Βυζαντινό μοναστήρι του 11ου αιώνα στην Ελλάδα From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μονή Δαφνίου βρίσκεται στο Χαϊδάρι, στις παρυφές του Όρους Αιγάλεω, επί της Λεωφόρου Αθηνών, στο ρεύμα προς Αθήνα 11 χλμ. από το κέντρο της, και είναι κτισμένη στη θέση που υπήρχε το Ιερό του Απόλλωνα στο Δαφνί. Η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική της και η ιδιαίτερη ψηφιδωτή διακόσμηση του ναού της μονής, την καθιστούν ένα από τα πλέον εξαιρετικά μνημεία της βυζαντινής τέχνης. Από το 1990 αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Στο σεισμό του 1999 υπέστη σοβαρές ζημιές.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μονή Δαφνίου, Μονή Οσίου Λουκά και Νέα Μονή Χίου | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος = Ελλάδα | |
Τύπος | Πολιτισμικό |
Κριτήρια | i, iv |
Ταυτότητα | 537 |
Περιοχή | Ευρώπη και Βόρεια Αμερική |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 1990 (14η συνεδρίαση) |
Μονή Δαφνίου | |
---|---|
Δαφνί | |
Είδος | μοναστήρι |
Αρχιτεκτονική | Μακεδονική Αναγέννηση |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Θρήσκευμα | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Χαϊδαρίου |
Τοποθεσία | Δαφνί Αττικής |
Χώρα | Ελλάδα |
Έναρξη κατασκευής | 11ος αιώνας |
Προστασία | αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα, τμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 1990) και διατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα[1] |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η μονή ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα πάνω στα ερείπια του ναού του Δαφναίου Απόλλωνα ο οποίος είχε καταστραφεί από τους Γότθους το 395. Κάποιοι κίονες ιωνικού ρυθμού του αρχαίου ναού χρησιμοποιήθηκαν και πάλι. Σήμερα έχει διασωθεί μόνο ένας, ενώ οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο Λονδίνο από τον Λόρδο Έλγιν.
Το καθολικό της μονής χρονολογείται στον όψιμο 11ο αιώνα και ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του οκταγωνικού σταυροειδούς ναού. Στον τύπο αυτό ο κεντρικός χώρος του κυρίως ναού διευρύνεται με την αντικατάσταση των τεσσάρων κιόνων που στηρίζουν τον τρούλο από οκτώ κίονες τοποθετημένους πλησιέστερα στους τοίχους. Η διάταξη των κιόνων που διαμορφώνει περίστωο γύρω από τον κεντρικό χώρο και διατηρεί τις σταυροειδώς διατεταγμένες καμάρες στην οροφή με την παρεμβολή ημιχωνίων ανάμεσά τους, χαρακτηρίζει ειδικότερα τον λεγόμενο σύνθετο οκταγωνικό (ή "ηπειρωτικό") τύπο της μεσοβυζαντινής ναοδομίας.
Στο καθολικό της μονής σώζονται ψηφιδωτά, τα καλύτερα διατηρημένα της πρώτης περιόδου (Δυναστεία Κομνηνών, 1100 περίπου) που αντιπροσωπεύεται από την αυστηρή και ιερατική απεικόνιση του Παντοκράτορα Χριστού στο εσωτερικό του τρούλου, κύριο χαρακτηριστικό της Μακεδονικής εποχής.
Μετά τη λεηλασία της μονής από τους Σταυροφόρους το 1205, ο Όθων ντε λα Ρος (Otto de la Roche), Δούκας των Αθηνών, την παραχώρησε στους Κιστερκιανούς μοναχούς. Οι Γάλλοι μοναχοί ανοικοδόμησαν τον εξωνάρθηκα, πρόσθεσαν έναν περίβολο γύρω από το μοναστήρι καθώς και άλλες αλλαγές μέχρι και την εκδίωξή τους από τους Τούρκους, όταν η μονή παραδόθηκε το 1458 και πάλι στους ορθόδοξους μοναχούς. Με το πέρασμα των αιώνων η μονή ερημώθηκε. Οι εργασίες αποκατάστασής της ξεκίνησαν μόλις το 1888.
Η ονομασία της μονής έχει συνδεθεί με το αρχαίο Ιερό του Δαφναίου Απόλλωνα, πάνω στο οποίο θεωρείται ότι έχει κτιστεί. Υπάρχουν όμως και άλλες εκδοχές. Μία από αυτές αναφέρει ότι πήρε το όνομά της από το πλήθος των δαφνών που υπήρχαν στην περιοχή και ίσως αυτός ήταν και ο λόγος ίδρυσης του αρχαίου Ιερού.
Μία άλλη εκδοχή την συσχετίζει με την Παναγία της Δάφνης στην Κωνσταντινούπολη. Μία παράδοση, την οποία διηγήθηκε η ηλικιωμένη μοναχή Μάρθα γύρω στο 1870 στον Γεώργιο Λαμπάκη, αναφέρει ότι η ονομασία καθώς και η ίδρυση του Δαφνίου σχετίζονται με τη βασιλοπούλα Δάφνη[2]. Θρύλος της εποχής αναφέρει ότι η Δάφνη ναυάγησε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, αλλά διασώθηκε μαζί με δώδεκα βαρέλια γεμάτα φλουριά. Για να ευχαριστήσει την Παναγία, έχτισε προς τιμήν της το μοναστήρι και όσα φλουριά περίσσεψαν τα έθαψε σε επτά πιθάρια στον περίβολο της μονής.
Υπάρχουν ακόμη πολλές εκδοχές από παραδόσεις, μάλλον μυθοπλασίες , οι οποίες έχουν προκύψει από την λαϊκή πεποίθηση ότι το μοναστήρι ήταν ίδρυμα Βυζαντινού αυτοκράτορα. Μία από αυτές συνδέει την μονή με τον θρύλο της βασιλοπούλας Μαργαρώνας (Maquelone) και του ευγενούς Ιμπέριου, που ανάγεται στον 12ο αιώνα.
Η χρονολογία ίδρυσης της Μονής Δαφνίου δεν έχει διευκρινιστεί με απόλυτη βεβαιότητα. Οι περισσότεροι ερευνητές, ανάγουν την ίδρυση του μοναστηριού στον 6ο αιώνα, δηλαδή στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Κατά τη διάρκεια του 5ου και του 6ου αιώνα στην Αθήνα χτίστηκαν πολλές εκκλησίες και πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί μετατράπηκαν σε χριστιανικούς, λόγω της εξάπλωσης του χριστιανισμού, μετά την ανακήρυξή του σε επίσημη θρησκεία του βυζαντινού κράτους από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α'. Για να γίνει εξαγνισμός των αρχαίων ναών και ιερών, επιβλήθηκε η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες.
Οι χριστιανικοί ναοί ανήκαν στον αρχιτεκτονικό τύπο της βασιλικής. Ήταν επιμήκη ορθογώνια κτίρια με προσανατολισμό ανατολικά - δυτικά, με προσαρτημένη τη κόγχη του ιερού βήματος , στην στενή ανατολική πλευρά. Το εσωτερικό των ναών ήταν διαμορφωμένο σε τρία κλίτη (διαδρόμους), που χωρίζονταν από δύο κιονοστοιχίες παράλληλες με τον κατά μήκος άξονα του ναού (τρίκλιτες βασιλικές). Τέτοιου τύπου πιστεύεται πως ήταν και η εκκλησία που είχε χτιστεί στο Δαφνί κατά τον 6ο αιώνα, στη θέση του ιερού του Δαφναίου Απόλλωνα, το οποίο καταστράφηκε κατά την επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου το 395 μ.Χ.
Υπάρχει μία εκδοχή, την οποία υποστήριξε πρόσφατα ο καθηγητής Χαράλαμπος Μπούρας, που αναφέρει ότι χρονολογικά η ίδρυση της μονής έγινε τον 11ο αιώνα.[εκκρεμεί παραπομπή] Αυτό προκύπτει από την εξέταση των ευρημάτων, τα οποία χρονολογούνται όλα μετά τον 11ο αιώνα. Η απουσία μοναστηριών στην περιοχή νοτίως του Ολύμπου πριν από το τέλος της Εικονομαχίας, δηλαδή τις αρχές του 9ου αιώνα, ενισχύει την εκδοχή αυτή.
