From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τζον Πωλ Τζόουνς (John Paul Jones, 6 Ιουλίου 1747 - 18 Ιουλίου 1792) ήταν ο πρώτος γνωστός αγωνιστής του Αμερικανικού Ναυτικού κατά την Αμερικανική Επανάσταση. Αν και έκανε εχθρούς μεταξύ της αμερικανικής πολιτικής ελίτ, οι ενέργειές του στα βρετανικά ύδατα κατά τη διάρκεια της επανάστασης, τού χάρισαν διεθνή φήμη.
Τζον Πολ Τζόουνς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | John Paul Jones (Αγγλικά) |
Γέννηση | 6 Ιουλίου 1747[1][2][3] Kirkcudbrightshire |
Θάνατος | 18 Ιουλίου 1792[1][2][3] Παρίσι |
Τόπος ταφής | d:Q2972461, Naval Academy Chapel και United States Naval Academy |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας (έως 1776) |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Αγγλικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | διπλωμάτης αξιωματικός του ναυτικού |
Περίοδος ακμής | 1775 |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | Πλοίαρχος, λοχαγός και kontr-admiral/Continental Navy και Ρωσικό αυτοκρατορικό πολεμικό ναυτικό |
Πόλεμοι/μάχες | Αμερικανική Επανάσταση, Raid of Nassau, Battle of Block Island, North Channel Naval Duel, Battle of Flamborough Head, Ρωσοτουρκικός πόλεμος και Naval actions at the siege of Ochakov |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου Τάγμα της Αγίας Άννης Order of Military Merit Society of the Cincinnati |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής του με το βρετανικό πολεμικό πλοίο Σέραπις (HMS Serapis), ο Τζόουνς έδωσε τη θρυλική απάντηση στο αίτημα του Βρετανού πλοίαρχου να παραδοθεί: "I have not yet begun to fight!" (Δεν έχω αρχίσει ακόμα να Πολεμώ!).
Ο Τζον Πωλ (το "Τζόουνς" το πρόσθεσε αργότερα) γεννήθηκε κοντά στο Κέρκμπιν, στην περιοχή Κερκούμπρι της νοτιοδυτικής ακτής της Σκωτίας. Ο πατέρας του, Τζον Πωλ ο πρεσβύτερος, ήταν κηπουρός. Ο Τζον Πωλ ξεκίνησε τη ναυτική του καριέρα σε ηλικία 13 ετών, όταν σαλπάρισε από το Χουάιτχεϊβεν της βόρειας Αγγλίας ως μαθητευόμενος στο πλοίο "Friendship" υπό τον καπετάνιο Μπένσον. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Γουίλιαμ Πωλ, είχε παντρευτεί και εγκατασταθεί στο Φρέντρικσμπεργκ της Βιρτζίνια, το οποίο υπήρξε ο προορισμός πολλών από τα πρώτα ταξίδια του νεαρού Τζον.
Για αρκετά χρόνια ο Τζον εργαζόταν σε διάφορα βρετανικά εμπορικά και δουλεμπορικά πλοία, συμπεριλαμβανομένου του "King George" το 1764 ως τρίτος αξιωματικός, και του "Two Friends" ως πρώτος αξιωματικός το 1766. Αηδιασμένος με τη σκληρότητα του δουλεμπορίου, το 1768 εγκατέλειψε τη σημαντική θέση του στο κερδοφόρο "Two Friends", ενώ βρισκόταν στη Τζαμάικα, και επέστρεψε πίσω στη Σκωτία.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου ταξιδιού του, με το μπρίκιο "John", το οποίο απέπλευσε από το λιμάνι το 1768, η σταδιοδρομία του νεαρού Τζον Πωλ ανήλθε γρήγορα και απροσδόκητα καθώς ο καπετάνιος και ο αντικαταστάτης του πέθαναν ξαφνικά από κίτρινο πυρετό. Ο Τζον κατάφερε να πλοηγήσει με επιτυχία το πλοίο σε ένα ασφαλές λιμάνι και ως ανταμοιβή γι' αυτό το εντυπωσιακό κατόρθωμα, οι ευγνώμονες Σκωτσέζοι ιδιοκτήτες του πλοίου τον έκαναν κύριο του καραβιού και του πληρώματος, δίνοντάς του το 10% του φορτίου[4]. Στη συνέχεια τέθηκε επικεφαλής δύο ταξιδιών στις Δυτικές Ινδίες. Κατά το δεύτερο ταξίδι του το 1770, ο Τζον Πωλ μαστίγωσε άγρια έναν από τους ναύτες του, οδηγώντας σε κατηγορίες ότι η τιμωρία του ήταν υπερβολικά σκληρή. Ενώ αρχικά αυτοί οι ισχυρισμοί είχαν απορριφθεί, η καλή του φήμη καταστράφηκε όταν ο τιμωρημένος ναύτης πέθανε λίγες εβδομάδες αργότερα. Οι πηγές διαφωνούν σχετικά με το αν ο Τζον Πωλ συνελήφθη για τη συμμετοχή στο θάνατο του ναύτη, αλλά η αρνητική επίδραση στη φήμη του είναι αναμφισβήτητη.
