From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Καστανόπαπια είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, μία από τις αγριόπαπιες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tadorna ferruginea και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2][3]
Καστανόπαπια | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη αρσενική καστανόπαπια | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Tadorna ferruginea (Ταδόρνις η σκωριόχρωμη)[ii] (Pallas, 1764) | ||||||||||||||||
Η λατινική ονομασία Tadorna (παραλλαγές: Todarna, Tradena,[5] στην επιστημονική ονομασία του γένους, έχει άγνωστη προέλευση και δεν επιβεβαιώνεται από κάποια ιστορική πηγή. Ίσως έχει κελτικές ρίζες, η δε σημασία της είναι η ίδια με τη σημασία της σημερινής λαϊκής αγγλικής ονομασίας shelduck, που σε ελεύθερη μετάφραση είναι «πλουμιστή/παρδαλή πάπια», παραπέμποντας στο πολύχρωμο πτέρωμα του πτηνού.[6]
Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία εμφανίζεται ο όρος Χηνόπαπιες ως απόδοση των λατινικών όρων Tadorna και Tadorninae για το γένος και την υποοικογένεια, αντιστοίχως.[7][8] Ωστόσο, ουδεμία ετυμολογική βάση υπάρχει για την απόδοση αυτή, και ο όρος είναι απολύτως τεχνητός, βασιζόμενος στα ενδιάμεσα χαρακτηριστικά του πτηνού (βλ. Συστηματική ταξινομική).[ii]
Ο λατινικός όρος ferruginea στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από το επίθετο ferrūgo, -inis και σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με τη σκωρία (σκουριά) του σιδήρου», κατ’ αντιστοιχίαν ο «σκωριόχρωμος», < ferrugo, -inis «σκουριά σιδήρου» < ferrum «σίδηρος».[5][9] που παραπέμπει στο χρώμα του αναπαραγωγικού πτερώματος του είδους.
Στο χρώμα του πτερώματος παραπέμπουν, επίσης, τόσο η αγγλική (Ruddy [«κοκινωπή»] shelduck) όσο και η ελληνική, λαϊκές ονομασίες του είδους.
Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό ζωολόγο και βοτανικό Π. Πάλας (Peter Simon Pallas, 1741 – 1811), ως Anas ferruginea (Κεντρική Ασία [no locality], 1764). Φυλογενετικά, συγγενεύει με το είδος T. cana, του οποίου θεωρείται «αδελφικό» taxon.[2][5]
Όπως συμβαίνει με πολλές άλλες αγριόπαπιες, η καστανόπαπια σχηματίζει υβρίδια με άλλα είδη όπως: Tadorna ferruginea x Alopochen aegyptiaca (αιγυπτιακή χήνα), Tadorna ferruginea x Branta leucopsis, Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλη) x Tadorna ferruginea, κ.α.
Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο, κυρίως στην ασιατική ήπειρο (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή). Παλαιότερα, η εξάπλωση του είδους ήταν μεγαλύτερη προς τα δυτικά της σημερινής.
Στην Ευρώπη, απαντά μόνον στα ΑΝΑ. Βαλκάνια, συγκεκριμένα σε Μολδαβία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Ελλάδα, κυρίως στα ανατολικά αυτών των χωρών, κυρίως ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο είδος, αλλά με ασταθή συμπεριφορά (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα). Υπάρχει μεμονωμένος πληθυσμός στα Κανάρια Νησιά, ενώ έχει εισαχθεί και στην Ελβετία.[10]
Η Ασία είναι η σημαντικότερη επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε μια συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τις ανατολικές ακτές του Αιγαίου Πελάγους και τη Μαύρη Θάλασσα και, διά μέσου όλης της περιοχής της νότια Ρωσίας, φθάνει μέχρι τη Βαϊκάλη, τη Μογγολία και τη ΒΑ. Κίνα στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει στη Ν. Ινδία, την Ινδοκίνα και τη ΝΑ. Κίνα ως χειμερινός επισκέπτης. Υπάρχουν και ασιατικές επικράτειες, όπου το είδος είναι επιδημητικό, όπως στη Μικρά Ασία, το Ιράκ, το Ιράν και το Ν. Καζακστάν.