Η χρονολόγηση στον 6ο αιώνα είχε αποδοθεί βάσει των γλυπτών που υπήρχαν στο χώρο, τα οποία όμως μετά την μελέτη τους από αρχαιολόγους ανάγονται στη Μέση Βυζαντινή περίοδο (843-1204). Στην πρώιμη αυτή περίοδο αποδίδονταν και κάποια μοναστικά κελιά, καθώς και ο οχυρωματικός περίβολος.
Η βασιλική του 6ου αιώνα προφανώς κατεδαφίστηκε και τη θέση της πήρε ο σταυροειδής οκταγωνικός ναός του 11ου αιώνα. Οι περιορισμένες ανασκαφές που έχουν γίνει για να εντοπιστεί η βασιλική του 6ου αιώνα, δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, μέχρι σήμερα.
Η ίδρυση της Μονής Δαφνίου, κατά πάσα πιθανότητα γύρω στο 1080, έγινε με χορηγία άγνωστου δωρητή, καθώς δεν υπάρχει κάποια αφιερωματική επιγραφή. Η κωνσταντινουπολίτικη επίδραση που παρατηρείται τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στην ψηφιδωτή διακόσμηση του καθολικού της μονής, έχει οδηγήσει τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ο δωρητής ήταν κάποιος υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος ή κάποιος αυτοκράτορας, που πιθανόν κάλεσε τεχνίτες από την Πόλη.
Πολλοί ερευνητές συνέδεαν το Δαφνί με τον Βασίλειο Β' τον Βουλγαροκτόνο (976-1025), λόγω του θαυμασμού του για την πανάρχαια πόλη των Αθηνών. Η μελέτη όμως της αρχιτεκτονικής και της διακόσμησης του καθολικού έχει οδηγήσει τους αρχαιολόγους στο συμπέρασμα ότι ο ναός χτίστηκε στα χρόνια γύρω στο 1080. Έτσι απλά μπορούμε να αποδώσουμε τη χορηγία σε κάποιο από τους διαδόχους του.
Η μονή Δαφνίου αποτελείται από το καθολικό, τον περίβολο, τα κελιά των μοναχών, την τράπεζα, το μαγειρείο, τον λουτρώνα, την κινστέρνα και μία ορθογώνια αίθουσα.
Το καθολικό του Δαφνίου, δεσπόζει στο μέσον της σχεδόν τετράγωνης μεγάλης αυλής. Το μέγεθός του είναι εντυπωσιακό, ο αρχιτεκτονικός του τύπος περίπλοκος και η τοιχοδομία του εξαιρετικής ποιότητας. Ο ναός ανήκει στον σύνθετο οκταγωνικό αρχιτεκτονικό τύπο - αποτελεί μάλιστα ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα του τύπου αυτού στον ελλαδικό χώρο. Εξωτερικά θα μπορούσε να τον παρομοιάσει κανείς με μεγάλο κύβο, που υποστηρίζει έναν πλατύ και υψηλό τρούλο. Εσωτερικά, ο τρούλος βαστάζεται σε οκτώ τετράπλευρα στηρίγματα (πεσσούς), τέσσερα ελεύθερα και τέσσερα ενσωματωμένα στους τοίχους. Ο χαρακτηρισμός οκταγωνικός προκύπτει λόγω της οκταπλής στήριξης του τρούλου. Οι πεσσοί διαταγμένοι ανά ζεύγη σχηματίζουν τέσσερις γωνιακές κόγχες (ημιχώνια), οι οποίες γεφυρώνουν τις γωνίες του τετραγώνου της βάσης και το μετατρέπουν σε οκτάγωνο. Σε αυτό στηρίζεται ο τρούλος μέσω οκτώ μικρών σφαιρικών τριγώνων που σχηματίζονται μεταξύ των τόξων που συνδέουν τα οκτώ στηρίγματα. Οι οκταγωνικοί ναοί διακρίνονται σε απλούς και σύνθετους. Στους πρώτους τα οκτώ στηρίγματα του τρούλου είναι ενσωματωμένα στους τοίχους (παραστάδες), αφήνοντας εντελώς ελεύθερο τον εσωτερικό χώρο του ναού. Στους σύνθετους οκταγωνικούς ναούς τα στηρίγματα του τρούλου βρίσκονται σε κάποια απόσταση από τους εξωτερικούς τοίχους. Έτσι, δημιουργούνται μικρότερα διαμερίσματα γύρω από τον κεντρικό χώρο. Οι σύνθετοι οκταγωνικοί ναοί είναι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι με διευρυμένο τον χώρο κάτω από τον τρούλο. Αντίθετα από τους απλούς οκταγωνικούς, ο σταυρός διαγράφεται με αρκετή σαφήνεια τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του ναού. Οι οκταγωνικοί τύποι διαδόθηκαν στον ελλαδικό χώρο μέσω της Κωνσταντινούπολης. Ο χώρος κάτω από τον τρούλο είναι ανοικτός και ενιαίος και μάλιστα στο Δαφνί, πλημμυρίζεται από φως που διαχέεται από τα δεκαέξι μονόλοβα παράθυρα του τρούλου.
Εξωτερικά, το κτίριο υψώνεται πυραμιδωτά μέχρι την κορυφή του τρούλου. Είναι χτισμένο κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Δεν υπάρχουν κουφικά διακοσμητικά στοιχεία, ενώ συχνά παραλείπεται και η απλή κατακόρυφη πλίνθος. Στα τύμπανα του νότιου και του δυτικού τοίχου έχει εντοπιστεί ψευδοκουφικός διάκοσμος. Γενικά, ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος είναι αρκετά λιτός και αποτελείται κυρίως από οδοντωτές ταινίες γύρω από τα τόξα των παραθύρων. Περιορισμένος αλλά εξαιρετικά καλοφτιαγμένος ήταν και ο γλυπτός διάκοσμος στο εσωτερικό και το εξωτερικό του ναού. Το κάτω μέρος των τοίχων ήταν εσωτερικά καλυμμένο με μαρμάρινες πλάκες (ορθομαρμάρωση). Εξωτερικά, κάτω από τις ποδιές των παραθύρων μεγάλοι δόμοι σχηματίζουν σταυρούς.
Στη δυτική πλευρά του ναού υπήρχε νάρθηκας, όπου προσαρτήθηκε και εξωνάρθηκας με μορφή ανοικτής στοάς με όροφο κατά τον 12ο αιώνα. Εκεί πρέπει να βρίσκονταν τα διαμερίσματα του ηγούμενου και η βιβλιοθήκη. Στον εξωνάρθηκα έχουν εντοπιστεί ίχνη τοιχογραφιών του 12ου και του 13ου αιώνα, ενώ στον ναό έχουν βρεθεί μεταβυζαντινές τοιχογραφίες (17ος αιώνας).
Η μονή προστατευόταν από ισχυρό περίβολο τετράγωνου σχήματος με πλευρά περίπου 97 μέτρα. Ο περίβολος είχε οχυρωματικό χαρακτήρα και μορφολογία, η οποία είναι ευδιάκριτη στη βόρεια πλευρά, όπου το τείχος σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Είχε ύψος 8 μέτρα με περίδρομο πλάτους 1,6 μέτρα, δηλαδή εσωτερικό διάδρομο που επέτρεπε την κίνηση κατά μήκος του τείχους, στο ύψος των 6 μέτρων. Ο περίδρομος υποστηριζόταν από τυφλή τοξοστοιχία. Το τείχος επιστεφόταν σε ολόκληρο το μήκος του από επάλξεις, ενώ η πορεία του διακοπτόταν κατά τακτά διαστήματα από πύργους τετράγωνης κάτοψης. Τρεις από αυτούς έχουν σωθεί μέχρι σήμερα και βρίσκονται στη βόρεια πλευρά του περιβόλου. Στην κατασκευή του τείχους είχαν χρησιμοποιηθεί κροκαλοπαγείς λίθοι κομμένοι σε μεγάλα ορθογώνια κομμάτια μήκους 1,6 μ. και ύψους 0,4-0,6 μ. και συνδεδεμένοι με κονίαμα, ενώ συχνά παρατηρούνται στρώσεις πηλοπλίνθων.