Φεύγοντας από τη Σκωτία, ο Τζον Πωλ διοίκησε για 18 περίπου μήνες το πλοίο "Betsy", εμπλεκόμενος σε κερδοσκοπικό εμπόριο στο Τομπάγκο. Ωστόσο, αυτό έλαβε τέλος όταν ο Τζον σκότωσε με σπαθί ένα μέλος του πληρώματός του πάνω σε μία διαφωνία που είχανε για τους μισθούς[5]. Χρόνια αργότερα, σε ένα γράμμα του στον Βενιαμίν Φραγκλίνο όπου περιέγραφε αυτό το περιστατικό, ισχυρίστηκε ότι ήταν σε αυτοάμυνα αλλά επειδή δεν θα δικαζόταν σε Ναυτοδικείο, ένιωσε υποχρεωμένος να καταφύγει στο Φρέντρικσμπεργκ αφήνοντας πίσω την περιουσία του.
Ο Τζον Πωλ πήγε στο Φρέντρικσμπεργκ για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του αδελφού του, ο οποίος πέθανε χωρίς ν' αφήσει οικογένεια. Εκείνη την περίοδο, πρόσθεσε στο πραγματικό του επώνυμο και το επώνυμο Τζόουνς. Λίγο καιρό αργότερα εντάχθηκε στο Αμερικανικό Ναυτικό για να πολεμήσει ενάντια στους Βρετανούς.
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την οικογενειακή κατάσταση του Τζον Πωλ Τζόουνς, γεγονός που καθιστά δύσκολο να εντοπιστούν ιστορικά ακριβή κίνητρα για τη μετανάστευσή του στην Αμερική. Είναι άγνωστο λοιπόν αν η μετανάστευση έγινε επειδή τα σχέδιά του για τη δημιουργία μίας φυτείας δεν εξελίχθηκαν όπως περίμενε ή αν εμπνεύστηκε από το επαναστατικό πνεύμα.
Αυτό που είναι σαφώς γνωστό είναι ότι λίγο μετά την εγκατάστασή του στη Βόρεια Αμερική, ο Τζόουνς έφυγε για τη Φιλαδέλφεια για να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες του στο νεοσύστατο Ηπειρωτικό Ναυτικό, πρόδρομο του Πολεμικού Ναυτικού των Η.Π.Α.. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, γύρω στο 1775, υπήρχε μεγάλη ζήτηση για αξιωματικούς και καπετάνιους στο Ναυτικό. Με τη βοήθεια μελών του Ηπειρωτικού Κογκρέσου, το Δεκέμβριο του 1775 ο Τζον Πωλ Τζόουνς διορίστηκε Υποπλοίαρχος στη φρεγάτα "Alfred"[6].