Στην Αφρική, η καστανόπαπια απαντά είτε ως διαχειμάζον πτηνό, κυρίως στις χώρες παράλληλα του Νείλου, φθάνοντας νότια μέχρι την Αιθιοπία, είτε ως επιδημητικό, στα βόρεια και βορειοδυτικά της ηπείρου. Μικρός θύλακας καλοκαιρινού φωλιάσματος υπάρχει στην Τυνησία.
Η καστανόπαπια απαντά σε όλες τις επικράτειες όπου κατανέμεται, ως μερικώς μεταναστευτικό είδος στα δυτικά του φάσματος κατανομής και ως πλήρως μεταναστευτικό, στα ανατολικά, με τους πληθυσμούς να μετακινούνται σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη, συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος. Ωστόσο, υπάρχουν και καθιστικοί πληθυσμοί, κυρίως στην Αφρική και στη ΝΔ. Ασία. Στο Νεπάλ έχει παρατηρηθεί ως διαβατικό στα 4.800 μ.[12]
Οι πληθυσμοί της Β. ΒΔ. Αφρικής που, στο παρελθόν (περίπου το 1970) ξεχειμώνιαζαν τακτικά στην Ισπανία, δεν μετακινούνται πλέον βόρεια, προς την Ευρώπη. Άλλοι πληθυσμοί αναλαμβάνουν τοπικές μετακινήσεις που συνδέονται με τη διαθεσιμότητα του κατάλληλου νερού (απομάκρυνση από πληγείσες από την ξηρασία περιοχές ή σε εποχικούς υγρότοπους) (del Hoyo et al. 1992, Scott και Rose 1996).
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από το Βέλγιο και την Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, τη Σρι Λάνκα, τις Σεϋχέλλες και την Ταϊβάν.[4]
Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ότι, εμφανίζεται τον χειμώνα, αλλά όχι κάθε χρόνο.[17]
Tο είδος συχνάζει στις όχθες γλυκού νερού στα ηπειρωτικά, αλμυρές και υφάλμυρες λίμνες και ποτάμια σε ανοικτές περιοχές, ιδίως στις στέπες, σε ορεινές περιοχές και οροπέδια (φθάνει μέχρι τα 4.300 μ. στα Ιμαλάια[12]), πολλές φορές μακριά από την πλησιέστερη πηγή νερού.[11][18][19][20][21][22] Ωστόσο, εξαρτάται λιγότερο από μεγάλες υδάτινες μάζες για την ανάπαυση και τη διατροφή του, από τα περισσότερα άλλα μέλη των Νησσιδών και, συχνά, απαντά σε μεγάλη απόσταση από το νερό κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής.[23]
Στη μη-αναπαραγωγική περίοδο το είδος απαντά σε χειμάρρους, ποτάμια με αργή ροή, λίμνες γλυκού νερού, πλημμυρισμένα λιβάδια, έλη και υφάλμυρες ή αλμυρές λίμνες σε πεδινές περιοχές, καθώς και σε τεχνητές λίμνες,[18][19][20][21][22] (Ουζμπεκιστάν).[24] Αποφεύγει τα παράκτια ύδατα και την υψηλή, πυκνή βλάστηση ή τα αναδυόμενα και επιπλέοντα υδρόβια φυτά.[25]
Η καστανόπαπια ανήκει στην υποοικογένεια των Tadorninae[1] («βαρβάρες»), όπου κατατάσσονται εκείνες οι πάπιες που, φυλογενετικά, βρίσκονται ανάμεσα στις χήνες και τις «πραγματικές» αγριόπαπιες. Εμφανίζει φυλετικό διμορφισμό ο οποίος, ωστόσο, δεν είναι τόσο έντονος όσο στις άλλες αγριόπαπιες, με το αναπαραγόμενο αρσενικό (drake) να είναι λίγο διαφορετικό σε εμφάνιση από το θηλυκό (duck).
