From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Πάρσιφαλ (γερμανικά: Parsifal) είναι ρομαντική όπερα τριών πράξεων του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Βασίζεται εν μέρει στο επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ «Πάρτσιφαλ», το οποίο γράφτηκε τον 13ο αιώνα για τον Αρθουριανό ιππότη Πέρσιβαλ και την αναζήτησή του για το Άγιο Δισκοπότηρο, καθώς και στο ποίημα του Κρετιέν ντε Τρουά Πάρσιφαλ ή Το Έπος του Γκράαλ.
Τίτλος | Parsifal[1] |
---|---|
Γλώσσα | Γερμανικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1877 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 19ος αιώνας |
Μορφή | Musikdrama όπερα |
Βασίζεται σε | Πέρσιβαλ Πέρσιβαλ ή Ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου |
Χαρακτήρες | Parsifal[2], Kundry[2], Gurnemanz[2], Amfortas[2], Klingsor[2], Titurel[2], Two Grail Knights[2], Four Esquires[2], Six Flowermaidens[2], d:Q54998026[2] και Knights of the Grail[2] |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Βάγκνερ συνέλαβε το έργο τον Απρίλιο του 1857 αλλά δεν το ολοκλήρωσε παρά 25 χρόνια αργότερα. Αυτή έμελλε να ήταν η τελευταία ολοκληρωμένη όπερα του Βάγκνερ και στην οποία ο συνθέτης εκμεταλλεύτηκε τα πλεονεκτήματα της ακουστικής της Όπερας του Μπαϊρόιτ. Ο Πάρσιφαλ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο δεύτερο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1882. Το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ διατήρησε το μονοπώλιο στις παραγωγές του Πάρσιφαλ μέχρι το 1903, όταν η όπερα παρουσιάστηκε στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.
Ο Βάγκνερ προτιμούσε να περιγράφει τον Πάρσιφαλ όχι ως όπερα αλλά ως «φεστιβαλικό έργο για τον καθαγιασμό της σκηνής». Στο Μπαϊρόιτ έχει προκύψει μία παράδοση σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει χειροκρότημα μετά την πρώτη πράξη της όπερας.
Η γραφή του τίτλου από τον Βάγκνερ ως «Πάρσιφαλ» (Parsifal) αντί για «Πάρτσιφαλ» (Parzival), τίτλος που χρησιμοποιούσε μέχρι το 1877, οφείλεται σε μία εσφαλμένη ετυμολογία του ονόματος Πέρσιβαλ (Percival), κατά την οποία υποτίθεται ότι το όνομα είχε αραβική προέλευση συνδυάζοντας δύο λέξεις: το "φαλ" (Fal) που σημαίνει "αγνός" και το "παρσί" (Parsi) που σημαίνει «αγαθός». Η εκδοχή αυτή του ονόματος ταίριαζε και στην πλοκή της όπερας, αφού ο Πάρσιφαλ ήταν «αγνός» και «αγαθός».
Ο Βάγκνερ διάβασε για πρώτη φορά το ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ «Parzival» ενώ έκανε τα μπάνια του στο Μαρίενμπαντ το 1845[3]. Αφού μελέτησε τα έργα του Άρθουρ Σοπενχάουερ το 1854, ο Βάγκνερ άρχισε να ενδιαφέρεται για τις ανατολίτικες φιλοσοφίες και ειδικά για τον Βουδισμό. Από αυτό το ενδιαφέρον του εμπνεύστηκε το "Die Sieger" ("Οι Νικητές, 1856), μια όπερα που ο Βάγκνερ σχεδίασε ως περίληψη λιμπρέτου, αλλά δεν έγραψε ποτέ, βασισμένη σε μία ιστορία από τη ζωή του Σιντάρτα Γκαουτάμα[4]. Τα θέματα τα οποία αργότερα αναπτύχθηκαν στον "Πάρσιφαλ", όπως η αυταπάρνηση, η μετενσάρκωση, η συμπόνια, ακόμα και οι αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες (οι κάστες στο "Die Sieger", οι Ιππότες του Δισκοπότηρου στον "Πάρσιφαλ"), εισήχθησαν για πρώτη φορά στο "Die Sieger"[5].
Στην αυτοβιογραφία "Η Ζωή Μου" (Mein Leben), ο Βάγκνερ αναφέρει ότι εμπνεύστηκε τον "Πάρσιφαλ" το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, τον Απρίλιο του 1857, στο "Άσυλο", το μικρό εξοχικό σπίτι στο κτήμα του Όττο φον Βέζεντονκ στη Ζυρίχη, το οποίο ο Βέζεντονκ -ένας πλούσιος έμπορος μεταξιού και γενναιόδωρος προστάτης των τεχνών- είχε θέσει στη διάθεση του Βάγκνερ[6]. Ο συνθέτης και η σύζυγός του, Μίνα, είχαν μετακομίσει στο εξοχικό σπίτι στις 28 Απριλίου:
"... την Μεγάλη Παρασκευή ξύπνησα και βρήκα τον ήλιο να λάμπει έντονα για πρώτη φορά σ' αυτό το σπίτι: ο μικρός κήπος ήταν φωτεινός με το πράσινό του, τα πουλιά τραγουδούσαν, και επιτέλους μπορούσα να καθίσω στην οροφή και να απολαύσω την πολυπόθητη ειρήνη με το μήνυμα της υπόσχεσης. Γεμάτος από αυτό το συναίσθημα, ξαφνικά θυμήθηκα ότι η μέρα ήταν Μεγάλη Παρασκευή και επανέφερα στον νου μου τη σημαντικότητα που υποτίθεται ότι είχε αυτός ο οιωνός όταν διάβαζα το "Parzival" του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ. Από την παραμονή μου στο Μαρίενμπαντ [το καλοκαίρι του 1845], όπου εμπνεύστηκα τους "Αρχιτραγουδιστές"[7] και τον "Λόενγκριν", δεν ασχολήθηκα ποτέ ξανά μ' εκείνο το ποίημα. Τώρα οι ευγενείς του δυνατότητες με χτύπησαν με συντριπτική δύναμη, και από τις σκέψεις μου για τη Μεγάλη Παρασκευή συνέλαβα γρήγορα ένα ολόκληρο δράμα, από το οποίο με γρήγορες πινελιές έκανα ένα σκετς, διαιρώντας το σε τρεις πράξεις"[8].
Ωστόσο, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο συνθέτης στη δεύτερη σύζυγό του, την Κόζιμα Βάγκνερ, η ανωτέρω περιγραφή είχε αρκετή δόση ποιητικής αδείας αφού ομολόγησε ότι η μέρα δεν ήταν Μεγάλη Παρασκευή και ότι απλά η ευχάριστη ατμόσφαιρα της φύσης τον έκανε να σκεφτεί ότι "έτσι έπρεπε να είναι η Μεγάλη Παρασκευή"[9].
Το έργο μπορεί πράγματι να το είχε συλλάβει ο Βάγκνερ στο εξοχικό σπίτι του Βέζεντονκ την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου του 1857, αλλά η Μεγάλη Παρασκευή εκείνο το έτος έπεσε στις 10 Απριλίου, όταν η οικογένεια Βάγκνερ έμενε ακόμα στην οδό Zeltweg 13 στη Ζυρίχη[10]. Αν αυτό το σκετς, που αναφέρει ο Βάγκνερ στην αυτοβιογραφία του, ήταν χρονολογημένο (τα περισσότερα από τα σωζόμενα έγγραφα του Βάγκνερ είναι χρονολογημένα), θα μπορούσε να διευθετήσει το ζήτημα μια για πάντα, αλλά δυστυχώς δεν έχει σωθεί.
Ο Βάγκνερ δεν ασχολήθηκε με τον "Πάρσιφαλ" για τα επόμενα 8 χρόνια, διάστημα κατά το οποίο ολοκλήρωσε το "Τριστάνος και Ιζόλδη" και άρχισε τους "Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης". Στη συνέχεια, μεταξύ 27 και 30 Αυγούστου 1865, έπιασε και πάλι τον "Πάρσιφαλ" και έκανε ένα σχέδιο πρόζας, που περιείχε μια αρκετά σύντομη περιγραφή της πλοκής και έναν σημαντικό αριθμό λεπτομερών παρατηρήσεων σχετικά με τους χαρακτήρες και τα θέματα του δράματος[11]. Όμως για άλλη μια φορά εγκατέλειψε το έργο και το άφησε στην άκρη για άλλα εντεκάμιση χρόνια. Στο διάστημα αυτό, το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ενέργειας του Βάγκνερ αφιερώθηκε στο "Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν", το οποίο τελικά ολοκληρώθηκε το 1874 και έκανε πρεμιέρα στο Μπαϊρόιτ τον Αύγουστο του 1876. Μόνο όταν ολοκληρώθηκε το τιτάνιο αυτό έργο ο Βάγκνερ βρήκε τον χρόνο να επικεντρωθεί στον "Πάρσιφαλ". Στις 23 Φεβρουαρίου 1877 είχε ολοκληρώσει ένα δεύτερο και πιο εκτεταμένο σχέδιο του έργου και μέχρι τις 19 Απριλίου του ίδιου έτους το είχε μετατρέψει σε λιμπρέτο (ή "ποίημα", όπως προτιμούσε να αποκαλεί ο Βάγκνερ το λιμπρέτο του)[12].
Τον Σεπτέμβριο του 1877 ξεκίνησε να γράφει τη μουσική κάνοντας δύο ολοκληρωμένα σχέδια από την αρχή μέχρι το τέλος. Το πρώτο απ' αυτά γράφτηκε με μολύβι σε τρία μουσικά πεντάγραμμα, ένα για τις φωνές και δύο για τα όργανα. Το δεύτερο ολοκληρωμένο σχέδιο, το ορχηστρικό, γράφτηκε με μελάνι σε τουλάχιστον τρία, μερικές φορές και σε πέντε, πεντάγραμμα και ήταν πολύ πιο λεπτομερές.
