From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Πριγκίπισσα Μονονόκε (ιαπωνικά: もののけ姫, Χέπμπορν: Mononokehime) είναι ταινία anime του Ιάπωνα σκηνοθέτη Χαγιάο Μιγιαζάκι. Βγήκε στις ιαπωνικές κινηματογραφικές αίθουσες τον Ιούλιο του 1997 και στον υπόλοιπο κόσμο το φθινόπωρο του 1999.
Πριγκίπισσα Μονονόκε | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Χαγιάο Μιγιαζάκι[1][2][3] |
Παραγωγή | Τόσιο Σουζούκι[3] |
Σενάριο | Χαγιάο Μιγιαζάκι[3] |
Πρωταγωνιστές | Σαν: Ισίντα Γιουρίκο (Ιαπωνικά) Κλαιρ Ντέινς (Αγγλικά) Μαρία Ζερβού (Ελληνικά) Ασιτάκα: Ματσούντα Γιόοτζι (Ιαπωνικά) Μπίλι Κράνταπ (Αγγλικά) Αργύρης Παυλίδης (Ελληνικά) |
Ηθοποιοί φωνής | Γιότζι Ματσούντα[4], Γιουρίκο Ισίντα[5][6][7], Γιούκο Τανάκα[2][7][8], Καορού Κομπαγιάσι[6][7][9], Μασαχίκο Νισιμούρα[6][7][10], Ακιχίρο Μίουα[6][11], Μιτσούκο Μόρι[6][12], Χισάγια Μορισίγκε[6][13], Τακάκο Φούτζι[7], Τσουνεχίκο Καμιτζό[14] και Σούμι Σιμαμότο[15] |
Μουσική | Τζο Χισαΐσι |
Φωτογραφία | Ατσούσι Οκούι[16] |
Μοντάζ | Τακέσι Σεγιάμα[3] και Χαγιάο Μιγιαζάκι[16] |
Εταιρεία παραγωγής | Studio Ghibli |
Διανομή | Toho, Netflix, HBO Max και UIP-Dunafilm |
Πρώτη προβολή | 12 Ιουλίου 1997 |
Διάρκεια | 134 λεπτά |
Προέλευση | Ιαπωνία |
Γλώσσα | Ιαπωνική |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η ταινία αποτέλεσε την πιο γρήγορη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών στην Ιαπωνία, μέχρι που ξεπεράστηκε από τον Τιτανικό αρκετούς μήνες αργότερα. Κατέχει ακόμη και σήμερα μια θέση στην τριάδα των δημοφιλέστερων ταινιών anime στην Ιαπωνία, πλάι στο Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων του 2001 και στο Κινούμενο Κάστρο, δημιουργήματα επίσης του Μιγιαζάκι.
Παρόλο που ο τίτλος του υποδηλώνει ένα παραμύθι, το περιεχόμενο είναι ακατάλληλο για τρυφερές ηλικίες και σε αρκετές χώρες έλαβε σήμανση ταινίας «ακατάλληλο για κάτω των 12 ή 13 ετών». Παρόλο που η Miramax, η εταιρία που εξασφάλισε τα δικαιώματα για προβολή στην Αμερική, θέλησε να κάνει περικοπές στις βίαιες ή αιματηρές σκηνές, ο Μιγιαζάκι το απαγόρευσε και τελικά η ταινία προβλήθηκε στην αυθεντική της εκδοχή. Αν και στην αγγλική μεταγλώττιση συμμετείχαν διάσημοι ηθοποιοί, η ταινία άνοιξε σε λίγες αίθουσες, με ελάχιστη διαφήμιση και δεν πήγε καλά στο box office. Λίγο προτού βγει το φιλμ σε DVD το Σεπτέμβριο του 2000, η Miramax ανακοίνωσε πως θα περιείχε μονάχα τη μεταγλωττισμένη εκδοχή. Ήταν τέτοια η αντίδραση από τους οπαδούς της ταινίας, που η κυκλοφορία αναβλήθηκε για τρεις μήνες, ώστε να προστεθεί ο ήχος στην ιαπωνική γλώσσα και οι αγγλικοί υπότιτλοι. Οι πωλήσεις ήταν εξαιρετικές.
