From Wikipedia, the free encyclopedia
Παρά το γεγονός ότι όλα τα πτερυγιόποδα, θηλαστικά προσαρμοσμένα πολύ στη ζωή στο νερό, μπορούν να ονομαστούν φώκιες, οι αληθινές φώκιες, γνωστές αλλιώς και σαν άωτες, ανήκουν στην οικογένεια των φωκιδών. Οι φώκιες δεν έχουν εξωτερικά αφτιά. Δεν μπορούν επίσης να κατευθύνουν τα πίσω πτερύγιά τους προς τα εμπρός, κάτω από το σώμα τους και το τρίχωμά τους αποτελείται κυρίως από μεγάλες τρίχες. Η ταξινόμηση των ζώων που ανήκουν στις γνήσιες φώκιες, συμπίπτει σχεδόν με τη φυσική τους διαίρεση σε φώκιες του βορείου και του νοτίου ημισφαιρίου.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η οικογένεια των Φωκιδών διαιρείται σε δύο υποοικογένειες: στις Φωκίνες και στις Μοναχίνες.
Οι Φωκίνες, περιλαμβάνουν φώκιες του βορείου ημισφαιρίου, όπως τον «Ερύγναθο τον Γενειοφόρο», τη φώκια την «Κυστοφόρο» και τον «Αλίκερω». Επίσης τη φώκια την «Κοινή», τη φώκια της «Κασπίας», τη φώκια της «Βαϊκάλης», τη φώκια την «Παγόφιλο - τον γροιλανδικό» και πολλά άλλα είδη.
Οι Μοναχίνες περιλαμβάνουν τη φώκια τη «μοναχή», τον «θαλάσσιο ελέφαντα», τη φώκη τη «Μακρόρρινο», τη φώκια του «Βέντελ», τη φώκια την «καρκινοφάγο», τη φώκια - «λεοπάρδαλη» και τη φώκια του «Ρος». Σε παλαιότερες ταξινομήσεις, ο θαλάσσιος ελέφαντας, όπως και η φώκια η κυστοφόρος, συγκροτούσαν μια υποοικογένεια, την υποοικογένεια των «κυστοφοριδών». Η λεπτομερειακή όμως σύγκριση των κρανίων και των σκελετών τους, απέδειξε ότι δε συγγενεύουν τόσο στενά και ότι η κυστοφόρος συγγενεύει περισσότερο με τις άλλες ανταρκτικές φώκιες.
Τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τις δύο αυτές υποοικογένειες των μοναχινών και των φωκινών είναι μερικές λεπτομέρειες του κρανίου και του σκελετού μεταξύ των οποίων, μπορούν να αναφερθούν η σμικρυμένη σπονδυλική στήλη στην ωμοπλάτη και το πρώτο μετακάρπιο, που είναι αισθητά μακρύτερο από τα άλλα, και τα μικρότερα νύχια, στα πίσω πτερύγια των μοναχινών. Στις φωκίνες υπάρχει μια καλά αναπτυγμένη σπονδυλική στήλη στην ωμοπλάτη και τα μετακάρπια του 1ου και του 2ου δαχτύλου είναι σχεδόν του ίδιου μεγέθους. Καθώς και τα νύχια στα πίσω πτερύγια είναι το ίδιο μακριά με των μπροστινών.
Στις βορειότερες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου ζει η «φώκια η δακτυλιωτή». Η φώκια αυτή ζει κατά μήκος των πολικών αρκτικών ακτών. Ζει στο νερό των κενών εκείνων ανάμεσα στον αδιάπλευστο πάγο και κατά μήκος των φιόρδ και των όρμων. Αλλά συνήθως δεν παρουσιάζεται στο ανοιχτό πέλαγος κι ανάμεσα στους επιπλέοντες πάγους. Δύο χαρακτηριστικές μορφές της φώκιας αυτής ζουν στις λίμνες με γλυκό νερό, όπως η Σάιμαα και η Λάντογκα στη Φινλανδία.
