πυροβολισμοί σε εκπαιδευτικό ίδρυμα From Wikipedia, the free encyclopedia
H σφαγή στο Πολυτεχνείο (École Polytechnique) του Μόντρεαλ, επίσης γνωστή και ως η σφαγή του Μόντρεαλ, έγινε στις 6 Δεκεμβρίου 1989, στο Πολυτεχνείο του Μόντρεαλ στον Καναδά. Ο 25χρονος Marc Lépine, οπλισμένος με μια καραμπίνα και ένα μαχαίρι κυνηγιού, πυροβόλησε 28 άτομα, σκοτώνοντας 14 γυναίκες, πριν ο ίδιος αυτοκτονήσει.
Σφαγή στο Πολυτεχνείο του Μόντρεαλ | |
---|---|
Τιμητική πλάκα που αναφέρει τα ονόματα των θυμάτων | |
Ημερομηνία | 6 Δεκεμβρίου 1989 |
Τοποθεσία | Μόντρεαλ, Κεμπέκ, Καναδάς |
Αίτια | αντιφεμινισμός |
Θάνατοι | 14 με όπλο (συμπεριλαμβανομένου και του δράστη) και 1 με μαχαίρι |
Τραυματισμοί | 14 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ξεκίνησε την επίθεση του, εισβάλλοντας σε μια αίθουσα του πανεπιστημίου, διαχωρίζοντας τις γυναίκες από τους άνδρες. Υποστηρίζοντας ότι "πολεμά τον φεμινισμό" και αποκαλώντας τις γυναίκες "ένα μάτσο φεμινίστριες", πυροβόλησε εννέα από αυτές, σκοτώνοντας τις έξι. Συνέχισε περνώντας από διαδρόμους, την καφετέρια και άλλη μια αίθουσα της σχολής, στοχεύοντας μόνο γυναίκες. Συνολικά, σκότωσε δεκατέσσερις γυναίκες, ενώ τραυμάτισε άλλες δέκα γυναίκες και τέσσερις άνδρες σε λιγότερο από 20 λεπτά πριν στρέψει το όπλο στον εαυτό του. Στο σημείωμα της αυτοκτονίας του επικαλέστηκε πολιτικά κίνητρα, υποστηρίζοντας ότι οι φεμινίστριες του κατέστρεψαν τη ζωή. Το σημείωμα περιλαμβάνει μια λίστα με 19 γυναίκες που ο Lépine θεωρούσε φεμινίστριες και προφανώς ήθελε να σκοτώσει.
Μετά την επίθεση, ανοίχτηκε δημόσιος διάλογος για την ερμηνεία των γεγονότων, τη σημασία τους, καθώς και για τα κίνητρα του Lépine. Πολλές φεμινιστικές ομάδες και δημόσιοι λειτουργοί έχουν χαρακτηρίσει τη σφαγή ως αντι-φεμινιστική επίθεση μίσους, η οποία είναι αντιπροσωπευτική της ευρύτερης κοινωνικής βίας κατά των γυναικών. Κατά συνέπεια, η επέτειος της σφαγής από τότε τιμάται ως Εθνική Ημέρα Μνήμης και Δράσης για τη Βία Κατά των Γυναικών. Άλλες ερμηνείες τονίζουν την κακοποίηση που υπέστη ο Lépine ως παιδί από τον πατέρα του, προτείνοντας ότι τα χτυπήματα που δέχτηκε ίσως του προκάλεσαν εγκεφαλική βλάβη, υποδηλώνοντας ότι η σφαγή ήταν απλά μια μεμονωμένη πράξη ενός τρελού, που δεν σχετίζεται με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα. Ακόμα, άλλοι σχολιαστές περιλαμβάνουν στις αιτίες τη βία στα ΜΜΕ, την αύξηση της φτώχειας, της απομόνωσης και της αποξένωσης στην κοινωνία και ιδιαίτερα στις κοινότητες των μεταναστών.
