων σχηματίζουν τις δομές τους μέσα σε φυτικό ιστό, είτε ως παράσιτα, είτε ως σαπρόφυτα. Αυτά τα είδη έχουν εξελίξει πιο σύνθετες σποριοφόρες δομές, που πιθανώς επηρεάσθηκαν από τις συνθήκες του φυτικού ιστού ως υποβάθρου. Αυτές οι δομές ονομάζονται σποροδόχια και είναι ένα μαξιλάρι από κονιδιοφόρα δημιουργημένο από ένα ψευδοπαρεγχυματικό στρώμα μέσα στον φυτικό ιστό. Το πυκνίδιο είναι μια σφαιροειδής έως λαγηνόσχημη παρεγχυματική δομή, της οποίας το εσωτερικό τοίχωμα φέρει κονιδιοφόρα. Υπάρχει και ένα τρίτο είδος δομής, το acervulus, ένα επίπεδο στρώμα κονιδιοφόρων που παράγεται κάτω από το επιδερμικό στρώμα ενός φυτού. Το acervulus τελικώς ξεπροβάλλει στην επιφάνεια σχίζοντας το φυτικό στρώμα προκειμένου να διασπείρει τα σπόρια.
Η αγενής αναπαραγωγή στους ασκομύκητες μπορεί να γίνεται και με κυτταρικές εκβλαστήσεις, κάτι που παρατηρείται καθαρά στη μαγιά. Αυτές αποτελούν «φουσκώματα» του κυτταρικού τοιχώματος του άκρου της υφής. Η βλαστική διεργασία μπορεί να περιλαμβάνει όλα τα στρώματα του τοιχώματος, ή μπορεί να είναι ένα νέο κυτταρικό τοίχωμα που συντίθεται και εξέρχεται του παλαιού τοιχώματος.
Το αρχικό στάδιο της εκβλαστήσεως που παρατηρείται είναι η ανάπτυξη ενός δακτυλίου χιτίνης γύρω από το σημείο που θα εμφανισθεί η εκβλάστηση. Ο δακτύλιος ενισχύει και σταθεροποιεί το κυτταρικό τοίχωμα. Δράση ενζύμων και πίεση σπαργής συνεργούν κατόπιν για να διογκώσουν το κυτταρικό τοίχωμα. Κατά το στάδιο αυτό προστίθεται νέο υλικό στο τοίχωμα. Κατόπιν μέρος του περιεχομένου του κυττάρου εξωθείται μέσα στην εκβλάστηση και γίνεται μίτωση στον πυρήνα του κυττάρου, η τελική φάση της οποίας συνοδεύεται από τη δημιουργία μιας κυτταρικής πλάκας στο σημείο όπου θα αναπτυχθεί ένα νέο κυτταρικό τοίχωμα από τα μέσα προς τα έξω.
Σήμερα, μετά το 1997 και την πρόταση των O.E. Erikss. & Winka, γίνονται αποδεκτές τρεις υποσυνομοταξίες των ασκομυκήτων, οι εξής:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.