Το Φεβρουάριο του 1776, ο Τζόουνς απέπλευσε από τον ποταμό Ντέλαγουερ για το παρθενικό του ταξίδι με το "Alfred". Σ' αυτό το πλοίο ήταν που ο Τζόουνς έλαβε την τιμή να υψώσει την πρώτη αμερικανική σημαία σε πολεμικό πλοίο. Ο στόλος, ο οποίος αναμενόταν να κινηθεί κατά μήκος της ακτής, διατάχθηκε να πλεύσει για το Νασσάου στις Μπαχάμες, όπου επιτέθηκε για να κλέψει τις βρετανικές στρατιωτικές προμήθειες. Στην επιστροφή, το "Alfred" είχε μία ανεπιτυχή σύγκρουση με ένα βρετανικό πλοίο. Τότε δόθηκε εντολή στον Τζόουνς να αναλάβει τη διοίκηση του ιστιοφόρου "Providence". Το Κογκρέσο είχε διατάξει πρόσφατα την κατασκευή 13 φρεγατών για το Αμερικανικό Ναυτικό και ο Τζόουνς θα αναλάμβανε τη μία από αυτές. Σε αντάλλαγμα γι' αυτή την αναγνωρισμένου κύρους εντολή, ο Τζόουνς αποδέχθηκε την τοποθέτησή του στο μικρότερο "Providence". Κατά τη διάρκεια των 6 εβδομάδων που διήρκεσε το ταξίδι, ο Τζόουνς συνέλαβε 16 εχθρικά πλοία και προκάλεσε σημαντικές ζημιές κατά μήκος της ακτής της Νέας Σκωτίας. Στη συνέχεια δόθηκε εντολή στον Τζόουνς να απελευθερώσει εκατοντάδες Αμερικανούς κρατούμενους που υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία σε ανθρακωρυχεία της Νέας Σκωτίας, και να κάνει επίσης επιδρομές στα βρετανικά πλοία. Την 1η Νοεμβρίου 1776 ανέλαβε τη διοίκηση του "Alfred" για να πραγματοποιήσει αυτή την αποστολή. Αν και οι χειμερινές συνθήκες εμπόδισαν την απελευθέρωση των κρατουμένων, η αποστολή είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του "Mellish", ενός πλοίου που μετέφερε ζωτικής σημασίας χειμερινό ρουχισμό που προοριζόταν για τα βρετανικά στρατεύματα στον Καναδά.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1776, κατά την άφιξή του στη Βοστώνη, ο Τζόουνς διαπληκτίστηκε με τους ανωτέρους του γιατί πίστευε ότι εμπόδιζαν την εξέλιξή του και απέτρεπαν τα εκστρατευτικά του σχέδια. Ως αποτέλεσμα αυτής αλλά και άλλων διενέξεων, στις 14 Ιουνίου 1777 δόθηκε η εντολή στον Τζόουνς να αναλάβει τη διοίκηση του μικρού πολεμικού ιστιοφόρου USS Ranger.
Αφού έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες, ο Τζόουνς έπλευσε για τη Γαλλία την 1η Νοεμβρίου 1777 με την εντολή να βοηθήσει όσο είναι δυνατόν την αμερικανική υπόθεση. Οι Αμερικανοί επίτροποι στη Γαλλία, Βενιαμίν Φραγκλίνος, Τζον Άνταμς και Άρθουρ Λι, άκουσαν τις στρατηγικές συστάσεις του Τζόουνς. Τον διαβεβαίωσαν ότι θα του έδιναν τη διοίκηση του "L'Indien", ενός νέου πλοίου που κατασκευάστηκε για τις Η.Π.Α. στο Άμστερνταμ. Ωστόσο η Μεγάλη Βρετανία μπόρεσε να στρέψει το "L'Indien" μακριά από τα αμερικανικά χέρια, ασκώντας πίεση για να εξασφαλιστεί η πώλησή του στη Γαλλία (η οποία δεν είχε συμμαχήσει ακόμα με τις Η.Π.Α.). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θεωρείται ότι ο Τζόουνς ανέπτυξε τη στενή του φιλία με τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, τον οποίο και θαύμαζε πολύ. Το 1778 έγινε δεκτός, μαζί με τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, στην Τεκτονική Στοά "Les Neuf Sœurs" (Οι Εννέα Αδελφές).
Στις 6 Φεβρουαρίου 1778, η Γαλλία υπέγραψε τη Συνθήκη της Συμμαχίας με την Αμερική, αναγνωρίζοντας επίσημα την ανεξαρτησία της νέας αμερικανικής δημοκρατίας. Οκτώ μέρες αργότερα, το "Ranger" του πλοιάρχου Τζόουνς γίνεται το πρώτο αμερικανικό πλοίο που χαιρετίζεται από τους Γάλλους, με εννέα κανονιοβολισμούς από τη ναυαρχίδα του ναύαρχου Πικέ.