Η κύρια πύλη του μοναστηριού βρισκόταν στο μέσον της δυτικής πλευράς του περιβόλου, απέναντι από την είσοδο του καθολικού. Προστατευόταν από οχυρωματικό πύργο, ο οποίος υψωνόταν από πάνω της και ενισχυόταν και από δύο πλευρικούς προμαχώνες. Έτσι, για να εισέλθει κανείς στην αυλή της μονής έπρεπε να περάσει από το διαβατικό, καμαροσκέπαστο διάδρομο μήκους 6 μ. που ανοιγόταν κάτω από τον πύργο. Μικρότερη πύλη υπήρχε και στο μέσο της ανατολικής πλευράς του περιβόλου. Αυτή είναι και η είσοδος που χρησιμοποιείται σήμερα για το μοναστήρι. Ο λόγος ύπαρξης του περιβόλου για τα απομακρυσμένα μοναστήρια ήταν φυσικά η οχύρωσή τους από εισβολείς, ενώ για τα μοναστήρια εντός πόλεων ήταν η προστασία των μοναχών από τους πειρασμούς της κοσμικής ζωής. Η οχύρωση της μονής Δαφνίου, που ήταν χτισμένη σε απόσταση 10 χλμ. από την Αθήνα, σε κατάφυτη ημιορεινή περιοχή, αλλά εξαιρετικά πολυσύχναστη από ταξιδιώτες, εμπόρους και μικροπωλητές, στρατιώτες αλλά και ληστές και άρπαγες, φαίνεται πως εξυπηρετούσε και τους δύο παραπάνω σκοπούς.
Τα κελιά όπου ξεκουράζονταν οι μοναχοί κατασκευάζονταν συνήθως προσκολλημένα στην εσωτερική πλευρά του περιβόλου, για να εξοικονομηθεί χώρος αλλά και να ενισχυθεί ο αμυντικός χαρακτήρας του. Συνήθως αποτελούνταν από δύο ορόφους, αλλά αρκετές φορές είχαν ακόμη και τέσσερις. Οι χαμηλές πόρτες των κελιών άνοιγαν κατά κανόνα σε σκεπαστές στοές, τους ηλιακούς ή έμβολους. Εσωτερικά, τα μοναστικά κελιά είχαν τις κλίνες και μικρές κόγχες για τα ρούχα, τα βιβλία και τα προσωπικά αντικείμενα των μοναχών.
Στο βόρειο τείχος του μοναστηριού του Δαφνίου έχουν εντοπιστεί ίχνη που προδίδουν τη ύπαρξη κελιών: υποδοχές για τα δοκάρια που στήριζαν το ξύλινο δάπεδο του άνω ορόφου και κόγχες για τα προσωπικά είδη των μοναχών. Στη δυτική πλευρά του περιβόλου τα κελιά δεν ήταν προσκολλημένα στον περίβολο, αλλά βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από αυτόν, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένας στενός διάδρομος. Στα νότια του καθολικού υπάρχει ομάδα κελιών με στοές, τα οποία είναι χτισμένα γύρω από μικρή τετράγωνη αυλή. Αυτά τα κατασκεύασαν οι Κιστερκιανοί μοναχοί και τα αναδιαμόρφωσαν οι ορθόδοξοι κατά τον 16ο αιώνα.
Οι τράπεζες είναι ευρύχωρες ορθογώνιες αίθουσες με αψιδωτή απόληξη στη μία από τις δύο στενές πλευρές. Εκεί οι μοναχοί κάθονταν σε στενόμακρα κτιστά τραπέζια ή πάγκους τοποθετημένους σε παράλληλες σειρές κατά μήκος των τοίχων, ενώ ο ηγούμενος έτρωγε σε ξεχωριστό τραπέζι στην κόγχη.
Στο Δαφνί ο χώρος αυτός εντοπίζεται σε μακρόστενο αψιδωτό οικοδόμημα μήκους 28,7 μ. στα βόρεια του καθολικού. Ο προσανατολισμός του ήταν ίδιος με αυτόν του καθολικού. Οι τοίχοι, που σώζονταν σε ύψος περίπου 1,7 μ., είχαν χτιστεί με τρόπο και υλικά ανάλογα με αυτά που είχαν χρησιμοποιηθεί στην ανέγερση του καθολικού, γεγονός που τοποθετεί την ανοικοδόμηση της τράπεζας στον 11ο αιώνα.
Οι μοναχοί έμπαιναν στον χώρο από τρεις διπλές θύρες στη δυτική πλευρά του. Η ανατολική πλευρά καταλαμβανόταν από αψίδα, ημικυκλική εσωτερικά και ημιεξαγωνική εξωτερικά. Η αίθουσα στεγαζόταν από καμαροσκεπή, που στηριζόταν σε ενισχυτικά τόξα κατά μήκος των μακρών πλευρών. Όσο υπήρχε φως, ο χώρος φωτιζόταν από φυσικό φως που έμπαινε από σειρές παραθύρων που είχαν ανοιχτεί στις μακρές πλευρές της αίθουσας, ενώ το βράδυ άναβαν λύχνους.
Το κυκλικό κτίσμα που έχει εντοπιστεί προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά της τράπεζας ήταν κατά πάσα πιθανότητα το μαγειρείο της μονής. Τα μοναστηριακά μαγειρεία είχαν κεντρική εστία με εσχάρα για το μαγείρεμα και στεγάζονταν από χαμηλούς θόλους με κεντρικό οπαίο-καπνοδόχο. Στους τοίχους ανοίγονταν κόγχες ποικίλων μεγεθών και σχημάτων για την τοποθέτηση των διαφόρων σκευών.
Η ύπαρξη λουτρικού συγκροτήματος σε ένα μοναστήρι δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο για αυτό όταν υπήρχε δήλωνε ακμή και ευημερία. Αν και ο αριθμός των μοναστηριακών λουτρών που έχουν διασωθεί είναι αρκετά περιορισμένος, η αρχιτεκτονική τους διαμόρφωση, όσο και η τεχνολογία θέρμανσης και κυκλοφορίας του νερού ήταν ανάλογες με αυτές των λουτρών των λαϊκών, που συνέχιζαν τις ρωμαϊκές παραδόσεις. Έτσι, τα λουτρά στις μονές αποτελούνταν από τέσσερις αίθουσες. Η πρώτη ήταν ο προθάλαμος, όπου οι λουόμενοι άφηναν τα ρούχα τους. Ακολουθούσαν οι δύο αίθουσες εφίδρωσης, το χλιαρόν ή χλιαροψύχριον και το θερμόν. Το λουτρό ολοκληρωνόταν στην τέταρτη αίθουσα, όπου υπήρχαν δεξαμενές-πισίνες για κολύμπι σε θερμό ή κρύο νερό. Το νερό στο θερμόν και τη ζεστή δεξαμενή ζεσταινόταν από θερμό αέρα, ο οποίος παραγόταν από φωτιά που έκαιγε κάτω από το δάπεδο, στο υπόκαυστο, και διαχεόταν μέσω εντοιχισμένων πήλινων αγωγών. Από τα λουτρά του Δαφνίου έχουν σωθεί μόνο τα υπόκαυστα, που εντοπίστηκαν στα νοτιοδυτικά του καθολικού. Η ανοδομή είναι πλήρως κατεδαφισμένη. Η είσοδος στον χώρο γινόταν από τα δυτικά.