Η καστανόπαπια είναι ισομεγέθης με τη συγγενική βαρβάρα, πιθανόν, με ελαφρώς μεγαλύτερο εκπέτασμα. Ο λαιμός είναι σχετικά μακρύς, όπως και οι ταρσοί, ενώ οι πτέρυγες είναι μακριές και λεπτές. Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο του πτηνού είναι το, πολύ εντυπωσιακό, πορτοκαλί-καφέ/σκωριόχρωμο πτέρωμά του, σχεδόν σε όλη την επιφάνεια του σώματος (ράχη, λαιμός, στήθος, κοιλιά, υπογάστριο), εκτός από την περιοχή του κεφαλιού, όπου γίνεται πολύ πιο ανοικτό, κανελλί-λευκωπό, κρεμ, ακόμη και λευκό, ειδικά στο πρόσωπο και το μέτωπο.
Το ουροπύγιο, η ουρά και τα ερετικά φτερά είναι μαύρα με κάποια πρασινωπή, μεταλλική ανταύγεια. Το πατάγιο (η περιοχή προσβολής της πτέρυγας) είναι λευκό, τόσο στο πάνω όσο και στο κάτω μέρος του, όπως και τα μεγάλα στέγαστρα, κάνοντας έντονη αντίθεση με τα μαύρα ερετικά φτερά, κατά την πτήση. Το ράμφος είναι μαύρο, με τη ρινοθήκη ελαφρώς κοίλη στη μέση της και χωρίς φύμα στη βάση του. Η ίριδα είναι μαύρη, οι ταρσοί και τα πόδια σταχτόμαυρα. Το κάτοπτρο είναι μαυροπράσινο.
Αρσενικό: Λεπτό, μαύρο περιλαίμιο κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Ελαφρώς πιο έντονο σκωριόχρωμο πτέρωμα στον μανδύα και το στήθος.
Θηλυκό: Χωρίς περιλαίμιο και με πιο ανοικτόχρωμη, σχεδόν λευκωπή «μάσκα» στο πρόσωπο.
Νεαρό: Σαν το θηλυκό, αλλά με γκρίζα χροιά στο, κατά τα άλλα, λευκό πατάγιο.
Η καστανόπαπια θεωρείται παμφάγο πτηνό, με τη φυτική διατροφή να αποτελείται κυρίως από πράσινα βλαστάρια, μαλακά ριζώματα, σπέρματα επίγειας βλάστησης και κόκκους δημητριακών, όπως κεχρί, σιτάρι και ρύζι (Κορέα και Ιαπωνία). Η ζωική διατροφή περιλαμβάνει παράκτια οστρακόδερμα όπως γαρίδες, διάφορα υδρόβια και χερσαία έντομα (ιδιαίτερα ακρίδες), υδρόβια μαλάκια και καρκινοειδή, μικρά ψάρια, βατράχια και γόνους αμφιβίων, καθώς και σκουλήκια.[18][19][20][21][22][36]
Οι καστανόπαπιες μπορεί να συγκεντρώνονται σε μεγάλα σμήνη (π.χ. 4.000 πουλιά σε μια τοποθεσία στο Νεπάλ, περισσότερα από 10.000 σε μια τοποθεσία στην Τουρκία) κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα αλλά, τυπικά, απαντά σε ζεύγη[30][36] ή διάσπαρτες μικρές ομάδες[30] κατά μήκος των ποταμών.[25][37] Οι ενήλικες υποβάλλονται σε πλήρη μετα-αναπαραγωγική έκδυση (moult), από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τον Σεπτέμβριο,[18][37] οπότε καθίστανται ανίκανοι να πετάξουν για τέσσερις εβδομάδες, περίπου. Σ’ αυτή την περίοδο απαιτούν μεγάλες, ανοικτές περιοχές νερού κοντά στα εδάφη αναπαραγωγής τους.[23] Το είδος είναι κυρίως νυκτόβιο.[19]
Οι καστανόπαπιες κολυμπούν τηρώντας χαρακτηριστική στάση, με το κεφάλι όρθιο, αλλά το μπροστινό μέρος του σώματος πολύ χαμηλά σε σχέση με το νερό και το πίσω μέρος ψηλά.[38]
Η περίοδος φωλιάσματος, συνήθως, ξεκινάει στα τέλη Μαΐου στις περισσότερες επικράτειες (αρκετά νωρίτερα στις νότιες) και φώλιασμα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.[39]
