πρώτος Εμίρης της Κόρδοβας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν Α΄, (αραβικά: عبد الرحمن الأول) γνωστός ως «Κατακτητής» ή «Εξόριστος» και με το παρατσούκλι «Γεράκι των Κουραϊσιτών», γεννήθηκε στη Δαμασκό τον Μάρτιο του 731 και πέθανε στην Κόρδοβα στις 30 Σεπτεμβρίου 788. Ήταν ο ιδρυτής του εμιράτου της Κόρδοβας, στην Αλ-Άνταλους (756).[4] Παρέμεινε στην εξουσία για 32 χρόνια και οι απόγονοί του κυβέρνησαν το μεγαλύτερο μέρος της Ιβηρικής Χερσονήσου για σχεδόν τρεις αιώνες.
Αμπντ αλ-Ραχμάν Α΄ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 731[1][2] Δαμασκός |
Θάνατος | 30 Σεπτεμβρίου 788[1][3] Qurṭubah |
Τόπος ταφής | Αλκαζάρ των Χαλίφηδων (Κόρδοβα) |
Θρησκεία | Σουνιτισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός ηγεμόνας στρατιωτικός ηγέτης |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Χισάμ Α΄ της Κόρδοβας |
Γονείς | Μουαίγια ιμπν Ισάμ |
Αδέλφια | Aban ibn Mu'awiya ibn Hisham |
Οικογένεια | Ομεϋάδες της Κόρδοβας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Εμίρης της Κόρδοβας (756–788) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γεννημένος κοντά στη Δαμασκό της Συρίας, ο Αμπντ αλ-Ραχμάν ήταν εγγονός του Ισάμ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ, του δέκατου χαλίφη των Ομαγιαδών της Δαμασκού, και γιος του πρίγκιπα των Ομαγιαδών Μουαουίγια ιμπν Χισάμ και μιας Βέρβερης παλλακίδας από τη φυλή Ναφζά.[5][6][7][8] Το 750 ήταν είκοσι ετών όταν η οικογένειά του ανατράπηκε από μια λαϊκή εξέγερση γνωστή ως επανάσταση των Αββασιδών. Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν και ένα μικρό μέρος της οικογένειάς του που επέζησε από τη σφαγή κατάφεραν να διαφύγουν από τη Δαμασκό, την πρωτεύουσα του χαλιφάτου των Ομαγιαδών. Μεταξύ εκείνων που κατάφεραν να τον ακολουθήσουν ήταν ο αδελφός του Γιαχία, ο γιος του Σουλαϊμάν, μερικές από τις αδελφές του και ένας απελευθερωμένος Έλληνας σκλάβος ονόματι Μπαντρ. Οι επιζώντες της δυναστείας των Ομαγιαδών έφτασαν στον Ευφράτη, όπου οι στρατιώτες των Αββασιδών τους κυνήγησαν και τους σκότωσαν.[9]
Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν παραλίγο να δολοφονηθεί όταν τους περικύκλωσαν σε ένα χωριό, από το οποίο μόλις και μετά βίας κατάφεραν να ξεφύγουν. Για άλλη μια φορά, απειλήθηκαν από ιππείς των Αββασιδών κοντά στον Ευφράτη, όπου αποφάσισαν να βουτήξουν και να ρισκάρουν να πνιγούν. Στο σημείο αυτό χωρίστηκαν ο Ισάμ και ο αδελφός του Αμπντ αλ-Ραχμάν. Οι ιππείς των Αββασιδών υποσχέθηκαν στα δύο αδέλφια ότι αν παραδοθούν δεν θα πάθουν τίποτα και, σε αντίθεση με τον Αμπντ αλ-Ραχμάν, ο Ισάμ αποφάσισε να παραδοθεί. Η απόφασή του αυτή αποδείχθηκε μοιραία, καθώς αποκεφαλίστηκε μόλις πάτησε το πόδι του στην όχθη. Το κεφάλι του κρεμάστηκε ως απόδειξη του θανάτου του. Ένας ιστορικός του δέκατου έβδομου αιώνα, ο Αχμέντ Μοχάμεντ αλ-Μακάρι, έγραψε ότι ο Αμπντ αλ-Ραχμάν, τρομαγμένος και τρομοκρατημένος από τη σκηνή, έφτασε στην άλλη πλευρά του ποταμού και έτρεξε μέχρι που εξαντλήθηκε.