Στα νοτιοδυτικά του καθολικού έχει εντοπιστεί ορθογώνια υπόγεια δεξαμενή με διαστάσεις 13,3x4,95 μ. για τη συλλογή του βρόχινου νερού. Βρίσκεται κάτω από τα κελιά του 16ου αιώνα, έχει προσανατολισμό νοτιοανατολικήα-βορειοδυτικά και βρίσκεται στη συμβολή (μισγάγκειαν) δύο κλιτύων. Η χωρητικότητά της έχει υπολογιστεί στα 300 κυβικά μέτρα, ενώ ο πυθμένας της βρίσκεται σε βάθος περίπου 7 μ. από το σημερινό δάπεδο της αυλής στα νότια του ναού. Το εσωτερικό ήταν χωρισμένο σε δύο καμαροσκεπή κλίτη που έβαιναν σε τρεις κίονες και οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με υδραυλικό κονίαμα. Η συλλογή του νερού γινόταν μέσω κυκλικών ανοιγμάτων με μαρμάρινη επένδυση στην κορυφή των καμαρών. Στο χαμηλότερο σημείο της άνω επιφάνειας της κινστέρνας είχε ανοιχτεί φρεάτιο καθαρισμού ορθογώνιας διατομής.
Στα νότια του καθολικού βρίσκονται τα ερείπια μιας στενόμακρης ορθογώνιας αίθουσας διαστάσεων 23x6,5 μ. με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά, τυπική μεσοβυζαντινή τοιχοδομία και δάπεδο στρωμένο με πήλινες πλάκες. Κατά μήκος του βόρειου και του νότιου τοίχου υπήρχαν κίονες. Τα διαθέσιμα στοιχεία όμως, δεν επιτρέπουν τον καθορισμό της χρήσης της.
Μέσα στο δάσος που απλώνεται στα ανατολικά του περιβόλου της μονής Δαφνίου έχει εντοπιστεί το ερειπωμένο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου. Είχε χτιστεί την ίδια εποχή με το καθολικό και φαίνεται ότι αποτελούσε τον κοιμητηριακό ναό της μονής. Τα νεκροταφεία των μονών τοποθετούνταν κατά κανόνα εκτός του περιβόλου για λόγους υγιεινής. Ο Άγιος Νικόλαος είναι μια μικρή θολωτή βασιλική χτισμένη κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοδομίας. Κάτω από τον ναΐσκο εντοπίστηκε υπόγεια κρύπτη. Εκεί είχαν κατασκευαστεί γύρω από κεντρικό διάδρομο τρία τετράγωνα οστεοφυλάκια επιστεφόμενα με καμάρες (αρκοσόλια) και σκεπασμένα με λίθινες πλάκες. Ο ναός του Αγίου Νικολάου σώζεται σήμερα και βρίσκεται σε απόσταση 20 μέτρων από το κτίριο του Τουριστικού Περιπτέρου.
Η μονή Δαφνίου θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά βυζαντινά μνημεία, λόγω των λαμπρών ψηφιδωτών που κοσμούν τους τοίχους του καθολικού της. Πολλά από αυτά διατηρούνται μέχρι σήμερα, παρά τις ζημιές τόσο από σεισμούς όσο και από εργασίες που προκάλεσαν πολλές αλλοιώσεις. Οι αρχαιολόγοι, με τη βοήθεια των περιγραφών των περιηγητών, έχουν κατορθώσει να αποκαταστήσουν την εικόνα που είχε η ψηφιδωτή διακόσμηση του καθολικού της μονής Δαφνίου στις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα.
Ο τρούλος και η αψίδα που δεσπόζουν στον κατακόρυφο και τον κατά μήκος άξονα του ναϊκού οικοδομήματος συμβολίζουν την ουράνια σφαίρα, ενώ οι κατώτερες ζώνες τη γήινη. Έτσι, ο τρούλος καταλαμβάνεται από παράσταση του Χριστού Παντοκράτορα και περιστοιχίζεται από αγγελικές δυνάμεις και προφήτες. Στα σφαιρικά τρίγωνα παριστάνονται οι τέσσερις ευαγγελιστές που κατέγραψαν τη θεία ενσάρκωση και έδρασαν ως σύνδεσμοι μεταξύ γήινης και ουράνιας σφαίρας. Η πραγματοποίηση της ενσάρκωσης, δηλαδή διάφορα περιστατικά και γεγονότα από την επίγεια ζωή του Χριστού (χριστολογικές σκηνές), τοποθετείται στην αμέσως κατώτερη ζώνη του ναού, δηλαδή τις καμάρες, τα τύμπανα των κεραιών του σταυρού και τα ανώτερα μέρη των τοίχων. Στην κατώτερη ζώνη των τοίχων απεικονίζονται οι άγιοι, που απολαμβάνουν μαζί με τους πιστούς που έχουν προσέλθει στον ναό τη θέαση του θείου.
Ο Παντοκράτορας, «Δίκαιος Κριτής», στο μετάλλιο του τρούλου του καθολικού της μονής Δαφνίου. Η αυστηρότητα και η ένταση του βλέμματος οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα ισχυρά τοξωτά φρύδια και τις σκούρες σκιές γύρω από τα μάτια. Η σχετικά σχηματική και επίπεδη απόδοση των πλαστικών αξιών του προσώπου, απομακρύνει τη μορφή του Παντοκράτορα από την κλασικιστική τεχνοτροπία με την οποία έχουν εκτελεστεί όλες οι άλλες μορφές. Η σκουρόχρωμη, πυκνή γενειάδα επιτείνει την εντύπωση της αυστηρότητας. Η μεγάλη απόσταση που χωρίζει τον δείκτη από το μεσαίο δάκτυλο πάνω στο ευαγγέλιο προσδίδει ένταση στη χειρονομία, που βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τον όλο δυναμισμό της μορφής.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στην αψίδα του ιερού τοποθετείται η Παναγία-Πλατυτέρα. Η Θεοτόκος, ο φορέας της θεϊκής ενσάρκωσης, δέεται για τη σωτηρία των ανθρώπων και μεσολαβεί ως σύνδεσμος μεταξύ της ουράνιας και της γήινης σφαίρας, μεταξύ του θεού και των ανθρώπων. Στο ημικυλινδρικό τμήμα της αψίδας έχουμε θέματα σχετικά με τη θεία Λειτουργία συνήθως περιλαμβάνουν την Κοινωνία των Αποστόλων (μετάδοση-μετάληψη) καθώς και διάφορους Πατέρες της Εκκλησίας. Στο καθολικό της μονής Δαφνίου, που είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, το παραπάνω τυπικό ακολουθείται εμπλουτισμένο με σκηνές από τον βίο της Παναγίας (μαριολογικές σκηνές).
Στο τύμπανο του τρούλου είχαν τοποθετηθεί οι μορφές δεκαέξι μετωπικά ιστάμενων προφητών. Οι ήρεμες στάσεις τους θυμίζουν αρχαίους φιλοσόφους και ρήτορες. Η κλασικιστική αντίληψη είναι ιδιαίτερα εμφανής στο ανάγλυφο πλάσιμο κάποιων μορφών καθώς και στη στοχαστική έκφραση των ματιών τους. Κάποιοι, όμως, από τους εικονιζόμενους προφήτες έχουν βλέμματα και πρόσωπα αυστηρά, έντονα σκιασμένα, που θυμίζουν τον Παντοκράτορα. Η σημερινή τοποθέτηση κάποιων μορφών δεν είναι η αρχική.
