From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αμάρτυα Κουμάρ Σεν (অমর্ত্য কুমার সেন, γενν. 3 Νοεμβρίου 1933) είναι Ινδός οικονομολόγος, ο οποίος από το 1972 εργάζεται και διδάσκει στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ. Οι συνεισφορές του στα οικονομικά των κοινωνικών παροχών, στη θεωρία της κοινωνικής επιλογής και της οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης, και στους δείκτες αποτιμήσεως του επιπέδου διαβιώσεως των πολιτών των αναπτυσσόμενων χωρών, έχουν εκτιμηθεί ιδιαίτερα. Το 1998 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών για τις έρευνές του επί των οικονομικών των κοινωνικών παροχών.
Ο Σεν γεννήθηκε στο Σαντινικετάν της Δυτικής Βεγγάλης, στην Ινδία. Γονείς του ήταν οι Ασουτός (Ashutosh) Σεν και η σύζυγός του Αμιτά. Λέγεται ότι ο ποιητής Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ έδωσε στον Αμάρτυα το όνομά του, από τη λέξη ômorto της γλώσσας μπενγκάλι, που στην κυριολεξία της σημαίνει «αθάνατος». Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τη Ντάκα, την πρωτεύουσα του σημερινού Μπανγκλαντές. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής της χημείας στο Πανεπιστήμιο της Ντάκα, που μετεγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Δυτ. Βεγγάλη κατά τον διαχωρισμό των Ινδιών και εργάσθηκε σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καταλήγοντας πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιων Υπηρεσιών της Δυτικής Βεγγάλης. Ο πατέρας της Αμιτά Σεν ήταν λόγιος και γνωστός του Ρ. Ταγκόρ.
Ο Αμάρτυα Σεν φοίτησε στο Γυμνάσιο του Αγίου Γρηγορίου στη Ντάκα, ενώ μετά τη μετεγκατάσταση της οικογένειάς του το 1947, σπούδασε στο Patha Bhavana και στη συνέχεια στο Presidency College του Πανεπιστημίου της Καλκούτας, από όπου πήρε με άριστα και πρώτος στο έτος του πτυχίο οικονομικών. Το ίδιο έτος (1953) συνέχισε τις σπουδές του στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, από όπου πήρε δίπλωμα master το 1956. Ενώ ακόμα ήταν φοιτητής στο Κέμπριτζ, συνάντησε τον οικονομολόγο Πρασάντα Τσάντρα Μαχαλανόμπις, τον βασικό σχεδιαστή της ινδικής οικονομικής πολιτικής, βασισμένης στο σοβιετικό μοντέλο της εθνικοποιημένης βαριάς βιομηχανίας. Ο Μαχαλανόμπις, που είχε εντυπωσιασθεί με τον Σεν, όταν επέστρεψε στην Καλκούτα συνέστησε αμέσως τον ιδιοφυή φοιτητή του Κέμπριτζ στον Τριγκούνα Σεν, τότε υπουργό Παιδείας της Δυτικής Βεγγάλης.
Μεταξύ του master και του διδακτορικού του, ο Αμάρτυα Σεν επέστρεψε και έμεινε επί δύο χρόνια στην Ινδία. Ο Τριγκούνα τον διόρισε αμέσως καθηγητή και επικεφαλής του Τμήματος Οικονομικών στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Τζανταβπούρ (Jadavpur), στην Καλκούτα, κάτι πολύ ασυνήθιστο για έναν υποψήφιο διδάκτορα μόλις 23 ετών. Αυτή παραμένει η μικρότερη ηλικία στην οποία έχει ποτέ γίνει κάποιος καθηγητής πανεπιστημίου ή (πολύ περισσότερο) διευθυντής πανεπιστημιακού τμήματος στην Ινδία. Μετά από δύο έτη πλήρους απασχολήσεως στη διδασκαλία στο Τζανταβπούρ, ο Σεν επέστρεψε στο Κέμπριτζ το 1959 για να συνεχίσει το διδακτορικό του.