Με την αλλαγή της δυναστείας και την επακόλουθη σύγχυση, η Αφρική διαιρέθηκε μεταξύ διαφόρων τοπικών φατριών, πρώην εμίρηδων ή υποτελών των χαλίφηδων Ομαγιαδών. Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν, που δεν αισθανόταν ασφαλής, κατέφυγε δυτικότερα και βρήκε καταφύγιο ανάμεσα στις βερβερικές φυλές της Μαυριτανίας (η κάθε μία προσέφερε στον Αμπντ αλ-Ραχμάν να παντρευτεί την κόρη του αρχηγού). Τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες, συνειδητοποίησε ότι θα σωζόταν μόνο στην Ιβηρική Χερσόνησο, όπου η οικογένεια των Ομαγιαδών είχε ακόμη πολλούς Μαυριτανούς υποστηρικτές.[8]
Κρυμμένος στην περιοχή της Θέουτα, αναζήτησε υποστήριξη μεταξύ των απογόνων των κατακτητών της Ισπανίας και των υποστηρικτών των Ομαγιάδων, οι οποίοι ήταν πολυάριθμοι στην επαρχία της Ελβίρα (σημερινή Γρανάδα). Η χώρα τότε σπαράσσονταν από εντάσεις μεταξύ των αραβικών φυλών, μεταξύ Αράβων και Βερβέρων, καθώς και από τις επικρίσεις για τη βασιλεία του Εμίρη Γιουσούφ αλ-Φίχρι, ο οποίος θεωρήθηκε αδύναμος και διασπασμένος μεταξύ διαφόρων φατριών. Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν είδε σε αυτή την πολιτική ατμόσφαιρα την ευκαιρία που δεν είχε βρει στην Αφρική.
Τον Ιούνιο του 754, ο Μπαντρ, ο έμπιστος του Αμπντ Αλ-Ραχμάν, διέσχισε τα Στενά του Γιβραλτάρ με μια επιστολή που έδειχνε την προθυμία του πρίγκιπα των Ομαγιαδών να αναλάβει το θρόνο, αν ο πληθυσμός της Ανδαλουσίας το αποδεχόταν. Η επιστολή έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από τους ευγενείς της Ανδαλουσίας, οι οποίοι την αντιμετώπισαν θετικά, αλλά προτίμησαν να ζητήσουν την άδεια του κυβερνήτη Γιουσούφ αλ-Φίχρι και του υφισταμένου του Αλ-Σουμαΐλ.[10] Οι δύο άνδρες είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη στάση που έπρεπε να υιοθετήσουν: ως άνθρωπος με αδύναμο χαρακτήρα, ο Γιουσούφ δέχτηκε την πρόταση του Αμπντ αλ-Ραχμάν, αλλά ο Αλ-Σουμαΐλ όχι, και αποφάσισε να πάρει τα όπλα.
Οι απεσταλμένοι του Αμπντ αλ-Ραχμάν συμμάχησαν με τους Άραβες της Υεμένης, αντιπάλους του Αλ-Σουμαΐλ. Με την υποστήριξη δύο αραβικών φυλών και ένα ικανοποιητικό χρηματικό απόθεμα, ο Μπαντρ αγόρασε ένα πλοίο το οποίο αναχώρησε αμέσως για την Αφρική, όπου ο απόγονος των Ομαγιαδών επιβιβάστηκε για το Αλμουνιέκαρ (Al-Munakab), στην επαρχία της Γρανάδας, ανατολικά της Μάλαγας.[10]
Μόλις είκοσι πέντε ετών, ο Αμπντ αλ-Ραχμάν, ένας ψηλός άνδρας με κόκκινα μαλλιά,[11] κατάφερε τελικά να φτάσει στην Αλ-Άνταλους μετά από ένα μακρύ ταξίδι και να κρυφτεί ανάμεσα στους υποστηρικτές του, ορισμένοι από τους οποίους είχαν σημαντικό κύρος στον πληθυσμό. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, οι Υεμενίτες ενέκριναν τον Αμπντ αλ-Ραχμάν, οι Βέρβεροι λίγο λιγότερο, και οι Καϊσίτες ήταν διχασμένοι. Τα στρατεύματα του Αμπντ αλ-Ραχμάν ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένα (ο Αμπντ αλ-Ραχμάν ήταν ο μόνος που διέθετε ένα καλό πολεμικό άλογο). Επειδή δεν είχαν λάβαρο, αυτοσχεδίασαν ένα με ένα τουρμπάνι και μια λόγχη. Το αντίπαλο στρατόπεδο του κληρονόμου των Ομαγιαδών είχε επικεφαλής τον Γιουσούφ, ο οποίος ήταν αδύναμος χαρακτήρας και υποστηριζόταν από διάφορες ομάδες που θεωρούσαν ότι ήταν προς το συμφέρον τους να τον κρατήσουν στην εξουσία.[12] Στις 13 Μαρτίου 756, στις πύλες της Κόρδοβα, οι δύο στρατοί συναντήθηκαν και ο Γιουσούφ ηττήθηκε μέσα σε λίγες ώρες στις όχθες του Γουαδαλκιβίρ. Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν πήγε αμέσως στο τζαμί για να τελέσει την καθημερινή προσευχή ως ιμάμης. Με αυτή τη νίκη έγινε επίσημα ο εμίρης της Ανδαλουσίας.[11]