Η Γέννηση στο νοτιοανατολικό ημιχώνιο του καθολικού της μονής Δαφνίου χαρακτηρίζεται από έντονο κλασικισμό, ο οποίος είναι εμφανής στην απόδοση του τοπίου, στα γαλήνια και με έντονη πλαστικότητα πρόσωπα των εικονιζόμενων μορφών, στην ήρεμη πτυχολογία των ενδυμάτων και στις αρμονικές κινήσεις τους. Στα τέσσερα ημιχώνια που ανοίγονται κάτω από το τύμπανο του τρούλου, οι Βυζαντινοί ψηφοθέτες είχαν απεικονίσει τις πλέον σημαντικές ευαγγελικές σκηνές πριν από το Πάθος, δηλαδή τον Ευαγγελισμό (βορειοανατολικό ημιχώνιο), τη Γέννηση (νοτιοανατολικό ημιχώνιο), τη Βάπτιση (νοτιοδυτικό ημιχώνιο) και τη Μεταμόρφωση (βορειοδυτικό ημιχώνιο). Και οι τέσσερις παραστάσεις σώζονται λιγότερο ή περισσότερο αποσπασματικά. Η πρώτη από αυτές λαμβάνει χώρα σε ενιαίο χρυσό κάμπο (βάθος) χωρίς την παραμικρή δήλωση τοπίου. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ πλησιάζει με ήρεμη, αρμονική κίνηση την Παναγία, θυμίζοντας αρχαιοελληνική παράσταση Νίκης. Τα ενδύματά του - λευκό ιμάτιο πάνω από σκούρο γαλάζιο χιτώνα - είναι ελαφρώς πτυχωμένα και ακολουθούν τις κινήσεις του σώματος. Η Παναγία στα δεξιά, εικονίζεται μετωπικά, να στέκεται μπροστά σε θρόνο με το κεφάλι στραμμένο ελάχιστα προς τα δεξιά. Η έκφραση και των δύο μορφών είναι ευγενική και γαλήνια. Τα φτερά του αρχάγγελου και τα ενδύματα και των δύο μορφών έχουν στολιστεί κατά τόπους με χρυσές ψηφίδες. Η σκηνή της Γέννησης διαδραματίζεται σε σχεδόν ειδυλλιακό τοπίο. To βραχώδες σπήλαιο που φιλοξενεί την Παναγία και τον νεογέννητο Χριστό, με χρυσές ανταύγειες στην κορυφή του από τη λάμψη του αστεριού, περιβάλλεται από χαμηλούς λόφους με περιορισμένη βλάστηση, ενώ κάτω δεξιά ομάδα προβάτων πίνει νερό από ένα ρυάκι. Ο κλασικισμός που χαρακτηρίζει την απόδοση του τοπίου βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τις γαλήνιες μορφές της Παναγίας και του Ιωσήφ, καθώς και των τεσσάρων αγγέλων και των δύο βοσκών που γεμίζουν την ανώτερη ζώνη της παράστασης. Και εδώ οι πτυχολογίες είναι ήρεμες και ακολουθούν την κίνηση των σωμάτων, οι κινήσεις είναι αρμονικές και το πλάσιμο των προσώπων χαρακτηρίζεται από έντονη πλαστικότητα.
Η μορφή της Παναγίας από την έντονα κλασικιστική παράσταση της Σταύρωσης, με τη βαθιά μελαγχολική έκφραση και την ευγενική χειρονομία της. Η αρμονική σωματική διάπλαση και η στάση τόσο της Παναγίας όσο και του Ιωάννη (απέναντι) ανάγονται σε πρότυπα της κλασικής αρχαιότητας. Στο κέντρο της ιδιαίτερα συμμετρικής σκηνής της Βάπτισης κυριαρχεί η γυμνή μορφή του Ιησού, εμβαπτισμένου μέχρι το στήθος στα νερά του Ιορδάνη. Το γυμνό σώμα, που διακρίνεται ξεκάθαρα μέσα στο ανοιχτό γαλάζιο νερό του ποταμού, έχει πλαστεί με αβρότητα μέσω της χρήσης μικρότατων λευκών και ρόδινων ψηφίδων. Το ίδιο ισχύει για το πρόσωπο του Χριστού αλλά και των υπόλοιπων μορφών της σύνθεσης. Οι σωστές αναλογίες του γυμνού σώματος καθώς και η ελαφρά κίνησή του σε στροφή προς τον Πρόδρομο στα αριστερά, θυμίζουν κλασικό άγαλμα. Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες παραστάσεις Βαπτίσεως όπου ο Χριστός εικονίζεται εντελώς γυμνός. Στα δεξιά έχουν τοποθετηθεί δύο άγγελοι με τα χέρια σκεπασμένα με λέντια (προσόψια), προκειμένου να σκουπίσουν το σώμα του Χριστού μετά την ολοκλήρωση της βάπτισης. Το χέρι και το πόδι που διακρίνονται κάτω δεξιά ανήκουν σε ανδρική γεροντική μορφή, την προσωποποίηση του ποταμού Ιορδάνη. Τέλος, στη σκηνή της Μεταμόρφωσης έχουμε τον Χριστό μέσα σε ελλειψοειδή γαλανόλευκη δόξα, πλαισιωμένη από πλατιά ταινία από ασημένιες ψηφίδες, να δεσπόζει σε χαλαρή μετωπική στάση αρχαίου ρήτορα στο όρος Θαβώρ. Με το δεξί χέρι ευλογεί, ενώ στο αριστερό κρατά τυλιγμένο ειλητάριο. Όπως οι προφήτες στο τύμπανο του τρούλου, η μορφή αντλεί τα πρότυπά της από τη γλυπτική των κλασικών χρόνων. Το Θαβώρ αποδίδεται ως σειρά χαμηλών λόφων στο κατώτατο μέρος της σύνθεσης, όπου βρίσκονται και οι απόστολοι Πέτρος, Ιωάννης και Ιάκωβος, γονατισμένοι και θαμπωμένοι από τη θεϊκή λάμψη. Αριστερά και δεξιά του Ιησού βρίσκονται οι δεόμενοι προφήτες Ηλίας και Μωυσής αντίστοιχα. Και εδώ, παρά τον έντονα μεταφυσικό χαρακτήρα της σκηνής, οι κινήσεις των μορφών χαρακτηρίζονται από χάρη, η πτυχολογία εναρμονίζεται με τη συγκρατημένη κίνηση των σωμάτων και οι σωματικοί όγκοι και οι πλαστικές αξίες των προσώπων αποδίδονται με ανάγλυφο τρόπο.
Στις μικρές κόγχες κάτω από τα ημιχώνια έχουν τοποθετηθεί σε στηθάρια ο προφήτης Ααρών (βορειοανατολικό ημιχώνιο, Ευαγγελισμός), ο άγιος Γρηγόριος ο Ακραγαντίνος (νοτιοανατολικό ημιχώνιο, Γέννηση), ο άγιος Γρηγόριος ο θαυματουργός (νοτιοδυτικό ημιχώνιο, Βάπτιση) και ο προφήτης Ζαχαρίας (βορειοδυτικό ημιχώνιο, Μεταμόρφωση). Την αψίδα του ιερού καταλαμβάνει η Παναγία που έχει απεικονιστεί ένθρονη και βρεφοκρατούσα. Η μορφή είναι κατεστραμμένη σε μεγάλο βαθμό, καθώς σώζεται μόνο το κάτω μέρος της. Η Πλατυτέρα των Ουρανών πλαισιώνεται από τους επιβλητικούς αρχάγγελους Μιχαήλ και Γαβριήλ, που στέκονται μετωπικοί στις δύο πλάγιες κόγχες. Φορούν βαρύτιμα, χρυσοποικιλμένα ενδύματα, πατούν σε πολυτελή υποπόδια και τα πρόσωπά τους είναι γαλήνια και σοβαρά.
Στον θόλο του Ιερού Βήματος είχε τοποθετηθεί η αποκαλυπτική σκηνή της Ετοιμασίας του θρόνου, η οποία συμβολίζει τη Δεύτερη Παρουσία. Δυστυχώς, η παράσταση αυτή είναι σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένη. Στα μέτωπα των τοίχων που χωρίζουν το ιερό από τα παραβήματα είχαν απεικονιστεί ολόσωμοι η Βρεφοκρατούσα Παναγία (βόρειος τοίχος) και ο Χριστός (νότιος τοίχος). Αυτές οι δύο παραστάσεις, που περιβάλλονταν από προσκυνητάρια, ελάχιστα σώζονται σήμερα.