Το δεύτερο σχέδιο ξεκίνησε στις 25 Σεπτεμβρίου 1877, λίγες μόλις μέρες μετά το πρώτο. Σ' αυτό το σημείο της καριέρας του ο Βάγκνερ προτιμούσε να δουλεύει και τα δύο σχέδια ταυτόχρονα, έτσι ώστε να μην επιτρέψει να παρέλθει πολύς χρόνος μεταξύ του αρχικού καθορισμού του κειμένου και της τελικής επεξεργασίας της μουσικής. Το πρώτο σχέδιο της Τρίτης Πράξης ολοκληρώθηκε στις 16 Απριλίου 1879 και το δεύτερο σχέδιο στις 26 του ίδιου μήνα[13].
Το πλήρες αποτέλεσμα, δηλαδή η ολοκληρωμένη πλέον μουσική, ήταν το τελικό στάδιο της διαδικασίας της σύνθεσης. Γράφτηκε με μελάνι και αποτελούνταν από ένα αντίγραφο ολόκληρης της όπερας, με όλες τις φωνές και με σημειωμένα τα όργανα σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική. Ο Βάγκνερ συνέθετε μία πράξη τη φορά, ολοκληρώνοντας το πρώτο και το δεύτερο σχέδιο κάθε πράξης πριν ξεκινήσει την επόμενη πράξη. Αλλά επειδή το δεύτερο σχέδιο είχε ήδη ενσωματωμένες όλες τις λεπτομέρειες της σύνθεσης, στην πραγματικότητα η σύνταξη του τελικού αποτελέσματος ήταν για τον Βάγκνερ μία δουλειά ρουτίνας που μπορούσε να την κάνει όποτε θα είχε τον χρόνο. Έτσι ενώ το Πρελούδιο της Πρώτης Πράξης ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1878, η υπόλοιπη όπερα ολοκληρώθηκε μεταξύ του Αυγούστου του 1879 και της 13ης Ιανουαρίου του 1882[14].
Ρόλος | Είδος φωνής | Ερμηνευτές παγκόσμιας πρεμιέρας, 26 Ιουλίου 1882, (διευθύνει ο Χέρμαν Λεβί) |
Ερμηνευτές πρεμιέρας στη Νέα Υόρκη, 24 Δεκεμβρίου 1903, (διευθύνει ο Άλφρεντ Χερτζ) |
---|---|---|---|
Πάρσιφαλ | τενόρος | Hermann Winkelmann | Alois Burgstaller |
Κούντρι | υψίφωνος ή μεσόφωνος | Amalie Materna | Milka Ternina |
Γκούρνεμαντς, ένας βετεράνος Ιππότης του Δισκοπότηρου | βαθύφωνος | Emil Scaria | Robert Blass |
Αμφόρτας, κυβερνήτης του βασιλείου του Δισκοπότηρου | βαρύτονος | Theodor Reichmann | Anton van Rooy |
Κλίνγκσορ, μάγος | βαθύφωνος-βαρύτονος | Karl Hill | Otto Goritz |
Τίτουρελ, ο πατέρας του Αμφόρτας | βαθύφωνος | August Kindermann | Marcel Journet |
Δύο Ιππότες του Δισκοπότηρου | τενόρος, βαθύφωνος | Anton Fuchs, Eugen Stumpf | Julius Bayer, Adolph Mühlmann |
Τέσσερις ακόλουθοι | υψίφωνος, άλτο, δύο τενόροι | Hermine Galfy, Mathilde Keil, Max Mikorey, Adolf von Hübbenet | Katherine Moran, Paula Braendle, Albert Reiss, Willy Harden |
Έξι Λουλουδοκόρες | 3 υψίφωνοι και 3 κοντράλτο ή 6 υψίφωνοι | Pauline Horson, Johanna Meta, Carrie Pringle, Johanna André, Hermine Galfy, Luise Belce | Isabelle Bouton, Ernesta Delsarta, Miss Förnsen, Elsa Harris, Lillian Heidelbach, Marcia Van Dresser |
Μία φωνή από ψηλά | κοντράλτο | Sophie Dompierre | Louise Homer |
Ιππότες του Δισκοπότηρου, αγόρια, λουλουδοκόρες |
Η πλοκή εξελίσσεται στην Ισπανία του Μεσαίωνα, στο φανταστικό παλάτι Μονσαλβάτ και στο μαγεμένο παλάτι του Κλίνγκσορ, και στηρίζεται στην παράδοση για το Άγιο Δισκοπότηρο, το ποτήρι με το οποίο ήπιε ο Χριστός στο Μυστικό Δείπνο, και την Ιερή Λόγχη, που Τον πλήγωσε πάνω στον Σταυρό. Ουράνιοι αγγελιαφόροι αναθέσανε σ' έναν ιππότη, τον Τίτουρελ, να φυλάει το Δισκοπότηρο και τη Λόγχη. Έφτιαξε λοιπόν μία ωραία εκκλησία στον πύργο του Μονσαλβάτ και τα έβαλε μέσα, ενώ κάθε χρόνο κατέβαινε από τον ουρανό ένα περιστέρι, τιμώντας έτσι την αφοσίωση του ιππότη. Όταν ο Τίτουρελ γέρασε κατάλαβε ότι έπρεπε να έπαιρνε τη θέση του ένας άλλος, που να ήταν νέος και σαν τέτοιον υπέδειξε τον γιο του, τον Αμφόρτας.
Σ' ένα δάσος κοντά στο κάστρο Μονσαλβάτ, όπου στεγάζεται το Άγιο Δισκοπότηρο και οι Ιππότες του, ο Γκούρνεμαντς, ο γηραιότερος Ιππότης του Δισκοπότηρου, ξυπνά τους νέους μαθητευόμενούς του και τους οδηγεί στον τόπο της πρωινής προσευχής. Καθ' οδόν βλέπει τον Αμφόρτας, τον βασιλιά των Ιπποτών του Δισκοπότηρου, και τη συνοδεία του να πλησιάζει. Ο Αμφόρτας έχει τραυματιστεί από την ιερή του λόγχη και η πληγή του δεν θα επουλωθεί.
Ο Γκούρνεμαντς ρωτά τον επικεφαλής ιππότη για την κατάσταση της υγείας του βασιλιά. Ο ιππότης λέει ότι ο βασιλιάς υπέφερε κατά τη διάρκεια της νύχτας και ότι πηγαίνει νωρίς για να κάνει το ιαματικό του λουτρό στην ιερή λίμνη. Οι μαθητευόμενοι ζητούν από τον Γκούρνεμαντς να τους εξηγήσει από τι τραυματίστηκε ο βασιλιάς και αν μπορεί να θεραπευθεί. Ο Γκούρνεμαντς αποφεύγει να απαντήσει, όταν ξαφνικά μία άγρια γυναίκα, η Κούντρι, καταφτάνει έφιππη σε άθλια κατάσταση. Δίνει στον Γκούρνεμαντς ένα φιαλίδιο που περιέχει βάλσαμο από την Αραβία, για να απαλύνει τον πόνο του βασιλιά, και εξαντλημένη λιποθυμά.
Ο βασιλιάς Αμφόρτας φτάνει μεταφερόμενος σε φορείο από τους Ιππότες του Δισκοπότηρου. Ζητάει να δει έναν ιππότη, του οποίου η προσπάθεια για την ανακούφιση του πόνου του βασιλιά είχε αποτύχει. Του είπανε ότι ο ιππότης έχει φύγει ξανά για να βρει ένα καλύτερο φάρμακο. Ο βασιλιάς λέει ότι η αναχώρηση χωρίς άδεια ("Ohn' Urlaub?") είναι το είδος παρορμητικότητας που οδήγησε τον ίδιο στο βασίλειο του Κλίνγκσορ και στην πτώση του. Δέχεται το ελιξίριο από τον Γκούρνεμαντς και προσπαθεί να ευχαριστήσει την Κούντρι, αλλά αυτή απαντάει βιαστικά ότι το ευχαριστώ δεν θα τον βοηθήσει και τον προτρέπει να κάνει το μπάνιο του.
Η πομπή του βασιλιά φεύγει. Οι μαθητευόμενοι κοιτούν την Κούντρι με δυσπιστία και της κάνουν ερωτήσεις. Μετά από μία σύντομη ανταπάντηση, η Κούντρι μένει σιωπηλή. Ο Γκούρνεμαντς τούς λέει ότι η Κούντρι έχει βοηθήσει συχνά τους Ιππότες του Δισκοπότηρου και ότι έρχεται και φεύγει απρόβλεπτα. Όταν ο ίδιος τη ρωτά γιατί δεν μένει να βοηθήσει, αυτή του απαντά: "Εγώ ποτέ δεν βοηθώ!" ("Ich helfe nie!"). Οι μαθητευόμενοι σκέφτονται ότι είναι μάγισσα και τη χλευάζουν προκαλώντας την να βρει την Ιερή Λόγχη. Ο Γκούρνεμαντς αποκαλύπτει ότι η πράξη αυτή προορίζεται για κάποιον άλλο. Αναφέρει ότι ο Αμφόρτας ήταν ο φύλακας της λόγχης, αλλά την έχασε όταν παραπλανήθηκε από μία ακαταμάχητα ελκυστική γυναίκα στο κάστρο του Κλίνγκσορ. Ο Κλίνγκσορ άρπαξε τη λόγχη και την κάρφωσε στον Αμφόρτας. Από τότε αυτή η πληγή προκαλεί στον Αμφόρτας τόσο πόνο όσο και ντροπή και ποτέ δε θα θεραπευτεί από μόνη της.