Στη συνέχεια ο Σεν κέρδισε μία υποτροφία στο Trinity College που του έδινε 4 χρόνια ελευθερίας να ασχοληθεί με οτιδήποτε επιθυμούσε. Τότε έλαβε την απροσδόκητη απόφαση να μελετήσει φιλοσοφία. Αυτό αποδείχθηκε πολύ χρήσιμο στις μεταγενέστερες έρευνές του. Ο ίδιος το έθεσε ως εξής: «Η διεύρυνση των μελετών μου στη φιλοσοφία ήταν σημαντική για εμένα, όχι μόνο επειδή κάποια κύρια πεδία ενδιαφέροντός μου στα οικονομικά σχετίζονται με περιοχές της φιλοσοφίας (π.χ. η θεωρία της κοινωνικής επιλογής χρησιμοποιεί πολύ τη μαθηματική λογική και την ηθική φιλοσοφία, όπως και η μελέτη της ανισότητας και της αποστέρησης), αλλά και επειδή βρήκα τις φιλοσοφικές μελέτες πολύ ανταποδοτικές από μόνες τους.»[29] Ωστόσο, το βαθύ ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία μπορεί να ανιχνευθεί και στα φοιτητικά του χρόνια στην Καλκούτα, αφού από τότε διάβαζε φιλοσοφικά έργα αλλά και συζητούσε φιλοσοφικά θέματα.
Για τον Σεν το Κέμπριτζ ήταν και σαν ένας εκπαιδευτικός «στίβος μάχης», με μείζονες αντιδικίες ανάμεσα σε υποστηρικτές των Κεϋνσιανών οικονομικών και σε «νεοκλασικιστές» οικονομολόγους. Ο Σεν ήταν τυχερός στο ότι απέκτησε στενούς δεσμούς με οπαδούς και των δύο απόψεων. Στο μεταξύ, χάρη στην καλή του «πρακτική» της δημοκρατικής και ανεκτικής κοινωνικής επιλογής, το Trinity College ήταν μία όαση μακριά από την παραπάνω διαμάχη. Παρόλα αυτά, αναγκάσθηκε να διαλέξει ένα αρκετά διαφορετικό θέμα για τη διδακτορική διατριβή του: το The Choice of Techniques (= «Η επιλογή των τεχνικών», 1959), με επιβλέπουσα καθηγήτρια την «ευφυή αλλά έντονα μη ανεκτική» μετακεϋνσιανή Τζόαν Ρόμπινσον[30].
Το 1960 και το 1961 ο Σεν ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης[31], στο Μπέρκλεϋ, στο Στάνφορντ και στο Κορνέλ. Επίσης, έχει διδάξει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Καλκούτας και στη Σχολή Οικονομικών του Δελχίου (όπου και ολοκλήρωσε το μείζον έργο του Collective Choice and Social Welfare το 1970),[32]. Στην τελευταία υπήρξε καθηγητής από το 1961 ως το 1972, οπότε και δέχθηκε μία θέση καθηγητή οικονομικών στο London School of Economics, όπου δίδαξε μέχρι το 1977. Από το 1977 ως το 1986 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Από το 1986 άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, καθώς του προσφέρθηκε εκεί η έδρα «Thomas W. Lamont» των Οικονομικών. Το 1998 εκλέχθηκε Master του Trinity College στο Κέμπριτζ[33], αλλά τον Ιανουάριο του 2004 επέστρεψε στο Χάρβαρντ.
Οι δημοσιεύσεις του Σεν στα χρόνια λίγο πριν και μετά το 1970 βοήθησαν στην ανάπτυξη της θεωρίας της κοινωνικής επιλογής, την οποία επεξέτεινε και εμπλούτισε χάρη στις γνώσεις του στην ιστορία της οικονομικής σκέψεως και στη φιλοσοφία.
