Υποκουλτούρα
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο υποκουλτούρα αποκαλείται, στην κοινωνιολογία, ανθρωπολογία και τις πολιτισμικές σπουδές, κάθε ομάδα ανθρώπων με κουλτούρα (ευδιάκριτη ή αφανή) η οποία τους διαφοροποιεί από την ευρύτερη κουλτούρα στην οποία ανήκουν.
Η λέξη υποκουλτούρα προέρχεται από την αγγλική λέξη subculture. Ετυμολογικά προέρχεται από την πρόθεση υπό και την λέξη κουλτούρα, δηλώνοντας την υποκατηγορία μιας γενικότερης κουλτούρας. Ήδη από το 1950, ο κοινωνιολόγος Ντέιβιντ Ρίσμαν (David Riesman), διέκρινε τη διαφορά ανάμεσα στην πλειοψηφία, η οποία αποδέχεται εμπορικά παρεχόμενα στυλ και σημασίες, και μια υποκουλτούρα η οποία υιοθετεί στυλ μειοψηφίας προσδίδοντάς του ανατρεπτικές αξίες[1]. Το 1979 στο βιβλίο του Υποκουλτούρα το νόημα του στυλ, ο Ντικ Χέμπντιτζ (Dick Hebdige) υποστήριξε ότι η υποκουλτούρα είναι ανατροπή της ομαλότητας. Έγραψε ότι οι υποκουλτούρες μπορεί να εκληφθούν ως αρνητικές λόγω της φύσης τους και της κριτικής που ασκούν στο κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο. Ο Χέμπντιτζ υποστήριξε ότι οι υποκουλτούρες συγκεντρώνουν άτομα με παρόμοιες ιδέες και απόψεις που αισθάνονται παραμελημένα από τα κοινωνικά πρότυπα και τους επιτρέπεται, μέσω της ομάδας που δημιουργούν, να αναπτύξουν αίσθηση ταυτότητας.
Το 1995, η Σάρα Θόρντον (Sara Thornton), με βάση τις απόψεις του Πιέρ Μπουρντιέ, περιέγραψε το «κεφάλαιο της υποκουλτούρας» ως την πολιτιστική γνώση και τα βασικά αγαθά που αποκτήθηκαν από τα μέλη μιας υποκουλτούρας, ανεβάζοντας τη θέση τους και βοηθώντας τους να διαφοροποιηθούν από τα μέλη άλλων ομάδων[2]. Το 2007, ο Κεν Γκέλντερ (Ken Gelder) πρότεινε τη χρήση, ως μέσου διάκρισης μιας υποκουλτούρας από τις υπόλοιπες αντικουλτούρες, του επιπέδου διείσδυσής τους στην κοινωνία[3]. Ο Γκέλντερ πρότεινε ακόμη έξι βασικούς τρόπους με τους οποίους μπορούν να αναγνωριστούν οι υποκουλτούρες:
Η μελέτη μιας υποκουλτούρας είναι, συχνά, μελέτη των συμβολισμών που τα μέλη της αποδίδουν στα είδη ένδυσής τους, τη μουσική που ακούν, καθώς και άλλους εμφανείς τρόπους επίδειξης που χρησιμοποιούν. Ακόμη, μελετάται μέσα από τους τρόπους με τους οποίους τα ίδια αυτά σύμβολα ερμηνεύονται από τα μέλη της κυρίαρχης κουλτούρας. Σύμφωνα με τον Ντικ Χέμπντιτζ, τα μέλη μιας υποκουλτούρας συχνά εκφράζουν τη συμμετοχή τους μέσα από μια χαρακτηριστική και συμβολική χρήση του στυλ, το οποίο περιλαμβάνει δική τους μόδα, επιτήδευση και αργκό.[4]
Οι υποκουλτούρες μπορεί να υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα των οργανισμών. Έτσι τονίζουν το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές κουλτούρες ή συνδυασμοί αξιών, συνήθως εμφανείς σε κάθε οργανισμό, οι οποίες μπορεί να δρουν συμπληρωματικά αλλά και ανταγωνιστικά ως προς τη γενική κουλτούρα του οργανισμού.[5] Σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν θεσπιστεί νόμοι εναντίον κάποιας υποκουλτούρας με ρύθμιση ή περιορισμό της δράσης της[6].