Δύο μαθητευόμενοι που επιστρέφουν από το λουτρό, λένε στον Γκούρνεμαντς ότι το βάλσαμο της Κούντρι ανακούφισε τον βασιλιά. Οι μαθητευόμενοι του Γκούρνεμαντς τον ρωτούν εάν έχει γνωρίσει τον Κλίνγκσορ. Αυτός τους λέει πώς η Ιερή Λόγχη, η οποία πλήγωσε τον Ιησού στον Σταυρό, μαζί με το Άγιο Δισκοπότηρο, στο οποίο χύθηκε το αίμα του Ιησού, είχαν σταλεί στο Μονσαλβάτ για να τα φρουρούν οι Ιππότες του Δισκοπότηρου, υπό την ηγεσία του Τίτουρελ, πατέρα του Αμφόρτας. Ο Κλίνγκσορ ήταν και αυτός ιππότης αλλά καθώς δεν μπορούσε να βγάλει τις αμαρτωλές σκέψεις από το μυαλό του, κατέφυγε σε αυτο-ευνουχισμό, προκαλώντας την αποβολή του από το τάγμα. Τότε ο Κλίνγκσορ έθεσε τον εαυτό του αντίπαλο του βασιλείου του Δισκοπότηρου, έμαθε σκοτεινές τέχνες και γεμίζοντας το βασίλειό του με όμορφες λουλουδοκόρες παρασέρνει τους άσωτους Ιππότες του Δισκοπότηρου. Εκεί ήταν που ο Αμφόρτας έχασε την Ιερή Λόγχη, την οποία κράτησε ο Κλίνγκσορ και τώρα μηχανεύεται να πάρει και το Δισκοπότηρο. Και συνεχίζοντας, ο Γκούρνεμαντς λέει ότι ο Αμφόρτας είχε αργότερα ένα ιερό όραμα που του είπε να περιμένει «έναν που από άγνοια και συμπόνοια» ("Durch Mitleid wissend, der reine Tor") θα θεράπευε τελικά την πληγή.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακούγονται κραυγές από τους Ιππότες ("Weh! Weh!"): κάποιος κυνηγός σκότωσε έναν κύκνο κι ένας άγνωστος νεαρός άνδρας παρουσιάζεται με τόξο στο χέρι του και φαρέτρα με βέλη. Ο Γκούρνεμαντς επιπλήττει αυστηρά τον νεαρό και του λέει ότι εδώ είναι ιερός τόπος. Στη συνέχεια τον ρωτάει απερίφραστα αν σκότωσε τον κύκνο κι εκείνος υπερήφανος του απαντά πως ό,τι πετάει μπορεί να το χτυπήσει ("Im Fluge treff' ich was fliegt!"). Ο Γκούρνεμαντς τον ρωτάει τι του έφταιξε ο κύκνος και δείχνει στον νεαρό το άψυχο σώμα του ζώου. Νιώθωντας τύψεις, ο νέος σπάει το τόξο του και το πετά στην άκρη. Ο Γκούρνεμαντς τον ρωτάει γιατί είναι εδώ, ποιος είναι ο πατέρας του, πως βρήκε αυτό το μέρος και, τέλος, ποιο είναι το όνομά του. Σε κάθε ερώτηση ο νέος απαντά: "Δεν ξέρω". Ο Ιππότης στέλνει τους ακολούθους του να βοηθήσουν τον βασιλιά και ζητά από τον νεαρό να του πει τι ξέρει. Εκείνος του απαντά ότι η μητέρα του λεγόταν Herzeleide (γερμ. Λύπη), και ότι το τόξο το είχε κατασκευάσει μόνος του. Η Κούντρι που τους έχει ακούσει, τους λέει ότι ο πατέρας αυτού του αγοριού ήταν ο Γκάμουρετ, ένας ιππότης που σκοτώθηκε σε μάχη, κι ότι η μητέρα του παλικαριού είχε απαγορεύσει τον γιο της να χρησιμοποιεί ξίφος, φοβούμενη ότι θα έχει την ίδια μοίρα με τον πατέρα του. Ο νεαρός λέει ότι όταν είδε ιππότες να περνούν μέσα από το δάσος του, εγκατέλειψε το σπίτι του και τη μητέρα του για να τους ακολουθήσει. Η Κούντρι γελάει και λέει στον νεαρό ότι είδε τη μητέρα του να πεθαίνει από τη θλίψη της. Ο νέος ακούγοντάς το κάνει ένα άλμα προς την Κούντρι αλλά πέφτει σε θλίψη. Η Κούντρι με τη σειρά της νιώθει κουρασμένη κι εκφράζοντας την επιθυμία της να μη ξυπνήσει ποτέ, πέφτει για ύπνο κι εξαφανίζεται στη χαμηλή βλάστηση του δάσους.
Ο Γκούρνεμαντς ξέρει ότι το Άγιο Δισκοπότηρο οδηγεί μόνο τους ευσεβείς στο Μονσαλβάτ και προσκαλεί τον νέο να παρευρεθεί στην τελετουργία του Δισκοπότηρου. Ο νεαρός δεν ξέρει τι είναι το Δισκοπότηρο αλλά παρατηρεί ότι καθώς περπατάνε, φαίνεται ότι κινείται ελάχιστα. Ο Γκούρνεμαντς λέει ότι σ' αυτό το βασίλειο, ο χρόνος γίνεται χώρος ("Zum Raum wird hier die Zeit"). Ένα ορχηστρικό ιντερλούδιο οδηγεί στη Σκηνή 2.
Φτάνουν στην Αίθουσα του Δισκοπότηρου, όπου οι Ιππότες συγκεντρώνονται για να λάβουν τη Θεία Κοινωνία ("Zum letzten Liebesmahle"). Ακούγεται η φωνή του Τίτουρελ που λέει στον γιο του, Αμφόρτας, να αποκαλύψει το Δισκοπότηρο. Ο Αμφόρτας νιώθοντας ντροπή και οδύνη ("Wehvolles Erbe, dem ich verfallen") που ως θεματοφύλακας των ιερών αντικειμένων υπέκυψε στον πειρασμό και έχασε τη Λόγχη, δηλώνει ανάξιος του αξιώματός του. Αναφωνάζοντας ζητάει συγχώρεση ("Erbarmen!") αλλά ακούει μόνο την υπόσχεση της μελλοντικής λύτρωσης από τον άγνωστο που θα έλθει. Ακούγοντας τον Αμφόρτας, ο νεαρός φαίνεται να υποφέρει μαζί του κρατώντας την καρδιά του. Οι ιππότες και ο Τίτουρελ ωθούν τον Αμφόρτας να αποκαλύψει το Δισκοπότηρο ("Enthüllet den Gral") και ο Αμφόρτας τελικά ενδίδει. Η σκοτεινή αίθουσα λούζεται στο φως και οι Ιππότες κάθονται να δειπνήσουν. Ο Γκούρνεμαντς παροτρύνει τον νεαρό να συμμετάσχει, αλλά αυτός εκστασιασμένος μένει αμέτοχος. Ο Αμφόρτας δεν κοινωνεί και, προς το τέλος της τελετής, καταρρέει από τον πόνο. Σιγά-σιγά οι ιππότες φεύγουν από την αίθουσα αφήνοντας μόνους τον νέο με τον Γκούρνεμαντς, ο οποίος ρωτά τον νεαρό αν έχει καταλάβει αυτό που είδε. Καθώς ο νεαρός δεν μπορεί να απαντήσει, ο Γκούρνεμαντς τον αφήνει να φύγει και τον στέλνει έξω με την προειδοποίηση να κυνηγήσει χήνες αν πρέπει, αλλά να αφήσει ήσυχους τους κύκνους. Τότε ακούγεται μία φωνή από ψηλά να επαναλαμβάνει την υπόσχεση "ένας που από άγνοια και συμπόνοια".
Η δεύτερη πράξη ανοίγει στο μαγικό κάστρο του Κλίνγκσορ. Ο Κλίνγκσορ εμφανίζει με μαγικά την Κούντρι, ξυπνώντας την από τον ύπνο της. Την αποκαλεί με διάφορα ονόματα: Πρώτη Μάγισσα, Ρόδο της Κόλασης, Ηρωδιάδα, Γκουντρίγκια και τελικά Κούντρι. Αυτή μετατρέπεται σε μία απίστευτα δελεαστική γυναίκα, όπως όταν είχε παραπλανήσει τον Αμφόρτας. Χλευάζει την ακρωτηριασμένη κατάσταση του Κλίνγκσορ ρωτώντας σαρκαστικά αν είναι αγνός ("Ha ha! Bist du keusch?"), αλλά δεν μπορεί ν' αντισταθεί στη δύναμή του. Εν τω μεταξύ ο νεαρός προχωρεί μέσα στο δάσος χωρίς να υποψιάζεται ότι πλησιάζει κοντά στο κάστρο του Κλίνγκσορ. Ο Κλίνγκσορ παρατηρεί ότι ο νεαρός πλησιάζει και καλεί τους μαγεμένους του ιππότες να τον πολεμήσουν. Βλέποντας τον νεαρό να υπερνικά τους ιππότες κι εκείνοι να διαφεύγουν, ο Κλίνγκσορ επιθυμεί την καταστροφή ολόκληρης της φυλής των ιπποτών. Ξαφνικά ο μάγος εξαφανίζει το κάστρο, σα να το ρούφηξε η γη, και στη θέση του ο νεαρός βλέπει έναν πανέμορφο κήπο.
Όταν ο Κλίνγκσορ βλέπει τον νεαρό να μπαίνει στον μαγεμένο κήπο του, καλεί την Κούντρι να παραπλανήσει το αγόρι.
Ο νεαρός βρίσκει τον εαυτό του σ' ένα θαυμάσιο κήπο και να περιβάλλεται αμέσως από όμορφα και σαγηνευτικά πλάσματα, τις Λουλουδοκόρες, που είναι κορασίδες που μοιάζουν με λουλούδια. Τον περιτριγυρίζουν, τον καλούν να έρθει κοντά τους, και ταυτόχρονα τον μαλώνουν που τραυμάτισε τους εραστές τους ("Komm, komm, holder Knabe!"). Γρήγορα συναγωνίζονται μεταξύ τους ποια θα κερδίσει την αγάπη του, σε σημείο που ο νεαρός είναι έτοιμος να φύγει. Ξαφνικά ακούγεται μια φωνή να φωνάζει "Πάρσιφαλ!". Ο νεαρός θυμάται ότι έτσι τον ονόμαζε η μητέρα του όταν εμφανιζόταν στα όνειρά του. Οι Λουλουδοκόρες απομακρύνονται απ' αυτόν ενώ εμφανίζεται η Κούντρι που με το κάλεσμά της τού απέσπασε την προσοχή.