Οι φώκιες αυτές, μαζί με μερικές άλλες, έχουν αποκτήσει ξεχωριστά ονόματα υποειδών. Οι φώκιες οι δακτυλιωτές είναι μικρά ζώα, που φτάνουν μόνο το 1,4 μ. σε μήκος και ζυγίζουν γύρω στα 90,7 κιλά. Οι χρωματισμός της γούνας ποικίλλει, αλλά συνήθως αποτελείται από μαύρα μικρά στίγματα που περιβάλλονται από ένα ανοιχτόχρωμο δαχτυλίδι, σε ανοιχτό γκρίζο φόντο, - που δίνει και την ονομασία στα σπάνια αυτά είδη.
Δύο άλλες μικρές φώκιες, που συγγενεύουν στενά με την προηγούμενη είναι η «φώκια της Κασπίας» και η «φώκια της Βαϊκάλης». Στη φώκια της Κασπίας αποδόθηκε αυτό το όνομα, γιατί εμφανίζεται στην Κασπία θάλασσα. Εντούτοις καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου στη λιμνοθάλασσα της Κασπίας διαμένει πολύ λίγο, καθώς προτιμά να ζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε δροσερότερα μέρη.
Σε αντίθεση με την αεικίνητη Κασπία, η φώκια της Βαϊκάλης ζει αποκλειστικά όλο τον χρόνο στη λίμνη της Βαϊκάλης της ανατολικής Ρωσίας, μιας λίμνης τεράστιας έκτασης με γλυκό νερό.
Και τα δύο μικρά και επιλεκτικά αυτά είδη, είναι περίπου στο ίδιο μέγεθος με τη δακτυλιωτή και έχουν γκριζοκίτρινες αποχρώσεις στη γούνα τους. Η φώκια της Κασπίας φέρει ακανόνιστες διάστικτες μαύρες πινελιές στο τρίχωμά της, που την κάνουν να ξεχωρίζει.
Ένα ακόμα πιο σπάνιο είδος Αρκτικής Πολικής φώκιας είναι η «γενειοφόρος». Το είδος αυτό δε ζει τόσο βόρεια όσο η δακτυλιωτή, καθώς προτιμά να κολυμπά σε νερά που είναι ρηχά και κοντά και σε ακτές. Δεν κινείται με κοπάδι και σ' όποια τοποθεσία κι αν την έχουμε συναντήσει δεν είναι πολυάριθμη.
Τα πλούσια γένια, μουστάκια που την κάνουν να ξεχωρίζει, της προσδίδουν και το όνομά της. Η Γενειοφόρος φώκια είναι μόλις στα 2 μ. μήκος και ζυγίζει γύρω στα 202 κιλά. Η γούνα της λάμπει από τις μοναδικές γκρίζες και καφέ παλ (παστέλ) αποχρώσεις του μπεζ που έχει στο τρίχωμά της.
Οι μικρές δεν ξεπερνούν το 1 μ. μήκος κι όταν γεννιούνται (από τον Απρίλιο έως τον Μάιο), μένουν με τους γονείς τους για λίγο καιρό. Μία μικρή γενειοφόρος φώκια γεννιέται κάθε δεύτερο χρόνο, πράγμα αξιοσημείωτο για την οικογένεια των φωκινών που συνήθως γεννιέται ένα κάθε χρόνο.
Η γενειοφόρος φώκια τρέφεται με ψάρια του παγωμένου ωκεανού κι από την ώρα που γεννιέται ζει στις παραθαλάσσιες βραχώδεις ακτές των μεγάλων παγόβουνων. Αν και δεν έχει μεγάλη ζήτηση, οι Εσκιμώοι κι όχι μόνο, εξασφαλίζουν τροφή και ένδυση και καθώς το δέρμα της είναι πολύ σκληρό, το βρίσκουν κατάλληλο για την κατασκευή καγιάκ και παλαμαριών.
Αυτή η λιγότερο γνωστή φώκια, έχει μόνο 1,7 μ. μήκους κι αναμφισβήτητα είναι μία από τις λίγες γνωστές φωκίδες, που έχουν ένα τόσο ξεχωριστό σχέδιο στο τρίχωμά τους.