Το περιστατικό οδήγησε σε πιο αυστηρή νομοθεσία για την κατοχή όπλων στον Καναδά.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1989, λίγο μετά τις 4 μμ, ο Marc Lépine έφτασε στο κτίριο που στεγάζει το École Polytechnique, μια πολυτεχνική σχολή που συνεργαζόταν με το πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, οπλισμένος με μια ημιαυτόματη καραμπίνα και ένα κυνηγετικό μαχαίρι. Είχε αγοράσει μια Ruger Mini-14 στις 21 Νοεμβρίου από ένα μαγαζί στο Μόντρεαλ, ισχυριζόμενος ότι θα τη χρησιμοποιούσε για κυνήγι. Ο Lépine γνώριζε καλά τη δομή του κτιρίου που στέγαζε το Πολυτεχνείο, αφού το είχε ήδη επισκεφθεί 7 φορές πριν το συμβάν.
Ο Lépine κάθισε για λίγο στο γραφείο της γραμματείας στον δεύτερο όροφο. Τον είδαν να ψαχουλεύει μανιωδώς μια πλαστική σακούλα που κρατούσε, χωρίς να μιλά σε κανέναν, ακόμα και όταν ένας υπάλληλος ρώτησε αν θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Έφυγε από το γραφείο και περιφερόταν σε άλλα μέρη του κτιρίου, πριν μπει στην αίθουσα των μηχανολόγων μηχανικών στο δεύτερο όροφο, κατά τις 5:10 μμ. Στην αίθουσα βρίσκονταν περίπου εξήντα φοιτητές. Ο Lépine πλησίασε τον φοιτητή που έκανε παρουσίαση, ζήτησε από όλους να σταματήσουν ό,τι κάνουν και διέταξε τις γυναίκες και τους άνδρες να συγκεντρωθούν σε αντιδιαμετρικές πλευρές. Στην αρχή δεν κινήθηκε κανείς, πιστεύοντας ότι είναι ένα αστείο, μέχρι που πυροβόλησε στο ταβάνι.[1]
Ο Lépine ξεχώρισε τις εννέα γυναίκες από τους περίπου πενήντα άνδρες και διέταξε τους άνδρες του να φύγουν.[2] Μιλώντας στα γαλλικά, ρώτησε τις γυναίκες αν ήξεραν γιατί ήταν εκεί, και όταν μία φοιτήτρια απάντησε "όχι", είπε: "μάχομαι κατά του φεμινισμού". Μία από τις φοιτήτριες, η Nathalie Provost, είπε: «Κοίτα, είμαστε απλά γυναίκες που σπουδάζουμε μηχανικοί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαστε φεμινίστριες έτοιμες να παρελαύνουμε στους δρόμους εναντίον των ανδρών, είμαστε απλά σπουδάστριες με πρόθεση να ζήσουμε μια φυσιολογική ζωή». Ο Lépine απάντησε ότι «Είστε γυναίκες, που θα γίνετε μηχανικοί. Είστε όλες ένα μάτσο φεμινίστριες. Μισώ τις φεμινίστριες». Τότε άνοιξε πυρ εναντίον τους από αριστερά προς τα δεξιά, σκοτώνοντας έξι και τραυματίζοντας άλλες τρεις, συμπεριλαμβανομένης της Provost. Πριν φύγει από την αίθουσα, έγραψε τη λέξη σκατά δύο φορές σε μια εργασία ενός φοιτητή.