Ο Πάρσιφαλ αναρωτιέται αν ο κήπος είναι ένα όνειρο και ρωτάει την Κούντρι πώς ξέρει το όνομά του. Η Κούντρι τού λέει ότι το έμαθε από τη μητέρα του ("Ich sah das Kind an seiner Mutter Brust"), που τον αγαπούσε και προσπαθούσε να τον προστατεύσει από τη μοίρα του πατέρα του, αλλά τελικά την εγκατέλειψε και πέθανε από τη λύπη της. Ο Πάρσιφαλ νιώθει τύψεις και κατηγορεί τον εαυτό του για τον θάνατο της μητέρας του. Η Κούντρι τού λέει ότι αυτή η συνειδητοποίηση είναι το πρώτο σημάδι κατανόησης και ότι με ένα της φιλί μπορεί να τον βοηθήσει να κατανοήσει την αγάπη της μητέρας του. Καθώς φιλιούνται, ο Πάρσιφαλ νιώθει έναν οξύ διαπεραστικό πόνο στα πλευρά και συνειδητοποιεί ότι είναι ο ίδιος πόνος που έχει και ο Αμφόρτας. Κατανοώντας το πάθος του βασιλιά κατά τη διάρκεια της τελετουργίας του Δισκοπότηρου, φωνάζει το όνομά του ("Amfortas! Die Wunde! Die Wunde!") και κάνει πέρα την Κούντρι προκειμένου να ελευθερωθεί απ' αυτήν.
Εξαγριωμένη η Κούντρι που το τέχνασμά της απέτυχε, λέει στον Πάρσιφαλ ότι εάν μπορεί να αισθανθεί συμπόνια για τον Αμφόρτας τότε πρέπει να αισθανθεί συμπόνια και για την ίδια, αφού ήταν καταραμένη να περιπλανιέται για αιώνες επειδή είδε τον Ιησού Χριστό Εσταυρωμένο και γέλασε με τον πόνο Του. Τώρα δεν μπορεί να κλάψει, παρά μόνο να γελάει, και είναι υποδουλωμένη στον Κλίνγκσορ. Ο Πάρσιφαλ την απορρίπτει και πάλι αλλά στη συνέχεια της ζητάει να τον οδηγήσει στον Αμφόρτας. Εκείνη τον ικετεύει να μείνει μαζί της μόνο για μία ώρα και μετά θα τον οδηγήσει στον Αμφόρτας. Όταν αυτός εξακολουθεί να αρνείται, εκείνη τον καταριέται να περιπλανιέται αιώνια χωρίς να βρίσκει ποτέ το Βασίλειο του Δισκοπότηρου και, τέλος, καλεί τον αφέντη της να τη βοηθήσει.
Ο Κλίνγκσορ εμφανίζεται και ρίχνει την Ιερή Λόγχη εναντίον του Πάρσιφαλ, ο οποίος όμως την πιάνει στον αέρα και κάνει μ' αυτή το σημάδι του Σταυρού. Το κάστρο του μάγου γκρεμίζεται συθέμελα και ο Κλίνγκσορ εξαφανίζεται. Ο Πάρσιφαλ τότε φεύγει λέγοντας στην Κούντρι ότι ξέρει που θα τον βρει αν θελήσει να τον συναντήσει.
Η Τρίτη Πράξη ανοίγει όπως και η Πρώτη, στο βασίλειο του Δισκοπότηρου, αλλά πολλά χρόνια αργότερα. Ο Γκούρνεμαντς είναι πλέον γέρος και καταβεβλημένος. Είναι Μεγάλη Παρασκευή και ο Γκούρνεμαντς ακούει ένα βογκητό κοντά στην καλύβα του και ανακαλύπτει την Κούντρι αναίσθητη και όπως ήταν πολλά χρόνια πριν ("Sie! Wieder da!"). Την επαναφέρει χρησιμοποιώντας νερό από την Ιερή Πηγή αλλά εκείνη δεν λέει παρά μονάχα μία λέξη ("Dienen"). Ο Γκούρνεμαντς αναρωτιέται αν η επανεμφάνιση της Κούντρι αυτή την ημέρα σημαίνει κάτι. Κοιτώντας μέσα στο δάσος βλέπει να πλησιάζει κάποιος ιππότης που η αρματωσιά του αστράφτει. Ο ξένος φοράει την περικεφαλαία του κλειστή και ο Γκούρνεμαντς δεν μπορεί να δει ποιος είναι. Τον ρωτάει αλλά δεν παίρνει καμία απάντηση. Ο Γκούρνεμαντς του λέει ότι στην περιοχή αυτή απαγορεύονται τα όπλα, οπότε ο ξένος αφαιρεί το κράνος του και ο Γκούρνεμαντς αναγνωρίζει τον άλλοτε νεαρό που σκότωσε τον κύκνο. Επιπλέον, αντιλαμβάνεται με χαρά ότι ο Πάρσιφαλ κρατάει στο χέρι του την Ιερή Λόγχη που πλέον επιστρέφει πίσω.
Ο Πάρσιφαλ λέει για την επιθυμία του να επιστρέψει στον Αμφόρτας ("Zu ihm, des tiefe Klagen") και εξιστορεί ότι για πολλά χρόνια περιπλανήθηκε αναζητώντας τον δρόμο για το Δισκοπότηρο και ότι πολλές φορές αναγκάστηκε να πολεμήσει αλλά ποτέ δεν κράτησε τη Λόγχη σε μάχη. Ο Γκούρνεμαντς τού λέει ότι η κατάρα που τον εμπόδιζε να βρει τον σωστό δρόμο έχει πλέον αρθεί και του εξηγεί τη θλιβερή κατάσταση που επικρατεί στο Μονσαλβάτ, αφού από τότε που έφυγε ο Πάρσιφαλ ο Αμφόρτας δεν αποκάλυψε ποτέ ξανά το Δισκοπότηρο και δεν μπορεί να λειτουργήσει, χωρίς να βρίσκεται και ιππότης άλλος άξιος να τον αντικαταστήσει. Επιπλέον του λέει ότι ο Τίτουρελ έχει πεθάνει. Ο Πάρσιφαλ νιώθει πάλι τύψεις που έλειψε τόσο καιρό και κατηγορεί τον εαυτό του για την κατάσταση αυτή. Ο Γκούρνεμαντς τού λέει ότι σήμερα είναι η κηδεία του Τίτουρελ και ότι ο Πάρσιφαλ έχει ένα μεγάλο καθήκον να εκτελέσει. Η Κούντρι πλένει τα πόδια του Πάρσιφαλ και ο Γκούρνεμαντς τον μυρώνει με νερό από το αγίασμα, αναγνωρίζοντάς τον ως εκείνον για τον οποίο μιλούσαν οι προφητείες και ως τον νέο βασιλιά των Ιπποτών του Δισκοπότηρου.
Ο Πάρσιφαλ κοιτάζει γύρω του και σχολιάζει την ομορφιά του λιβαδιού. Ο Γκούρνεμαντς εξηγεί ότι η ημέρα είναι Μεγάλη Παρασκευή, όταν όλος ο κόσμος ανανεώνεται. Ο Πάρσιφαλ βαπτίζει την κλαίουσα Κούντρι και καμπάνες ακούγονται από μακριά. Ο Γκούρνεμαντς λέει "Μεσημέρι: ήρθε η ώρα. Κύριέ μου, επιτρέψτε τον υπηρέτη σας να σας οδηγήσει". Έτσι, οι τρεις τους ξεκίνησαν για το κάστρο του Δισκοπότηρου. Ένα σκοτεινό ορχηστρικό ιντερλούδιο ("Mittag") οδηγεί στην πανηγυρική συγκέντρωση των ιπποτών στη Σκηνή 2.
Μέσα στο κάστρο του Δισκοπότηρου, ενώ οι παπάδες ετοιμάζουνε τη λειτουργία, φέρνουνε έξω τον Αμφόρτας πάνω στο κρεβάτι του. Ο Αμφόρτας τοποθετείται μεταξύ του Δισκοπότηρου και του φέρετρου του Τίτουρελ. Φωνάζει στον νεκρό πατέρα του να τον απαλλάξει από τα βάσανά του και επιθυμεί να τον ακολουθήσει στον θάνατο ("Mein vater! Hochgesegneter der Helden!"). Οι Ιππότες του Δισκοπότηρου παροτρύνουν με πάθος τον Αμφόρτας να αποκαλύψει το Δισκοπότηρο, αλλά ο Αμφόρτας βρισκόμενος σε παροξυσμό λέει ότι δεν θα το ξαναδείξει ποτέ και τους διατάζει να τον σκοτώσουν και να δώσουν έτσι τέλος στον πόνο του και στην ντροπή που έφερε στην Ιπποσύνη. Εκείνη τη στιγμή, ο Πάρσιφαλ βγαίνει μπροστά και λέει ότι μόνο ένα όπλο μπορεί να θεραπεύσει την πληγή ("Nur eine Waffe taugt") και με τη Λόγχη αγγίζει το πλευρό του Αμφόρτας και τον θεραπεύει. Στη συνέχεια διατάζει την αποκάλυψη του Δισκοπότηρου. Καθώς όλοι οι παρόντες γονατίζουν, η Κούντρι απελευθερωμένη από την κατάρα της πέφτει άψυχη στο έδαφος ενώ ένα άσπρο περιστέρι κατεβαίνει και αιωρείται πάνω από το κεφάλι του Πάρσιφαλ. Το Άγιο Δισκοπότηρο λάμπει από το ουράνιο φως και οι ουρανοί αντηχούν από μία μελωδία δοξαστική.
Στις 12 Νοεμβρίου 1880 ο Βάγκνερ διηύθυνε στο Μόναχο μία ιδιωτική απόδοση του Πρελούδιου ενώπιον του Λουδοβίκου Β' της Βαυαρίας[15]. Η πρεμιέρα ολόκληρου του έργου δόθηκε στην Όπερα του Μπαϊρόιτ στις 26 Ιουλίου 1882 υπό τη διεύθυνση του Χέρμαν Λεβί. Η αίθουσα του Δισκοπότηρου βασίστηκε στο εσωτερικό του Καθεδρικού Ναού της Σιένας, την οποία είχε επισκεφτεί ο Βάγκνερ το 1880, ενώ μοντέλο για τον μαγικό κήπο του Κλίγκστορ αποτέλεσαν οι κήποι της Βίλα Ρούφολο στο Ραβέλο[16]. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1882 δόθηκαν 16 παραστάσεις του έργου στο Μπαϊρόιτ υπό τη διεύθυνση του Χέρμαν Λεβί και του Φραντς Φίσερ. Η παραγωγή συνοδεύτηκε από μία ορχήστρα 107 μουσικών, από μία χορωδία αποτελούμενη από 135 μέλη, και από 23 σολίστ[17]. Στην τελευταία από αυτές τις παραστάσεις, ο Βάγκνερ πήρε την μπαγκέτα από τον Λεβί και διήυθυνε την τελευταία σκηνή της Τρίτης Πράξης από το ορχηστρικό ιντερλούδιο μέχρι το τέλος[18]. Έξι μήνες αργότερα ο Βάγκνερ πέθανε.