Το μήνυμα της ταινίας είναι οικολογικό και αντιπολεμικό, καθώς επικεντρώνεται γύρω από τη μάχη ανάμεσα στους Αρχαίους Θεούς Προστάτες του Δάσους και τον Άνθρωπο που εξαντλεί τους φυσικούς του πόρους, μπροστά στα μάτια ενός ουδέτερου παρατηρητή, του πρίγκιπα Ασιτάκα. Η ταινία αποτελεί μια από τις πιο προσωπικές ταινίες του δημιουργού της και δεν είναι σε καμία περίπτωση απλοϊκή. Ο κόσμος όπου εξελίσσονται όλα ακροβατεί σε λεπτές ισορροπίες και δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός του Καλού και του Κακού. Στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιαπωνική μυθολογία και παράδοση και πραγματεύεται την ηθική, περισσότερο από ό,τι την επιστημονική φαντασία. Διαθέτει βάθος και φιλοσοφική διάθεση, ξεφεύγοντας από την απλή παρουσίαση τρυφερών θεμάτων, όπως αυτά του Disney. Είναι μια δουλειά, που από πολλές απόψεις μπορεί να χαρακτηριστεί «ενήλικη», καθώς τα παιδιά θα απολαύσουν μεν τα χρώματα και την οπτικοποίηση, αλλά μάλλον θα δυσκολευτούν να καταλάβουν την υπόθεση. Ακόμη και οι ενήλικες καταλαβαίνουν όλο και περισσότερα κάθε φορά που ξαναβλέπουν την ταινία. Στην Ελλάδα, η ταινία κυκλοφόρησε μεταγλωττισμένη στα ελληνικά σε μορφή βιντεοκασέτας από την Σπέντζος Φιλμ. Στην ελληνική μεταγλώττιση, την σκηνοθεσία έχει κάνει ο Δημήτρης Κουζούπης.
Σύμφωνα με την εισαγωγή του έργου, σε μια αρχαία εποχή, σε μια γη που καλύπτεται από δάση, κατοικούν τα πνεύματα των θεών. Τότε, τα κτήνη και οι άνθρωποι συνυπήρχαν αρμονικά, όμως τα δάση με το πέρασμα του χρόνου απειλήθηκαν με συρρίκνωση. Αυτά που επιβίωσαν φυλάγονταν από τεράστια κτήνη που χρωστούσαν τη σύμπνοιά τους στο Θεό του Δάσους, γιατί τότε ήταν μια εποχή θεών και δαιμόνων.
Σε μια χώρα στα βορειοανατολικά, διέμεναν τα υπολείμματα μιας ξεχασμένης στο μύθο φυλής ανθρώπων, των Εμίσι. Αυτοί αρνούνταν την ένταξή τους στην κοινωνία και διέμεναν σε μυστικό μέρος εξόριστοι. Κάποια μέρα ο Νάγκο, ένας δαίμονας που κάποτε ήταν πανίσχυρος θεός - αγριογούρουνο αλλά μολύνθηκε από οργή, επιτέθηκε στον τόπο αυτόν. Ο νεαρός Ασιτάκα, πρίγκιπας και μελλοντικός κληρονόμος της αρχηγίας της φυλής, εξολόθρευσε το πλάσμα αυτό, όχι όμως προτού ο πόνος και η οργή του τέρατος ενσταλάξουν μέσα του μια μολυσματική ασθένεια. Σύμφωνα με τη μάγισσα του χωριού, η μόλυνση θα εξαπλωνόταν σταδιακά σε όλο του το σώμα, σκοτώνοντάς τον τελικά με φρικτούς πόνους. Ωστόσο υπέδειξε στον νεαρό, να κάνει ένα μακρύ ταξίδι στις δυτικές χώρες με σκοπό να «δει με μάτια ασυννέφιαστα από το μίσος» και ίσως εκεί να έβρισκε θεραπεία. Ο νεαρός Ασιτάκα από κει τότε θα θεωρούνταν νεκρός για τους συγχωριανούς του. Αν και θρήνησαν για το χαμό του πρίγκιπα τους, απαγορευόταν να τον αποχαιρετήσουν και έπρεπε να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Μόνο ένα νεαρό κορίτσι, η Κάγια, αψήφισε την εντολή, τον βρήκε και του χάρισε το κρυστάλλινο μαχαίρι της για να μην την ξεχάσει. Ο Ασιτάκα την αποκαλεί «μικρή αδερφή», ο Μιγιαζάκι όμως έχει δηλώσει πως η προσφώνηση είναι χαϊδευτική και πως το κορίτσι ήταν η κοπέλα που κάποια μέρα θα γινόταν σύζυγός του.