Ο Lépine συνέχισε στον διάδρομο του δεύτερου ορόφου όπου τραυμάτισε τρεις φοιτητές και έπειτα μπήκε σε μια αίθουσα όπου προσπάθησε ανεπιτυχώς δυο φορές να πυροβολήσει μια φοιτήτρια. Πήγε στις σκάλες της εξόδου κινδύνου, όπου τον είδαν να φορτώνει με σφαίρες το όπλο του. Επέστρεψε στο δωμάτιο που μόλις είχε φύγει, αλλά οι μαθητές είχαν κλειδώσει την πόρτα και ο Lépine απέτυχε να την ξεκλειδώσει με τρεις πυροβολισμούς πάνω της. Συνεχίζοντας στο διάδρομο τραυμάτισε έναν φοιτητή, πριν μπει στο γραφείο οικονομικών υπηρεσιών. Η εργαζόμενη που βρισκόταν εκεί κατάφερε να κλείσει και να κλειδώσει την πόρτα του γραφείου της, παρόλο που ο Lépine προσπαθούσε να την ανοίξει. Κατάφερε να την πυροβολήσει 2 φορές βλέποντας την από την τζαμαρία του γραφείου, με το πρώτο χτύπημα να είναι το θανατηφόρο.
Έπειτα κατέβηκε στην καφετέρια του πρώτου ορόφου όπου βρίσκονταν περίπου εκατό άτομα, χωρίς να γνωρίζουν τι είχε συμβεί. Επικράτησε πανικός όταν πυροβόλησε μια γυναίκα που στεκόταν κοντά στην κουζίνα και τραυμάτισε έναν άλλο μαθητή. Βρίσκοντας ξεκλείδωτη την πόρτα της αποθήκης στην άκρη της καφετέριας, μπήκε και σκότωσε δύο γυναίκες που κρύβονταν εκεί.
Ανεβαίνοντας στον τρίτο όροφο πυροβόλησε και τραυμάτισε μια γυναίκα και δυο άνδρες φοιτητές. Στη συνέχεια εισήλθε σε μια αίθουσα, είπε σε τρεις άνδρες που έκαναν παρουσίαση να βγουν έξω και πυροβόλησε την Maryse Leclair, η οποία στεκόταν κοντά στον πίνακα. Άνοιξε πυρ στους φοιτητές που στέκονταν στην πρώτη σειρά και σκότωσε δυο γυναίκες που προσπάθησαν να διαφύγουν. Ενώ οι υπόλοιποι φοιτητές ήταν κάτω από τα θρανία τους, ο Lépine μετακινήθηκε προς μερικές γυναίκες που εντόπισε, τραυματίζοντας τρεις και σκοτώνοντας μία από αυτές. Έπειτα γέμισε το όπλο του και μετακινήθηκε πάλι προς τον πίνακα, πυροβολώντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε αυτό το σημείο, η τραυματισμένη Leclair ζήτησε βοήθεια. Τότε ο Lépine έβγαλε το κυνηγετικό του μαχαίρι και τη χτύπησε τρεις φορές στην καρδιά, σκοτώνοντας την. Έβγαλε το καπέλο του, τύλιξε το παλτό του γύρω από το τουφέκι του, αναφώνησε, «γαμώτο», και στη συνέχεια αυτοκτόνησε, πυροβολώντας τον εαυτό του στο κεφάλι, είκοσι λεπτά αφότου είχε αρχίσει την επίθεσή του.[3] Είχε σκοτώσει δεκατέσσερις γυναίκες σε σύνολο (δώδεκα μεταπτυχιακές φοιτήτριες, μια φοιτήτρια νοσηλευτικής και μιαν υπάλληλο του πανεπιστημίου) και τραυματίσει δέκα άλλες γυναίκες και τέσσερις άνδρες.
Μετά την ανακοίνωση για το συμβάν στους δημοσιογράφους, ο διευθυντής δημοσίων σχέσεων της Αστυνομίας του Μόντρεαλ, Pierre Leclair, μπήκε στο κτίριο και βρήκε το μαχαιρωμένο, άψυχο σώμα της κόρης του Maryse.[4][5]
Οι κυβερνήσεις του Κεμπέκ και του Μόντρεαλ κυβερνήσεων κήρυξαν τρεις ημέρες πένθους. Μια κοινή κηδεία εννέα γυναικών πραγματοποιήθηκε στο Notre-Dame Basilica , στις 11 Δεκεμβρίου, 1989, παρουσία του Γενικού Διοικητή Ζαν Sauvé, του Πρωθυπουργού Brian Mulroney, του Πρωθυπουργού του Κεμπέκ Robert Bourassa, και του δημάρχου του Μόντρεαλ Ζαν Doré, μαζί με χιλιάδες άλλους πενθούντες.