Η «ραβδωτή» ζει κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Ρωσίας, στη βορειοδυτική θάλασσα του Βερίγγειου και στη θάλασσα του Οχότσκ.
Παρόλο που και οι αρσενικές και οι θηλυκές έχουν παρόμοιο σχέδιο στη γούνα τους, τα θηλυκά και τα μικρά έχουν πιο ανοιχτόχρωμη. Οι ενήλικες αρσενικές έχουν καστανό χρώμα, με πλατιές κρεμ λωρίδες γύρω από τον λαιμό και το πίσω άκρο του κεφαλιού τους, και ένα μεγάλο κύκλο στα πλευρά γύρω από την άρθρωση του κάθε μπροστινού πτερυγίου. Τα μικρά γεννιούνται κατά την περίοδο της Άνοιξης και έχουν μακρύ άσπρο τρίχωμα.
Η φώκια «παγόφιλος ο γροιλανδικός» είναι αρκτική και πολύ πιο γνωστή από τη ραβδωτή. Κινείται από τις βόρειες ακτές της Ευρώπης, της Ασίας και της Νέας Ζέμλιας και φτάνει ως τη Σπιτσβέργη. Επίσης εμφανίζεται από τη Γροιλανδία, τις βορειοανατολικές ακτές του Καναδά αλλά και τον κόλπο του Αγίου Λαυρεντίου και περνά ως και το νησί Μπάφιν. Απουσιάζει όμως από τον κόλπος του Χάντσον.
Η φωκίδα αυτή έχει 1,8 μ. μήκος κι έχει ανοιχτό γκρίζο χρώμα. Η αρσενική έχει μια μαύρη λωρίδα, σε σχήμα πετάλου, κατά μήκος των πλευρών και στην πλάτη της. Η λωρίδα αυτή υπάρχει και στον θηλυκό αλλά είναι λιγότερο έντονη.
Τα νεογέννητα είναι μόνο στα 80 εκατοστά μήκος κι έχουν ένα πλούσιο λευκό τρίχωμα, που πέφτει μετά ένα μήνα, για να αντικατασταθεί με γκρίζο διάστικτο, σε πιο σκούρο γκρίζο και μαύρο. Υπάρχει τεράστια ποικιλία στο σχέδιο του τριχώματος των ανήλικων αυτών ζώων. Αλλά και το χρώμα των ενηλίκων αλλάζει συχνά, στη διάρκεια της ζωής τους.
Τα μικρά γεννιούνται στο τέλος Φεβρουαρίου και θηλάζονται μόνο 10 ως 12 μέρες. Καθώς αναπτύσσονται, αποκτούν ένα παχύ μονωτικό στρώμα λίπους, το οποίο λειτουργεί ως απόθεμα τροφής έως ότου μάθουν να βρίσκουν μόνα τους την τροφή τους. Αυτό το είδος φώκιας είναι πολυάριθμο. Μια στατιστική που βασίζεται στη μέτρηση των μελών αυτών από αεροφωτογραφίες, έχει ανεβάσει τον αριθμό του στα 5 εκατομμύρια.
Οι φώκιες αυτές είναι μεγάλης εμπορικής αξίας, γιατί τα μικρά τους, έως δέκα ημερών έχουν μεγάλη ζήτηση, για το απαλό χοντρό τρίχωμά τους. Οι πιο μεγάλες ανήλικες φώκιες καθώς και ενήλικες «συλλαμβάνονται» για το λάδι και το δέρμα τους. Το λάδι τους αποτελεί το μισό από το ανατολικό εισόδημα, που προέρχεται από τα ζώα αυτά. Διεθνής συμφωνία καθορίζει τον αριθμό των ζώων αυτών, που πρέπει να σκοτώνονται κάθε χρόνο.
