From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες είναι Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίοι μαρτύρησαν στη Σεβάστεια της Μικράς Ασίας, και η μνήμη τους τιμάται στις 9 Μαρτίου.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες ήταν επίλεκτοι στρατιώτες τάγματος του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, απαιτήθηκε από τους Τεσσαράκοντα να θυσιάσουν στα είδωλα, όμως αυτοί αρνήθηκαν. Άμεση συνέπεια της άρνησής τους ήταν να συλληφθούν από τον Ἐπαρχο της Σεβάστειας, Αγρικόλα, ο οποίος, αρχικά, προσπάθησε να τους καλοπιάσει με επαίνους, τάζοντάς τους αμοιβές και αξιώματα, σε περίπτωση που θυσίαζαν στα είδωλα και απαρνιόντουσαν την Πίστη τους. Τότε ο Κάνδιδος, ένας από τους στρατιώτες, του απάντησε: «Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας, αλλά ο Χριστός, στον Οποίον πιστεύουμε, διδάσκει ότι στον κάθε άρχοντα πρέπει να προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι' αυτό στον βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή. Πάλι, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δε ζημιώνουμε το κράτος, παρά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας. Γιατί, λοιπόν, μας ανακρίνεις για μια πίστη που διαμορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;».
Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους μεταπείσει. Έτσι, διέταξε να τους βασανίσουν. Τους γύμνωσαν και τους έριξαν μέσα σε παγωμένη λίμνη, προκειμένου να πεθάνουν από το κρύο. Επίσης, διέταξε έναν φρουρό να φυλάει τον τόπο του μαρτυρίου μήπως και διαφύγουν οι Τεσσαράκοντα. Η ώρα περνούσε, αλλά οι μάρτυρες υπέμεναν καρτερικά το φρικτό μαρτύριο. Κι όταν τα σώματά τους άρχισαν να μελανιάζουν από την παγωνιά, ο ένας ενθάρρυνε τον άλλον λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος. Ας υπομείνουμε αυτήν τη νύχτα, και θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα.».
Κάποια στιγμή, ένας από τους στρατιώτες δεν άντεξε και βγήκε από τη λίμνη. Όμως, ο ειδωλολάτρης φρουρός, ονόματι Αγλάιος, εντυπωσιασμένος από την καρτερία των υπολοίπων μαρτύρων, και βλέποντας τους φωτεινούς στεφάνους του μαρτυρίου να κατεβαίνουν από τον ουρανό, γδύθηκε και αμέσως έπεσε ο ίδιος μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης, μαρτυρώντας τον Χριστό, και λαμβάνοντας αυτός τον τεσσαρακοστό στέφανο του μαρτυρίου. Το πρωί έβγαλαν τους αγίους από τη λίμνη μισοπεθαμένους, και συνέτριψαν τα σκέλη τους. Τα λείψανά τους βρέθηκαν από πιστούς Χριστιανούς, οι οποίοι στη συνέχεια τα ενταφίασαν με ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως, έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη, και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να συντρίψουν τα σκέλη τους, η μητέρα ενός εκ των Μαρτύρων παρέμενε εκεί, πάσχουσα μαζί με αυτούς, και επιβλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο ηλικιακά από όλους τους άλλους, μήπως και λόγω ακριβώς του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης για τη ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξης των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν, λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας: «Τέκνο μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο ακόμα, και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μη φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτα δε θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν πρόκειται ν' απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση και ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις σ' Αυτόν και για μένα, που σε γέννησα.».
Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα στον ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας, μέσα σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες, κατά τη διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στη συνέχεια, η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.
Σπουδαία από ιστορική άποψη θεωρείται από νεότερους ερευνητές η Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η οποία αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τον διασκορπισμό των ιερών λειψάνων τους μεταξύ των Χριστιανών, πράγμα συνηθισμένο στην Ανατολή κατά τους χρόνους εκείνους.
Κατά τους Παρισινούς Κώδικες, 1575 και 1476, τα ονόματά τους ήταν: Αγγίας, Αγλάιος ο καπικλάριος, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάιος, Γοργόνιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), Δόμνας, Εκδίκιος (ή Ευδίκιος), Ευνοϊκός, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Ηλιάδης (ή Ηλίας), Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ιουλιανός, (ή Ελιανός ή Ηλιανός), Ιωάννης, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Κλαύδιος, Κύριλλος, Κυρίων, Λεόντιος, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Ουάλης, Πρίσκος, Σακεδών (ή Σακερδών), Σεβηριανός, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος και Χουδίων (ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των τεσσαράκοντα ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Αειθάλα, έτερου Γοργονίου κ.λπ.).
Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Δοξαστικό του Τυπικού της ημέρας εορτασμού τους, τα ονόματά τους είναι:
"Ἐν ᾠδαῖς ᾀσμάτων εὐφημήσωμεν πιστοί, τοὺς ἀθλοφόρους τεσσαράκοντα Μάρτυρας, καὶ πρὸς αὐτοὺς μελῳδικῶς ἐκβοήσωμεν λέγοντες· Χαίρετε ἀθλοφόροι τοῦ Χριστοῦ, Ἡσύχιε, Μελίτων, Ἡράκλειε, Σμάραγδε καὶ Δόμνε, Εὐνοϊκὲ Οὐάλη καὶ Βιβιανέ, Κλαύδιε καὶ Πρίσκε, Χαίρετε Θεόδουλε Εὐτύχιε καὶ Ἰωάννη, Ξανθία Ἡλιανὲ Σισίνιε, Κυρίων Ἀγγία, Ἀέτιε καὶ Φλάβιε, Χαίρετε Ἀκάκιε, Ἐκδίκιε, Λυσίμαχε, Ἀλέξανδρε, Ἠλία καὶ Καύδιδε, Θεόφιλε Δομετιανέ καὶ Θεῖε Γάϊε Γοργόνιε, Χαίρετε Εὐτυχές καὶ Ἀθανάσιε, Κύριλλε καὶ Σαρκεδών, Νικόλαε καὶ Οὐαλέριε, Φιλοκτῆμον, Σεβηριανέ, Χουδίων καὶ Ἀγλάϊε"[1]
Στη μνήμη των αγίων ανεγέρθηκε Μοναστήρι στην Καισάρεια της Καππαδοκίας από την αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, την Αγία Μακρίνα, η οποία διέθεσε τεμάχιο των λειψάνων τους στη Μονή. Επίσης στη μνήμη των αγίων κτίσθηκαν τρεις ναοί στην Κωνσταντινούπολη.[2]
Στην Αγία Παρασκευή Τσεσμέ, στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου ανθούσε ο Ελληνισμός υπήρχαν τρεις ενοριακοί ναοί. Ο ένας ήταν αφιερωμένος στη μνήμη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Στον πρώτο διωγμό του ελληνικού στοιχείου κατά τα έτη 1914-1919 οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής βρήκαν καταφύγιο στα νησιά. Αργότερα όταν σταμάτησαν προσωρινά οι διώξεις επέστρεψαν στα μικρασιατικά παράλια.
Τον Σεπτέμβριο του 1922, οι σφαγές και η βιαιότητα των Τούρκων ανάγκασαν του Έλληνες να διαφύγουν ως πρόσφυγες στην μητροπολιτική Ελλάδα. Στο χωριό παρέμεινε ο ιερέας Γεώργιος Καρασταμάτης μαζί με δυο ακόμη γέροντες, τον Γιώργη Μακριδάκη και τον Νικολή Καρακούδα όπως διασώζει η γραπτή μαρτυρία του συγγραφέα Ιωάννη Αικατερίνη. Συγκεκριμένα στις 4 Σεπτεμβρίου κατά τη λειτουργία στον ναό των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων εισέβαλαν άτακτοι Τσέτες, αναγκάζοντας τους δύο γέροντες να εγκαταλείψουν την εκκλησία. Ο ιερέας Γεώργιος παρέμεινε εντός του ναού και βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Τσέτες. Οι δύο γέροντες, όταν έφυγαν οι ορδές των Τούρκων, επαναπροσέγγισαν τον ναό και διαπίστωσαν το μαρτύριο του ηλικιωμένου ιερέα. Ο Γιώργης Μακριδάκης, που διέφυγε με βάρκα στη Χίο, ως αυτόπτης μάρτυρας των όσων είδε και έζησε, παρέδωσε τη μαρτυρία του αυτή στους συγχωριανούς του.[3][4][5]
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι Χριστοῦ Τεσσαράκοντα, διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος ἔνδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρῶς ἐδοξάσθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.