To διακονικό, στα νότια του Ιερού Βήματος, έχει κοσμηθεί με τις μορφές των αγίων Ελευθερίου, Αβέρκου, Λαυρεντίου και Εύπλου, που είναι διαταγμένοι ανά ζεύγη στα τόξα που πλαισιώνουν το σταυροθόλιο της οροφής. To τελευταίο είναι διακοσμημένο με χριστόγραμμα. Στην κόγχη του διακονικού δεσπόζει η μορφή του αγίου Νικολάου. Η όλη σύνθεση «πατάει» σε χρυσό βάθος. Ανάλογη διαμόρφωση υπάρχει και στην οροφή της πρόθεσης, όπου συναντάμε τους αγίους Σιλβέστρο, Άνθιμο, Στέφανο και Ρουφίνο, ενώ την κόγχη καταλαμβάνει ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Ο άγιος Νικόλαος και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος αποτελούν τις πλέον σημαντικές μετά την Παναγία μεσολαβητικές-συνδετικές με το θείο μορφές της χριστιανικής Εκκλησίας. Τα αυστηρά πρόσωπα του Προδρόμου και του αγίου Νικολάου, με το διαπεραστικό βλέμμα, τα τοξωτά φρύδια και τις σκούρες σκιές γύρω από τα μάτια, θυμίζουν έντονα τον Παντοκράτορα, καθώς και κάποιες από τις προφητικές μορφές στον τρούλο. Πρόκειται για τα μοναδικά παραδείγματα σε ολόκληρο το ψηφιδωτό εικονογραφικό πρόγραμμα του καθολικού, που δεν ακολουθούν κλασικιστικά πρότυπα.
Η μελετημένη αντιπαράθεση χριστολογικών και μαριολογικών σκηνών χαρακτηρίζει και τη διακόσμηση του εσωνάρθηκα. Έτσι, στο βόρειο τμήμα έχουμε σκηνές από το πάθος του Χριστού: Ιερός Νιπτήρας (κατεστραμμένη σε μεγάλο βαθμό), Μυστικός Δείπνος (κατεστραμμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό) και Προδοσία του Ιούδα. Το νότιο τμήμα του εσωνάρθηκα φιλοξενεί σκηνές όπου πρωταγωνιστεί η Παναγία: η Προσευχή της αγίας Άννας με τον Ευαγγελισμό του Ιωακείμ, η Ευλογία των Ιερέων και τα Εισόδια της Θεοτόκου.
Η κλασικιστική λιτότητα και η ήρεμη, συγκρατημένη θλίψη της Σταύρωσης προκαλούν συγκίνηση στον θεατή ακόμη και σήμερα. Η Παναγία και ο Ιωάννης στέκονται εκατέρωθεν του Εσταυρωμένου, η αρμονική σωματική διάπλαση του οποίου αντικατοπτρίζει κλασικά πρότυπα. Το ψυχικό τους πάθος δηλώνεται από τη βαθιά μελαγχολική έκφραση και τις ευγενικές χειρονομίες τους, που ανάγονται σε επιτύμβια γλυπτά της κλασικής αρχαιότητας: η Παναγία, στα αριστερά, δείχνει προς τον Χριστό με το δεξί χέρι, ενώ φέρνει το αριστερό κάτω από το πηγούνι, κρατώντας ένα μικρό μαντίλι. Ο Ιωάννης, στα δεξιά, κλίνει την κεφαλή προς τον Χριστό, αν και στρέφει το βλέμμα του στην αντίθετη κατεύθυνση, σηκώνοντας προς τα πάνω το δεξί του χέρι. Τα ενδύματα παρουσιάζουν ήρεμη πτυχολογία. Οι μορφές είναι δομημένες με πολύ σωστές αναλογίες, ενώ η ανάγλυφη πλαστικότητά τους προκύπτει από τους μαλακούς χρωματικούς τόνους και την αποφυγή έντονων φωτοσκιάσεων. Στην Ανάσταση ο θριαμβευτής Χριστός, ολόφωτος, με λευκόχρυσο ιμάτιο και χιτώνα, κινείται δυναμικά προς τα αριστερά κρατώντας τον σταυρό. Μέσα από μια λάρνακα στα αριστερά ξεπροβάλλουν ο Αδάμ και η Εύα, ενώ πίσω τους διακρίνονται οι δίκαιοι Δαβίδ και Σολομών με πολυτελή ενδύματα και χρυσά στέμματα κοσμημένα με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους. Στα δεξιά έχουμε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και ομάδα δικαίων. Στα πόδια του νικητή σφαδάζει ηττημένος ο Άδης.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οι ψηφιδωτές παραστάσεις αποτελούν το αποτέλεσμα μακροχρόνιας και επίπονης εργασίας. Οι ψηφίδες κατασκευάζονταν, για την ακρίβεια κόβονταν, από ποικίλα υλικά, συχνά ακριβά και σπάνια μάρμαρο και διάφορες άλλες πέτρες με έντονους χρωματισμούς, κεραμίδι και χρωματιστή υαλόμαζα. Το γεγονός ότι τα βυζαντινά ψηφιδωτά ήταν μακριά από τα δάπεδα και έτσι δεν κινδύνευαν να φθαρούν από τα πόδια των πιστών, επέτρεψε την εκτεταμένη χρήση γυάλινων ψηφίδων αλλά και χρυσών και αργυρών, πράγμα που προσέδιδε αξιοθαύμαστο χρωματικό πλούτο και στιλπνότητα στη διακόσμηση. Οι χρυσές και οι αργυρές ψηφίδες κατασκευάζονταν ως εξής: πάνω σε στρώμα ειδικά επεξεργασμένου γυαλιού άπλωναν κόλλα και ακολούθως λεπτότατο φύλλο χρυσού ή ασημιού. Αυτό με τη σειρά του το κάλυπταν με λεπτό προστατευτικό στρώμα γυαλιού (εφυάλωση). Μετά την κατασκευή και την προσεκτική επιλογή των ψηφίδων, ακολουθούσε η προετοιμασία του τοίχου που θα φιλοξενούσε το ψηφιδωτό.
Αρχικά γινόταν στεγανοποίηση με χρήση πίσσας ή ρητίνης, ώστε η πολυτελής παράσταση να προστατευτεί από την υγρασία που θα τραβούσε ο τοίχος. Προκειμένου να συνδεθεί στέρεα το υπόστρωμα των ψηφιδωτών με τον τοίχο, ιδίως σε περιπτώσεις θόλων, κάρφωναν ανά διαστήματα καρφιά με πλατύ κεφάλι, που εξείχαν από τον τοίχο και χώνονταν στο πρώτο στρώμα σοβά του υποστρώματος. Συνολικά περνούσαν την επιφάνεια του τοίχου με τρία επάλληλα στρώματα σοβά. To πρώτο ήταν αρκετά χονδρό, καθώς περιείχε ασβέστη, άμμο, θηραϊκή γη και τριμμένο κεραμίδι. Το μείγμα αυτό, γνωστό ως υδραυλικό κονίαμα ή κουρασάνι, ήταν εξαιρετικής σκληρότητας και ιδιαίτερα ανθεκτικό στην υγρασία. Ακολουθούσε στρώμα λεπτότερου και καθαρότερου κονιάματος, όπου και γινόταν το προσχέδιο της παράστασης του ψηφιδωτού. Ενίοτε το προσχέδιο σε πολύ γενικές γραμμές γινόταν κατευθείαν στον γυμνό, ασοβάτιστο τοίχο, προκειμένου η διακόσμηση να οργανωθεί αποτελεσματικά σε σχέση με το επιθυμητό εικονογραφικό πρόγραμμα και την αρχιτεκτονική διάταξη των χώρων.
Μετά το δεύτερο στρώμα επιχρίσματος απλωνόταν ένα ακόμα λεπτότερο κονίαμα, πάνω στο οποίο οι υπομονετικοί τεχνίτες έμπηγαν τις ψηφίδες. To τμήμα αυτό της εργασίας ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό, καθώς οι απειράριθμες ψηφίδες έπρεπε να τοποθετηθούν στον επιχρισμένο τοίχο με ανόμοια κλίση, ώστε να έχουν διαφορετική συμπεριφορά στο φως, πολλαπλασιάζοντας τη λάμψη της πολύχρωμης επιφάνειας. Ο λεπτότατος σοβάς απλωνόταν τμηματικά, σε επιφάνειες τόσο περιορισμένες, ώστε να επιτρέπουν στους ψηφοθέτες να προλαβαίνουν να δουλεύουν όσο το επίχρισμα ήταν αρκετά νωπό και οι ψηφίδες κολλούσαν καλά. Έτσι, κάθε μέρα εργασίας ξεκινούσε με την επίστρωση του λεπτότερου σοβά στην επιφάνεια που υπολόγιζαν πως θα ολοκληρωνόταν μέχρι το τέλος της ημέρας. Στα σημεία όπου απαιτούνταν εξαιρετική προσήλωση και λεπτομέρεια, όπως τα κεφάλια των μορφών, χρησιμοποιούνταν η μέθοδος της έμμεσης ψηφοθέτησης: τα σχέδια δουλεύονταν σε οθόνια από λινό πανί που τοποθετούνταν στην κατάλληλη θέση του τοίχου.