Μερικές φορές, μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστεί μια υποκουλτούρα, επειδή το στυλ τους (κυρίως τα είδη ένδυσης και η μουσική) μπορούν να έχουν υιοθετηθεί από τη μαζική κουλτούρα, για εμπορικούς σκοπούς. Οι επιχειρήσεις συχνά επιδιώκουν να αξιοποιήσουν την ανατρεπτική γοητεία μιας υποκουλτούρας, καθώς αυτές αναζητούν το cool πρότυπο, το οποίο είναι πολύτιμο στην πώληση οποιουδήποτε προϊόντος.[7] Η διαδικασία αυτή της πολιτιστικής ιδιοποίησης συχνά έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο ή την εξέλιξη της υποκουλτούρας, της οποίας τα μέλη θα υιοθετήσουν νέα στυλ τα οποία θα φαίνονται ξένα στη συμβατική κοινωνία[8].
Οι υποκουλτούρες που βασίζονται στη μουσική είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε αυτή τη διαδικασία ιδιοποίησης. Έτσι κάθε είδος μουσικής μπορεί να θεωρηθεί ως υποκουλτούρα σε ένα στάδιο της ιστορία της -όπως για παράδειγμα οι τζαζ, goth, πανκ, χιπ χοπ, και ρέιβ κουλτούρες- μπορεί, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να εκπροσωπεί τη συμβατική αισθητική.[9] Ορισμένες υποκουλτούρες έχουν απορρίψει ή τροποποιήσει τη σημασία του στυλ, τονίζοντας την ένταξη μέσω της υιοθέτησης μιας ιδεολογίας, καθώς αυτή μπορεί να είναι πολύ πιο ανθεκτική στην εμπορική εκμετάλλευση[10].
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδιοποίησης είναι το διακριτικό (και αρχικά σκανδαλώδες) στυλ ντυσίματος των ανθρώπων που ανήκαν στην υποκουλτούρα του πανκ. Το στυλ αυτό υιοθετήθηκε από τις εταιρίες μαζικής μόδας αμέσως μόλις η υποκουλτούρα αυτή τράβηξε το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης.
Το 1985, ο γάλλος κοινωνιολόγος Michel Maffesoli επινόησε τον όρο αστική φυλή, που κέρδισε τη διαδεδομένη χρήση της μετά από τη δημοσίευση του Le temps des tribus: le déclin de l'individualisme dans les sociétés postmodernes.[11] Οκτώ χρόνια αργότερα, αυτό το βιβλίο εκδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως ''Η ώρα των Φυλών: Η πτώση του Ατομικισμού στην Μέση Μαζική κοινωνία''.[12]
Σύμφωνα με τον Maffesoli, οι αστικές φυλές είναι μικρές ομάδες ανθρώπων που μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα σε αστικές περιοχές. Τα μέλη αυτών των σχετικά μικρών ομάδων τείνουν να έχουν παρόμοιες κοσμοθεωρίες, στυλ ντυσίματος και συμπεριφορές. Οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπίσημες και συναισθηματικά φορτισμένες και διαφέρουν από τον ύστερο καπιταλισμό της εταιρικής - αστικής τάξης των πολιτισμών, που έχουν βάση την ψύχραιμη λογική. Ο Maffesoli ισχυρίζεται ότι οι πανκ αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας ''αστικής φυλής''.