Στις 10 Απριλίου 1778, ο Τζόουνς απέπλευσε από τη Βρέστη για τις δυτικές ακτές της Μεγάλης Βρετανίας.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες εναντίον βρετανικών εμπορικών πλοίων στην Ιρλανδική Θάλασσα, στις 17 Απριλίου 1778 ο Τζόουνς έπεισε το πλήρωμά του να συμμετάσχει σε μία επίθεση στο Χουάιτχεϊβεν, την πόλη απ' όπου ξεκίνησε τη ναυτική του σταδιοδρομία. Αργότερα ο Τζόουνς έγραψε για την έλλειψη διοικητικών ικανοτήτων των αξιωματικών του (έχοντας αποφύγει διακριτικά τα θέματα αυτά στην επίσημη αναφορά του): "Στόχος τους, είπαν, ήταν το κέρδος και όχι η δόξα. Αντί να ενθαρρύνουν το ηθικό του πληρώματος, τους οδηγούσαν στην ανυπακοή. Τους έπεισαν ότι είχαν το δικαίωμα να κρίνουν αν ένα μέτρο που τους προτείνεται είναι καλό ή όχι."[7]. Αντίθετοι άνεμοι ανάγκασαν τον Τζόουνς να εγκαταλείψει την προσπάθεια και οδήγησε το "Ranger" προς την Ιρλανδία, προκαλώντας στην πορεία περισσότερα προβλήματα στη βρετανική ναυτιλία[8].
Στις 20 Απριλίου 1778, ο Τζόουνς έμαθε από αιχμάλωτους ναύτες ότι το βρετανικό πολεμικό ιστιοφόρο HMS "Drake" ήταν αγκυροβολημένο έξω από το Κάρικφεργκους στην Ιρλανδία. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του χειρούργου[9] του "Ranger", η αρχική πρόθεση του Τζόουνς ήταν να επιτεθεί στο πλοίο κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά οι ναύτες του ήταν απρόθυμοι να το αναλάβουν (άλλο ένα περιστατικό που παραλείπεται από την επίσημη έκθεση). Ως εκ τούτου, η επίθεση πραγματοποιήθηκε λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αλλά στο σκοτάδι ο άνδρας που ήταν υπεύθυνος για τη ρίψη της άγκυρας, ώστε να σταματήσει το "Ranger" ακριβώς δίπλα στο "Drake", δεν υπολόγισε σωστά τον χρόνο (ή ίσως ο άνδρας ήταν μεθυσμένος, όπως ισχυρίζεται ο Τζόουνς στα απομνημονεύματά του) κι έτσι ο Τζόουνς αναγκάστηκε να κόψει την άγκυρα και να φύγει.
Καθώς άλλαξε η κατεύθυνση των ανέμων, το "Ranger" διέσχισε και πάλι την Ιρλανδική Θάλασσα για να κάνει άλλη μία προσπάθεια επιδρομής στο Χουάιτχεϊβεν. Στις 23 Απριλίου 1778 και λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο Τζόουνς οδήγησε δύο βάρκες των 15 ανδρών με την ελπίδα να βάλουν φωτιά και να βυθίσουν όλα τα καράβια που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι του Χουάιτχεϊβεν (περίπου 200-400 ξύλινα πλοία), πολλά από τα οποία μετέφεραν κάρβουνο και άλλα αποτελούσαν πλήρεις εμπορικούς στόλους. Επίσης έλπιζαν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους ανάβοντας επιπλέον πυρκαγιές. Όμως το ταξίδι στην ακτή επιβραδύνθηκε λόγω αντίθετου ανέμου και λόγω της δυνατής άμπωτης ενώ και το άναμμα φωτιάς αποδείχθηκε δύσκολο καθώς οι φορητές λάμπες και στις δύο βάρκες είχαν ξεμείνει από καύσιμα. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, μερικοί άνδρες στάλθηκαν για να επιδράμουν σε δημόσιο κτήριο στην προκυμαία αλλά ο πειρασμός των ανδρών να σταματήσουν για ένα γρήγορο ποτό οδήγησε σε περαιτέρω καθυστέρηση. Όταν τελικά επέστρεψαν οι άνδρες και άρχισαν οι εμπρηστικές επιθέσεις, κόντευε να χαράξει κι έτσι οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν σε ένα μόνο πλοίο, το "Thompson", που μετέφερε κάρβουνο και έλπιζαν ότι η φωτιά θα μεταδιδόταν και στα παρακείμενα σκάφη που θα ήταν ακινητοποιημένα λόγω της άμπωτης. Ωστόσο, στο λυκόφως ένας από το πλήρωμα κατάφερε να διαφύγει και να ειδοποιήσει τους κατοίκους σ' ένα δρόμο δίπλα στο λιμάνι. Αμέσως ήχησε συναγερμός πυρκαγιάς και μεγάλος αριθμός ανθρώπων έτρεξε προς την αποβάθρα και έσβησε τη φωτιά, αναγκάζοντας ταυτόχρονα τους Αμερικανούς να υποχωρήσουν[10].