Καθώς ο Ασιτάκα ταξιδεύει στη Δύση, μαθαίνει για το δάσος όπου κατοικούσαν τα αρχαία πλάσματα – που ήταν υπερμεγέθη ζώα - και αναρωτιέται αν ο Θεός του Δάσους έχει κάποια απάντηση γι’ αυτόν. Παράλληλα συνειδητοποιεί πως η ασθένεια όχι μόνο εξαπλώνεται λίγο λίγο, αλλά επηρεάζει και την θέλησή του όταν αυτός βίωνε έντονα συναισθήματα, πότε δίνοντας του υπεράνθρωπη δύναμη και πότε παίρνοντας τον έλεγχο του σώματός του. Περιδιαβαίνει μια χώρα που δοκιμάζεται από τον πόλεμο με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις και έρχεται σε σύγκρουση με μερικούς σαμουράι, τους οποίους και εξολοθρεύει εύκολα χάρις στη νέα υπεράνθρωπη δύναμή του. Αν και ταξίδευε με τη μέγιστη δυνατή διακριτικότητα, αρνούμενος να δώσει πληροφορίες για τον εαυτό του, γνωρίζει έναν μυστηριώδη μοναχό, το Τζίγκο. Ο τελευταίος, αφού εξετάζει ένα κομμάτι μέταλλο το οποίο είχε βρεθεί μέσα στο δαίμονα που σκότωσε ο Ασιτάκα, του υποδεικνύει να κινηθεί προς μία πόλη όπου κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η εξόρυξη και το εμπόριο σιδήρου. Ο αυτοκράτορας εποφθαλμιούσε την πόλη και προσπάθησε να την πάρει με προδοσία. Από την άλλη οι κάτοικοι της πόλης, μόλυναν και κατέστρεφαν λίγο λίγο το δάσος, επεκτείνοντας την κυριαρχία τους με μόνο εμπόδιο τα κτήνη που κατοικούσαν εκεί. Την πόλη διοικούσε μια πρώην πόρνη, η λαίδη Εμπόσι, που λάτρευαν οι υποτελείς της για το δυναμισμό και τις ικανότητες της.
Κάπου στο βουνό, στο δρόμο προς την πόλη, μερικοί λύκοι επιτέθηκαν σε μια πομπή ανθρώπων. Πάνω στη θεά – λύκαινα, τη Μόρο, κάθεται ένα κορίτσι, η Πριγκίπισσα Μονονόκε ή Πριγκίπισσα των Πνευμάτων. Η λαίδη Εμπόσι, πυροβολεί τη Μόρο, η οποία πέφτει στο γκρεμό παίρνοντας μαζί κάμποσους άνδρες. Κοντά σε ένα ποτάμι, ο Ασιτάκα διασώζει δύο από αυτούς κι αποφασίζει να τους μεταφέρει στην πόλη μέσω του Δάσους, όπου και έχει μια φευγαλέα συνάντηση με το Πνεύμα – θεό. Στην όχθη του ποταμού, βλέπει για πρώτη φορά την Πριγκίπισσα, ενώ ρουφούσε αίμα από το τραύμα της Μόρο και γοητεύεται από εκείνη.
