Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής και προπονητής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μάριο Ζαγκάλο (Mario Zagallo, 9 Αυγούστου 1931 – 5 Ιανουαρίου 2024) ήταν Βραζιλιάνος διεθνής πρώην ποδοσφαιριστής ο οποίος αγωνιζόταν ως αριστερός πλάγιος επιθετικός και προπονητής ποδοσφαίρου. Ως παίκτης υπήρξε πρωταθλητής κόσμου με τη Βραζιλία σε δύο διοργανώσεις, ενώ ήταν προπονητής της ομάδας που κατέκτησε τη διοργάνωση του 1970. Είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων.[1]
1974 | |||||||||||||||||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | |||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 9 Αυγούστου 1931 | ||||||||||||||||||||||||
Τόπος γέννησης | Αταλάια, Βραζιλία | ||||||||||||||||||||||||
Ημερ. θανάτου | 5 Ιανουαρίου 2024 (92 ετών) | ||||||||||||||||||||||||
Τόπος θανάτου | Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία | ||||||||||||||||||||||||
Ύψος | 1,67 μ. | ||||||||||||||||||||||||
Θέση | Επιθετικός | ||||||||||||||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | |||||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | ||||||||||||||||||||||
1948–1949 | Αμέρικα Ρίο ντε Τζανέιρο | ||||||||||||||||||||||||
1950–1958 | Φλαμένγκο | 217 | (30) | ||||||||||||||||||||||
1958–1965 | Μποταφόγκο | 115 | (46) | ||||||||||||||||||||||
Σύνολο | 335 | (76) | |||||||||||||||||||||||
Εθνική ομάδα | |||||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | ||||||||||||||||||||||
1958–1964 | Βραζιλία | 33 | (5) | ||||||||||||||||||||||
Προπονητική καριέρα | |||||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | ||||||||||||||||||||||||
1966–1970 | Μποταφόγκο | ||||||||||||||||||||||||
1967–1968 | Βραζιλία | ||||||||||||||||||||||||
1970–1974 | Βραζιλία | ||||||||||||||||||||||||
1971–1972 | Φλουμινένσε Φούτμπολ Κλαμπ | ||||||||||||||||||||||||
1972–1974 | Φλαμένγκο | ||||||||||||||||||||||||
1975 | Μποταφόγκο | ||||||||||||||||||||||||
1976–1978 | Κουβέιτ | ||||||||||||||||||||||||
1978 | Μποταφόγκο | ||||||||||||||||||||||||
1979 | Αλ Χιλάλ ΦΚ | ||||||||||||||||||||||||
1980–1981 | ΚΡ Βάσκο ντα Γκάμα | ||||||||||||||||||||||||
1981–1984 | Σαουδική Αραβία | ||||||||||||||||||||||||
1984–1985 | Φλαμένγκο | ||||||||||||||||||||||||
1986–1987 | Μποταφόγκο | ||||||||||||||||||||||||
1988–1989 | Μπανγκού Ατλέτικο Κλούμπε | ||||||||||||||||||||||||
1989–1990 | Η.Α.Ε. | ||||||||||||||||||||||||
1990–1991 | ΚΡ Βάσκο ντα Γκάμα | ||||||||||||||||||||||||
1994–1998 | Βραζιλία | ||||||||||||||||||||||||
1999 | Πορτουγκέσα | ||||||||||||||||||||||||
2000–2001 | Φλαμένγκο | ||||||||||||||||||||||||
Τίτλοι
| |||||||||||||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Η οικογένειά του μετακόμισε όταν ήταν σε μικρή ηλικία στο Ρίο ντε Τζανέιρο και μεγαλώνοντος στη γειτονιά Τιχούκα, είδε το έδαφος να σπάει για να χτιστεί το Στάδιο Μαρακανά, ενώ ο ίδιος έπαιζε στο εργοτάξιο. Μέχρι το 1950, έκανε τη θητεία του στο στρατό και βοήθησε στην παροχή ασφάλειας εντός του εδάφους για τον τελικό αγώνα της διοργάνωσης μεταξύ Βραζιλίας και Ουρουγουάης. Όπως και οι συμπατριώτες του, τα όνειρά του ότι οι γηπεδούχοι θα κατακτούσαν το πρώτο τους Παγκόσμιο Κύπελλο γκρεμίστηκαν απότομα από την απρόσμενη ήττα.[2]