Η «κυστοφόρος φώκια» ζει από τη Νέα Γη και το νησί Μπάφιν ως τη Γροιλανδία, την Ισλανδία και τη Σπιτσβέργη, συμπίπτοντας, κατά προσέγγιση, με το δυτικό μέρος της εξάπλωσης του Παγόφιλου του γροιλανδικού.
Οι κυστοφόρες ζουν σε πιο ανοιχτά νερά από τους παγόφιλους, αλλά γεννάνε τα μικρά τους τον ίδιο καιρό. Κατά συνέπεια ακολουθείται το ίδιο δρομολόγιο φαλαινοθηρίας και για τα δύο είδη μικρών, και είναι σχεδόν αδύνατον να εκτιμηθούν οι αναφορές της παλαιότερης λογοτεχνίας, σχετικά με το σημερινό κι ακριβή αριθμό των φαλαινοθήρων.
Οι κυστοφόρες φώκιες ως επί το πλείστον είναι μοναχικά ζώα, αλλά, κατά την περίοδο της αναπαραγωγής τον Μάρτιο, σχηματίζουν πολυάριθμες ομάδες, με βασικό τόπο συγκέντρωσης τη Νέα Γη κοντά στο Γιαν Μάγεν. Πριν ακόμα γεννηθούν τα μικρά της φώκιας αυτής, αποβάλλουν το πρώτο τρίχωμά τους, που το αποτελούν μακριές τρίχες και αποκτούν ένα άλλο πολύ όμορφο, γκριζογάλανο στην πλάτη και κρεμην κοιλιά. Τα γουνάκια από τα μικρά έχουν μεγάλη ζήτηση κυρίως για γυναικεία παλτά.
Οι ενήλικες κυστοφόρες φώκιες έχουν περίπου 3 μ. μήκους και ζυγίζουν γύρω στα 408 κιλά. Είναι γκρίζες, με μεγάλες, ακανόνιστες, μαύρες κηλίδες στην πλάτη και μικρότερες στην κοιλιά.
Το πιο γνωστό χαρακτηριστικό της κυστοφόρου είναι η μεγάλη της κύστη, που φουσκώνει. Μια προέκταση της ρινικής κοιλότητας που υπάρχει μόνο στον ενήλικα αρσενικό. Όταν δεν είναι φουσκωμένη, είναι χαλαρή και ζαρωμένη και κρέμεται μπρος από το στόμα, αλλά όταν φουσκώνει, στέκεται σαν μαξιλάρι στην κορφή του κεφαλιού. Ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των κυστοφόρων είναι η ικανότητά τους να βγάζουν ένα παράξενο κόκκινο δερμάτωμα, φυσώντας από το ένα ρουθούνι, το οποίο έχει σχήμα μπαλονιού. Αυτό σχηματίζεται από το ζαρωμένο και πολύ εκτατό εσωτερικό διάφραγμα, που μπορεί να φουσκώνει έξω από το ρουθούνι. Η αιτία αυτής της συμπεριφοράς είναι ακόμη άγνωστη, γιατί παρατηρείται τόσο σε αγριεμένες όσο και σε τελείως ήρεμες φώκιες, είτε βρίσκονται σε αιχμαλωσία είτε σε άγρια κατάσταση.
Σε κάπως πιο εύκρατα νερά ζει η «γκρίζα φώκια», που επισημάνθηκε και στις δύο πλευρές των ακτών του Βόρειου Ατλαντικού. Στη δυτική πλευρά βρίσκεται στις ακτές του κόλπου του Αγίου Λαυρεντίου και της Νέας Γης. Στην ανατολική πλευρά, ζει στην Ισλανδία, στις Νήσους Φερόες, στις Βρετανικές νήσους, στη Νορβηγική ακτή και στη Βαλτική θάλασσα.
