Ιταλός θεωρητικός της μουσικής και συνθέτης From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Φρανκίνο ή Φρανκίνι Γκαφούριο ή Γκαφόρι, εκλατινισμένη ονομασία Φρανκίνους Γκαφούριους (Franchino ή Franchini Gaffurio ή Gaffori/Gafori ή Franchinus Gaffurius, Λόντι 14 Ιανουαρίου 1451 – Μιλάνο 25 Ιουνίου 1522) ήταν Ιταλός θεωρητικός της μουσικής και συνθέτης, από τους γνωστότερους στη χώρα του κατά την περίοδο της Αναγέννησης.
Φρανκίνο Γκαφούριο | |
---|---|
Το περίφημο έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι Πορτρέτο ενός Μουσικού (1490, περίπου) με άγνωστο το απεικονιζόμενο πρόσωπο. Μία από τις επικρατούσες εικασίες είναι ότι, πρόκειται γα τον συνθέτη Φρανκίνο Γκαφούριο, τον οποίο γνώριζε προσωπικά ο Λεονάρντο | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 14 Ιανουαρίου 1451[1][2][3] Λόντι |
Θάνατος | 25 Ιουνίου 1522[4] Μιλάνο |
Θρησκευτικό τάγμα | Τάγμα του Αγίου Βενέδικτου |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | λατινική γλώσσα[5] Ιταλικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης μουσικολόγος μουσικός θεωρητικός |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γκαφούριο γεννήθηκε στο Λόντι της Β. Ιταλίας, το 1451. Γονείς του ήσαν οι, αριστοκρατικής καταγωγής, Μπετίνο ‘από το Αλμένο’ (Bettino ‘di Almenno’), κοντά στο Μπέργκαμο, και Κατερίνα Φισιράγκα (Caterina Fissiraga) από το Λόντι. Από παιδί, ακολούθησε ιερατική σταδιοδρομία στη Μονή Βενεδικτίνων του Αγίου Πέτρου, στο Παλαιό Λόντι. Έφυγε από το μοναστήρι μετά τον Σεπτέμβριο του 1473 και χειροτονήθηκε ιερέας στα τέλη του 1473 ή του 1474, υπό τον ουμανιστή επίσκοπο Κάρλο Παλαβιτσίνο (Carlo Pallavicino). Ξεκίνησε να σπουδάζει μουσική με τον Γιοχάνες Μποναντί ή Ζαν Γκόντενταχ (Johannes Bonadies ή Godendach),[6] πιθανότατα στο Λόντι, όπου αναφέρεται ότι τραγούδησε στον καθεδρικό ναό της Ανάληψης, στις 18 Μαΐου 1474. Το ίδιο έτος πήγε στη Μάντοβα μαζί με τον πατέρα του, όπου πέρασε δύο ακόμη χρόνια μελετώντας μουσική. Στη συνέχεια, εγκαθίσταται στη Βερόνα όπου διδάσκει και, παράλληλα, γράφει τα Musicae institutionis collocutiones και Flos Musice, δύο πραγματείες που χάθηκαν, συνεχίζοντας τις σπουδές του.