Μέσα στο σακάκι του Marc Lépine βρέθηκαν ένα σημείωμα αυτοκτονίας και δύο επιστολές προς φίλους, όλα γραμμένα την ημέρα της σφαγής. Η αστυνομία αποκάλυψε κάποιες λεπτομέρειες του σημειώματος, δύο ημέρες μετά το συμβάν,[6][7] αλλά το πλήρες κείμενο δεν αποκαλύφθηκε. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πιέζοντας για το δικαίωμα στην ενημέρωση ανάγκασαν την αστυνομία να δημοσιοποιήσει το σημείωμα.[8] Ένα χρόνο μετά την επίθεση, μια τρισέλιδη δήλωση του Lépine διέρρευσε προς τη δημοσιογράφο και φεμινίστρια Francine Pelletier. Περιείχε μια λίστα με δεκαεννέα γυναίκες από το Κεμπέκ που ο Lépine ήθελε να σκοτώσει, επειδή τις θεωρούσε φεμινίστριες.[9][10] Η λίστα περιελάμβανε την ίδια την Pelletier, μια συνδικαλίστρια, μια πολιτικό, μια προσωπικότητα της τηλεόρασης, και έξι γυναίκες αστυνομικούς που είχαν τραβήξει την προσοχή του Lépine, καθώς είχαν φτιάξει μια ομάδα βόλεϊ.[11] Το σημείωμα (χωρίς την λίστα με τις γυναίκες) δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα La Presse, όπου η Pelletier ήταν αρθρογράφος.[12] Ο Lépine έγραψε πως θεωρούσε τον εαυτό του λογικό και κατηγορούσε τις φεμινίστριες ότι του κατέστρεψαν τη ζωή. Ανάμεσα στους λόγους της επίθεσης συμπεριέλαβε και το μίσος του προς τις φεμινίστριες, επειδή αναζητούν κοινωνικές αλλαγές που «διατηρούν τα πλεονεκτήματα των γυναικών [ ... ], ενώ προσπαθούν να αρπάξουν αυτά των ανδρών.»[13] Το κείμενο από το αρχικό γράμμα στα γαλλικά είναι διαθέσιμο, καθώς και μια αγγλική του μετάφραση.
Ο δράστης, ο Marc Lépine, γεννήθηκε από μια Γαλλο-Καναδή μητέρα και έναν Αλγερινό πατέρα, και το όνομα του αρχικά ήταν Gamil Gharbi. Ο πατέρας του, ασφαλιστής στο επάγγελμα, είχε περιφρονητική στάση απέναντι στις γυναίκες. Ασκούσε ψυχολογική και σωματική βία στη σύζυγό του και στον γιο του, αποθαρρύνοντας την τρυφερότητα μεταξύ τους.[14] Όταν Gamil ήταν επτά ετών, οι γονείς του χώρισαν και ο πατέρας του έκοψε κάθε επαφή μαζί τους. Η μητέρα επέστρεψε στο επάγγελμα της νοσηλεύτριας για να στηρίξει την οικογένεια, και εξαιτίας του ωραρίου της, τα παιδιά αναγκάστηκαν να ζουν με άλλες οικογένειες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Στα 14, ο Gamil άλλαξε το όνομά του σε "Marc Lépine", επικαλούμενος το μίσος του για τον πατέρα του ως τον λόγο για την επιλογή του επιθέτου της μητέρας του.[15]
Ο Lépine προσπάθησε να ενταχθεί στον Καναδικό Στρατό κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1980-1981, αλλά σύμφωνα με επιστολή απορρίφθηκε επειδή ήταν "αντι-κοινωνικός."[16] Στη σύντομη περιγραφή που έδωσε η αστυνομία για τον Lépine τον χαρακτήριζε έξυπνο, αλλά προβληματικό. Μισούσε τις φεμινίστριες, τις γυναίκες που είχαν καριέρα και τις γυναίκες που εργάζονταν σε παραδοσιακά ανδρικά επαγγέλματα.