Οι μεγαλύτερες αποικίες αναπαραγωγής βρίσκονται στις βρετανικές ακτές, στη Βόρεια Ρόνα και στις Ορκάδες. Άλλες αποικίες υπάρχουν στα Νησιά Σέτλαντ και στις Εβρίδες καθώς και σε πολλά κατάλληλα βραχώδη μέρη, κυρίως κατά μήκος της δυτικής ακτής της Μεγ. Βρετανίας όπως επίσης και στα νησιά Φάρνε, στην ανατολική πλευρά. Στα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες παρακολούθησαν πολλά νεαρά ζώα για να διαπιστώσουν αν αποδημούν. Παρά το γεγονός ότι δεν παρατηρήθηκε πραγματική αποδημία, σημειώνεται ένας διασκορπισμός, μετά την εποχή του πολλαπλασιασμού, ιδιαίτερα των πολύ μικρών ζώων, που ενώ τριγυρίζουν μακριά, τείνουν πάντοτε να γυρίζουν κάθε χρόνο, στο μέρος που γεννήθηκαν.
Οι γκρίζες φώκιες δεν είναι τόσο μεγάλες όσο οι κυστοφόρες. Φτάνουν γύρω στα 2,9 μ. σε μήκος κι έχουν βάρος γύρω στα 294 κιλά. Παρόλο που υπάρχει μια τεράστια ποικιλία στο χρώμα, βρίσκονται δηλαδή όλες οι αποχρώσεις του σκούρου και ανοιχτού γκρι και καφέ, έχει προσδιοριστεί ότι στα αρσενικά ο βασικός χρωματισμός είναι σκουρότερος με ανοιχτόχρωμα στίγματα, ενώ στα θηλυκά είναι ανοιχτότερου χρώματος, πάνω στο οποίο υπάρχουν στίγματα, πιο σκούρα.
Εκτός από τη διαφορά στο χρώμα, τα ενήλικα αρσενικά έχουν και μια προτεταμένη «ρωμαϊκή» μύτη. Τα μικρά της γκρίζας φώκιας γεννιούνται σε διαφορετικές εποχές, ανάλογα με την τοποθεσία της αποικίας. Τα μικρά της Βαλτικής και του Αγ. Λαυρεντίου γεννιούνται τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, ενώ στη Βρετανία γεννιούνται μεταξύ του Σεπτεμβρίου και του Δεκεμβρίου.
Τα νεογέννητα είναι γύρω στα 80 εκ. στο μήκος και, όπως τόσα άλλα μέλη των φωκίδων, είναι σκεπασμένα με μακρότριχη άσπρη γούνα, που κρατά επί τρεις περίπου εβδομάδες. Έπειτα αποκτούν ένα κοντό μπλε - γκρι χρώμα. Ο θηλασμός κρατά δύο - τρεις εβδομάδες και το καθημερινό ζύγισμα μια αιχμάλωτης μητέρας και ενός μικρού, απόδειξε ότι ένα μικρό τριών ημερών έχει βάρος 19,4 κιλά, το οποίο φτάνει στα 41,7 κιλά όταν είναι 18 ημερών οπότε και αποκόβει.
Η θηλυκιά ενήλικη, η οποία νηστεύει κατά τον θηλασμό, χάνει 43 κιλά την περίοδο αυτή, το βάρος της δηλαδή. πέφτει από 168 στα 125 κιλά. Οι αρσενικές γκρίζες φώκιες, κατά την εποχή του πολλαπλασιασμού, ζουν σε μόνιμες περιοχές.
Η «φώκια η κοινή», παρά την ονομασία της, δεν είναι τόσο κοινή στις βρετανικές τουλάχιστον ακτές. Ζει σε λιμνοθάλασσες και σε αμμώδεις όχθες, που μένουν ακάλυπτες στην άμπωτη. Είναι πολύ διαδεδομένη και διάφορες ονομασίες υποείδους έχουν δοθεί στις διάφορες γεωγραφικές ομάδες.
Οι φώκιες, οι γνωστές ως μοναχές, ζουν σε πιο ζεστά νερά από πολλές άλλες.