Αν και οι επιπτώσεις στο βρετανικό ηθικό και στην κατανομή των αμυντικών δαπανών ήταν σημαντικές[11], οι επιθέσεις στο Χουάιτχεϊβεν δεν έφεραν κέρδη ή λάφυρα, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες θα μοιράζονταν στο πλήρωμα. Κατά τη διάρκεια της αποστολής, τα μέλη του πληρώματος με επικεφαλής τον υποπλοίαρχο Τόμας Σίμπσον ενήργησαν περισσότερο σαν κουρσάροι παρά σαν πλήρωμα πολεμικού πλοίου.
Παρά την προηγούμενη αποτυχημένη απόπειρα, ο Τζόουνς οδήγησε και πάλι το "Ranger" πίσω στην Ιρλανδική Θάλασσα, για να κάνει άλλη μία απόπειρα επίθεσης στο "Drake", το οποίο ήταν ακόμα αγκυροβολημένο στο Κάρικφεργκους. Αυτή τη φορά, αργά το απόγευμα της 24ης Απριλίου 1778, τα δύο πλοία, σχεδόν ίσα σε δύναμη πυρός, ενεπλάκησαν σε μάχη. Νωρίτερα την ίδια μέρα, οι Αμερικανοί είχαν συλλάβει το πλήρωμα ενός αναγνωριστικού σκάφους και έμαθαν ότι το "Drake" πήρε δεκάδες στρατιώτες με την πρόθεση να πολεμήσουν και να καταλάβουν το "Ranger". Όταν ο Τζόουνς σιγουρεύτηκε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη, κατέλαβε το "Drake" μετά από μάχη που κράτησε μία ώρα και κόστισε τη ζωή του Βρετανού πλοιάρχου. Ο υποπλοίαρχος Σίμπσον ανέλαβε τη διοίκηση του "Drake" για το ταξίδι της επιστροφής προς τη Βρέστη. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής τα δύο πλοία χωρίστηκαν καθώς το "Ranger" κυνήγησε ένα άλλο πλοίο, γεγονός που οδήγησε σε σύγκρουση μεταξύ του Σίμπσον και του Τζόουνς. Και τα δύο πλοία έφτασαν στο λιμάνι με ασφάλεια, αλλά ο Τζόουνς έκανε αίτηση να περάσει ο Σίμπσον από Στρατοδικείο, θέτοντάς τον υπό κράτηση.
Κυρίως μέσω της επιρροής του Τζον Άνταμς, ο οποίος εξακολουθούσε να ήταν επίτροπος στη Γαλλία, ο Σίμπσον απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες. Ο Άνταμς αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι η συντριπτική πλειοψηφία των στοιχείων υποστήριζε τους ισχυρισμούς του Σίμπσον. Φαίνεται πως ο Άνταμς πίστευε ότι ο Τζόουνς ήθελε να μονοπωλήσει τη δόξα της αποστολής, ειδικά θέτοντας τον Σίμπσον υπό περιορισμό στο πλοίο ενώ ο ίδιος γιόρταζε με πολλές σημαντικές ευρωπαϊκές προσωπικότητες[12].
Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πει κανείς τι συνέβη ακριβώς. Ωστόσο είναι σαφές ότι το πλήρωμα αισθάνθηκε αποξενωμένο από τον διοικητή του, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ως κίνητρο την υπερηφάνειά του. Ο Τζόουνς πίστευε ότι οι προθέσεις του ήταν έντιμες και ότι οι ενέργειές του ήταν στρατηγικά σημαντικές για την Επανάσταση. Ανεξάρτητα από τη διαμάχη σχετικά με την αποστολή, η κατάληψη του "Drake" από το "Ranger" ήταν μία από τις λίγες σημαντικές στρατιωτικές νίκες του Ηπειρωτικού Ναυτικού κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, και είχε τεράστια συμβολική σημασία καθώς αποδείχθηκε στην πράξη ότι το Βασιλικό Ναυτικό δεν ήταν ανίκητο. Η νίκη του "Ranger" έγινε σημαντικό σύμβολο του αμερικανικού πνεύματος και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη μόνιμη εγκαθίδρυση του Ναυτικού των Η.Π.Α. μετά την επανάσταση.
Το 1779, ο πλοίαρχος Τζόουνς ανέλαβε τη διοίκηση του USS Bonhomme Richard (ή όπως προτιμούσε ο ίδιος "Bon Homme Richard")[13], ενός εμπορικού πλοίου που ανακατασκευάστηκε και δόθηκε ως πολεμικό πλοίο στην Αμερική από έναν Γάλλο εφοπλιστή. Στις 14 Αυγούστου, καθώς ένας τεράστιος γαλλικός και ισπανικός πολεμικός στόλος πλησίαζε την Αγγλία, ο Τζόουνς άλλαξε πορεία προς την Ιρλανδία ως επικεφαλής μίας μοίρας πέντε πλοίων, συμπεριλαμβανομένων των USS Alliance, USS Pallas, USS Vengeance και Le Cerf, και δύο πειρατικών, του Monsieur και του Granville. Όταν η μοίρα ήταν λίγες μόνο μέρες μακριά από τη νήσο Γκρουά στη Γαλλία, το Monsieur χωρίστηκε εξαιτίας μίας διαφωνίας μεταξύ του καπετάνιου του και του Τζόουνς.
Μερικά πολεμικά πλοία του Βασιλικού Ναυτικού στάλθηκαν προς την Ιρλανδία για να καταδιώξουν τον Τζόουνς, αλλά με την ευκαιρία αυτή ο Τζόουνς κατευθύνθηκε προς τα δεξιά και αφού πέρασε βόρεια από τη Σκωτία βγήκε στη Βόρεια Θάλασσα, σπέρνοντας τον πανικό σε όλο το μήκος της ανατολικής ακτής της Μεγάλης Βρετανίας μέχρι τις εκβολές του Χάμπερ. Τα κυριότερα προβλήματα του Τζόουνς, όπως και στα προηγούμενα ταξίδια του, ήταν οι ανυποταξίες, και ιδιαίτερα του κυβερνήτη του Alliance. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1779 η μοίρα συνάντησε ένα μεγάλο εμπορικό κονβόι έξω από το ακρωτήριο Φλάμπορο, στο ανατολικό Γιόρκσαιρ. Η βρετανική φρεγάτα HMS Serapis και το συνοδευτικό Countess of Scarborough τοποθετήθηκαν μεταξύ του κονβόι και της μοίρας του Τζόουνς, επιτρέποντας στα εμπορικά πλοία να διαφύγουν.
Λίγο μετά τις 7 μ.μ. άρχισε η Ναυμαχία του Φλάμπορο. Το βαρύ οπλισμένο Serapis ενεπλάκη με το Bonhomme Richard και λίγο αργότερα το Alliance άνοιξε πυρ, από μεγάλη απόσταση, κατά του Countess of Scarborough. Ο Τζόουνς κατάλαβε γρήγορα ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει τη μάχη με τα κανόνια, και με τον άνεμο να εξασθενεί, και έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να φέρει το Bonhomme Richard ακριβώς δίπλα στο Serapis. Σ' αυτή τη φάση της μάχης, ο Βρετανός πλοίαρχος ζήτησε από τον Τζόουνς να παραδοθεί κι εκείνος είπε την περίφημη φράση: "Δεν έχω αρχίσει ακόμα να πολεμώ!". Μετά από περίπου μία ώρα ο Τζόουνς έφερε το πλοίο εκεί που ήθελε και αμέσως μετά τα κανόνια του καταστρώματος και οι σκοπευτές του έβαλλαν εναντίον των βρετανικών καταστρωμάτων. Το Alliance έπλευσε στο πλάι και με τις ομοβροντίες του προκάλεσε ζημιές και στα δύο πλοία. Εν τω μεταξύ, το Countess of Scarborough ενεπλάκη σε ξεχωριστή μάχη με το Pallas και μετά από μία ώρα το Alliance ήρθε προς βοήθεια του Pallas. Τότε το Countess of Scarborough παραδόθηκε καθώς είχε υποστεί σοβαρές ζημιές.