Πέντε χρόνια μετά την πρώτη αγγλική μετάφραση του Le temps des tribus, ο συγγραφέας Ethan Watters ισχυρίζεται ότι επινόησε με τον ίδιο νεολογισμό ένα νέο άρθρο στο New York Times Magazine. Αυτό επεκτάθηκε αργότερα στο βιβλίο του Urban Tribes: Μια γενιά επαναπροσδιορίζει Φιλίες, Οικογένεια, και Δέσμευση. Σύμφωνα με τον Watters, αστικές φυλές είναι ομάδες που δεν παντρεύονται ποτέ μεταξύ των ηλικιών 25 και 45, που συγκεντρώνουν το κοινό συμφέρον των ομάδων και απολαμβάνουν έναν αστικό τρόπο ζωής , το οποίο προσφέρει μια εναλλακτική λύση στις παραδοσιακές οικογενειακές δομές.
Η σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 οδήγησε σε μια απόρριψη από κάποιους ανθρώπους των καθιερωμένων μέχρι τότε κανόνων σεξουαλικής ζωής σε σχέση με την σεξουαλικότητα και το φύλο, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές της Ευρώπης, τη Βόρεια και Νότια Αμερική, την Αυστραλία, και τους λευκούς της Νότιας Αφρικής. Το αρκετά ανεκτικό κοινωνικό περιβάλλον που επικρατούσε στις περιοχές αυτές οδήγησε σε πολλαπλασιασμό των σεξουαλικών υποκουλτούρων και στην πολιτιστική έκφραση της μη-τυπικής σεξουαλικότητας . Όπως και με άλλες υποομάδες, οι σεξουαλικές υποκουλτούρες ενέκριναν ορισμένα στυλ μόδας και κάποιους τρόπους συμπεριφοράς με σκοπό την διάκριση τους από την επικρατούσα τάση.
Οι ομοφυλόφιλοι εκφράστηκαν μέσα από την γκέι κουλτούρα , η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη σεξουαλική υποκουλτούρα του 20ου αιώνα. Με την ολοένα αυξανόμενη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας στις αρχές του 21ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένων και των εκφράσεων τους στο χώρο της μόδας, της μουσικής, του σχεδιασμού, η ομοφιλοφιλική κουλτούρα δε μπορεί πλέον να θεωρείται μια υποκουλτούρα σε πολλά μέρη του κόσμου, αν και ορισμένες πτυχές αυτής της κουλτούρας, όπως αυτοί που ντύνονται με δέρματα(leathermen), οι γνωστοί ως αρκούδες (bears), και οι ομοφυλόφιλοι που καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες φαγητού παίρνοντας ευχαρίστηση από αυτό (feeders), θεωρούνται υποομάδες εντός των ομοφυλοφίλων μέσα στο ίδιο τους το κίνημα. Οι ταυτότητες άντρα και γυναίκας ή οι ρόλοι μεταξύ ορισμένων λεσβιών, επίσης, έχουν ως αποτέλεσμα να προκύψουν μέσα στην ομάδα τους, σε αυτή την υποκουλτούρα, στερεότυπα για την ενδυμασία κλπ. Στα τέλη του 1980 αναπτύχθηκε περισσότερο το κίνημα των ομοφυλόφιλων με την δημιουργία του κινήματος των queer, μιας γενικής ομάδας ομοφυλόφιλων, που σε γενικές γραμμές θεωρείται μια υποκουλτούρα που θα περιλαμβάνει εκείνους που απορρίπτουν τους κανόνες στη σεξουαλική συμπεριφορά, και οι οποίοι γιορτάζουν την προβολή και τον ακτιβισμό. Η ευρύτερη αυτή κυκλοφορία συνέπεσε με τα αυξανόμενα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα στις μελέτες των queer και τη θεωρία τους. Πτυχές της σεξουαλικής υποκουλτούρας μπορεί να ποικίλουν κατά μήκος των πολιτιστικών γραμμών του κόσμου. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο όρος down-low χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε Αφρικοαμερικανικά άτομα που δεν προσδιορίζουν τους εαυτούς τους ως gay ή τα πολιτιστικά στοιχεία τους, αλλά στη ζωή τους κάνουν ομοφυλοφιλικές γνωριμίες και σχέσεις ενώ μπορεί να έχουν υιοθετήσει μια ειδική ενδυμασία χιπ χοπ κατά τη διάρκεια αυτής της δραστηριότητας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.