Οι φωλιές είναι ρηχά βαθουλώματα, μακριά από το νερό, είτε λαγούμια ή τρύπες στην άμμο ή τις αργιλώδεις όχθες, με τις τελευταίες να είναι φυσικές ή σκαμμένες από άλλα ζώα.[25] Άλλες τοποθεσίες της φωλιάς περιλαμβάνουν εγκαταλελειμμένα κτίρια και αγροτικά υπόστεγα, κούφια δέντρα μέχρι 10 μ. ύψος, ρωγμές στους βράχους, γκρεμούς και, περιστασιακά, τεχνητές φωλιές.[25] Οι φωλιές επιστρώνονται με φυτικό υλικό, πούπουλα και λίγα φτερά.[39]
Η γέννα αποτελείται από 8 έως 12 (-16) υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 67,0 Χ 47,1 χιλιοστών.[39] Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, με το αρσενικό να βρίσκεται σε επιφυλακή μακριά από τη φωλιά, και διαρκεί 27 έως 29 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί (παπάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν, αλλά επιτηρούνται στενά και από τους δύο γονείς. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 40-55 ημέρες, περίπου.[26][29] Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα δύο έτη της ηλικάς τους.[38]
Το κυνήγι είναι μια σοβαρή απειλή για το είδος, ιδιαίτερα στη ΝΑ. Ευρώπη,[19][21][37][40] (π.χ. Τουρκία[23]) αν και προστατεύεται, σε μεγάλο βαθμό, στην Κ. και Α. Ασία, επειδή θεωρείται σε πολλές περιοχές ως ιερό πτηνό.[37][iii] Άλλες απειλές για τους δυτικούς πληθυσμούς περιλαμβάνουν την απώλεια και υποβάθμιση των εσωτερικών υγροτόπων, μέσω υπόγειας άντλησης νερού για άρδευση[40] (οπότε προκαλείται μείωση των αποθεμάτων νερού στους εποχικούς και ημι-μόνιμους υγρότοπους) και την ευρεία παροχέτευση ρηχών ελών και λιμνών.[23] Άλλοι κίνδυνοι είναι, η εξόρυξη αλατιού,[21][40][41] η αστική ανάπτυξη, η ρύπανση, η εισαγωγή εξωτικών μη-ιθαγενών ψαριών και η υπερβόσκηση.[40][41][42]
Στο Φράγμα Klingnau της Β. Ελβετίας, το είδος έχει γίνει γνωστό ότι υβριδίζεται με τη βαρβάρα της Νότιας Αφρικής (Tadorna cana) από διαφυγόντες αιχμάλωτους πληθυσμούς, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τη γενετική καθαρότητα και των δύο ειδών.[43] Το είδος είναι, επίσης, ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών (στέλεχος H5N1) και ως εκ τούτου απειλείται από κρούσματα του ιού.[44] Τέλος, παρόλο που θηρεύεται για εμπορικούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς στο Γκιλάν του Β. Ιράν[45] οι πληθυσμοί του στη χώρα έχουν σχεδόν 6πλασιασθεί.[38]
Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω της αυξητικής τάσης των πληθυσμών της Κ. και Α. Ασίας,[38] δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Ωστόσο, η τάση των πληθυσμών του σε πολλές περιοχές είναι καθοδική.[4]
Κατά τον 19ο αιώνα, η καστανόπαπια είχε παρατηρηθεί σε πολλές περιοχές όπου, πλέον, δεν απαντά, όπως στην Τριχωνίδα, το Κοτύχι, την Εύβοια, ακόμη και στην Αττική. Στις αρχές του αιώνα φώλιαζε αρκετά δυτικά, στην Πικρολίμνη Κιλκίς και νότια μέχρι τη λίμνη Κάρλα.[26]