Έκανε το ντεμπούτο του με την Αμέρικα Ρίο ντε Τζανέιρο το 1948 και το 1950 μεταγράφηκε στη Φλαμένγκο, με την οποία καθιερώθηκε και κέρδισε τρεις φορές το Πρωτάθλημα του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1953, το 1954 και το 1955.[3][4]
Μετά από οκτώ σεζόν στη Φλαμένγκο, υπέγραψε στην αντίπαλο Μποταφόγκο το 1958. Είχε το παρατσούκλι Formiguinha, το μικρό μυρμήγκι, λόγω της εκπληκτικής αντοχής του, και ανέπτυξε ένα νέο στυλ, το οποίο ονόμασε τη «διπλή λειτουργία» του - να παίζει ως συμβατικός ακραίος επιθετικός, όταν η ομάδα επιτίθεται και να γυρίζει πίσω για να αμυνθεί όταν έχανε την κατοχή δημιουργώντας έναν επιπλέον άνθρωπο στη μεσαία γραμμή.[5] Εντάχθηκε στην εθνική ομάδα της Βραζιλίας την ίδια περίοδο και έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 στη Σουηδία, αποτελώντας μέλος της επιθετικής τετράδας όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον τρίτο αγώνα μαζί με τους Βαβά (κεντρικός επιθετικός), Γκαρίντσα (δεξιός ακραίος) και Πελέ (δεύτερος επιθετικός).[3][6] Σκόραρε το τέταρτο γκολ της ομάδας του στον τελικό κόντρα στη διοργανώτρια χώρα και έτσι κέρδισε τον πρώτο παγκόσμιο τίτλο της Βραζιλίας. Με τον σύλλογό του, κέρδισε το Πρωτάθλημα Ρίο ντε Τζανέιρο άλλες δύο φορές το 1961 και το 1962, καθώς και το Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο το 1962. Ήταν και πάλι μέλος της ομάδας της Βραζιλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στη Χιλή, της οποίας η ραχοκοκαλιά βασίστηκε σε αυτή της Μποταφόγκο με πέντε παίκτες να προέρχονται από αυτόν τον σύλλογο. Σκόραρε το πρώτο γκολ της Βραζιλίας στη διοργάνωση. Αγωνιζόμενος στην αριστερή πτέρυγα, κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο για δεύτερη φορά, ένα επίτευγμα που πέτυχε μόνο η Ιταλία 24 χρόνια νωρίτερα.[7][8] Αγωνίστηκε για άλλες τρεις σεζόν με τη Μποταφόγκο και κέρδισε το τουρνουά Ρίο - Σάο Πάολο το 1964. Συμμετείχε στην εθνική ομάδα μέχρι το 1964, έτος της 33ης και τελευταίας του επιλογής.
Ο Ζαγκάλο ξεκίνησε την καριέρα του ως προπονητής άμεσα μετά από από την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, αρχικά στην ομάδα νέων της Μποταφόγκο και το 1966 στην ανδρική ομάδα του συλλόγου κατακτώντας το πρωτάθλημα Καριόκα.[1] Έχει κατακτήσει είτε ως παίκτης είτε ως προπονητής το Παγκόσμιο Κύπελλο τέσσερις φορές, αριθμός ρεκόρ, ενώ ήταν και το πρώτο άτομο που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, τόσο ως ποδοσφαιριστής, όσο και ως προπονητής.[9] Το 1970 κατέκτησε το τρίτο του Παγκόσμιο Κύπελλο ως προπονητής, ενώ στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1994 ήταν βοηθός προπονητής. Επίσης ήταν προπονητής της εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 (τέταρτη θέση) και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 (δεύτερη θέση).[7][10] Έχει αγωνιστεί σε 12 αγώνες τελικής φάσης, ενώ έχει είχε την τεχνική ευθύνη της εθνικής σε άλλους 20 αγώνες, συνολικά 32 συναντήσεις τελικής φάσης, επίδοση που είναι και αυτή ρεκόρ (μαζί με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ). Είναι μόλις ένας από τους τρεις, και ο πρώτος χρονικά, που έχουν κατακτήσει το παγκόσμιο κύπελλο τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο και ως προπονητής, μαζί με τους Μπεκενμπάουερ και Ντιντιέ Ντεσάν.