Καθώς το Bonhomme Richard φλεγόταν, οι Βρετανοί ματαίωσαν την επιχείρηση κατάληψης του πλοίου αλλά μία χειροβομβίδα προκάλεσε την έκρηξη μεγάλης ποσότητας πυρίτιδας στο Serapis. Τότε το Alliance επέστρεψε στην κύρια μάχη και με δύο ομοβροντίες προκάλεσε και πάλι ζημιές τόσο στο Serapis όσο και στο Bonhomme Richard, αλλά η τακτική αυτή απέδωσε αφού καθώς το Serapis αδυνατούσε να μετακινηθεί και το Alliance παρέμενε αλώβητο, ο πλοίαρχος του Serapis κατάλαβε ότι παρατείνοντας τη μάχη δεν θα κέρδιζε τίποτα κι έτσι παραδόθηκε. Τα περισσότερα από τα μέλη του πληρώματος του Bonhomme Richard μεταφέρθηκαν αμέσως σε άλλα πλοία, και μετά από μιάμιση μέρα εντατικών προσπαθειών επισκευής, αποφασίστηκε ότι το πλοίο δεν μπορούσε να σωθεί και αφέθηκε να βυθιστεί. Έτσι ο Τζόουνς ανέλαβε τη διοίκηση του Serapis για το ταξίδι προς την ουδέτερη (αλλά φιλικά διακείμενη στις Η.Π.Α.) Ολλανδία.
Την επόμενη χρονιά, ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΣΤ' τον τίμησε με τον τίτλο του Ιππότη (Chevalier). Ο Τζόουνς αποδέχθηκε την τιμή και επιθυμούσε ο τίτλος αυτός να χρησιμοποιείται στις προσφωνήσεις του ονόματός του: όταν το 1787 το Ηπειρωτικό Κογκρέσο αποφάσισε να του απονείμει χρυσό μετάλλιο σε ανάμνηση της "ανδρείας και των λαμπρών του υπηρεσιών", θα το απένειμε στον "Ιππότη Τζον Πωλ Τζόουνς". Επίσης, ο Τζόουνς έλαβε από τον Λουδοβίκο ΙΣΤ' ένα παράσημο κι ένα ξίφος. Αντιθέτως, στη Μεγάλη Βρετανία τον θεωρούσαν πειρατή.
Τον Ιούνιο του 1782, ο Τζόουνς διορίστηκε διοικητής στο USS America, όμως η τοποθέτησή του ανακλήθηκε όταν το Κογκρέσο αποφάσισε να δώσει το πλοίο στους Γάλλους ως αντικατάσταση του Le Magnifique που είχε ναυαγήσει. Το 1783 στάλθηκε στην Ευρώπη για να συγκεντρώσει χρήματα. Με τον καιρό έληξε κι αυτή η αποστολή και ο Τζόουνς έμεινε χωρίς προοπτικές για κάποια αξιοποίησή του. Αυτό τον οδήγησε το 1788 να ενταχθεί στην υπηρεσία της αυτοκράτειρας της Ρωσίας, Αικατερίνης Β΄, η οποία εμπιστευόταν τις ικανότητές του.
Ο Τζόουνς εξέφρασε την πρόθεσή του να διατηρήσει την ιδιότητα του Αμερικανού πολίτη και αξιωματικού. Ως υποναύαρχος στη ναυαρχίδα Vladimir, πήρε μέρος στη ναυτική εκστρατεία στη Μαύρη Θάλασσα εναντίον των Τούρκων. Ο Τζόουνς απώθησε με επιτυχία τις οθωμανικές δυνάμεις από την περιοχή αλλά ο φθόνος του Ρώσου αξιωματικού και πρίγκιπα Γκριγκόρι Αλεξάνδροβιτς Ποτέμκιν προκάλεσε την ανάκληση του Τζόουνς στην Αγία Πετρούπολη με σκοπό να αναλάβει δήθεν μία αποστολή στη Βόρεια Θάλασσα. Εκεί αναγκάστηκε να μείνει σε αδράνεια ενώ αξιωματικοί καταφέρονταν εναντίον του κατηγορώντας τον ακόμα και για σεξουαλικά παραπτώματα.