Στις πρώτες παραστάσεις του "Πάρσιφαλ" υπήρξαν προβλήματα με την αλλαγή του σκηνικού κατά τη μετάβαση από την 1η στη 2η Σκηνή της Πρώτης Πράξης, με αποτέλεσμα το ορχηστρικό ιντερλούδιο του Βάγκνερ να τελειώνει πριν ο Πάρσιφαλ και ο Γκούρνεμαντς φτάσουν στην Αίθουσα του Δισκοπότηρου. Ο Ένγκελμπερτ Χούμπερντινκ, ο οποίος βοήθησε στην παραγωγή, πρόσθεσε κάποια επιπλέον μουσικά μέτρα για να καλύψει αυτό το κενό[19]. Τα επόμενα έτη το πρόβλημα αυτό λύθηκε κι έτσι δεν χρησιμοποιήθηκαν οι προσθήκες του Χούμπερντινκ.
Τα πρώτα 20 χρόνια της ύπαρξής του, ο "Πάρσιφαλ" ανέβαινε μόνο στην Όπερα του Μπαϊρόιτ, εκτός από 8 ιδιωτικές παραστάσεις που δόθηκαν για τον Λουδοβίκο Β' της Βαυαρίας στο Μόναχο το 1884 και το 1885. Ο Βάγκνερ είχε δύο λόγους για τους οποίους ήθελε ο "Πάρσιφαλ" να ανεβαίνει αποκλειστικά στο Μπαϊρόιτ. Πρώτον, ήθελε να αποτρέψει τον εκφυλισμό του έργου και πίστευε ότι μόνο στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ θα μπορούσε να παρουσιάζεται το έργο με τον τρόπο που ήθελε ο ίδιος - μια παράδοση που διατηρήθηκε από τη σύζυγό του, Κόζιμα, πολύ καιρό μετά τον θάνατό του. Δεύτερον, σκέφτηκε ότι αν το Μπαϊρόιτ είχε το μονοπώλιο, η όπερα θα εξασφάλιζε ένα εισόδημα για την οικογένειά του μετά τον θάνατό του.
Το εμπάργκο του ανεβάσματος του "Πάρσιφαλ" σε σκηνές εκτός του Μπαϊρόιτ συνεχίστηκε μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου 1903. Τότε η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, εκμεταλλευόμενη μία δικαστική απόφαση σύμφωνα με την οποία το Μπαϊρόιτ δεν μπορούσε να απαγορεύσει το ανέβασμα της παράστασης στις Η.Π.Α., ανέβασε στη σκηνή ολόκληρη την όπερα χρησιμοποιώντας πολλούς τραγουδιστές που εκπαιδεύτηκαν στο Μπαϊρόιτ, προς μεγάλη απογοήτευση της οικογένειας Βάγκνερ. Κατόπιν τούτου, η Κόζιμα αρνήθηκε να επιτρέψει σε οποιονδήποτε έλαβε μέρος στην παραγωγή της Νέας Υόρκης να εργαστεί ξανά στο Μπαϊρόιτ. Άλλες παραστάσεις του έργου ανέβηκαν επίσης χωρίς άδεια στο Άμστερνταμ το 1905, το 1906 και το 1908.
Το μονοπώλιο του Μπαϊρόιτ στον "Πάρσιφαλ" έληξε επίσημα την 1η Ιανουαρίου 1914 και μερικά θέατρα άρχισαν τις παραστάσεις τους τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου 1913[20]. Η πρώτη κατόπιν αδείας παρουσίαση του "Πάρσιφαλ" εκτός του Μπαϊρόιτ έγινε στο Γκραν Τεάτρε ντε Λισέου στη Βαρκελώνη, στις 22:30 της 31ης Δεκεμβρίου 1913, το οποίο εκμεταλλεύτηκε τη διαφορά ώρας που υπήρχε εκείνη την εποχή μεταξύ της Βαρκελώνης και του Μπαϊρόιτ. Ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση για τον "Πάρσιφαλ" ώστε το έργο παρουσιάστηκε σε περισσότερες από 50 αίθουσες στην Ευρώπη μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 1ης Αυγούστου 1914.
Αφού αρχικά τον "Πάρσιφαλ" μπορούσε να τον δει κανείς μόνο στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, στην πρώτη παρουσίαση του έργου, το 1882, παραβρέθηκαν πολλές αξιόλογες προσωπικότητες. Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. Μερικοί έκριναν ότι ο "Πάρσιφαλ" σηματοδότησε μία αποδυνάμωση των ικανοτήτων του Βάγκνερ. Ο κριτικός Έντουαρντ Χάνσλικ διατύπωσε την άποψη ότι "Η Τρίτη Πράξη μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο ενοποιημένη και η πιο ατμοσφαιρική. Δεν είναι η πιο πλούσια μουσικά" και συνέχισε σημειώνοντας "Και η δημιουργική δύναμη του Βάγκνερ; Για έναν άνθρωπο της ηλικίας του και της μεθόδου του είναι εκπληκτική ... [αλλά] θα ήταν ανοησία να δηλώσει κανείς ότι η φαντασία του Βάγκνερ, και ιδιαίτερα η μουσική του εφευρετικότητα, έχει διατηρήσει τη φρεσκάδα και την ευχέρεια του παρελθόντος"[21].
Ο μαέστρος Φέλιξ Βάινγκαρτνερ είπε ότι "τα κοστούμια των Λουλουδοκόρων έδειξαν εξαιρετική έλλειψη γούστου, αλλά το τραγούδι ήταν ασύγκριτο... Όταν έπεσε η αυλαία στην τελική σκηνή και κατεβαίναμε τον λόφο, μου φάνηκε ότι άκουσα τον Γκαίτε να λέει ότι "μπορείς να πεις ότι ήμουν κι εγώ εκεί". Οι παραστάσεις του "Πάρσιφαλ" του 1882 ήταν καλλιτεχνικά γεγονότα εξαιρετικού ενδιαφέροντος και είμαι περήφανος και χαρούμενος που συμμετείχα σ' αυτές"[22]. Ο μετέπειτα συνθέτης Ούγκο Βολφ ήταν φοιτητής όταν έλαβε χώρα το Φεστιβάλ του 1882 αλλά κατάφερε να βρει χρήματα και να δει τον "Πάρσιφαλ" δύο φορές. Ενθουσιασμένος έγραψε για το έργο "Κολοσσιαίο - Η πιο εμπνευσμένη και η πιο θεσπέσια δημιουργία του Βάγκνερ". Επανέλαβε την άποψή του σε μία καρτ ποστάλ που έστειλε από το Μπαϊρόιτ το 1883: "Ο Πάρσιφαλ είναι χωρίς αμφιβολία το πιο θαυμάσιο και ανυπέρβλητο έργο σε όλο τον χώρο της Τέχνης"[23]. Ο Γκούσταβ Μάλερ ήταν επίσης παρών το 1883 και έγραψε σ' ένα φίλο του: "Με δυσκολία μπορώ να σου περιγράψω την παρούσα κατάστασή μου. Όταν βγήκα από την Όπερα, εντελώς μαγεμένος, κατάλαβα ότι μόλις είχε γίνει μπροστά μου η μεγαλύτερη και πιο οδυνηρή αποκάλυψη και θα την κουβαλάω άθικτη για την υπόλοιπη ζωή μου"[24]. Ο Μαξ Ρέγκερ έγραψε ότι "Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Πάρσιφαλ στο Μπαϊρόιτ ήμουν 15 χρονών. Έκλαιγα για δύο εβδομάδες και μετά έγινα μουσικός". Ο Άλμπαν Μπεργκ περιέγραψε τον "Πάρσιφαλ" το 1909 ως "υπέροχο, ακαταμάχητο"[25] και ο Γιαν Σιμπέλιους επισκεπτόμενος το Φεστιβάλ το 1894 είπε: "Τίποτα στον κόσμο δεν μου έχει κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση. Τα πάντα μέσα μου δονούσαν... Δεν μπορώ να σας πω πόσο με ταξίδεψε ο "Πάρσιφαλ". Ό,τι κάνω φαίνεται τόσο ψυχρό κι αδύναμο από τη δική του πλευρά. Αυτό είναι πραγματικά κάτι"[26]. Ο Κλωντ Ντεμπυσί θεώρησε τους χαρακτήρες και την πλοκή γελοίους, αλλά παρ'όλα αυτά το 1903 έγραψε ότι η μουσική ήταν "ασύγκριτη και περίπλοκη, υπέροχη και δυνατή. Ο Πάρσιφαλ είναι ένα από τα ομορφότερα μνημεία ήχου που ανυψώθηκαν ποτέ στη γαλήνια δόξα της μουσικής"[27]. Ωστόσο, αργότερα έγραψε στον Ερνέστ Σοσόν ότι είχε διαγράψει μία σκηνή από την όπερα "Πελλέας και Μελισσάνθη" επειδή ανακάλυψε στη μουσική του "το φάντασμα του γερο-Κλίνγκσορ, γνωστό ως Ρ. Βάγκνερ".
Μερικοί είχαν μια πιο κυνική άποψη της εμπειρίας. Ο Μαρκ Τουαίην επισκέφθηκε το Φεστιβάλ το 1891: "Δεν μπόρεσα να εντοπίσω στα φωνητικά μέρη του "Πάρσιφαλ" οτιδήποτε που με σιγουριά θα μπορούσε ονομαστεί ρυθμός ή τόνος ή μελωδία... Τραγούδι! Φαίνεται να είναι η λάθος λέξη για να το χαρακτηρίσεις"[28].
Τα πρότυπα της παράστασης φαίνεται να έχουν συμβάλει σ' αυτού του είδους τις αντιδράσεις. Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω σχολίασε το 1894 ότι "Η εναρκτήρια παράσταση του "Πάρσιφαλ" αυτή τη σεζόν ήταν, από καθαρά μουσική άποψη και στον βαθμό που αφορά τους κύριους τραγουδιστές, απλά ένα βδέλυγμα. Ο βαθύφωνος ούρλιαζε, ο τενόρος έσκουζε, ο βαρύτονος τραγουδούσε επίπεδα και η υψίφωνος όταν καταδέχθηκε να τραγουδήσει και όχι να φωνάζει τα λόγια της, τσίριζε"[29].
