είδος χήνας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Σταχτόχηνα( Anser anser ) είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, μία από τις αγριόχηνες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Anser anser και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[1][2]
Σταχτόχηνα | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη σταχτόχηνα (υποείδος A. a. anser) | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Anser anser (Χην ο γνήσιος)[i] Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Anser anser anser | ||||||||||||||||
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A. a. rubrirostris Swinhoe, 1871 (Eastern Greylag Goose).[1]
Η σταχτόχηνα είναι η μεγαλύτερη και πιο κοινή ευρωπαϊκή χήνα, ο «πρόγονος» της εξημερωμένης χήνας που απαντά σε όλα σχεδόν τα αγροκτήματα, ιδιαίτερα στις χώρες του βορρά. Παρά τις διαφορές της από άλλα είδη αγριοχηνών, συναγελάζεται και υβριδοποιείται με αυτές, αλλά και με τις εξημερωμένες, κατοικίδιες χήνες, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται με διάφορα μοτίβα και χρωματισμούς πτερώματος. Η περιγραφή των μορφολογικών στοιχείων (βλ. Μορφολογία) αναφέρεται αποκλειστικά στους πληθυσμούς που ζουν σε άγρια κατάσταση.
Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, αλλά και ο ίδιος όρος στο είδος, Anser «χήνα», προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghăns, που έδωσε το θέμα για την ονομασία του πτηνού σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες (αρχ. ινδ. hamsá, γερμ. και ολλανδ. gans, αγγλοσαξ. gēs > geese, νορβ. gås, κ.α).[4][5]
Αλλά και η αντίστοιχη ελληνική λέξη, χήνα, έχει την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghăns, με τον αρχικό δωρικό τύπο χανς -ός. Αργότερα, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, αντέκταση του φωνήεντος και αναλογικά προς τις πλάγιες πτώσεις, παρήχθη η ονομασία χην -ός, που δικαιολογεί το αρσενικό γένος του ουσιαστικού (ίδια περίπτωση μην < ρίζα mens «μήνας»).[4]
Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, greylag goose, παραπέμπει στον γενικότερο σταχτί χρωματισμό του πτηνού. Η ίδια αναφορά γίνεται και στην ελληνική λαϊκή ονομασία.
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την ονομασία Anas Anser (Ευρώπη και Β. Βόρεια Αμερική, 1758).[6] Το 1760, ο Γάλλος ζωολόγος Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806), το μετέφερε στο σημερινό του γένος.
Η σταχτόχηνα σχηματίζει υβρίδια με κατοικίδιες χήνες, άλλες αγριόχηνες, αγριόπαπιες, ακόμη και κύκνους: Anser anser x Cygnus olor, Anser [anser x brachyrhynchus], Anser [anser x fabalis], Anser anser [var. domesticus] , Alopochen aegyptiaca (αιγυπτιακή χήνα x Anser anser, Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλη x Anser anser, Anser anser x Tadorna tadorna (βαρβάρα), κ.α.[7]
Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου και, συγκεκριμένα, στις Παλαιαρκτική, Αφροτροπική, Ινδομαλαισιανή οικοζώνες, ενώ έχει εισαχθεί στην Ωκεανία (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), την Αργεντινή και τα Φώκλαντ.
Στην Ευρώπη, το είδος απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο σε όλες τις μορφές μετακίνησης, αλλά οι πληθυσμοί του στην ήπειρο δεν είναι ιδιαίτερα συμπαγείς, εκτός από τις περιοχές της Βόρεια Θάλασσας, της Βαλτικής και ανατολικότερα (Ηνωμένο Βασίλειο, Σκανδιναβία, Γερμανία). Βόρεια φθάνει μέχρι την Ισλανδία και την απώτατη Β. Σκανδιναβία, ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, ακολουθώντας τις ακτές. Από το γεωγραφικό μήκος της Πολωνίας, περίπου και ανατολικότερα, απαντούν συμπαγείς, καλοκαιρινοί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί, μέχρι την ευρωπαϊκή Ρωσία και ανατολικότερα. Αντίθετα, στα δυτικά της ηπείρου, οι πληθυσμοί είναι κυρίως διαχειμάζοντες και μόνον σε διάσπαρτους θύλακες. Το ίδιο ισχύει και για την περιοχή των Βαλκανίων, όπου υπάρχουν διάσπαρτοι καλοκαιρινοί ή/και διαχειμάζοντες πληθυσμοί, με νότιο όριο την περιοχή της Β. Ελλάδας.
Στην Αφρική, η σταχτόχηνα απαντά αποκλειστικά ως διαχειμάζον πτηνό, σε λίγους θύλακες κυρίως στις μεσογειακές χώρες, από την Τυνησία και δυτικότερα.