Ο Γιουσούφ, ηττημένος και αποδυναμωμένος, συντάχθηκε απρόθυμα με τον Αμπντ αλ-Ραχμάν και δεν δίστασε να συνωμοτήσει για να τον ανατρέψει. Έχοντας επίγνωση του κινδύνου, ο εμίρης αποφάσισε να φυλακίσει τους δύο κύριους αντιπάλους του: αιχμαλώτισε τον Σουμαΐλ, αλλά ο Γιουσούφ, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την Κόρδοβα, συγκρότησε εκ νέου στρατό και τον οδήγησε προς τη Σεβίλλη. Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν του επέφερε μια δεύτερη συντριπτική ήττα. Ο Γιουσούφ σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να διαφύγει και ο Σουμαΐλ δολοφονήθηκε στη φυλακή. Οι δύο πιο επικίνδυνοι αντίπαλοι του Αμπντ αλ-Ραχμάν εξουδετερώθηκαν με αυτόν τον τρόπο.[13]
Ο κίνδυνος που βρισκόταν πάνω από τον νέο εμίρη δεν ήταν μόνο εσωτερικός, αλλά προερχόταν και από τη Βαγδάτη, ο χαλίφης της οποίας δεν απελπίζονταν να εξοντώσει τον τελευταίο εκπρόσωπο της οικογένειας των Ομαγιαδών. Το 763, ο στρατηγός Μουγκίτ έφυγε από το Ιράκ με αποστολή να πολεμήσει τον Αμπντ αλ-Ραχμάν και να επανασυνδέσει τη χερσόνησο με το χαλιφάτο. Αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τον εμίρη, αποβιβάστηκε στην Ανδαλουσία επικεφαλής ενός ισχυρού στρατού. Το θάρρος και οι στρατιωτικές ικανότητες του Αμπντ αλ-Ραχμάν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μάχη: κατάφερε να επιφέρει βαριά ήττα στον Μουγκίτ και έστειλε τα κεφάλια των στρατηγών στον χαλίφη της Βαγδάτης, ο οποίος -σύμφωνα με την παράδοση- αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ που έβαλε τη θάλασσα ανάμεσα σε μένα και έναν τέτοιο δαίμονα».[14]
Το 777, ο Ιμπν Αραμπί, κυβερνήτης της Σαραγόσα, που ήθελε να ανεξαρτητοποιηθεί, διέσχισε τα Πυρηναία και ζήτησε βοήθεια από τον Φράγκο βασιλιά Καρλομάγνο, ο οποίος έστειλε μεγάλο στρατό στην Καταλονία το 778. Η απειλή για τον Αμπντ αλ-Ραχμάν ήταν μεγάλη, αλλά μια εξέγερση των Σαξόνων, οι οποίοι είχαν φτάσει στον Ρήνο στα βόρεια της αυτοκρατορίας και απειλούσαν την Κολωνία, ανάγκασε τον Καρλομάγνο να αποσύρει τον στρατό του.[15] Κατά τη διάρκεια της υποχώρησης, αφού λεηλάτησαν την πρωτεύουσα των Βάσκων, την Παμπλόνα, ο Καρλομάγνος και οι άνδρες του δέχθηκαν επίθεση στη μάχη του Ρονσεβώ από τις φυλές των Βάσκων, οι οποίες εξοργίστηκαν από τη λεηλασία της πόλης τους και προκάλεσαν στους Φράγκους την πρώτη από τις τρεις διαδοχικές μάχες (μεταξύ 778 και 824), σκοτώνοντας τον ανιψιό του Ρολάνδο, δούκα της Βρετάνης.
Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν Α΄, ένας από τους πιο χαρισματικούς εμίρηδες της Ανδαλουσίας, κατόρθωσε να θέσει τα θεμέλια ενός νέου κράτους στην Ιβηρική Χερσόνησο, διαιωνίζοντας παράλληλα τη δυναστεία των Ομαγιαδών που είχε εκδιωχθεί από τη Δαμασκό. Εκμεταλλευόμενος το κενό που άφησε μια εξουσία έρμαιο των εντάσεων και των διαιρέσεων σε ένα κράτος που καταρρέει, εδραίωσε την εξουσία του χρόνο με τον χρόνο χωρίς να παύσει να αντιμετωπίζει μια εξέγερση, να αποτρέπει μια συνωμοσία ή να διεξάγει έναν πόλεμο. Εξαιρετικά επιδέξιος διπλωμάτης, κατάφερε να διατηρήσει την τάξη και τη σταθερότητα εκμεταλλευόμενος τις διαιρέσεις του πληθυσμού της Ανδαλουσίας.
Η φήμη του έφτασε μέχρι τον Αλ-Μανσούρ, τον χαλίφη των Αββασιδών της Βαγδάτης, ο οποίος εξήρε την αξία του εχθρού του αδελφού του κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με την αυλή του.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.