Τα επόμενα χρόνια ο Πάρσιφαλ προσέλκυσε διάφορους θαυμαστές. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, υπουργός Προπαγάνδας των Ναζί, ήταν ένθερμος υποστηρικτής του έργου. Αφού το άκουσε για πρώτη φορά το 1928, το περιέγραψε ως "η καλύτερη εμπειρία μου στην όπερα [...] στο τέλος ήμουν εντελώς συγκλονισμένος"[30].
Στις παραστάσεις που ανεβαίνουν στο Μπαϊρόιτ το κοινό δεν χειροκροτεί στο τέλος της Πρώτης Πράξης. Αυτή η παράδοση είναι το αποτέλεσμα μίας παρεξήγησης που προέκυψε από την επιθυμία του Βάγκνερ να διατηρηθεί το σοβαρό ύφος της όπερας. Στην πρώτη παρουσίαση του έργου, μετά από πολλά χειροκροτήματα που ακολούθησαν την Πρώτη και τη Δεύτερη Πράξη, ο Βάγκνερ μίλησε στο ακροατήριο και είπε ότι οι ηθοποιοί δεν θα κληθούν στην αυλαία μέχρι το τέλος της παράστασης. Το γεγονός αυτό μπέρδεψε το κοινό, το οποίο παρέμεινε σιωπηλό μέχρι το τέλος της όπερας μέχρι που ο Βάγκνερ απευθύνθηκε και πάλι στο ακροατήριο λέγοντας ότι δεν εννοούσε ότι το κοινό δεν μπορεί να χειροκροτήσει. Μετά την επίμαχη παράσταση ο Βάγκνερ παραπονέθηκε λέγοντας: "Τώρα δεν ξέρω. Άρεσε στο κοινό ή όχι;"[31]. Στις παραστάσεις που ακολούθησαν μερικοί πίστευαν ότι ο Βάγκνερ δεν ήθελε χειροκρότημα παρά μόνο στο τέλος του έργου και τελικά προέκυψε μία παράδοση, σύμφωνα με την οποία δεν ακούγεται χειροκρότημα μετά την Πρώτη Πράξη, παρόλο που αυτό δεν ήταν σίγουρα ιδέα του Βάγκνερ. Στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια των πρώτων παρουσιάσεων στο Μπαϊρόιτ ο Βάγκνερ φώναζε δακρυσμένος "Μπράβο!" κατά την έξοδο των Λουλουδοκόρων στη Δεύτερη Πράξη, ενώ το υπόλοιπο κοινό τού σφύριζε να ησυχάσει. Σε μερικά θέατρα το χειροκρότημα και οι επικλήσεις στην αυλαία είναι συνήθης πρακτική μετά από κάθε πράξη, ενώ σε άλλα μεγάλα θέατρα, συμπεριλαμβανομένης και της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης, ακολουθείται το έθιμο του Μπαϊρόιτ.
Ο "Πάρσιφαλ" είναι μία από τις όπερες του Βάγκνερ που παρουσιάζονται τακτικά στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ μέχρι σήμερα. Μεταξύ των πιο σημαντικών μεταπολεμικών παραγωγών ήταν αυτή που διηύθυνε το 1951 ο Βίλαντ Βάγκνερ, εγγονός του συνθέτη. Στο πρώτο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρουσίασε μία ριζικά διαφορετική εκδοχή, απομακρυσμένη από την αναπαράσταση της Αίθουσας του Δισκοπότηρου και της κληματαριάς των Λουλουδοκόρων. Αντ' αυτού, χρησιμοποιήθηκαν φωτιστικά εφέ και ελάχιστα σκηνικά για να συμπληρώσουν τη μουσική του Βάγκνερ. Αυτή η παραγωγή ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τις ιδέες του Ελβετού σκηνογράφου Αντόλφ Απία. Η αντίδραση σ' αυτή την παραγωγή ήταν ακραία: ο Έρνεστ Νιούμαν, βιογράφος του Βάγκνερ, την περιέγραψε ως "όχι μόνο ο καλύτερος Πάρσιφαλ που έχω δει και ακούσει, αλλά μία από τις τρεις ή τέσσερις πιο συγκινητικές πνευματικές εμπειρίες της ζωής μου"[32]. Άλλοι δήλωσαν συγκλονισμένοι που καταπατήθηκαν οι κατευθύνσεις του συνθέτη. Ο μαέστρος της παραγωγής του 1951, Χανς Κνάπερτμπους, όταν ρωτήθηκε πώς μπόρεσε να διευθύνει μία τέτοια επαίσχυντη παρωδία, δήλωσε ότι μέχρι και την πρόβα τζενεράλε φανταζόταν ότι τα σκηνικά θα ερχόντουσαν[33]. Ο Κνάπερτμπους ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος από την παράλειψη του περιστεριού που εμφανίζεται πάνω στο κεφάλι του Πάρσιφαλ στο τέλος της όπερας. Για να εξευμενίσει τον μαέστρο, ο Βίλαντ κανόνισε να επαναφέρει το περιστέρι, το οποίο κατέβαινε πάνω σε ένα σπάγκο. Αυτό που δεν συνειδητοποίησε ο Κνάπερτμπους ήταν ότι ο Βίλαντ έκανε το μήκος του σπάγκου τόσο ώστε να μπορεί να δει το περιστέρι ο μαέστρος, αλλά όχι και το κοινό[34]. Ο Βίλαντ συνέχισε να τροποποιεί και να βελτιώνει τη δική του εκδοχή στον "Πάρσιφαλ" μέχρι τον θάνατό του το 1966.
Ως η τελευταία όπερα του Βάγκνερ, ο "Πάρσιφαλ" είχε μεγάλη επιρροή αλλά ήταν και αμφιλεγόμενος. Η χρήση χριστιανικών συμβόλων στον "Πάρσιφαλ" (το Δισκοπότηρο, η Λόγχη, αναφορές στον Λυτρωτή) μαζί με τον περιορισμό του στο Μπαϊρόιτ για περίπου 30 χρόνια οδήγησε μερικές φορές την παράσταση να θεωρείται σαν θρησκευτική τελετή. Ωστόσο στην πραγματικότητα ο Βάγκνερ δεν αναφέρει ποτέ το όνομα του Ιησού Χριστού στην όπερα, προτιμώντας να χρησιμοποιεί τη λέξη "Λυτρωτής". Στο δοκίμιο "Θρησκεία και Τέχνη" ο ίδιος ο Βάγκνερ περιέγραψε τη χρήση χριστιανικών εικόνων ως εξής: "Όταν η θρησκεία γίνεται τεχνητή, η τέχνη έχει την υποχρέωση να τη σώσει. Η τέχνη μπορεί να δείξει ότι τα σύμβολα που οι θρησκείες μάς κάνουν να τα πιστεύουμε κυριολεκτικά, στην πραγματικότητα είναι παραστατικά. Η τέχνη μπορεί να εξιδανικεύσει αυτά τα σύμβολα και να αποκαλύψει τις βαθιές αλήθειες που περιέχουν"[35].
Ο Φρειδερίκος Νίτσε, του οποίου το έργο εκθείαζε ο Βάγκνερ, επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον "Πάρσιφαλ" ως τον λόγο της ρήξης του με τον συνθέτη[36]. Η τρίτη πραγματεία από τη "Γενεαλογία της Ηθικής", με τίτλο "Τι Σημαίνει το Ασκητικό Ιδεώδες;", αρχίζει με μία εκτεταμένη κριτική στον "Πάρσιφαλ". Στο "Νίτσε Εναντίον Βάγκνερ" έγραψε: "Ο Πάρσιφαλ είναι έργο απιστίας, εκδικητικότητας και κρυφής απόπειρας δηλητηρίασης των προϋποθέσεων της ζωής - ένα κακό έργο. (...) Απεχθάνομαι όλους αυτούς που δεν βιώνουν τον Πάρσιφαλ ως μία απόπειρα δολοφονίας των βασικών κανόνων ηθικής."[37].
Παρά την επίθεση, ο Νίτσε παραδέχτηκε ότι η μουσική ήταν πανέμορφη: "Επιπλέον, πέραν όλων των άσχετων ζητημάτων (ως προς το ποια μπορεί ή θα έπρεπε να είναι η χρήση της μουσικής) και με καθαρά αισθητικά κριτήρια, έχει κάνει ποτέ ο Βάγκνερ κάτι καλύτερο;" (Γράμμα στον Πέτερ Γκαστ, 1887).
Μερικοί συγγραφείς θεωρούν ότι η όπερα προωθεί τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό[38]. Ένα από τα επιχειρήματα αυτής της άποψης είναι ότι ο "Πάρσιφαλ" γράφτηκε προς υποστήριξη των ιδεών του Αρτύρ Ντε Γκομπινό, που θεωρείται ο πατέρας του «επιστημονικού φυλετισμού» (ρατσισμού). Ο Πάρσιφαλ εμφανίζεται ως ένας "φυλετικά καθαρός" ήρωας που υπερνικά τον Κλίνγκσορ, ο οποίος εκλαμβάνεται ως εβραϊκό στερεότυπο, ιδιαίτερα απ' τη στιγμή που τίθεται αντίπαλος των Χριστιανών Ιπποτών του Δισκοπότηρου. Οι ισχυρισμοί αυτοί παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αντικείμενο έντονων συζητήσεων[39][40][41], δεδομένου ότι δεν υπάρχει τίποτα που να αναφέρεται ρητά στο λιμπρέτο και να υποστηρίζει αυτούς τους ισχυρισμούς. Ο Βάγκνερ ποτέ δεν εξέφρασε τέτοιες απόψεις στα γραπτά του, και τα ημερολόγια της Κόζιμα Βάγκνερ, τα οποία αναφέρουν με πολλές λεπτομέρειες τις σκέψεις του Βάγκνερ τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του (συμπεριλαμβανομένης της περιόδου που γράφτηκε και που ανέβηκε για πρώτη φορά ο "Πάρσιφαλ"), δεν αναφέρουν καμία τέτοια πρόθεση του συνθέτη[42]. Ο Βάγκνερ συναντήθηκε για πρώτη φορά και για πολύ λίγο με τον Γκομπινό το 1876, και διάβασε το "Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών" το 1880[43]. Ωστόσο, ο Βάγκνερ είχε ολοκληρώσει το λιμπρέτο του "Πάρσιφαλ" το 1877 και τα αρχικά σχέδια της ιστορίας χρονολογούνται πίσω στο 1857. Παρά τα χρονολογικά στοιχεία, ο Γκομπινό αναφέρεται συχνά ως σημαντική πηγή έμπνευσης του "Πάρσιφαλ"[44][45].