Το 1981 ο Σεν δημοσίευσε το Poverty and Famines: An Essay on Entitlement and Deprivation (= «Φτώχεια και λιμοί: Δοκίμιο επί των δικαιωμάτων και της στερήσεως», 1981), μία μονογραφία όπου υποστηρίζει ότι οι λιμοί συμβαίνουν όχι μόνο εξαιτίας ελλείψεως τροφής, αλλά και εξαιτίας ανισοτήτων που είναι ενσωματωμένες στους μηχανισμούς κατανομής της. Ως παράδειγμα έθεσε τον λιμό της Βεγγάλης, για τον οποίο έγραψε ότι προκλήθηκε από μία απότομη οικονομική ανάπτυξη των αστικών περιοχών, που ύψωσε τις τιμές των τροφίμων με αποτέλεσμα εκατομμύρια εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα να λιμοκτονήσουν όταν τα ημερομίσθιά τους δεν αυξήθηκαν αντιστοίχως[34]
Το ενδιαφέρον του Σεν για το θέμα πήγαζε από προσωπική εμπειρία. Ως παιδί 9 ετών έζησε τον λιμό της Βεγγάλης του 1943, στον οποίο πέθαναν από πείνα τρία εκατομμύρια άνθρωποι. Αυτή η εντυπωσιακή απώλεια ζωών δεν ήταν αναπόφευκτη, συμπεραίνει ο Σεν στο βιβλίο του, όπου παρουσιάζει στοιχεία κατά τα οποία υπήρχε επαρκής ποσότητα τροφίμων στη Βεγγάλη εκείνη τη χρονιά, αλλά ειδικότερες ομάδες ανθρώπων, όπως οι ακτήμονες αγρότες και φτωχοί επαγγελματίες των πόλεων όπως οι κουρείς, δεν είχαν τα οικονομικά μέσα να αποκτήσουν αρκετή τροφή, επειδή η τιμή της αυξήθηκε απότομα εξαιτίας παραγόντων όπως η βρετανική αγορά τροφών για τα στρατεύματα, αγορά αποθεμάτων εξαιτίας πανικού και αισχροκέρδεια. Στο Poverty and Famines ο Σεν αποκαλύπτει ότι σε πολλές περιπτώσεις λιμού η διαθεσιμότητα τροφίμων δεν μειώθηκε πολύ. Στην περίπτωση της Βεγγάλης π.χ., η παραγωγή τροφίμων, παρότι μικρότερη από το αμέσως προηγούμενο έτος, ήταν υψηλότερη από ό,τι τα προηγούμενα έτη, κατά τα οποία δεν σημειώθηκε λιμός. Ο Σεν ανέδειξε έτσι έναν αριθμό κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων, όπως η μείωση στα ημερομίσθια, η ανεργία, οι αυξανόμενες τιμές τροφίμων και τα ανεπαρκή συστήματα διανομής τροφής. Αυτά τα αίτια οδήγησαν σε λιμοκτονία ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Η «προσέγγιση των δυνατοτήτων» του Σεν εστιάζει στην έννοια της «θετικής ελευθερίας», δηλαδή την πραγματική δυνατότητα ενός ανθρώπου να είναι ή να κάνει κάτι, αντί στην προσέγγιση με βάση την «αρνητική ελευθερία», που ήταν και είναι η συνήθης στις οικονομικές επιστήμες, η οποία εστιάζει απλώς στην απουσία δραστηριότητας.
Εκτός από το σημαντικό έργο του πάνω στις αιτίες των λιμών, οι έρευνες του Σεν στο πεδίο των αναπτυξιακών οικονομικών είχε αξιοσημείωτη επίδραση στη διατύπωση της «Αναφοράς για την ανθρώπινη ανάπτυξη» (Human Development Report)[35], που δημοσιεύθηκε από το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα του ΟΗΕ[36]. Αυτή η ετήσια έκδοση που κατατάσσει τις χώρες ανάλογα με μία ποικιλία οικονομικών και κοινωνικών δεικτών, χρωστά πολλά στη συνεισφορά του Σεν, όπως και άλλων θεωρητικών της κοινωνικής επιλογής στο πεδίο των οικονομικών μετρήσεων της φτώχειας και της ανισότητας.