Το 1477 προσκλήθηκε στη Γένοβα από τον δόγη Π. Αντόρνο (Prospero Adorno) και, αφού δίδαξε εκεί για ένα έτος, τον Νοέμβρη του 1478 τον ακολούθησε στη Νάπολη. Εκεί, αφιερώθηκε στην θεωρία της μουσικής, υποστηρίζοντας συζητήσεις με διάφορους συνθέτες, όπως με τον Γιοχάνες Τινκτόρις, και δημοσιεύοντας την πρώτη μεγάλη πραγματεία του, Theoricum opus musicae disciplinae (1480). Η επιδημία πανώλης και η τουρκική εισβολή στην Απουλία τον οδήγησαν να αποδεχθεί την πρόσκληση του Παλαβιτσίνο να επιστρέψει στο Λόντι. Έζησε στο κάστρο του επισκόπου στο Μοντιτσέλι (Monticelli d'Ongina), από το 1480 έως το 1483, όπου διδάσκει και γράφει το πρώτο μέρος του Practica musicae. Από τις 19 Μαΐου 1483, υπηρέτησε στο παρεκκλήσιο του Μπέργκαμο, αλλά σύντομα έφυγε από εκεί εξαιτίας του πολέμου της Φερράρα. Στις 22 Ιανουαρίου 1484 διορίστηκε «μάγιστρος», δηλαδή διευθυντής παρεκκλησίου του καθεδρικού ναού Ντουόμο του Μιλάνου, όπου παρέμεινε για σχεδόν σαράντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του, επειδεικνύοντας bona prudentia ac solicitudo «καλή σύνεση και αλληλεγγύη». Στο Μιλάνο δημοσίευσε τις τελικές αναθεωρήσεις των πραγματειών του Theoricum opus musicae disciplinae (1480, 1492) και Practica musicae (1496, 4 τόμοι).[6]
Στο Ντουόμο, δίδαξε και έφερε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη χορωδία, επιβάλλοντας αυστηρή πειθαρχία που προέβλεπε ακόμη και πρόστιμα για όσους απουσίαζαν αδικαιολόγητα από τις πρόβες. Επίσης, αναδιοργάνωσε την scuola puerorum, με την επιλογή παιδιών-τραγουδιστών για διάφορους σκοπούς, είτε για μουσική προετοιμασία είτε για εγκύκλιες σπουδές. Λόγω της μακράς και έντονης αφοσίωσής του, ο Γκαφούριο θεωρείται ο πραγματικός ιδρυτής της χορωδίας του Ντουόμο, της οποίας το ρεπερτόριο, η πειθαρχία και το κύρος αυξήθηκαν σε τέτοιο βαθμό έτσι, ώστε το 1492, ο Λουδοβίκος Σφόρτσα ήθελε να γίνει αυλικός πρωτοψάλτης με διδακτικά, κυρίως, καθήκοντα. Ο Γκαφούριο είχε σχεδόν την ίδια ηλικία με τους Ζοσκέν ντε Πρε και Λεονάρντο ντα Βίντσι. Τους συνέδεε προσωπική φιλία,[6] μάλιστα ο ντα Βίντσι είχε -πιθανότατα- φιλοτεχνήσει τον Γκαφούριο στον πίνακά του, Πορτρέτο Ενός Μουσικού. [εκκρεμεί παραπομπή] Ωστόσο, ο Ολλανδός ζωγράφος πορτρέτων Ζ. Βόλντχεκ (Siegfried Woldhek) υποστηρίζει πως, ο συγκεκριμένος πίνακας δεν είναι παρά η μία (1) από τις τρεις αυτοπροσωπογραφίες του αινιγματικού Λεονάρντο.[7]
Πέθανε στο Μιλάνο, το 1522, και ενταφιάστηκε στην εκκλησία του Αγίου Μαρκελίνου στην Porta Comasina. Το 1917, στη γενέτειρα πόλη του Γκαφούριο, ιδρύθηκε από τον συνθέτη Τ. Σπετσαφέρι (Giovanni Spezzaferri), η «Μουσική Σχολή Γκαφούριο του Λόντι» (αργότερα «Αστικό Μουσικό Ινστιτούτο Φρανκίνι Γκαφούριο») που, σήμερα, συνεχίζει τη δραστηριότητά του υπό την επωνυμία της «Ακαδημίας Μουσικής και Χορού Φρανκίνο Γκαφούριο».[8] Το ίδρυμα διευθύνεται από τον ομώνυμο Μουσικό Σύνδεσμο, ο οποίος έχει το θεσμικό σκοπό να «επεκτείνει το ενδιαφέρον σε τέτοιες τέχνες (μουσική και χορό) σε όλες τις εκφάνσεις τους».[9] Το όνομα του συνθέτη δόθηκε στην «Πολυφωνική Χορωδία Φρανκίνο Γκαφούριο» της Όστια Λίντο, που ιδρύθηκε στη Ρώμη το 1985, από τον Λ. Λουτσιάνι (Luciano Luciani).[10]