Στην πόλη ο Ασιτάκα δέχεται ευχαριστίες από τους κατοίκους για τη διάσωση των δύο αντρών. Συναντά τη λαίδη Εμπόσι που τον πληροφορεί πως η ίδια ήταν αυτή που πριν καιρό έσωσε την πόλη από την παρακμή. Έφερε ανθρώπους να εργαστούν και να προστατεύουν τις εξορύξεις του σιδήρου, απελευθέρωσε με τα χρήματά της πολλές πόρνες και τους χάρισε τίμια ζωή, έδωσε δουλειά σε λεπρούς τη στιγμή που κανένας δεν ήθελε να συναναστραφεί μαζί τους και πολεμά τώρα την πριγκίπισσα που μαζί με τις θεότητες εμποδίζουν τον άνθρωπο να εισχωρήσει βαθύτερα στο δάσος. Υπήρξε παλαιότερα μια μάχη με τη φυλή των αγριογούρουνων, οπότε και οι άντρες της Εμπόσι τραυμάτισαν το Νάγκο με το κομμάτι μέταλλο που ο Ασιτάκα είχε στην κατοχή του, μετατρέποντας τον σε δαίμονα. Η πληροφορία αυτή έκανε τον Ασιτάκα να θυμώσει, καθώς η καταστροφική μανία των ανθρώπων της πόλης θα του κόστιζε τη ζωή.
Την ίδια νύχτα η Πριγκίπισσα Μονονόκε, που στην πραγματικότητα ονομαζόταν Σαν, προσπάθησε να αποδυναμώσει την πόλη σκοτώνοντας τη λαίδη Εμπόσι. Ο Ασιτάκα σταματά τη μονομαχία των δύο γυναικών και αποφασίζει να απομακρύνει την αναίσθητη πια Σαν από την πόλη. Οι κάτοικοι της πόλης τον συμπαθούσαν και δεν ήθελαν να του κάνουν κακό, αρνήθηκαν όμως να ανοίξουν τις βαριές πύλες που οδηγούσαν στο δάσος. Μια γυναίκα, που χήρεψε στην πρωινή επίθεση, πυροβόλησε κατά λάθος τον Ασιτάκα στην πλάτη, αλλά εκείνος προς μεγάλη έκπληξη όλων συνέχισε να περπατάει και, παρόλο που αιμορραγούσε, παραμέρισε την βαριά πύλη σαν να ήταν από χαρτί.
Βαθύτερα στο δάσος η Σαν συνέρχεται κι ο Ασιτάκα καταρρέει. Τα δύο αδέρφια – λύκοι της Σαν ορμούν να τον ξεσκίσουν, η κοπέλα όμως, τους σταματά. Αισθάνεται πως ο νεαρός είναι ετοιμοθάνατος και νιώθει μπερδεμένη από το γεγονός ό,τι ένας άνθρωπος μπήκε στον κίνδυνο να τη σώσει. Θυμωμένη του ζητά εξηγήσεις, μα εκείνος χαμογελώντας της είπε απλά πως δεν ήθελε να τη δει να πεθαίνει. Εκείνη προσβλήθηκε, γιατί θεωρεί τον εαυτό της λύκο κι όχι άνθρωπο. Τη στιγμή που πάει να του δώσει το τελειωτικό χτύπημα, ο Ασιτάκα την ξαφνιάζει ψιθυρίζοντάς της πως είναι όμορφη, πριν χάσει τις αισθήσεις του.