Η επαναστατική συνεισφορά του Σεν στα οικονομικά της ανάπτυξης και στους κοινωνικούς δείκτες είναι η έννοια της «προσεγγίσεως των δυνατοτήτων ή ικανοτήτων» (capability approach), που αναπτύσσειται στο άρθρο του "Equality of What"[37]. Υποστηρίζει εκεί ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αξιολογούνται με μέτρο τις συγκεκριμένες δυνατότητες των πολιτών τους, καθώς η ανάπτυξη από πάνω προς τα κάτω θα καταπατά πάντα ανθρώπινα δικαιώματα όσο παραμένουν ασαφείς οι σχετικοί ορισμοί (είναι ένα «δικαίωμα» κάτι που πρέπει να παρέχεται ή κάτι που απλώς δεν μπορεί να αφαιρεθεί;). Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί πολίτες έχουν ένα υποθετικό «δικαίωμα» να ψηφίζουν. Για τον Σεν αυτή η έννοια μοιάζει κενή περιεχομένου. Προκειμένου οι πολίτες να έχουν την ικανότητα να ψηφίζουν, πρέπει πρώτα να έχουν «λειτουργικότητες». Αυτές οι «λειτουργικότητες» μπορεί να ποικίλλουν από πολύ γενικές, όπως η διαθεσιμότητα της εκπαιδεύσεως, μέχρι πολύ ειδικές, όπως η δυνατότητα μεταφοράς στα εκλογικά τμήματα ενός οικισμού. Μόνο όταν αφαιρεθούν όλοι αυτοί οι φραγμοί μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο πολίτης δρα από προσωπική επιλογή. Είναι δουλειά της κάθε συγκεκριμένης κοινωνίας να καταρτίσει τον κατάλογο των ελάχιστων δυνατοτήτων που θα εγγυάται αυτή η κοινωνία.
Ο Σεν έγραψε ένα αμφιλεγόμενο άρθρο στο The New York Review of Books με τίτλο (μετάφρ.) «Πάνω από 100 εκατομμύρια γυναίκες λείπουν», όπου αναλύει την επίπτωση στη θνησιμότητα των άνισων δικαιωμάτων των δύο φύλων στον αναπτυσσόμενο κόσμο, και ειδικότερα στην Ασία. Μετέπειτα μελέτες, όπως αυτή της Emily Oster, υποστήριξαν ότι η εκτίμηση του Σεν είναι υπερβολική, παρότι η Oster έχει ανακαλέσει ορισμένα από τα συμπεράσματά της[38].
Τα οικονομικά των κοινωνικών παροχών (welfare economics) αναζητούν την αξιολόγηση οικονομικών πολιτικών με βάση τα αποτελέσματά τους στην καλή κατάσταση της κοινότητας. Ο Σεν, που αφιέρωσε τη σταδιοδρομία του σε αυτά ή παρόμοια θέματα, έχει αποκληθεί «η συνείδηση της επιστήμης του». Η μεγάλης επιδράσεως μονογραφία του Collective Choice and Social Welfare (= «Συλλογική επιλογή και κοινωνικές παροχές», 1970), που ασχολείται με προβλήματα ατομικών δικαιωμάτων (περιλαμβάνει τη διατύπωση του φιλελεύθερου παραδόξου), δικαιοσύνης και ισότητας, του κανόνα της πλειοψηφίας και της διαθεσιμότητας των πληροφοριών για τις συνθήκες ζωής των ατόμων, συνέτεινε ώστε πολλοί ερευνητές να στρέψουν την προσοχή τους σε θέματα βασικής κοινωνικής πολιτικής. Ο Σεν επινόησε μεθόδους μετρήσεως της φτώχειας που έδωσαν χρήσιμες πληροφορίες για τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών των φτωχών. Π.χ. η θεωρητική του έρευνα στην ανισότητα έδωσε μία εξήγηση για τον λόγο υπάρξεως περισσότερων ανδρών παρά γυναικών στην Ινδία[39] και στην Κίνα, ενώ αντιθέτως στη Δύση και σε φτωχές αλλά «ιατρικώς αμερόληπτες» χώρες, οι γυναίκες έχουν χαμηλότερες θνησιμότητες σε όλες τις ηλικίες, ζουν περισσότερο και συνιστούν την ελαφρά πλειοψηφία του πληθυσμού.
Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί που χειρίζονται τις επισιτιστικές κρίσεις επηρεάσθηκαν από τις έρευνες του Αμάρτυα Σεν. Οι απόψεις του ενεθάρρυναν τους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικής να δώσουν σημασία όχι μόνο στην άμεση ανακούφιση των πληγέντων, αλλά και στην εξεύρεση τρόπων για την αντικατάσταση του απωλεσθέντος εισοδήματος των φτωχών, π.χ. με προγράμματα δημόσιων έργων, και για τη διατήρηση σταθερών τιμών των τροφίμων. Σθεναρός υποστηρικτής των πολιτικών ελευθεριών, ο Σεν πίστευε ότι οι λιμοί δεν συμβαίνουν στις λειτουργικές δημοκρατίες επειδή οι ηγέτες τους υποχρεώνονται να αποκρίνονται περισσότερο και πιο άμεσα στις απαιτήσεις των πολιτών. Προκειμένου να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη, υποστηρίζει, των οικονομικών μεταρρυθμίσεων πρέπει να προηγηθούν κοινωνικές, όπως η βελτίωση της εκπαιδεύσεως και της δημόσιας υγείας.
Το 2009 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Σεν The Idea of Justice (= «Η ιδέα της δικαιοσύνης»)[40]. Βασιζόμενος στην προηγούμενη ενασχόλησή του με τα οικονομικά των κοινωνικών παροχών και τη θεωρία της κοινωνικής επιλογής, αλλά και πάνω στις φιλοσοφικές του σκέψεις, ο Σεν τόλμησε να παρουσιάσει τη δική του θεωρία περί δικαιοσύνης ως εναλλακτική πρόταση στις σύγχρονες θεωρίες των Τζων Ρόουλς και John Harsanyi. Σε αντίθεση με τον Ρόουλς, αλλά και με θεωρητικούς του Διαφωτισμού όπως οι Ιμάνουελ Καντ, Ζαν-Ζακ Ρουσώ και Ντέιβιντ Χιουμ, ο Σεν εμπνεύσθηκε από τα φιλοσοφικά έργα των Άνταμ Σμιθ και Mary Wollstonecraft για να αναπτύξει μία θεωρία συγκριτική και προσανατολισμένη προς την επίτευξη πρακτικών στόχων (αντί να είναι υπερβατική και θεσμική). Ωστόσο, ο Σεν εξακολουθεί να θεωρεί τους θεσμούς και τις διαδικασίες ως σημαντικές. Ως εναλλακτική λύση στο «πέπλο της άγνοιας» του Ρόουλς, ο Σεν επιλέγει το νοητικό πείραμα ενός αμερόληπτου θεατή ως τη βάση για τη θεωρία του περί δικαιοσύνης. Τονίζει επίσης τη σημασία του δημόσιου διαλόγου και την έννοια των παγκόσμιων ανθρώπινων δικαιωμάτων στην αξιολόγηση διάφορων κρατών ως προς τη δικαιοσύνη που επικρατεί στο εσωτερικό τους.