Η Ασία είναι η σημαντικότερη επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε ευρεία και συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά και, δια μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής νότια της τάιγκα, φθάνει μέχρι την Α. Ρωσία και τις ιαπωνικές ακτές στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει μέχρι τη Β. Ινδία, Β. Ινδοκίνα, και ΝΑ Κίνα ως χειμερινός επισκέπτης.[8]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Anser anser anser | Β, ΒΔ, Δ και ΔΚ Ευρώπη, από Ισλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο, ανατολικά προς Σκανδιναβία, νότια προς Κ Ευρώπη | Δ και ΝΔ Ευρώπη (από Σκωτία και νοτιότερα προς Γαλλία και Ιβηρική), Β και ΒΔ Αφρική και Μέση Ανατολή | Αποτελεί το «δυτικότερο» υποείδος, με βασικό διαγνωστικό στοιχείο το πορτοκαλί ράμφος (βλ. Μορφολογία) |
2 | Anser anser rubrirostris | ΑΚ και ΝΑ Ευρώπη (Ρουμανία, Ελλάδα και ανατολικότερα προς Ρωσία, Ιράκ και Κίνα | ΝΑ Ευρώπη, Ν και ΝΑ Ασία | Αποτελεί το «ανατολικότερο» υποείδος, ελαφρώς μεγαλύτερο από το 1, με βασικό διαγνωστικό στοιχείο το ροδαλό ράμφος (βλ. Μορφολογία) |
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Η σταχτόχηνα απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης στις επικράτειες όπου κατανέμεται, ανάλογα με την περιοχή. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις απαντά ως πλήρως μεταναστευτικό είδος, με τους πληθυσμούς να μετακινούνται σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη, συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος. Ο τρόπος μετακίνησης είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγραφεί, διότι υπάρχουν μόνιμοι, μεταναστευτικοί και διαχειμάζοντες πληθυσμοί, οι οποίοι «αναμιγνύονται» σε πολλές θέσεις, καθιστώντας αδύνατο τον διαχωρισμό μεταξύ τους.
Οι πληθυσμοί της Ισλανδίας είναι πλήρως μεταναστευτικοί, πιθανόν προς την Ιρλανδία ή τη Βρετανία (βλ. παρακάτω). Οι περισσότεροι βρετανικοί πληθυσμοί κινούνται νότια, προς Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, έως τη Β. Αφρική, ενώ στη Σκωτία παραμένουν μερικοί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τα περισσότερα πτηνά ακολουθούν τις γαλλικές ακτές και συγκεντρώνονται σε μεγάλους αριθμούς στη ΝΔ Ισπανία (έλη Donana).[10] Τα πτηνά της Κ. Ευρώπης, κινούνται νοτιότερα και, μπορεί να καταλαμβάνουν τη θέση από όπου αναχωρούν οι εκεί πληθυσμοί προς νότο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ των πληθυσμών, παρά μόνον με δακτυλιώσεις.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από το Λίχτενσταϊν και το Γιβραλτάρ, τη Λιβύη και την Αίγυπτο, την Υεμένη, το Ομάν και την Ταϊλάνδη.[3]
Στην Ελλάδα, η σταχτόχηνα απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης, κυρίως ως διαχειμάζον είδος, αλλά και ως αναπαραγόμενος και διαβατικός επισκέπτης.[11][12][13] (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα). Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως περιστασιακός χειμερινός επισκέπτης.[14]