Το σχετικό ζήτημα του κατά πόσον η όπερα περιέχει ειδικά ένα αντισημιτικό μήνυμα είναι επίσης αντικείμενο συζήτησης[46]. Σχολιαστές σύγχρονοι του Βάγκνερ, οι οποίοι ανέλυσαν τον "Πάρσιφαλ", δεν κάνουν καμία αναφορά σε αντισημιτική ερμηνεία[47]. Εντούτοις, οι κριτικοί Πάουλ Λίνταου και Μαξ Νόρντμπεκ, οι οποίοι παρευρέθηκαν στην πρεμιέρα του "Πάρσιφαλ", σημείωσαν στις εντυπώσεις τους ότι το έργο συμβάδισε με τα αντιεβραϊκά συναισθήματα του Βάγκνερ[48]. Πιο πρόσφατοι σχολιαστές συνέχισαν να επισημαίνουν τον αντιληπτό αντισημιτικό χαρακτήρα της όπερας[49] και να βρίσκουν αντιστοιχίες με αντισημιτικά χωρία που βρέθηκαν σε γραπτά και άρθρα του Βάγκνερ.
Ο μαέστρος στην πρεμιέρα ήταν ο Χέρμαν Λεβί, διευθυντής ορχήστρας της Όπερας του Μονάχου. Δεδομένου ότι ο βασιλιάς Λουδοβίκος ήταν χορηγός της παραγωγής, ένα μεγάλο μέρος της ορχήστρας προήλθε από τις τάξεις της Όπερας του Μονάχου, συμπεριλαμβανομένου και του διευθυντή της ορχήστρας. Ο Βάγκνερ δεν ήθελε να διευθύνει τον "Πάρσιφαλ" ένας Εβραίος (μάλιστα ο πατέρας του Λεβί ήταν ραββίνος) και πρότεινε στον Λεβί να ασπαστεί τον Χριστιανισμό, κάτι που ο Λεβί αρνήθηκε να κάνει[50]. Στη συνέχεια ο Βάγκνερ έγραψε στον βασιλιά Λουδοβίκο ότι αποφάσισε να αποδεχθεί τον Λεβί παρά το γεγονός ότι (όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος) έλαβε παράπονα που το πιο χριστιανικό απ' όλα του τα έργα θα διευθύνονταν από έναν Εβραίο. Όταν ο βασιλιάς εξέφρασε την ικανοποίησή του που ο Βάγκνερ αποδέχθηκε τον Λεβί, απαντώντας ότι "οι άνθρωποι είναι κατά βάση όλοι αδέλφια", ο Βάγκνερ έγραψε στον βασιλιά ότι "θεωρεί την Εβραϊκή φυλή ως τον εκ γενετής εχθρό της αγνής ανθρωπότητας"[51].
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο "Πάρσιφαλ" καταδικάστηκε ως "ιδεολογικά απαράδεκτος" από το Τρίτο Ράιχ[52], αλλά δεν υπάρχει καμία τεκμηριωμένη απόδειξη που να στηρίζει αυτή την επισήμανση. Επίσης δεν είναι σαφές αν οι Ναζί επέβαλαν de facto απαγόρευση στον "Πάρσιφαλ"[53][54]. Στην πραγματικότητα δόθηκαν 23 παραστάσεις του έργου στην Ντόιτσε Όπερ του Βερολίνου μεταξύ του 1939 και του 1942[55]. Καμία παράσταση του "Πάρσιφαλ" δεν πραγματοποιήθηκε στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μελετώντας τον Άρθουρ Σοπενχάουερ το 1854, ο Βάγκνερ εντυπωσιάστηκε πολύ κι αυτό επηρέασε βαθιά τις σκέψεις και την πρακτική του στη μουσική και την τέχνη. Μερικοί συγγραφείς βλέπουν τον "Πάρσιφαλ" ως τον τελευταίο μεγάλο ασπασμό του Βάγκνερ με τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ. Ο Πάρσιφαλ μπορεί να θεραπεύσει τον Αμφόρτας και να λυτρώσει την Κούντρι επειδή δείχνει συμπόνοια, την οποία ο Σοπενχάουερ έβλεπε ως την υψηλότερη μορφή της ανθρώπινης ηθικής. Επιπλέον, δείχνει συμπόνοια στον σεξουαλικό πειρασμό (Δεύτερη Πράξη). Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ, η μόνη διαφυγή από τους πανταχού παρόντες πειρασμούς της ανθρώπινης ζωής είναι μέσα από την άρνηση της βούλησης, και ιδιαίτερα η αντιμετώπιση του σεξουαλικού πειρασμού είναι μία ισχυρή μορφή αυτής της άρνησης. Υπό αυτό το πρίσμα, ο "Πάρσιφαλ", με την έμφαση που δίνει στη συμπόνοια, είναι μία φυσική συνέχεια του έργου "Τριστάνος και Ιζόλδη", στο οποίο η επιρροή του Σοπενχάουερ είναι ίσως πιο εμφανής. Πράγματι, ο Βάγκνερ αρχικά σκεφτόταν να συμπεριλάβει τον Πάρσιφαλ ως χαρακτήρα στην Τρίτη Πράξη του "Τριστάνου" αλλά αργότερα απέρριψε την ιδέα.
Το λάϊτ-μοτίφ είναι ένα επαναλαμβανόμενο μουσικό θέμα που συνδέεται με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, τόπο ή ιδέα. Ο Βάγκνερ είναι ο συνθέτης που περισσότερο απ' όλους έχει συνδεθεί μ' αυτά τα μοτίβα, τα οποία χρησιμοποιεί και στον "Πάρσιφαλ"[56]. Ο Βάγκνερ δεν διευκρινίζει ούτε κατονομάζει τα μοτίβα αυτά στον "Πάρσιφαλ"[57] αν και η σύζυγός του, Κόζιμα, στο ημερολόγιό της μεταφέρει αναφορές που ο Βάγκνερ έκανε για μερικά από αυτά. Οι φίλοι του Βάγκνερ ονόμασαν, έγραψαν και έκαναν αναφορές γι' αυτά τα μοτίβα και τα επισήμαναν στις διασκευές του έργου για πιάνο[58][59]. Ο ίδιος ο Βάγκνερ εξέφρασε την αποστροφή του στην κατανομασία των μοτίβων: "Στο τέλος ο κόσμος πιστεύει ότι αυτή η ανοησία συμβαίνει κατόπιν δικής μου πρότασης"[60].
Το εναρκτήριο πρελούδιο εισάγει δύο σημαντικά μοτίβα, τα οποία αναφέρονται γενικά ως το Θέμα της Κοινωνίας και το Θέμα του Δισκοπότηρου. Αυτά τα δύο, καθώς και το μοτίβο του Πάρσιφαλ, αναφέρονται κατ' επανάληψη κατά τη διάρκεια της όπερας. Άλλοι χαρακτήρες, όπως ο Κλίνγκσορ, ο Αμφόρτας και η "Φωνή", έχουν τα δικά τους μοτίβα. Για να αντιπροσωπεύσει το Δισκοπότηρο, ο Βάγκνερ χρησιμοποιεί το Αμήν της Δρέσδης, μια μελωδική φράση που ήταν γνωστή στον συνθέτη από τα παιδικά του χρόνια στη Δρέσδη[61].
Πολλοί θεωρητικοί της μουσικής έχουν χρησιμοποιήσει τον Πάρσιφαλ για να διερευνήσουν τις δυσκολίες στην ανάλυση της χρωματικότητας της μουσικής στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ασυνήθιστη αρμονική εξέλιξη των μοτίβων που αποτελούν τη δομή του έργου, καθώς και η βαριά χρωματικότητα της Τρίτης Πράξης, καθιστούν το έργο δύσκολο να αναλυθεί μουσικά.
Όπως είναι σύνηθες στις ώριμες όπερες του Βάγκνερ, ο "Πάρσιφαλ" συντέθηκε έτσι ώστε κάθε πράξη να είναι μία συνεχής ροή μουσικής. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν άριες που να μπορούν να σταθούν ελεύθερες από το έργο. Ωστόσο μία σειρά από ορχηστρικά αποσπάσματα της όπερας έχουν διασκευαστεί από τον ίδιο τον Βάγκνερ και παραμένουν στο συναυλιακό ρεπερτόριο. Το Πρελούδιο της Πρώτης Πράξης εκτελείται συχνά μόνο του είτε σε συνδυασμό με μία διασκευή της μουσικής της "Μεγάλης Παρασκευής" που συνοδεύει το δεύτερο μισό της 1ης Σκηνής της Τρίτης Πράξης. Το μεγάλο σόλο της Κούντρι στη Δεύτερη Πράξη ("Ich sah das Kind") ερμηνεύεται κι αυτό περιστασιακά σε συναυλίες, όπως και ο θρήνος του Αμφόρτας από την Πρώτη Πράξη ("Wehvolles Erbe").
Ο "Πάρσιφαλ" είναι γραμμένος για ορχήστρα αποτελούμενη από τα παρακάτω όργανα:
Έγχορδα | Ξύλινα πνευστά | Χάλκινα πνευστά | Κρουστά |
---|---|---|---|
|
|
Ο "Πάρσιφαλ" είναι το μόνο έργο που έγραψε ποτέ ο Βάγκνερ όπου χρησιμοποιείται κοντραφαγκότο[62]. Από το έργο ξεχωρίζει το φωτεινό Πρελούδιο της Πρώτης Πράξης, που περιλαμβάνει σημαντικά θέματα του έργου, και η ήρεμη μουσική που συνοδεύει τη σκηνή της Μεγάλης Παρασκευής στην Τρίτη Πράξη, στην οποία παρακολουθούμε τη μαγική μεταμόρφωση της φύσης.