Η καστανόπαπια εμφανίζει ασταθή συμπεριφορά, ως προς την κατάσταση του πληθυσμού της στη χώρα. Κανονικά, είναι καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης σε μικρούς πληθυσμούς στη βορειοανατολική επικράτεια (Α. Μακεδονία και Θράκη, με δυτικό όριο το Δέλτα του Νέστου). Ωστόσο, υπάρχουν και άτομα που φωλιάζουν περιστασιακά σε δυτικότερες θέσεις, προς τον Θερμαϊκό Κόλπο, αλλά και σε κάποια μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Ο συνολικός αναπαραγόμενος πληθυσμός του είδους έχει μειωθεί δραματικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πιθανότατα, σε όχι περισσότερα από 15-40 ζευγάρια, στις προαναφερθείσες περιοχές φωλιάσματος.[15] Φωλιάζει, στις αρχές Απριλίου, σε φυσικές ή τεχνητές οπές, αμμοθίνες, βράχια ή παλαιά οικήματα.[26]
Τον χειμώνα, έχουν καταγραφεί μικρά και διάσπαρτα σμήνη στους σημαντικότερους υγρότοπους της βορειοανατολικής χώρας, κυρίως στα Δέλτα του Νέστου και του Έβρου. Η παρουσία της καστανόπαπιας στα νησιά του ΒΑ. Αιγαίου θα μπορούσε να ήταν μόνιμη (καθιστικά άτομα), αλλά φαίνεται ότι το πτηνό εξαρτάται από τη στάθμη των υδάτων στους υγροτόπους φωλιάσματος, δηλαδή από την εποχική αποξήρανση και επανακατάκλυσή τους, καθορίζοντας τις εκάστοτε μεταναστευτικές του κινήσεις.[15] Στον Έβρο διαχειμάζει το 98% του πληθυσμού της δεκαετίας 2000-1010. Ωστόσο, ο συνολικός πληθυσμός του είδους στην Ελλάδα είναι < 1% του ευρωπαϊκού (Wetlands Intarnational, 2006).[47]
Ειδικά στην Ελλάδα το είδος κατατάσσεται στα Τρωτά VU [D1],[48] ενώ παλαιότερα κατατασσόταν στα Κινδυνεύοντα (Ε1).[26]
Ο πληθυσμός καστανόπαπιας στο Φυσικό Καταφύγιο Ascania Nova, της Ν. Ουκρανίας, έχει ανακάμψει με επιτυχία, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας τεχνητών φωλιών, της τακτικής σίτισης και θραύσης του πάγου στις λίμνες για να παρέχεται συνεχής πρόσβαση στο νερό. Επίσης, για την ανατροφή των νεοσσών, έχουν χρησιμοποιηθεί «ανάδοχες μητέρες» των ειδών Cairina moschata και Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλες).[49]
Στον ελλαδικό χώρο η Καστανόπαπια απαντά και με την -ευρέως διαδεδομένη- ονομασία, Αγκίτι.[50] ενώ έχει αναφερθεί και ως Καστανόχηνα,[51] ιδιαίτερα στην Κύπρο.[17]
i. ^ Η λέξη ταδόρνις (ή ταντόρνις) είναι δάνειο από τη λατινική -με πιθανή κελτική ρίζα- tadorna (βλ. Ονοματολογία).
ii. ^ Άλλες λόγιες ονομασίες είναι Νήσσα η ταδορνίς ή καστανόχρους, Νήσσα η χηναλώπηξ, Χηναλώπηξ η καστανόχρους, Χηναλώπηξ ο φαιόχρους και Αλεπόχηνα η πυρρός.[50] Από αυτές, μόνον η πρώτη έχει κάποιο έρεισμα στην επιστημονική της ονομασία, αλλά με τον τονισμό στην παραλήγουσα, διότι η λέξη είναι παράγωγο της λέξης όρνις.[52]
Οι άλλες ονομασίες είναι εντελώς τεχνητές και έχουν ως βάση τον συνδυασμό της -επίσης τεχνητής- κατηγορίας στην οποία ανήκει το γένος, (Χηναλώπηξ) με το χαρακτηριστικό χρώμα του πτερώματος του πτηνού.
iii. ^ Σε ορισμένες βουδιστικές χώρες, η καστανόπαπια προστατεύεται, επειδή το χρώμα του πτερώματος της μοιάζει με εκείνο που έχουν τα ράσα των μοναχών.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.