Σε αντίθεση με τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά ψηφιδωτά, που λειαίνονταν εκτενώς μετά την τοποθέτηση της τελευταίας ψηφίδας, η επιφάνεια των βυζαντινών ψηφιδωτών παρέμενε εντελώς ακατέργαστη. Έτσι, η αντανακλαστικότητα των σε διαφορετικές κλίσεις τοποθετημένων ψηφίδων αυξανόταν ακόμα περισσότερο, προσδίδοντας επιπλέον φωτεινότητα στο τελικό αποτέλεσμα.
Στα τέλη του 1204 η Αθήνα καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε, καθώς και τα περίχωρά της, από τους Φράγκους. Η Μονή Δαφνίου δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, καθώς αποτέλεσε κι αυτή αντικείμενο λεηλασιών, απόδειξη των οποίων αποτελούν δύο λίθινες αιχμές βελών οι οποίες βρέθηκαν καρφωμένες στο κέντρο περίπου του τρούλου, στο ύψος του ματιού και της παρειάς της μορφής του Παντοκράτορα που τον κοσμούσε. Η Αττική παραχωρήθηκε ως φέουδο (δουκάτο) στον Βουργουνδό ευγενή Όθωνα ντε Λα Ρος, ο οποίος παραχώρησε την Μονή Δαφνίου το 1207 στους Κιστερσιανούς μοναχούς του Αββαείου Νοτρ-Νταμ ντε Μπελβώ (Bellevaux)[3]. Οι Γάλλοι μοναχοί ανακατασκεύασαν τον εξωνάρθηκα, ανήγειραν ένα αμυντικό τείχος περιμετρικά του μοναστηριού, ενώ προχώρησαν σε σειρά άλλων αλλαγών[4]. Παρέμειναν στο Δαφνί επί δυόμισι αιώνες, μέχρι που καταλήφθηκε από τους Τούρκους του Μωάμεθ Β' οπότε και εκδιώχθηκαν και το μοναστήρι παραχωρήθηκε και πάλι στους Ορθόδοξους.
Από διάφορα έγγραφα και τις επιγραφές προκύπτει ότι επί Φραγκοκρατίας το Δαφνί ήταν γνωστό ως μονή Delfino, Dauferins, Dalphino, Dalphineto ή Dalphinet και χρησίμευσε ως τόπος ταφής των δουκών της Αθήνας. Το μαυσωλείο των δουκών, πιστεύεται ότι βρισκόταν σε κρύπτη που εντοπίστηκε κάτω από το δάπεδο του νάρθηκα του καθολικού. Δύο μαρμάρινες λάρνακες που κατά τη διάρκεια του β' ημίσεως του 19ου αιώνα βρέθηκαν στον νάρθηκα θεωρήθηκαν ότι σχετίζονται με τους de la Roche, βάσει του οικοσήμου της βουργουνδικής οικογένειας που αναγνωρίστηκε. Τα αρχαιολογικά δεδομένα όμως δεν είναι επαρκή για να στηριχτεί κάτι τέτοιο.
Οι Κιστερκιανοί έκαναν ελάχιστες αλλαγές και προσθήκες στους χώρους. Διατήρησαν το καθολικό ως είχε και γύρω στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα επισκεύασαν τον εξωνάρθηκα, που είχε υποστεί ζημιές από σεισμούς. Μετέτρεψαν τον όροφο του εξωνάρθηκα σε πολεμικό αμυντήριο, επιστεφόμενο από επάλξεις και έχτισαν μία ομάδα κελιών στα νότια του καθολικού, τα οποία αργότερα ξαναχτίστηκαν από τους ορθόδοξους.
Οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αθήνα τον Ιούνιο του 1458 και η μονή Δαφνίου αποδόθηκε σε ορθόδοξους μοναχούς, οι οποίοι επισκεύασαν διάφορα τμήματά της κυρίως τα κελιά. Όμως οι πειρατικές και ληστρικές επιδρομές κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα ήταν τόσο συχνές, ώστε πολλοί μοναχοί εγκατέλειψαν το Δαφνί και πιθανόν κατέφυγαν σε γύρω μοναστήρια. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως η μονή ερήμωσε σημαντικά στις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς οι πηγές σχετικά με αυτήν σπανίζουν.
Τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα το μοναστήρι επισκέφθηκε ο Λόρδος Έλγιν. Ο Άγγλος περιηγητής και αρχαιολόγος Edward Dodwell (1767-1832), που πέρασε από το Δαφνί το φθινόπωρο του 1805, αναφέρει ότι υπήρχαν μερικοί μικροί ιωνικοί κίονες με τα κιονόκρανά τους. Οι κίονες είχαν εν μέρει εντοιχιστεί. Ο λόρδος Έλγιν είχε αφαιρέσει τους κίονες, οι οποίοι πλέον βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Την απόσπαση των ιωνικών κιόνων αναφέρουν τόσο ο Γάλλος Francois Pouqueville όσο και ο Γερμανός Ludwig Ross που επισκέφτηκαν τον χώρο μετά, κατά τις δεκαετίες του 1810 και του 1830 αντιστοίχως. Πρόκειται για τρεις λεπτούς ιωνικούς κίονες που στήριζαν τα τοξωτά ανοίγματα της πρόσοψης του εξωνάρθηκα του καθολικού της μονής. Μόνο ένας από τους κίονες του εξωνάρθηκα παραμένει μέχρι σήμερα στην αρχική του θέση, στη νοτιοδυτική γωνία του κτίσματος. Η αρχική θέση των κιόνων αυτών φαίνεται πως ήταν στο ιερό του Δαφναίου Απόλλωνος, τον πανάρχαιο πρόγονο της χριστιανικής μονής του Δαφνιού.
Η μονή Δαφνίου αλώθηκε από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 1821, παρά τον ισχυρότατο οχυρωματικό του περίβολο. Η παράδοση αναφέρει ότι η εισβολή έγινε μέσω αβαθούς πηγαδιού που βρισκόταν έξω από τον περίβολο και συνδεόταν υπογείως με άλλα τρία πηγάδια εντός της μονής. Το μυστικό αυτό πέρασμα αποκάλυψε ο μοναχός Παΐσιος στους Τούρκους, οι οποίοι έκαψαν τη Μονή και στον προδότη Παΐσιο και τα απομεινάρια του πτώματός του σώζονταν πεταμένα σε μια γωνιά της αυλής μέχρι το 1854. Η ακριβής χρονολογία της άλωσης δεν έχει εξακριβωθεί. Θεωρείται πιο πιθανόν να έγινε στη διάρκεια της εκστρατείας του Ομέρ Βρυώνη στην Αττική το καλοκαίρι του 1821 και όχι στην εισβολή του Κιουταχή στην Αθήνα το 1826, τις σημαντικές μάχες που έλαβαν χώρα στο Χαϊδάρι τον Αύγουστο του 1826 και τη μικρότερη μάχη στο Δαφνί στις 21 Μαρτίου 1827. Οι κατακτητές της μονής Δαφνίου την εγκατέλειψαν έχοντας προκαλέσει σημαντικότατες φθορές.
Στη συνέχεια πιθανόν το ερειπωμένο πλέον μοναστήρι να λειτούργησε ως ορμητήριο κάποιων οπλαρχηγών, όπως ο Ιωάννης Γκούρας (1791-1827), επιστολή του οποίου φαίνεται πως εστάλη από το Δαφνί.