Η φυλή των Πιθήκων, εμφανίζεται κι απαιτεί να φάει το σώμα του αγοριού για να πάρει τη δύναμή του, ωστόσο η Σαν αρνείται. Αντίθετα, αφήνει το αγόρι μόνο στην ιερή λίμνη στη μέση του δάσους. Εκεί το Shinigami, ο θεός της ζωής και του θανάτου που εξουσίαζε το δάσος, αποφασίζει να θεραπεύσει το τραύμα του αγοριού, αλλά όχι και την κατάρα. Μετά από μέρες ο Ασιτάκα ξυπνά τη νύχτα στο πλευρό της Σαν μέσα στη σπηλιά όπου φώλιαζε η Μόρο. Ο Ασιτάκα της ζητά να ελευθερώσει το κορίτσι, για να επιστρέψει σε αυτούς που ανήκει. Η Μόρο όμως αποκαλύπτει πως το κορίτσι εγκατέλειψαν μπροστά της οι γονείς της όταν ήταν ακόμη μωρό, σαν δόλωμα για να ξεφύγουν οι ίδιοι από το θάνατο. Όσο για τη Σαν, δεν ανήκε πουθενά αλλά ένιωθε λύκος, άρα μαζί με το δάσος θα χανόταν κι αυτή. Η Μόρο αργοπέθαινε από το τραύμα της Λαίδης Εμπόσι, αλλά σε αντίθεση με το Νάγκο, δεν άφησε να την καταλάβει η οργή. Χαμογελά στο θάνατο γνωρίζοντας πως έζησε αρκετά, αρκεί να προλάβει να προστατέψει το δάσος. Τέλος προειδοποιεί τον Ασιτάκα να φύγει αμέσως μόλις αναρρώσει γιατί θα τον σκότωνε.
Σύντομα ξεσπά πόλεμος ανάμεσα σε τρεις αντικρουόμενες δυνάμεις. Ένας πολέμαρχος σαμουράι, οδηγεί τα στρατεύματα του κατά της πόλης, ζητώντας πολύτιμο σίδερο. Από την πλευρά του ο Okkotonushi, ένας θρυλικός αρχηγός των αγριογούρουνων – θεοτήτων, ετοιμάζει τη φυλή του για την ολοκληρωτική μάχη με τον άνθρωπο. Η Εμπόσι γνωρίζει πως ο πιο επικίνδυνος εχθρός της δεν είναι τα κτήνη αλλά η ανθρώπινη πονηριά και απληστία. Μαζί με το μοναχό Τζίγκο, που ήταν παλιός της γνωστός, και μερικούς κυνηγούς του αυτοκράτορα, εισέρχεται στο δάσος ώστε να σκοτώσει το Shinigami, καθώς ο αυτοκράτορας προσέφερε ένα βουνό χρυσάφι για το κεφάλι του. Η Εμπόσι μυρίζοντας προδοσία, άφησε τις πιστές της γυναίκες να φυλάγουν οπλισμένες την πόλη. Ο Ασιτάκα που νοιάζεται τόσο για τη Σαν, όσο και για την ευημερία των ανθρώπων της πόλης, προσπαθεί να κατευνάσει το τυφλό μίσος που έτρεφε η Εμπόσι για τη Σαν και το αντίστροφο, αλλά δεν είχε επιτυχία.
Η φυλή των αγριογούρουνων, που πολεμούσε πάντα χωρίς σχέδιο, κατά μέτωπο και βασιζόμενη στην κτηνώδη δύναμη, εξολοθρεύεται. Μονάχα ο αρχηγός τους ο Okkotonushi έμεινε ζωντανός. Οι κυνηγοί του αυτοκράτορα φορούν τα τομάρια των πολεμιστών του για να τον μπερδέψουν, καθώς ήταν τυφλός λόγο ηλικίας. Εκείνος, νομίζοντας πως επέστρεψαν από τους νεκρούς τους κατευθύνει στο Shishigami. Καθώς όμως προσπάθησαν να τον εξολοθρεύσουν, εκείνος αφήνει την οργή να τον μετατρέψει σε δαίμονα. Η Σαν που είχε βγει ζωντανή από τη μάχη, προσπάθησε να τον βοηθήσει μα έπεσε αναίσθητη πάνω του και κινδύνεψε να μολυνθεί η ίδια.