[1][11] Με 13 νίκες ως προπονητής σε τελικές φάσεις Παγκοσμίων Κυπέλλων είναι τέταρτος όλων των εποχών.[12] Πολλοί παίκτες που ήταν πιο ταλαντούχοι και προπονητές που ήταν πιο επιτήδειοι στην τακτική έχουν κερδίσει τη διοργάνωση, αλλά κανένας δεν ισοφάρισε το ρεκόρ του Βραζιλιάνου με τέσσερις θριάμβους, γεγονός που θα μπορούσε να του δώσει τον χαρακτηρισμό ως του πιο επιτυχημένου στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων.[5] Η συμβολή του στην καθιέρωση της Βραζιλίας ως παγκόσμιας ποδοσφαιρικής υπερδύναμης είναι απαράμιλλη.[2]
Η εθνική Βραζιλίας του 1970 συχνά αναφέρεται ως η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών.[2][13][14][15] Ανέλαβε την ομάδα 73 ημέρες πριν την έναρξη της διοργάνωσης και στάθηκε και τυχερός γιατί ο προκάτοχός του Ζοάο Σαλντάνια (παρά το μικρό χρονικό διάστημα παραμονής του και τις επικρίσεις που είχε δεχθεί[16]) είχε δημιουργήσει ένα πανίσχυρο σύνολο. Η ομάδα μετά από λαμπρή εκστρατεία στα προκριματικά με μόνο νίκες, βυθίστηκε σε κρίση στα φιλικά προετοιμασίας με τον προπονητή να πειραματίζεται και να κατηγορεί τον Πελέ ότι δεν βλέπει.[17] Ο Ζαγκάλο πήρε πέντε παίκτες οι οποίοι ήταν όλοι τους «δεκάρια» στις ομάδες τους και τους έβαλε στην βασική ενδεκάδα ταυτόχρονα πρωτοτυπώντας: χρησιμοποίησε μαζί τους Πελέ (Σάντος), Ριβελίνο (Κορίνθιανς), Ζαϊρζίνιο (Μποταφόγκο), Ζέρσον (Σάο Πάολο) και Τοστάο (Κρουζέιρο). Έτσι η ομάδα έμεινε στην ιστορία ως η «ομάδα των πέντε δεκαριών», εφαρμόζοντας σύστημα 4–3–3.[18][19] Είχε καλλιεργήσει στην ομάδα έναν τρόπο παιχνιδιού που ήταν γρήγορο, ευφάνταστο και γεμάτο ταλέντο που του επέτρεπε να αναδεικνύεται. Δυνατό, κινητικό, αλλά τακτικά απαράμιλλο.[8] Προετοίμασε σχολαστικά την ομάδα για τις απαιτήσεις να αγωνιστεί στο υψόμετρο του Μεξικού. Δύο μελλοντικοί εθνικοί προπονητές (Κλαούντιο Κουτίνιο και Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα), ήταν μέλη ενός επιτελείου φυσικής προετοιμασίας που ανέπτυξε προγράμματα προπονήσεων για να καλύψει τις ατομικές ανάγκες κάθε παίκτη.[20] Οι ποδοσφαιριστές των ομάδων του του έδωσαν την προσωνυμία Lobo (Λύκος) των πάγκων, για λόγους που αφορούσαν την τακτική του στο παιχνίδι.[4] Τελευταία θέση του στο ποδόσφαιρο ήταν αυτή του τεχνικού συντονιστή της εθνικής Βραζιλίας το χρονικό διάστημα 2002–06.[21]
Το 1992 ο Ζαγκάλο βραβεύτηκε με το Τάγμα Αξίας της FIFA, την υψηλότερη τιμή της FIFA για τη συνεισφορά του στο ποδόσφαιρο.[22] Επίσης το περιοδικό World Soccer τον κατέταξε ως τον 9ο καλύτερο προπονητή όλων των εποχών.[23] Το 2011 ήταν ένα από τα 15 πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Salón de la Fama del Fútbol) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού.[24][25] Το 2022 αναδείχθηκε ως ο δεύτερος καλύτερος Βραζιλιάνος προπονητής στην ιστορία του ποδοσφαίρου της χώρας μετά από ψηφοφορία μεταξύ 103 τεχνικών και πρώην προπονητών, που διεξήχθη από τα μέσα ενημέρωσης του ομίλου Globo μετά τον Τέλε Σαντάνα.[26][27] Απεβίωσε στο Ρίο ντε Τζανέιρο στις 5 Ιανουαρίου 2024, σε ηλικία 92 ετών.[28]
Φλαμένγκο
Μποταφόγκο
Βραζιλία
Ατομικές διακρίσεις
Μποταφόγκο
Φλαμένγκο
Βραζιλία
Ατομικές διακρίσεις
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.