Μετά την επανάσταση η μονή είχε ερημωθεί πλήρως. Ο τελευταίος ηγούμενος, ήταν ο Αγαθάγγελος, από το 1815 έως το 1830 . Κατά την περίοδο 1838-1839 εγκαταστάθηκαν στον χώρο του Δαφνίου Βαυαροί στρατιώτες, για να ελέγχουν πέρασμα προς την Αθήνα, οι οποίοι μετέτρεψαν τα κελιά των μοναχών στα νότια του καθολικού, σε στάβλους. Από το 1840 το μοναστήρι φαίνεται έρημο.
Κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής κατοχής του Πειραιά, εγκαταστάθηκε στη μονή γαλλικό τάγμα, για να προστατευτεί από τη φοβερή επιδημία χολέρας που είχε ξεσπάσει στην πόλη. Από αυτούς έγιναν κάποιες εργασίες καθαριότητας του χώρου καθώς και αρχαιολογικές ανασκαφές στον χώρο γύρω και στην Ιερά Οδό. Όταν οι Γάλλοι στρατιώτες έφυγαν από το Δαφνί, μια μικρή ομάδα από μοναχές εγκαταστάθηκαν εκεί.
Κατά το χρονικό διάστημα 1883-1885 η μονή Δαφνίου μετατράπηκε σε ψυχιατρείο. Τα κελιά των μοναχών επισκευάστηκαν και στην αυλή ανοικοδομήθηκαν διάφορα βοηθητικά κτίσματα που επιβάρυναν σημαντικά το μνημείο. Η υποβάθμιση της μονής έφτασε στο κατακόρυφο κατά το έτος 1887, όταν χρησιμοποιήθηκε ως ποιμνιοστάσιο, γεγονός που προκάλεσε γενική κατακραυγή. Αυτό, σε συνδυασμό με τις φθορές από ισχυρούς σεισμούς τα έτη 1886, 1889 και 1894, ώθησαν τους αρμόδιους στην ανάληψη δράσης για τη διάσωση, τη συντήρηση και την ανάδειξη του Δαφνιού.
Εξέλιξη αποφασιστικής σημασίας για τη διάσωση του μνημείου ήταν η ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας το 1885 στην Αθήνα. Επιτροπή αποτελούμενη από τους Γεώργιο Λαμπάκη, τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Ζέζο και τον Γιώργο Βρούτο εκτίμησαν την κατάσταση, αλλά οι προτάσεις τους δεν υλοποιήθηκαν. Το Νοέμβριο του 1888 η Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων προχώρησε σε σειρά μικροεπισκευών, που σύμφωνα με τον Λαμπάκη ήταν εντελώς επιζήμιες. Η πλέον δραστική από τις επεμβάσεις ήταν η αφαίρεση των βυζαντινών κεράμων που κάλυπταν τον τρούλο και τη στέγη του ναού και η αντικατάστασή τους με κοινά, κακής ποιότητος κεραμίδια. Επανειλημμένοι σεισμοί επέφεραν και άλλες ζημιές στο μνημείο κυρίως ρωγμές σε πολλά σημεία του τρούλου, ενώ μεγάλο μέρος του ψηφιδωτού του Παντοκράτορα που τον κοσμούσε κατέπεσε.
Έπειτα από πρόταση του Υπουργείου Παιδείας το 1890 συστάθηκε επιτροπή ειδικών, που πρότεινε την κατεδάφιση και την εκ νέου κατασκευή του τυμπάνου του τρούλου και τη στερέωση των σφαιρικών τριγώνων, των ημιχωνίων, των θόλων και των πεσσών που το υποστήριζαν. Επίσης συνέστησαν τη διόρθωση των ψηφιδωτών του τρούλου χωρίς, όμως, να συμπληρωθούν τα μέρη που έλλειπαν. αφαιρέθηκαν τμηματικά πάνω σε υφάσματα οι παραστάσεις του Παντοκράτορα και των δεκαέξι προφητών από το τύμπανο του τρούλου. Έγινε η κατεδάφιση του τρούλου και κάποιων προσθηκών (κωδωνοστάσιο και ομάδα κελιών), που είχαν προστεθεί επί Τουρκοκρατίας. Στην ανακατασκευή του τρούλου χρησιμοποιήθηκαν τα αρχικά τούβλα, που είχαν αφαιρεθεί. Στη βάση του τυμπάνου του τρούλου τοποθετήθηκε σιδερένια στεφάνη διατομής διπλού ταυ, που είναι ορατή και σήμερα, ώστε το βάρος του τρούλου να μεταβιβάζεται ομοιόμορφα σε ολόκληρο το κτίσμα.
Η επανατοποθέτηση των ψηφιδωτών στον τρούλο και άλλες επεμβάσεις που έγιναν θεωρήθηκαν από τους ειδικούς αυθαιρεσίες. Το 1893 τοποθετήθηκαν σιδεροδεσιές στον νάρθηκα αλλά και σε άλλα μέρη του κυρίως ναού που ήταν ετοιμόρροπα. Ακόμη δύο ογκώδεις αντιαισθητικές αντηρίδες, προσκολλήθηκαν στην εξωτερική πλευρά της βόρειας κεραίας του ναού, προσφέροντας όμως στήριξη στο μνημείο.
Τον Σεπτέμβριο του 1894 αποφασίστηκε ότι έπρεπε να κατεδαφιστεί και να αναστηλωθεί ο ετοιμόρροπος δυτικός τοίχος του νάρθηκα και να αφαιρεθούν οι μεταγενέστερες προσθήκες, κάτι που έγινε με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Κατά τα έτη 1936-1939 ο αρχαιολόγος Ιωάννης Τραυλός πραγματοποίησε συστηματική ανασκαφική έρευνα στον χώρο του μοναστηριού, για να μελετήσει τα κατάλοιπα του Ιερού του Δαφναίου Απόλλωνα.
Κατά το β΄ ήμισυ της δεκαετίας του 1950 έγιναν εργασίες συντήρησης στον ναό από τη Διεύθυνση Αναστηλώσεως του Υπουργείου Πολιτισμού, ενώ το 1968 καθαρίστηκε η δυτική πύλη της μονής.
To 1990 η μονή Δαφνίου εγγράφηκε στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Έτσι, η προστασία του μνημείου εξασφαλίστηκε όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων, η Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων και η 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, όπου υπάγεται η μονή Δαφνίου, εκπόνησαν ένα μακρόπνοο σχέδιο ολοκληρωμένης προστασίας και ανάδειξης του μνημείου. Παράλληλα προωθήθηκε η αξιοποίησή του για διδακτικούς σκοπούς μέσω της διοργάνωσης στον χώρο εκπαιδευτικών προγραμμάτων για μαθητές.
Ο ισχυρός σεισμός του 1999 δημιούργησε μεγάλες ρωγμές στους τοίχους της Μόνης. Ο αρχαιολογικός χώρος έκλεισε για το κοινό, καθώς εκτελούνται συστηματικές εργασίες. Η υποστύλωση του καθολικού της μονής Δαφνίου υπήρξε το πρωταρχικό μέλημα. Προς το παρόν ο ναός υποστηρίζεται από μεταλλικά στηρίγματα σύγχρονης σχεδίασης και τεχνολογίας σχεδόν σε ολόκληρο το ύψος του εσωτερικά και εξωτερικά. Παράλληλα, διενεργούνται μελέτες που θα επιτρέψουν την οριστική απομάκρυνση των μεταλλικών υποστυλώσεων και την αρχιτεκτονική αποκατάσταση και ανάδειξη του μνημείου. Στο εσωτερικό του ναού πραγματοποιείται συντήρηση του ψηφιδωτού διακόσμου, ενώ έχει προγραμματιστεί μελέτη μέσω ανασκαφικής έρευνας σε διάφορα σημεία της μονής, η δημιουργία μουσείου, η αναστήλωση και η ανάδειξη οικοδομημάτων γύρω από το καθολικό και η διαμόρφωση και η προστασία του περιβάλλοντος χώρου.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.