Ο Ασιτάκα διασώζει ένα από τα αδέρφια της Σαν από το πεδίο της μάχης και με τη βοήθειά του προσπαθεί να βοηθήσει τόσο τη Σαν, όσο και να βρει τη Λαίδη να την ειδοποιήσει για την επίθεση των σαμουράι. Ωστόσο αποτυγχάνει να αποσπάσει τη Σαν από τον Okkotonushi. Τελικά ήταν η Μόρο αυτή που το απαίτησε και χρησιμοποίησε τις τελευταίες τις δυνάμεις να σώσει την κόρη της, αντί να επιτεθεί στη Λαίδη. Ο Ασιτάκα αρπάζει το κορίτσι και πέφτει στο νερό της ιερής λίμνης, για να προλάβει τη μόλυνση προτού επηρεάσει το σώμα της.
Η θεότητα της ζωής και του θανάτου, το Shishigami, καταφτάνει. Την παρουσία του Πνεύματος αντιλαμβάνεται και ο Okkotonushi, παρά την απώλεια όρασης και την παραφροσύνη του. Το Πνεύμα ακουμπά τη μύτη του και του παίρνει τη ζωή, χαρίζοντας του ειρήνη. Η Μόρο πέφτει επίσης εξαντλημένη. Το Shishigami, τη νύχτα μεταμορφωνόταν σε μια τεράστια ανθρωπόμορφη σκιά και περιδιάβαινε σε όλο το δάσος. Κατά τη μεταμόρφωση αυτή, η Λαίδη Εμπόσι με ένα πυροβόλο όπλο το αποκεφαλίζει προτού ο Ασιτάκα καταφέρνει να κάνει κάτι. Από το σώμα του πνεύματος ανάβλυσε μια μαύρη σκιά που απονέκρωνε ό,τι κι αν άγγιζε, προσπαθώντας να βρει το χαμένο κεφάλι. Με την τελευταία της δύναμη, η Μόρο δαγκώνει και αποσπά το χέρι της Λαίδης, αποτρέποντάς την από το να ξαναχρησιμοποιήσει όπλο ποτέ. Ο Τζίγκο και οι άντρες του άρπαξαν το κεφάλι και άρχισαν να τρέχουν για να ξεφύγουν.
Ο Ασιτάκα μεταφέρει τη Λαίδη στην ασφάλεια του νησιού της ιερής λίμνης. Αποτρέπει τη Σαν από το να της πάρει τη ζωή, καθώς η Μόρο εκδικήθηκε ήδη για τη φυλή των λύκων. Η Σαν εξοργισμένη ζητά από τον Ασιτάκα να πάρει τη Λαίδη μακριά και να εξαφανιστεί μιας και πάντα ήταν με την πλευρά των ανθρώπων. Η απλή απάντηση του πρίγκιπα ήταν πως ήταν άνθρωπος όπως άλλωστε και η ίδια. Η Σαν επιμένοντας πως είναι μέλος της φυλής των λύκων, τον καρφώνει στο στήθος με το κρυστάλλινο μαχαίρι. Αποτροπιασμένη με την ίδια της την πράξη κάνει πίσω, αλλά ο Ασιτάκα την παίρνει στην αγκαλιά του ζητώντας συγγνώμη για την αδυναμία του να σταματήσει το κακό. Η Σαν βγάζει όλη της την απελπισία νιώθοντας το τέλος, αλλά εκείνος θεωρεί πως υπήρχε ακόμη ελπίδα εφόσον ήταν ζωντανοί.
Η σκιά από το Shishigami εξαπλώθηκε στο δάσος και κατάστρεψε τα πάντα στο πέρασμά του, καθώς και την πόλη και το στρατόπεδο των σαμουράι. Ο Ασιτάκα και η Σαν τελικά καταφέρνουν να πείσουν το Τζίγκο να επιστρέψει το κεφάλι και το προσφέρουν οι ίδιοι στο Πνεύμα. Η κατάρα εξαπλώνεται αμέσως στα σώματά τους. Καθώς ο ήλιος ανατέλλει το Πνεύμα χάνεται με μια ριπή δυνατού ανέμου. Όταν τελείωσαν όλα, οι επιζώντες και η Λαίδη έγιναν μάρτυρες μιας πρωτοφανούς αναγέννησης της φύσης, θεραπείας των λεπρών καθώς και των δύο νεαρών παιδιών από την κατάρα.