Ξεκίνησε ένα προπαρασκευαστικό πρόγραμμα CEGEP (κολλέγιο) στις θετικές επιστήμες το 1982 αλλά έκανε μεταστροφή σε ένα πρόγραμμα τριετούς επαγγελματικής κατάρτισης. Εγκατέλειψε το πρόγραμμα αυτό κατά το τελευταίο εξάμηνο, χωρίς εξήγηση.[17][18][19] Έπειτα έκανε αίτηση στο Πολυτεχνείο του Μόντρεαλ (École Polytechnique) το 1986 και το 1989, αλλά του έλειπαν 2 προπαρασκευαστικά μαθήματα (CEGEP) που απαιτούνταν για την εισαγωγή.[20] Ολοκλήρωσε ένα από αυτά τα μαθήματα, το χειμώνα του 1989.
Η σφαγή συγκλόνισε βαθιά τους Καναδούς. Η Κυβέρνηση και η Αστυνομία είχαν φόβους ότι μια εκτεταμένη δημόσια συζήτηση για τη σφαγή θα προκαλούσε πόνο στις οικογένειες των θυμάτων και θα οδηγούσε σε φαινόμενα αντι-φεμινιστικής βίας. Ως αποτέλεσμα, η δημόσια διαβούλευση δεν πραγματοποιήθηκε,[21] και η επιστολή αυτοκτονίας του Marc Lépine δεν δημοσιοποιήθηκε επίσημα. Επιπλέον, αν και έγινε εκτεταμένη έρευνα της αστυνομίας για τον Marc Lépine και τις δολοφονίες που διέπραξε,[22] η σχετική έκθεση δεν δημοσιοποιήθηκε, αν και ένα αντίγραφο της χρησιμοποιήθηκε από την ιατροδικαστή ως πηγή της έρευνας της.[23] Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και ακαδημαϊκοί, γυναικείες οργανώσεις, και μέλη της οικογένειας των θυμάτων διαμαρτυρήθηκαν για τη μη δημοσιοποίηση στοιχείων και λεπτομερειών για την υπόθεση.[24]
Το φύλο των θυμάτων του Marc Lépine, τα σχόλια που έκανε κατά τη διάρκεια της σφαγής, καθώς και το σημείωμα αυτοκτονίας οδήγησαν γρήγορα στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια αντιφεμινιστική επίθεση και ένα παράδειγμα της γενικότερης βίας κατά των γυναικών.[25][26][27][28][29] Οι φεμινιστές και φεμινίστριες ακαδημαϊκοί θεωρούν πως οι πράξεις του Lépine προέρχονται από έναν γενικευμένο κοινωνικό μισογυνισμό, που συμπεριλαμβάνει την ανοχή στη βία κατά των γυναικών.[26][30][31] Οι ακαδημαϊκοί το κατηγοριοποίησαν ως μια ψευδοκοινότητα ψευδοκομμάντο αυτόχειρων δολοφόνων, στην οποία ο δράστης στοχοποιεί μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και της επιτίθεται ανοιχτά, θέλωντας να πεθάνει με "απαστράπτουσα δόξα".[32] Οι εγληματολόγοι βλέπουν τη σφαγή ως ένα περιστατικό μίσους εναντίον των γυναικών, αφού τα θύματα επιλέχθηκαν και στοχοποιήθηκαν μόνο βάσει φύλου.[33][34][35] Η μητέρα του Lépine αργότερα αναρωτήθηκε για το πως ο γιος της εκλάμβανε την έννοια του φεμινισμού, μιας και η ίδια ως άγαμη, εργαζόμενη μητέρα θα μπορούσε να θεωρηθεί φεμινίστρια. [14] Άλλοι, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιογράφου Barbara Frum, έκαναν έκκληση να μην θεωρηθεί ως επίθεση μίσους κατά των γυναικών, γιατί ο ισχυρισμός ότι ήταν μια πράξη μίσους κατά μιας μόνο ομάδας ανθρώπων υποβάθμιζε την τραγωδία.[36][37]