Μεγάλος ανθρωπιστής, ο Γκαφούριο έγραψε μια σειρά μουσικών πραγματειών που έτυχαν ευρείας αποδοχής, πραγματειών που εμβαθύνουν το μουσικό φαινόμενο από κάθε άποψη. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Σ. ντε Λέτο (Sardi de Letto) θα αναθεωρηθεί, εν μέρει, η αντίληψη ότι επηρέασε σημαντικά τη σκέψη του Τ. Τσαρλίνο (Giοseffo Zarlino).[11]
Ο Γκαφούριο ενσάρκωνε το ανθρωπιστικό ιδεώδες ενός μελετητή αφιερωμένου σε πολλές τέχνες και -επιστημονικούς- κλάδους, αλλά η σημαντικότερη και πλέον διάσημη συμβολή του παραμένουν οι μουσικές του πραγματείες Theoricum opus musicae disciplinae και Practica musicae. Προικισμένος με πλούσια και ευρεία κουλτούρα, ο Γκαφούριο, απέκτησε, μελέτησε και μετέγραψε πολλές πραγματείες της εποχής, τόσο διασήμων όσο και ανωνύμων συγγραφέων, ή και παντελώς αγνώστων έργων. Οι αναγνώσεις του αντανακλώνται ευρέως στα γραπτά του, δείχνοντας βαθιά γνώση των θεωριών λογίων, όπως των Βοηθίου, Τινκτόρις, ντε Μούρις (Johannes de Muris), ντε Βιτρύ, Ντυφέ (Guillaume Dufay), ντα Πάντοβα (Marchetto da Padova) κ.α.[12]
Τα δύο έργα του Γκαφούριο, ιδιαίτερα το Practica musicae, ήσαν ευρέως διαδεδομένα και συνέβαλαν στην εξέλιξη αυστηρών φιλοσοφικών και επιστημονικών ερευνών γύρω από τη μουσική. Εκείνη την εποχή, όμως, για να υποστηρίξει τις δικές του μουσικές ιδέες, αντιμετώπισε σκληρή αντίδραση από τους θεωρητικούς της Μπολόνιας που υποστήριζαν τις θεωρίες του Ισπανού Ράμος δε Παρέχα (Bartolomé Ramos de Pareja). Το 1491, ο Σπατάρο τον επέκρινε με πικρό τρόπο στο έργο του Bartolomei Ramis honesta defensio in Nicolai Burtii parmensis opusculum. Ο Γκαφούριο απάντησε με, εξίσου, σκληρό τρόπο το 1520 με το Apologia Franchini Gafurii musici adversus Ioannem Spatarium et complices musicos Bononienses. Ο Σπατάρο απάντησε το επόμενο έτος με το Dilucide et probatissime demonstratione de maestro Zoanne Spatario musico bolognese contra certe frivole et vane excusatione da Franchino Gafurio (maestro de li errori) in lude aducte αλλά, σ’ αυτό το σημείο, η αντιπαράθεση σταμάτησε, πιθανόν, λόγω θανάτου τού Γκαφούριο. Στο θεωρητικό έργο του De harmonia musicorum instrumentorum προαναγγέλεται το πέρασμα από την αντίστιξη στην αρμονία. Παρομοίως, οι πολλές θρησκευτικές του συνθέσεις μαρτυρούν επιτυχημένο συνδυασμό ανάμεσα στη γαλλοφλαμανδική αντίστιξη και στη ρέουσα ιταλική μελωδία.[6]
Επίσης, έγραψε λειτουργίες, πολλά μοτέτα, δοξαστικά και ύμνους, κυρίως κατά τα έτη που βρισκόταν στο Μιλάνο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.