Η Λαίδη αποφασίζει να ξαναφτιάξει την πόλη και να επανορθώσει ζώντας ειρηνικά με το δάσος. Ο Τζίγκο αποκαλεί τον Ασιτάκα και τη Σαν ανόητους, αλλά εντυπωσιασμένος από το κατόρθωμά τους φεύγει χωρίς περαιτέρω φασαρία. Η Σαν ξυπνά στην αγκαλιά του Ασιτάκα και θρηνεί για το Πνεύμα, αλλά εκείνος μοιράζεται μαζί της τη σκέψη πως εκείνο ζει μέσα από το δάσος το ίδιο. Η Σαν αποφασίζει να επιστρέψει στο δάσος γιατί δεν μπορεί να συγχωρέσει την πράξη των ανθρώπων. Με τη σειρά του το αγόρι αποφασίζει να μείνει να βοηθήσει στην πόλη. Πριν χωριστούν όμως ανταλλάσσουν την υπόσχεση πως θα συναντώνται στο δάσος.
Η ταινία κέρδισε το βραβείο "Καλύτερης Ταινίας για το 1998" της Ιαπωνικής Ακαδημίας.
Στα ιαπωνικά, "Mononoke" σημαίνει πνεύμα, φάντασμα, στοιχειό. "Hime" είναι μια τιμητική λέξη που σημαίνει πριγκίπισσα και τοποθετείται μετά από ονόματα κι όχι πριν όπως συμβαίνει στη δύση. Οπότε Mononoke-hime, σημαίνει πριγκίπισσα των πνευμάτων. Κατά την κυκλοφορία της ταινίας σε όλο τον κόσμο αποφασίστηκε το όνομα της ταινίας να παραμείνει ως έχει και να μην μεταφραστεί.
Η αγγλική έκδοση του έργου δεν είναι επακριβώς η μετάφραση από τα ιαπωνικά. Μυθολογικά στοιχεία, μη κατανοητά στο κοινό των δυτικών χωρών αντικαταστάθηκαν από γενικότερες λέξεις για να είναι πιο προσιτά. Ωστόσο έχει ειπωθεί από διάφορους κριτικούς πως αυτό αποδυνάμωσε το αποτέλεσμα
Τα τοπία που εμφανίζονται στην ταινία έχουν εμπνευστεί από τα αρχαία δάση της Γιακουσίμα και τα βουνά στα βόρεια του νησιού Χονσού στην Ιαπωνία. Στη σειρά άνιμε και μάνγκα Naruto, τα σχέδια στο πρόσωπο του χαρακτήρα Inuzuka Kiba είναι ολόιδια με αυτά που φέρει η Σαν. Για το φιλμ χρησιμοποιήθηκαν 550 διαφορετικά χρώματα. Είναι η μοναδική ταινία του Μιγιαζάκι χωρίς σκηνή πτήσης, το σήμα κατατεθέν του δημιουργού.
Χαρακτήρας | Ιαπωνική εκδοχή | Ελληνική εκδοχή |
---|---|---|
Ασιτάκα | Ματσούντα Γιόοτζι | Αργύρης Παυλίδης |
Σαν, Mononoke-hime | Ισίντα Γιουρίκο | Μαρία Ζερβού |
Μόρο | Μίουα Ακιχίρο | Χριστίνα Κουτσουδάκη |
Λαίδη Εμπόσι | Τανάκα Γιούκο | Τζίνη Παπαδοπούλου |
Τζίγκο | Κομπαγιάσι Καόρου | Γιώργος Πετρόχειλος |
Τόκι | Σιμαμότο Σούμι | Χρυσούλα Παπαδοπούλου |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.