Ο "Πάρσιφαλ" βασίζεται σε χριστιανικές τελετές της Μεγάλης Εβδομάδας, στις οποίες πρωτοστατούν μυθικά πρόσωπα της μεσαιωνικής Γερμανίας και από τις οποίες αναδύεται η βασική προβληματική του δράματος: η θρησκευτική πίστη. Κατά τη διάρκεια του πρελούδιου εμφανίζονται τα βασικά θέματα της όπερας και τυγχάνουν αριστοτεχνικής μεταχείρισης από τον Γερμανό συνθέτη ο οποίος, ευρισκόμενος σε πλήρη καλλιτεχνική ωριμότητα, βρίσκει τον τρόπο να εκφράσει με μουσικά μέσα τη μεστή πνευματικότητα του περιεχομένου της όπερας.
Η σκηνή την οποία περιγράφει "Η μαγεία της Μεγάλης Παρασκευής" εκτυλίσσεται στην Τρίτη Πράξη της όπερας και συγκεκριμένα τη στιγμή όπου ο Γκούρνεμαντς, ένας από τους παλαιότερους ιππότες του Αγίου Δισκοπότηρου, βαφτίζει τον Πάρσιφαλ και αυτός με τη σειρά του βαφτίζει την Κούντρι. Ο Γκούρνεμαντς εξηγεί στον νεαρό Πάρσιφαλ πως τη Μεγάλη Παρασκευή πρασινίζει όλη η φύση από τα δάκρυα των αμαρτωλών που μετανοούν. Η περιγραφική δύναμη του μουσικού αυτού κομματιού αλλά και η πνευματική ανάταση που το συνοδεύει το έχουν αναγάγει σε ένα από τα ωραιότερα έργα συναυλιών, με τη σφραγίδα της βαγκνερικής ωριμότητας.
Ο "Πάρσιφαλ" γράφτηκε ρητά για τη σκηνή του Μπαϊρόιτ και πολλές από τις πιο γνωστές ηχογραφήσεις της όπερας προέρχονται από τις ζωντανές εμφανίσεις σ' αυτή τη σκηνή. Στην προ των δίσκων μεγάλης διάρκειας (LP) εποχή, ο Καρλ Μουκ διηύθυνε στο Μπαϊρόιτ αποσπάσματα της όπερας τα οποία θεωρούνται ακόμα ως μερικές από τις καλύτερες εκτελέσεις της όπερας που κυκλοφόρησαν σε δίσκο (περιέχουν επίσης τη μοναδική ηχητική καταγραφή από τις καμπάνες που κατασκευάστηκαν για την πρεμιέρα του έργου, τις οποίες έλιωσαν αργότερα οι Ναζί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Ο Χανς Κνάπερτμπους ήταν ο μαέστρος που συνδέθηκε πιο πολύ με τον "Πάρσιφαλ" στο Μπαϊρόιτ κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, και οι παραστάσεις υπό την μπαγκέτα του το 1951 σηματοδότησαν την επανέναρξη του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές οι ιστορικές εκτελέσεις ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε μονοφωνικό ήχο. Ο Κνάπερτμπους ηχογράφησε την όπερα ξανά το 1962 σε στερεοφωνικό ήχο και αυτή η εκτέλεση θεωρείται συχνά ως μία από τις κλασικές ηχογραφήσεις του "Πάρσιφαλ"[65]. Υπάρχουν επίσης πολλές "ανεπίσημες" ζωντανές ηχογραφήσεις από το Μπαϊρόιτ, συλλαμβάνοντας σχεδόν κάθε "Πάρσιφαλ" που διηύθυνε ο Κνάπερτμπους.
Ανάμεσα στις ηχογραφήσεις που έγιναν σε στούντιο, έχουν επαινεθεί ευρέως αυτές του Τζορτζ Σόλτι, του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και του Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ (οι δύο τελευταίοι διευθύνοντας τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου)[66]. Η ηχογράφηση του φον Κάραγιαν ψηφίστηκε ως "Ηχογράφηση της Χρονιάς" στα Gramophone Awards του 1981. Επίσης μεγάλης εκτίμησης χαίρει μία ηχογράφηση του "Πάρσιφαλ" υπό τη διεύθυνση του Ραφαέλ Κούμπελικ που έγινε για την Deutsche Grammophon.
Εκτός από μία σειρά παραστάσεων που είναι διαθέσιμες σε DVD, ο "Πάρσιφαλ" μεταφέρθηκε στην οθόνη από τον σκηνοθέτη Χανς-Γιούργκεν Σίμπερμπεργκ[67].
Έτος | Ηθοποιοί (Πάρσιφαλ, Κούντρι, Γκούρνεμαντς, Αμφόρτας, Κλίνγκσορ) |
Διευθυντής ορχήστρας, Όπερα ή/και Ορχήστρα |
Δισκογραφική εταιρεία | Αριθμός καταλόγου |
---|---|---|---|---|
1949 | Gunther Treptow, Anny Konetzni, Ludwig Weber, Paul Schoffler, Adolf Vogel | Rudolf Moralt, Συμφωνική Ορχήστρα Βιέννης |
Myto (Mono) | 4MCD 954.136 |
1950, Ιταλικά | Alfrico Baldelli, Μαρία Κάλλας, Boris Christoff, Rolando Panerai, Giuseppe Modesti | Vittorio Gui, Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία Ρώμης του RAI |
Cetra (Mono) | CDAR 2020 |
1951 | Βόλφγκανγκ Βίντγκάσσεν, Μάρα Μοντλ, Λούντβιχ Βέμπερ, George London, Χέρμαν Ούντε | Χανς Κνάπερτμπους, Ορχήστρα και Χορωδία του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ |
Naxos Historical (Mono) | 8.110221-24 |
1954 | Βόλφγκανγκ Βίντγκάσσεν, Μάρα Μοντλ, Γιόζεφ Γκράιντλ, Χανς Χόττερ, Γούσταβ Νάιντλινγκερ | Χανς Κνάπερτμπους, Ορχήστρα και Χορωδία του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ |
Golden Melodram | GM 1.0053 |
1961 | Fritz Uhl, Elisabeth Hongen/Christa Ludwig, Hans Hotter, Eberhard Waechter, Walter Berry | Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, Ορχήστρα και Χορωδία της Κρατικής Όπερας Βιέννης |
RCA | 61950 |
1962 | Jess Thomas, Irene Dalis, Hans Hotter, George London, Gustav Neidlinger | Χανς Κνούπερτμπους, Ορχήστρα και Χορωδία του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ |
Philips Classics | 475 7785 |
1964 | Jon Vickers, Barbro Ericson, Hans Hotter, Thomas Stewart, Gustav Neidlinger | Χανς Κνάπερτμπους, Ορχήστρα και Χορωδία του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ |
Arcadia | KLMP 451.4 |
1970 | James King, Gwyneth Jones, Franz Crass, Thomas Stewart, Ντόναλντ ΜάκΙντάιρ | Pierre Boulez, Ορχήστρα και Χορωδία του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ |
Deutsche Grammophon | 435718 |
1972 | René Kollo, Christa Ludwig, Gottlob Frick, Dietrich Fischer-Dieskau, Zoltán Kelemen | Τζορτζ Σόλτι, Φιλαρμονική Ορχήστρα Βιέννης, Χορωδία Κρατικής Όπερας Βιέννης, Vienna Boys' Choir |
Decca | 470805 |
1976 | René Kollo, Gisela Schröter, Ulrik Cold, Theo Adam, Reid Bunger | Herbert Kegel Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία Ραδιοφωνίας Λειψίας |
Berlin/VEB Deutsche Schallplatten DDR | 0013482BC |
1979–1980 | Peter Hofmann, Ντούνια Βέιζοβιτς, Kurt Moll, José van Dam, Siegmund Nimsgern | Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, Φιλαρμονική Ορχήστρα Βερολίνου, Berlin Deutsche Oper Chorus |
Deutsche Grammophon | 413347 |
1980 | James King, Yvonne Minton, Kurt Moll, Bernd Weikl, Franz Mazura | Ραφαέλ Κούμπελικ Συμφωνική Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας |
Arts Archives | 430272 |
1981 | Reiner Goldberg, Yvonne Minton, Robert Lloyd, Wolfgang Schoene, Aage Haugland | Armin Jordan Ορχήστρα Ραδιοφωνίας Μόντε Κάρλο |
Erato Records | 2292-45662-2 |
1985 | Warren Ellsworth, Waltraud Meier, Phillip Joll, Ντόναλντ ΜάκΙντάιρ, Nicholas Folwell | Reginald Goodall Ορχήστρα και Χορωδία Εθνικής Όπερας Ουαλίας |
EMI | 65665 |
1987 | Peter Hofmann, Waltraud Meier, Hans Sotin, Simon Estes, Franz Mazura | James Levine Ορχήστρα και χορωδία της Όπερας του Μπαϊρόιτ |
Philips | 434 616-2 |
1990 | Ζίγκφριντ Γερούζαλεμ, Waltraud Meier, Matthias Holle, José van Dam, Gunter von Kannen | Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, Φιλαρμονική Ορχήστρα Βερολίνου, Χορωδία Κρατικής Όπερας Βερολίνου |
Teldec | 74448 |
1992 | Plácido Domingo, Jessye Norman, Kurt Moll, Τζέιμς Μόρρις, Ekkehard Wlaschiha | James Levine, Ορχήστρα και Χορωδία Μητροπολιτικής Όπερας |
Deutsche Grammophon | 437501 |
2005 | Plácido Domingo, Waltraud Meier, Franz-Josef Selig, Falk Struckmann, Wolfgang Bankl | Christian Thielemann Ορχήστρα και χορωδία Κρατικής Όπερας Βιέννης |
Deutsche Grammophon | 4776006 |
2005 | Richard Decker, Matthias Hölle, Βόλφγκανγκ Σένε, Doris Soffel, Mikolaj Zalasinski | Gabor Ötvös Ορχήστρα και χορωδία Θεάτρου Λα Φενίτσε |
Dynamic | 33497 |
Η μουσική του "Πάρσιφαλ" είναι διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση International Music Score Library Project[68].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.