Στις 8 Ιουνίου 1788 ο Τζόουνς τιμήθηκε με το μετάλλιο του Τάγματος της Αγίας Άννας, αλλά έφυγε τον επόμενο μήνα πικραμένος.
Το Μάιο του 1790, ο Τζόουνς έφτασε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε στη σύνταξη για το υπόλοιπο της ζωής του, αν και έκανε μια σειρά από προσπάθειες να εισέλθει εκ νέου στη ρωσική υπηρεσία. Πέθανε σε ηλικία 45 ετών, από διάμεσο νεφρίτιδα, στις 18 Ιουλίου 1792. Βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, στον τρίτο όροφο της οδού Rue de Tournon 42. Μία μικρή πομπή υπηρετών, φίλων και πιστών στρατιωτών συνόδευσαν το σώμα του επί 6 χλμ για την ταφή. Τάφηκε στο Παρίσι, στο νεκροταφείο Σαν Λουί, το οποίο ανήκε στη γαλλική βασιλική οικογένεια. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η επαναστατική κυβέρνηση της Γαλλίας πούλησε το οικόπεδο και το νεκροταφείο χάθηκε κάτω από τις πέτρες και τα τούβλα που είχανε μαζέψει εκεί διάφοροι έμποροι για να χτίσουν τα μαγαζιά τους[14], ενώ η περιοχή χρησιμοποιήθηκε και ως κήπος και ως μέρος ταφής νεκρών ζώων.
Το 1905 τα λείψανα του Τζόουνς αναγνωρίστηκαν από τον Αμερικανό πρέσβη στη Γαλλία, ο οποίος προσπαθούσε επί 6 χρόνια να εντοπίσει το σώμα του Τζόουνς. Η αναγνώριση έγινε χάρη στην προνοητικότητα και την ευγενική χορηγία ενός Γάλλου θαυμαστή, ο οποίος είχε δωρήσει πάνω από 460 φράγκα ώστε το σώμα του Τζόουνς να διατηρηθεί σε οινόπνευμα και να τοποθετηθεί σε μολύβδινο φέρετρο "σε περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίσουν να διεκδικήσουν τα λείψανά του, να είναι εύκολο να αναγνωριστούν". Με τη βοήθεια ενός παλιού χάρτη της πόλης, το επιτελείο του πρέσβη προσδιόρισε το χώρο του νεκροταφείου που ήταν προορισμένο για τους ξένους προτεστάντες. Εκεί χρησιμοποιήθηκαν ανιχνευτές με ηχοβολισμό για να βρεθούν μολύβδινα φέρετρα και τελικά έγινε εκταφή πέντε φέρετρων από μόλυβδο. Το τρίτο φέρετρο, που ανήλθε στην επιφάνεια στις 7 Απριλίου 1905, ταυτίστηκε αργότερα με αυτό του Τζον Πωλ Τζόουνς. Η νεκροψία επιβεβαίωσε την αιτία θανάτου.
Το σώμα του Τζόουνς αφαιρέθηκε τελετουργικά από ένα παρισινό οστεοφυλάκιο και μεταφέρθηκε στις Η.Π.Α. με το USS Brooklyn, συνοδευόμενο από άλλα τρία πολεμικά πλοία. Πλησιάζοντας την αμερικανική ακτογραμμή, άλλα επτά πολεμικά πλοία του Αμερικανικού Ναυτικού προσχώρησαν στην πομπή που μετέφερε το σώμα του Τζόουνς. Στις 24 Απριλίου 1906, το φέρετρο του Τζόουνς τοποθετήθηκε σε αίθουσα της Ναυτικής Ακαδημίας των Η.Π.Α. (Αννάπολις, Μέριλαντ), μετά από τελετή στην οποία παρευρέθηκε και ο πρόεδρος Θεόδωρος Ρούζβελτ, ο οποίος έδωσε και μία μακροσκελή ομιλία[15]. Στις 26 Ιανουαρίου 1913, τα λείψανα του πλοιάρχου τοποθετήθηκαν τελικά σε μία μπρούτζινη και μαρμάρινη σαρκοφάγο στο παρεκκλήσι της Ναυτικής Ακαδημίας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.