Υπάρχουν τρία είδη: η φώκια η μοναχή της Μεσογείου, η Δυτικοϊνδιάνικη και η φώκια Λαϊζάν. Εικάζεται ότι ονομάστηκαν μοναχές, εξαιτίας των κυλίνδρων λίπους, που έχουν πίσω από το κεφάλι τους και που μοιάζουν με κουκούλες. Η φώκια η Μοναχή της Μεσογείου φαίνεται να είναι η πρώτη που γνώρισε ο άνθρωπος στους ιστορικούς χρόνους. Επειδή μάλιστα ζει και στη Μεσόγειο, ήταν πολύ γνωστή στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους.
Οι υπόλοιπες φώκιες ζουν στα κρύα νερά της Ανταρκτικής. Είναι όλες πολικές, αλλά ζουν σε διαφορετικές περιοχές και με διαφορετικές συνθήκες διατροφής.
Η «φώκια λεοπάρδαλη» συναντάται πιο βόρεια και ζει στα κράσπεδα των παγετώνων. Τα περισσότερα από τα ζώα αυτά είναι αποδημητικά και μετακινούνται προς τα βόρεια τον χειμώνα. Την εποχή αυτή, οι φώκιες λεοπαρδάλεις συναντώνται στα περισσότερα υποανταρκτικά νησιά, όπως τη Νήσο Μακουάρι, το Κεργκελέν και τη Νότια Γεωργία. Μερικές, σποραδικά, ζουν στις νότιες ακτές της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας και μία μάλιστα βρέθηκε τόσο βόρεια, στο νησί Ραροτόγκα, των Νήσων Κουκ.
Τα μικρά τους, μάλιστα, πηγαίνουν πιο μακριά από τα ενήλικα. Οι φώκιες λεοπαρδάλεις είναι μεγάλα, μοναχικά ζώα, που φτάνουν γύρω στα 3,3 μ. σε μήκος και ζυγίζουν γύρω στα 272 κιλά.
Οι μεγάλες θηλυκές μπορεί να είναι ως 60 εκ. μακρύτερες από τις μεγάλες αρσενικές. Οι φώκιες αυτές στο τρίχωμά τους είναι σκούρες γκρι στην πλάτη και ανοιχτές γκρι στην κοιλιά κι έχουν και μια πολύμορφη ποικιλία από στίγματα στις πλευρές και στον λαιμό. Έχουν πολύ λεπτά σώματα και το κεφάλι δείχνει δυσανάλογα μεγάλο, με ένα φαρδύ στόμα, οπλισμένο με μεγάλα δόντια, που έχουν το καθένα τρεις μύτες. Η εμφάνισή της είναι υπεύθυνη για τη φήμη της, γιατί επιδεικνύει εξαιρετική αγριότητα, αλλά εάν δεν ενοχληθεί είναι απλώς επικίνδυνη μόνο για τους πιγκουίνους, τα ψάρια και τα καλαμάρια, με τα οποία τρέφεται.
Όπως κι οι άλλοι πτερυγιόποδες πιγκουινοφάγοι, η φώκια λεοπάρδαλη χτυπά δυνατά το νεκρό πουλί στους βράχους έως ότου αποβάλει το δέρμα του. (Δέρματα πιγκουίνων, βρίσκονται συχνά στους πάγους). Επειδή ζει σε παγετώνες δεν ξέρουμε πολλά για τη γενική ιστορία της ζωής της, αλλά πιστεύεται ότι γεννάει τα μικρά της στο διάστημα μεταξύ των μηνών Νοέμβριο και Ιανουάριο.