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, απαντά σε υγροτόπους που περιβάλλονται από περιφερική βλάστηση σε ανοικτά λιβάδια,[15] όξινα εδάφη με βούρλα και ρείκια,[16] αρκτική τούνδρα, στεπώδεις ή ημιερημικές περιοχές από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 2.300 μ.,[17] ενώ στο Νεπάλ φθάνει μέχρι τα 3.050 μ.[18] Φωλιάζει κοντά σε ρέματα, αλίπεδα,[19] πλημμυρισμένα ποτάμια, έλη με καλαμιώνες, χλοώδεις τυρφώνες, υγρούς λειμώνες, λίμνες γλυκού νερού και εκβολές ποταμών με καλαμιές.[16] Επίσης, κοντά σε εγκαταστάσεις ενδεχόμενης σίτισης όπως λιβάδια και πρόσφατα σπαρμένους με δημητριακά αγρούς.[19] Απαιτεί απομονωμένες νησίδες[19] σε λίμνες[16] ή κατά μήκος της ακτής, μακριά από αρπακτικά.[19] Το φθινόπωρο (πριν από τη μετανάστευση) συχνάζει σε χωράφια με ζαχαρότευτλα, καλαμπόκι ή άλλα δημητριακά.[19]
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ιδιαίτερα τον χειμώνα, το είδος απαντά σε πεδινά αγροκτήματα,[15][20] βάλτους,[15] λίμνες,[15][20] δεξαμενές,[20] παράκτιες λιμνοθάλασσες[15] και εκβολές ποταμών.[20]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Καλαμιώνες, Άδενδρα Έλη, Ερεικώνες, Ακτές και Χωριά.[21]
Στην Ελλάδα, η σταχτόχηνα απαντά κυρίως σε λιβάδια καλλιεργημένους αγρούς, έλη, τενάγη και κοντά σε ακτές,[11] καθώς και σε υγροτόπους γλυκού νερού, κυρίως ευτροφικές λίμνες με πυκνή βλάστηση.[12]
Η σταχτόχηνα είναι μεγάλου μεγέθους αγριόχηνα, η μεγαλύτερη και ογκωδέστερη από τις ευρωπαϊκές χήνες, με ομοιόμορφο χρωματισμό πτερώματος χωρίς κάποια έντονα διαγνωστικά στοιχεία, αλλά λίγα σημάδια, μερικές φορές μαύρα στίγματα ή κηλίδες στην κοιλιά. Η ουρά διαθέτει 18 πηδαλιώδη φτερά[11] και εμφανίζει λεπτή μελανή λωρίδα σε οπίσθια κάτοψη.[22] Τα φύλα είναι παρόμοια σε χρωματισμούς, αλλά τα αρσενικά είναι λίγο μεγαλύτερα από τα θηλυκά.
Το πτέρωμα είναι ομοιόμορφο σταχτογκριζωπό-καφέ, έχουν μακρύ και δυνατό λαιμό, ογκώδες ράμφος, πιο σκούρο κεφάλι και πιο ανοικτόχρωμη κοιλιά, με ποικίλα μαύρα στίγματα ή μικρές ραβδώσεις. Ελάχιστα άτομα φέρουν αχνό, λευκό δακτύλιο που περιβάλλει τη βάση του ράμφους.[23] Οι πτέρυγες φέρουν ανοικτόχρωμες παρυφές στα επί μέρους φτερά και διακρινόμενη λευκή γραμμή στα όρια των πλευρών. Τα καλυπτήρια είναι ελαφρά χρωματισμένα, σε αντίθεση με τα πιο σκούρα ερετικά φτερά, διαφορά έντονα διακρινόμενη κατά την πτήση.[22] Οι ταρσοί και τα πόδια είναι σαρκόχρωμα ροζ.
Τα νεαρά άτομα διαφέρουν κυρίως στην έλλειψη μαύρων σημαδιών στην κοιλιά και τα λιγότερο έντονα μοτίβα στη ράχη.
(Πηγές:[9][10][18][22][23][24][25][26][27][28][29][30][31][32][33][34]
Οι σταχτόχηνες είναι φυτοφάγα πτηνά, με τη διατροφή να αποτελείται από γρασίδι (πόες Graminae),[15] ρίζες, βλαστούς, φύλλα, κλαδιά και καρπούς άλλων ποωδών, βαλτωδών φυτών.[15][16] Επίσης, τρέφονται με υδρόβια φυτά,[16] γεωργικά σιτηρά και πατάτες (ειδικά τον χειμώνα).[15] Αναζητούν την τροφή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, ειδικά το πρωί και το βράδυ, αν και τα πουλιά που δεν φωλιάζουν μπορούν, επίσης, να τροφοδοτούνται τη νύκτα.[19] Έχουν τη δυνατότητα να απομακρύνονται σε περιοχές σίτισης που βρίσκονται περισσότερο από 10 χιλιόμετρα μακριά από τις θέσεις κουρνιάσματος,[19] με βέλτιστη απόσταση τα 2-5 χιλιόμετρα.[35]
Στις περιοχές διαχείμασης της ΝΔ. Ισπανίας, εχει μελετηθεί διεξοδικά το διαιτολόγιο των εκεί πληθυσμών. Αμέσως μετά την άφιξή τους στις αρχές του φθινοπώρου, οι σταχτόχηνες του Γουαδαλκιβίρ επικεντρώνονται στις θέσεις με πόες Scirpus (Schoenoplectus) litoralis, αλλά μετακινούνται σε θέσεις με Scirpus maritimus, όταν οι προηγούμενες πλημμυρίσουν μετά από τις φθινοπωρινές βροχές. Σε δύο από αυτές τις θέσεις, η δίαιτα κυριαρχείται από κονδύλους αυτών των φυτών, αλλά κατά τα τέλη του χειμώνα υπήρξε αύξηση στην