Όπως προβλέφθηκε από τον ίδιο τον Marc Lépine στο σημείωμα που άφησε,[13] μερικοί θεώρησαν την τραγωδία ως μεμονωμένη πράξη ενός τρελού ανθρώπου.[9][36][38] Ένας ψυχίατρος μίλησε με την οικογένεια και τους φίλους του Lépine και εξέτασε όσα έγραψε ως μέρος στης αστυνομικής έρευνας. Σημείωσε ότι ο Marc Lépine είχε ως πρωταρχικό κίνητρο την αυτοκτονία και ότι διάλεξε ως τρόπο αυτοκτονίας την αυτοχειρία αφού θα έχει σκοτώσει άλλους ανθρώπους (στρατηγική πολλαπλών ανθρωποκτονιών/αυτοχειρίας), σημάδι σοβαρής διαταραχής προσωπικότητας. Άλλοι ψυχίατροι τόνισαν την τραυματική παιδική ηλικία του Lépine, προτείνοντας ότι τα χτυπήματα που δέχτηκε ίσως του προκάλεσαν εγκεφαλική βλάβη, ή ότι ήταν ένας ψυχωτικός, που είχε χάσει επαφή με την πραγματικότητα προσπαθώντας να σβήσει τις αναμνήσεις του σκληρού πατέρα του, ενώ υποσυνείδητα ταυτιζόταν με την βίαιη αρρενωπότητα που καταδυνάστευε τις γυναίκες.[39][40] Μια άλλη θεωρία είναι ότι η κακομεταχείριση που δέχθηκε ο Lépine στην παιδική του ηλικία, τον οδήγησε να έχει την ψυχολογία του θύματος στην μετέπειτα ενήλικη ζωή του.[40] Η μητέρα του αναρωτήθηκε αν ο Lépine πιθανώς έπασχε από διαταραχή προσκόλλησης, λόγω της κακομεταχείρησης και της εγκατάλειψης που έζησε από τον πατέρα του.[41]
Άλλοι, ανήγαγαν το θέμα σε πιο γενική ανάλυση, αποδίδοντας τις πράξεις του Lépine ως αποτέλεσμα κοινωνικών αλλαγών που οδήγησαν σε μεγαλύτερη φτώχεια, αδιέξοδο, απομόνωση,[42] και πόλωση μεταξύ ανδρών και γυναικών.[43][44] Σημειώνοντας την προτίμηση του Lépine σε βίαιες τανίες δράσης, μερικοί δήλωσαν ότι η βία που προάγουν τα μέσα και η ίδια η κοινωνία μπορεί να ώθησαν τις πράξεις του.[2] Μετά τους πυροβολισμούς στο Dawson College στις 13 Σεπτεμβρίου του 2006, η αρθρογράφος Jan Wong της Globe and Mail ισχυρίστηκε ότι ο Marc Lépine μπορεί να ένιωθε απομονωμένος από την κοινωνία του Κεμπέκ ως παιδί πατέρα μετανάστη.[44]
Όσοι τραυματίστηκαν ή έζησαν από κοντά το συμβάν, υπέφεραν από σωματικές, κοινωνικές, υπαρξιακές, οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της διαταραχής μετα-τραυματικού στρες. Κάποιοι από τους φοιτητές αυτοκτόνησαν.[45] Σε δύο επιστολές αυτοκτονίας αναφερόταν ως αιτία η οδύνη που υπέστησαν μετά τη σφαγή. Εννέα χρόνια μετά το συμβάν, το 1998, οι επιζώντες ανέφεραν ότι υποφέρουν ακόμα από την εμπειρία του συμβάντος, αν και με το χρόνο, η ένταση είχε μειωθεί.