Ο Σεν έχει χαρακτηρισθεί η «Συνείδηση» και η «Μητέρα Τερέζα» των Οικονομικών[41][42] για τις εργασίες του πάνω στους λιμούς, τη θεωρία της ανθρώπινης αναπτύξεως, τα οικονομικά των κοινωνικών παροχών, τους υποκείμενους μηχανισμούς που διαιωνίζουν τη φτώχεια, τις ανισότητες των δύο φύλων, ακόμα και για τις συνεισφορές του στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Ο ίδιος ωστόσο αποποιείται τη σύγκρισή του με τη Μητέρα Τερέζα λέγοντας ότι δεν επεχείρησε ποτέ να ακολουθήσει έναν τρόπο ζωής αφιερωμένο στην αυτοθυσία[43]
Τον Μάιο του 2007 ο Αμάρτυα Σεν διορίσθηκε από την ινδική κυβέρνηση πρόεδρος[44] του Nalanda Mentor Group (NMG) στο πρόγραμμα ιδρύσεως του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ναλάντα (Nalanda International University), ενός διεθνούς κέντρου εκπαιδεύσεως με σκοπό την αναγέννηση του αρχαίου μορφωτικού κέντρου που υπήρξε στις Ινδίες από τον 5ο αιώνα μ.Χ. ως το 1197. Στις 19 Ιουλίου 2012 ο Σεν αναγορεύθηκε τιμητικά στον πρώτο πρύτανη του νέου Πανεπιστημίου[45]
Τον Ιούνιο του 2011 ο Σεν διορίσθηκε ως σύμβουλος στην αντίστοιχη ομάδα του Presidency College του Πανεπιστημίου της Καλκούτας από τον πρωθυπουργό της Δυτικής Βεγγάλης Mamata Banerjee[46][47]
Ο Σεν έχει τελέσει τρεις γάμους στη ζωή του:
Ο Σεν διατηρεί ένα σπίτι κοντά στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, όπου διαμένει την άνοιξη και το θέρος με τη σύζυγό του, αλλά συνήθως περνά τους χειμώνες του στο σπίτι του στον τόπο όπου γεννήθηκε, στο Σαντινικετάν της Δ. Βεγγάλης, όπου του αρέσει να κάνει μεγάλες βόλτες με ποδήλατο.
Ο Σεν είναι άθεος και από τους υποστηρικτές της απόψεως ότι ο αθεϊσμός είναι απολύτως συμβατός με τον Ινδουισμό, αν όχι ακριβώς ως θρησκεία, πάντως ως πολιτικοκοινωνική οντότητα[48]. Σε συνέντευξη στο περιοδικό California του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϋ σημείωσε:[49]
« | Κατά κάποιο τρόπο οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει στην ιδέα ότι η Ινδία είναι κατ' εξοχήν πνευματική και προσανατολισμένη προς τη θρησκεία... ...παρά το γεγονός ότι η σανσκριτική γλώσσα έχει τη μεγαλύτερη σωζόμενη αθεϊστική βιβλιογραφία από οποιαδήποτε άλλη κλασική γλώσσα. Ο Μαντάβα Ατσάρυα, ο αξιοσημείωτος αυτός φιλόσοφος του 14ου αιώνα, έγραψε αυτό το αρκετά σημαντικό βιβλίο που λέγεται Sarvadarshansamgraha, όπου συζητά όλες τις θρησκευτικές σχολές σκέψεως του Ινδουισμού. Το πρώτο κεφάλαιο είναι ο «Αθεϊσμός» – μία πολύ ισχυρή παρουσίαση των επιχειρημάτων υπέρ της αθεΐας και του υλισμού. | » |
Ο Σεν έχει περισσότερους από 90 τιμητικούς τίτλους από πανεπιστήμια διεθνώς[50]. Γενικότερα, οι σημαντικότερες τιμητικές διακρίσεις του με χρονολογική σειρά είναι:
Ο Σεν έχει επίσης ανακηρυχθεί επίτιμος διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ανθρώπινης και Οικονομικής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου του Πεκίνου[55]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.