κατανάλωση και των πράσινων τμημάτων. Οι κόνδυλοι του Scirpus έχουν υψηλές συγκεντρώσεις διαλυτών υδατανθράκων και φυτικών ινών, αλλά χαμηλές συγκεντρώσεις πρωτεϊνών και μετάλλων. Επαρκείς ποσότητες των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών φαίνεται να αποκτώνται με τη μετάβαση σε βοσκότοπους, προς αναζήτηση τροφής. Παρά τη σχετική υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και χαμηλή σε ίνες, οι κόνδυλοι του S. litoralis προτιμώνταν λιγότερο από εκείνους του S. maritimus. Ο λόγος για αυτό είναι ότι, οι χήνες χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να «βοσκήσουν» τα S. litoralis. Αντίθετα, στις θέσεις με S. maritimus οι χήνες δαπανούν περισσότερο χρόνο για άλλες δραστηριότητες.[36]
Μετά την αναπαραγωγή, οι σταχτόχηνες συγκεντρώνονται κατά σμήνη για να ταξιδέψουν προς συγκεκριμένες περιοχές (με καλές θέσεις σίτισης και πρόσβαση σε ασφαλείς τοποθεσίες για κούρνιασμα),[19] όπου υποβάλλονται σε διαδικασία αλλαγής πτερώματος, που διαρκεί έναν (1) μήνα, περίπου.[38]
Γενικά, το είδος είναι πολύ αγελαίο[19][20] εκτός της περιόδου αναπαραγωγής,[20] με μεγάλες συναθροίσεις κατά την περίοδο έκδυσης και πριν από τη φθινοπωρινή μετανάστευση, σε σμήνη που μπορεί να φθάσουν τα 25.000 άτομα.[38] Κουρνιάζουν τη νύχτα, αλλά και κατά τη διάρκεια της ημέρας όταν βρίσκονται σε ανοικτό νερό.[39]
Το πέταγμα της σταχτόχηνας είναι «βαρύ», αλλά δυνατό και ευθύ,[24] όπου ξεχωρίζουν οι πλατιές πτέρυγες, με την ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια του εμπρόσθιου μέρους τους. Το ουροπύγιο εμφανίζεται ανοικτό γκρίζο, κάνοντας αντίθεση με τη σκούρα ράχη και τα σκούρα τριτεύοντα ερετικά.[23] Απογειώνεται εύκολα, αλλά απονηώνεται αρκετά δύσκολα.[9]
Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και, συνήθως, ξεκινάει στα τέλη Μαρτίου στα νότια και νοτιοανατολικά, και στα τέλη Απριλίου στα βόρεια.[40] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος.
Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται μέσα σε καλαμιώνες, στο έδαφος,[15] ή στη βάση δένδρων, κάτω από θάμνους ή σε προστατευμένες κοιλότητες σε απομονωμένα δασώδη νησιά σε λίμνες ή κατά μήκος των ακτών,[16][19] καθώς και σε «σχεδίες» βλάστησης σε ποτάμια.[17] Παρά το γεγονός ότι, οι σταχτόχηνες σχηματίζουν μικρές αναπαραγωγικές αποικίες, μερικές φωλιές μπορεί να συναθροίζονται σε μικρό χώρο (π.χ. μόλις 11 μ. μεταξύ τους σε μικρές νησίδες).[16]
Η φωλιά είναι μια ρηχή κοιλότητα επιστρωμένη με λίγο παρακείμενο φυτικό υλικό[15][17] ή πούπουλα και φτερά αλλά, στις υγρές θέσεις, μπορεί να είναι ένας υπερυψωμένος σωρός από από καλάμια ή βούρλα.[40]
Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 6 (-8) υποελλειπτικά ή οβάλ αβγά, διαστάσεων 85,3 Χ 58,0 χιλιοστών[40] και βάρους 160 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 13% είναι κέλυφος.[21] Η εναπόθεση είναι σχεδόν καθημερινή -λίγο περισσότερο από 24 ώρες- και η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό (το αρσενικό παραμένει σε επιφυλακή σε κοντινή απόσταση από τη φωλιά) και διαρκεί 27 έως 28 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί (χηνάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν, ενώ αναζητούν μόνοι την τροφή τους υπό την επιτήρηση των γονέων. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 50-60 ημέρες, περίπου.[21][26]