Η αστυνομία επικρίθηκε σφοδρά για την ολιγωρία της και το περιθώριο χρόνου που έδωσε στον Lépine να πραγματοποιήσει τη σφαγή. Οι πρώτοι αστυνομικοί που έφτασαν στην σκηνή είχαν σχηματίσει μια περίμετρο γύρω από το κτίριο χωρίς να μπαίνουν μέσα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πολλές γυναίκες σκοτώθηκαν.[46]
To γυναικείο κίνημα του Καναδά θεωρεί πως η σφαγή είναι ένα σύμβολο της βίας κατά των γυναικών. "Ο θάνατος αυτών των νέων γυναικών δεν θα είναι μάταιος, υποσχεθήκαμε", τόνισε η Καναδή φεμινίστρια Judy Rebick. "Θα μετατρέψουμε το πένθος μας σε μια προσπάθεια να δώσουμε τέλος στη βία των ανδρών κατά των γυναικών."[47]
Σε απάντηση στις δολοφονίες, η Βουλή δημιούργησε μια Υπο-Επιτροπή για το Καθεστώς των Γυναικών. Κυκλοφόρησε μια έκθεση με τίτλο "Ο Πόλεμος κατά των Γυναικών", τον Ιούνιο του 1991, η οποία δεν εγκρίθηκε από την ολομέλεια της μόνιμης επιτροπής.[48][49] Ωστόσο, μετά τις συστάσεις, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δημιούργησε την Καναδική Επιτροπή για τη Βία Κατά των Γυναικών, τον Αύγουστο του 1991. Η επιτροπή εξέδωσε την τελική έκθεση, "η Αλλαγή του Τοπίου: το Τέλος της Βίας – η Επίτευξη της Ισότητας", τον Ιούνιο του 1993. Η επιτροπή πρότεινε ένα διπλό "Εθνικό Σχέδιο Δράσης" το οποίο αποτελούταν από ένα "Σχέδιο Δράσης για την Ισότητα" και "Πολιτική Μηδενικής Ανοχής" σχεδιασμένα να ενθαρρύνουν την ισότητα και να μειώσουν τη βίας κατά των γυναικών μέσα από την κυβερνητική πολιτική. Οι επικριτές της επιτροπής υποστήριξαν ότι το σχέδιο απέτυχε να παρέχει στρατηγική εφαρμογής και ένα εφικτό χρονοδιάγραμμα και η τελική έκθεση δεν είχε αντίκτυπο.[50]
Από το 1991 και μετά, η επέτειος της σφαγής έχει ορισθεί ως η Εθνική Ημέρα Μνήμης και Δράσης για τη Βία Κατά των Γυναικών, και θεωρείται ως μια πρόσκληση για δράση κατά των σεξιστικών διακρίσεων. Το 1991, στον απόηχο της σφαγής. μια ομάδα ανδρών στο Λονδίνο του Οντάριο, ξεκίνησε την εκστρατεία της λευκής κορδέλας, με σκοπό την αύξηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με την εξάπλωση της ανδρικής βίας κατά των γυναικών, με την κορδέλα να συμβολίζει "την ιδέα των ανδρών να παραδώσουν τα όπλα τους."[51] Εκδηλώσεις μνήμης διοργανώνονται σε όλη τη χώρα κάθε χρόνο, στις 6 Δεκεμβρίου, στη μνήμη των αδικοχαμένων γυναικών με πολυάριθμα μνημεία να έχουν κατασκευαστεί. Σε ανάμνηση του γεγονότος, κάθε 6 Δεκεμβρίου το Πολυτεχνείο παραμένει κλειστό.