Η «φώκια η καρκινοφάγος» είναι, ίσως, η πιο πολυάριθμη φώκια της Ανταρκτικής. Βρίσκεται στους επιπλέοντες πάγους, μετακινούμενη προς τα βόρεια με τον πάγο τον χειμώνα και το καλοκαίρι, όταν ο βαρύτερος πάγος σπάει, στα νότια. Είναι αγελαίο ζώο, που ζει το καλοκαίρι, συγκεντρωμένο σε μεγάλες ομάδες. Κάπου - κάπου, μερικές φτάνουν ως την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Οι φώκιες αυτές φτάνουν γύρω στα 2,5 μ. σε μήκος και έχουν ασημί και καφέ - γκρι χρώμα, αλλά το χρώμα ξεθωριάζει τον χειμώνα καθώς επίσης και με την ηλικία, έτσι ώστε τα γηραιότερα ζώα, μπορεί να είναι σχεδόν άσπρα. Πάλι, λίγες λεπτομέρειες είναι γνωστές για τις συνήθειές τους, αλλά από όσες πληροφορίες υπάρχουν, συμπεραίνουμε ότι γεννά στα τέλη Σεπτεμβρίου. Η ονομασία τους είναι παραπλανητική, μια και δεν τρέφονται με καβούρια αλλά με ένα οστρακόδερμο που μοιάζει με γαρίδα και ονομάζεται κριλ. Κολυμπώντας μέσα στα κοπάδια των κριλ στο νερό, τα συλλέγει με τη βοήθεια των δοντιών της, των οποίων οι περίπλοκες αιχμές σχηματίζουν κόσκινο.
Η «ομματοφώκη» είναι, ίσως, η λιγότερη γνωστή από τις φώκιες της Ανταρκτικής. Βρίσκεται στους μεγάλους παγετώνες, γύρω από τα κράσπεδα της Ανταρκτικής Ηπείρου, αλλά επισημαίνεται σπάνια.
Η «φώκια του Βέντελ» ζει πιο νότια από τους παγετώνες, συνήθως κοντά στην ξηρά ή σε αδιάπλευστους πάγους. Είναι η πιο νότια από τις φώκιες της Ανταρκτικής και δεν αποδημεί, παρά το γεγονός ότι μερικές φτάνουν ως το νησί Μακουάρι, τα νησιά Φώκλαντ και τη Νέα Ζηλανδία. Οι ενήλικες είναι γύρω στα 2,7 μ. σε μήκος και οι θηλυκές λίγο μεγαλύτερες. Είναι σκούρες καφέ ή μαύρες στην πλάτη που ξεθωριάζει προς το άσπρο στην κοιλιά, με διάφορες άσπρες λουρίδες και πιτσιλιές πάνω στο σκούρο φόντο. Το τρίχωμά τους ξεθωριάζει το καλοκαίρι, αλλά όχι τόσο όσο της καρκινοφάγου. Η συνηθισμένη τροφή τους είναι τα ψάρια, αν και μπορεί να φάνε και πολλά ασπόνδυλα, όπως καλαμάρια, οστρακόδερμα και ολοθούρια. Οι φώκιες αυτές χρησιμοποιούνται πολύ για τροφή των σκύλων των ανταρκτικών αποστολών. Επειδή βρίσκονται σε περιοχές όπου ζει και ο άνθρωπος, έχουν μελετηθεί και ξέρουμε περισσότερα γι' αυτές από όσα για τις άλλες φώκιες της Ανταρκτικής. Ιδιαίτερα μελετήθηκαν το βάθος των καταδύσεών τους και οι υποβρύχιοι ήχοι που εκβάλλουν. Βαθύμετρα που προσδέθηκαν στο σώμα τους, έδειξαν ότι βουτάνε συχνά σε βάθος 300 και 400 μ. αλλά, σπάνια, πηγαίνουν και βαθύτερα. Ο χρόνος που μένουν κάτω από το νερό είναι συνήθως γύρω στα 20 λεπτά, που φαίνεται ότι είναι και το όριο αντοχής τους. Πολλοί υποβρύχιοι ήχοι έχουν καταγραφεί. Χρησιμοποιούνται από τις φώκιες για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και για να εντοπίσουν την τροφή τους και τα ανοίγματα στους πάγους., που επιτρέπουν στα ζώα να αναπνέουν. Τα μικρά τους που έχουν, περίπου 1,5 μ. μήκος κατά τη γέννησή τους, γεννιούνται τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο και έχουν γκριζωπό τρίχωμα.
Φώκιες ζουν και στην Ελλάδα, αν και ο αριθμός τους δεν είναι μεγάλος. Αρκετές ωστόσο ζουν στα ερημονήσια, όπου δεν ενοχλούνται από την παρουσία του ανθρώπου.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.