Το είδος απειλείται από το κυνήγι σε μεγάλο μέρος του φάσματος κατανομής του[15][20] και είναι επιρρεπές σε δηλητηρίαση από μόλυβδο, λόγω κατάποσης κυνηγετικών σκαγίων.[41] Επίσης, οι σταχτόχηνες διώκονται από τους αγρότες, καθώς μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές στις καλλιέργειες.[15][20] Άλλοι κίνδυνοι είναι η καταστροφή και η υποβάθμιση των υγροτόπων εξαιτίας της αποστράγγισης,[15][20][42] ή μετατροπή τους σε αγροτικές καλλιέργειες,[15][20] η ρύπανση από πετρέλαιο, η εξόρυξη τύρφης, η αλλαγή στις πρακτικές διαχείρισης των υγροτόπων (π.χ. μείωση της βόσκησης σε λιβάδια που οδηγεί στην υπερανάπτυξη βλάστησης), καθώς και το κάψιμο και κούρεμα των καλαμιών, ειδικά στις περιοχές αναπαραγωγής.[42] Το είδος είναι επιρρεπές στη γρίπη των πτηνών έτσι, ώστε να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού.[43]
Η σταχτόχηνα υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά.[19] Στην Ελλάδα παλαιότερα ήταν θηρεύσιμο είδος και δεν προστατευόταν από τη νομοθεσία, αν και το κύριο τμήμα του αναπαραγόμενου πληθυσμού, καλύπτεται νομικά από το καθεστώς του Εθνικού Δρυμού των Πρεσπών.[44] Το κυνήγι της δεν επιτρέπεται σήμερα από την ελληνική νομοθεσία.[45] Ωστόσο, πολλές σταχτόχηνες πυροβολούνται από τους κυνηγούς, είτε από λαθροθήρες, είτε επειδή είναι δύσκολο να διακριθούν από τις ασπρομετωπόχηνες, των οποίων επιτρέπεται η θήρευση.[37]
Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Μάλιστα, σε πολλές περιοχές, η τάση των πληθυσμών του είναι ανοδική.[3] Είναι η μοναδική γκρίζα χήνα που παρατηρείται σε μεγάλους αριθμούς στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.[23] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, η Ισλανδία, η Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία.[46]
Η σταχτόχηνα είχε καταγραφεί να φωλιάζει στο παρελθόν, στη λίμνη Αρζάν (1917, αποξηραμένη σήμερα) και στο Δέλτα του Αξιού (1950). Στη δεκαετία του 1960, προστέθηκαν θέσεις φωλιάσματος στον Έβρο, την Ισμαρίδα και την Κερκίνη. Το 1968 βρέθηκε νέα θέση φωλιάσματος στη Μικρή Πρέσπα, η οποία επιβιώνει έκτοτε, με λίγα αναπαραγόμενα ζευγάρια, ενώ οι θέσεις στην Ισμαρίδα και την Κερκίνη έχουν, σχεδόν, μηδενιστεί.[47]
Οι πληθυσμοί της σταχτόχηνας κατά τις μεταναστεύσεις και τη διαχείμαση είναι, σαφώς, μεγαλύτεροι, αν και εμφάνισαν σημαντική μείωση μετά τη δεκαετία του 1960. Απαντούν στις ίδιες, με τις θέσεις φωλιάσματος, περιοχές με την προσθήκη του Δέλτα του Έβρου.[47]
Για τους παραπάνω λόγους η σταχτόχηνα, ειδικά στην Ελλάδα, κατατάσσεται στα Κρισίμως Κινδυνεύοντα είδη (CR [D]).[37] Η χώρα φιλοξενεί τους νοτιότερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς της Ευρώπης (sensu stricto)[48] και, μάλιστα, τα πτηνά στη Μικρή Πρέσπα είναι τα μεγαλύτερα της ηπείρου, ανάλογου μεγέθους με εκείνα που απαντούν στις αχανείς στέπες της Ρωσίας.
Απαιτούνται, αυστηρός έλεγχος της λαθροθηρίας και της κυνηγετικής δραστηριότητας, επέκταση των Καταφυγίων Άγριας Ζωής όπου αυτό απαιτείται, αποτελεσματικότερη διαχείριση και προστασία των ενδιαιτημάτων του είδους, αποφυγή ενόχλησης, μελέτη της βιολογίας και οικολογίας του είδους και μακροχρόνια παρακολούθηση του πληθυσμού του τόσο στη λίμνη Πρέσπα όσο και στις περιοχές διαχείμασης.[37]
Στον ελλαδικό χώρο η Σταχτόχηνα απαντά και με τις ονομασίες Αγριόχηνα, Καρακάζα, Μπόζα και Χηνάρι[49] και Σπιτόστηνα (Κύπρος).[50]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.