Η Place du 6-December-1989 στο Côte-des-Neiges/το Notre-Dame-de-Γκρας στο δήμο του Μόντρεαλ δημιουργήθηκε ως ένα μνημείο για τα θύματα της σφαγής. Βρίσκεται στη γωνία της συμβολής της λεωφόρου Decelles με τον δρόμο Queen Mary, σε μικρή απόσταση από το πανεπιστήμιο, που περιλαμβάνει το έργο τέχνης Nef pour quatorze reines (Nave for Fourteen Queens) από τη Rose-Marie Goulet.[52] Το σημείο είναι η περιοχή των ετήσιων εκδηλώσεων μνήμης κάθε 6 Δεκεμβρίου.[53]
Ένα μνημείο που ανεγέρθηκε στο Βανκούβερ πυροδότησε διαμάχη, επειδή ήταν αφιερωμένο σε "όλες τις γυναίκες που δολοφονήθηκαν από τους άντρες", για το οποίο οι επικριτές λένε ότι υπονοεί πως όλοι οι άνδρες είναι εν δυνάμει δολοφόνοι.[54] Ως αποτέλεσμα, οι γυναίκες που συμμετείχαν στο έργο δέχθηκαν απειλές θανάτου και η επιτροπή του πάρκου του Βανκούβερ απαγόρευσε οποιοδήποτε μελλοντικό μνημείο που μπορεί να είναι "ανταγωνιστικό" προς άλλες ομάδες.[55][56]
Η εκδήλωση έχει επίσης τιμηθεί μέσα από αναφορές στην τηλεόραση, το θέατρο και τη μουσική. Ένα θεατρικό έργο, Το Πανωφόρι, του Adam Kelly με θέμα το συμβάν, θεωρήθηκε ως ένα από τα καλύτερα έργα του 2004 από το Μόντρεαλ Gazette.[57] Η ταινία με τίτλο Polytechnique, σε σκηνοθεσία του Denis Villeneuve κυκλοφόρησε το 2009, και πυροδότησε διαμάχη για τη σκοπιμότητα της αναβίωσης της τραγωδίας μέσα από μια εμπορική ταινία.[58][59] Επιπλέον, πολλά τραγούδια έχουν γραφτεί για τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων των "Give Us Back The Night" από το folk-rock ντουέτο Open Mind,[60] "Montreal Massacre" από την death metal μπάντα Macabre, "This Memory" από τις Wyrd Sisters, και "14 (for December 6)" από την Evalyn Parry. Η Judy Small, Αυστραλιανή τραγουδίστρια, τραγούδησε το "6 Δεκεμβρίου 1989" για το άλμπουμ της "Never Turning Back: A Retrospective" το 1999.
Το 2008, η μητέρα του Marc Lépine δημοσίευσε τα Επακόλουθα, απομνημονεύματα του δικού της ταξιδιού μέσα από τη θλίψη και τον πόνο της για αυτό που συνέβη. Είχε μείνει σιωπηλή μέχρι το 2006, και αποφάσισε να μιλήσει για πρώτη φορά μετά τους πυροβολισμούς στο Dawson College.[61]
Για την αναμνηστική τελετή της 25ης επετείου από την σφαγή, το 2014, η πόλη του Μόντρεαλ εμπιστεύτηκε το τεχνικό κομμάτι της τελετής στην εταιρεία παραγωγής και πολυμέσων Moment Factory. Η εταιρεία εγκατέστησε δεκατέσσερις προβολείς που αντιπροσωπεύουν τα 14 θύματα της σφαγής στην πλατεία του Mount Royal. Οι ακτίνες φωτός στράφηκαν προς τον ουρανό λίγο μετά τις τέσσερις η ώρα, την ώρα που η επίθεση είχε αρχίσει 25 χρόνια πριν.[62]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.